9 Φεβ 2018

Όταν η λήγουσα είναι μακρά



Παρασκευή, μετά από Τσικνοπέμπτη και να σου πουν να γράψεις κείμενο για ιστολόγιο... Μη σου τύχει! Χίλιες φορές να τα παρατήσω και ν' ανηφορίσω κατά το Γαλάτσι για κανένα τσίπουρο. Κι αν στ' ανηφόρισμα γυρίσω και το ρολόι καμμιά τριανταριά χρόνια πίσω... ποιός ξέρει; Μπορεί εκεί στον καφενέ ν' ανταμώσω τον Γιώργη τον Μουφλουζέλη, να κάτσουμε παρέα στο τραπέζι και να πιω το τσίπουρό μου ακούγοντας ιστορίες από τα παλιά...


Τον πρώτο μου στίχο τον είχα γράψει προπολεμικώς, όταν βγήκα από την Χωροφυλακή. "Να κι ο μπάτσος που φερμάρει, στη γωνία, στο φανάρι". Άμα το 'γραψα, κόντεψα να τρελαθώ απ’ τη χαρά μου. Δεν ήτανε σπουδαίο πράγμα αλλά λέω: για να γράψεις αυτό, θα γράψεις κι άλλα πράγματα.

Εν πάση περιπτώσει, εκείνο τον καιρό που ήρθα εδώ, το '58, το ρεμπέτικο τραγούδι είχε μεγάλη κάμψη. Από το 1946 το ρεμπέτικο έπεσε. Το πνίξανε τα ινδιάνικα και τ' αρχοντορεμπέτικα, αυτά του Μανώλη Τραμπαρίφα και κάτι ξέρω 'γω τι, που γράφανε οι επιτήδειοι. Ήτανε και τα χρόνια ανάποδα: κατοχή πρώτα, εμφύλιος ύστερα και τα λοιπά. Τα πάνω κάτω. Δεν ήξερες που στεκόσουνα, να πούμε. Ο κόσμος κουνιότανε, ερχότανε όλοι στην Αθήνα γενικώς και βγαίνανε κάτι μόδες καινούριες σε όλα. Δεν την έβγαζες πια με τα ψέματα. Έπρεπε να την βολέψεις, να πας εκεί που είναι το χρήμα και ο συρμός. Οι ρεμπέτες δύσκολο ν’ αλλάξουμε, οι παλαιοί. Δε νογάγαμε και πολλά. Τα λέω τώρα, εγώ, εκ των υστέρων.

Εν πάση περιπτώσει, κάτι νεώτεροι το ανθιστήκανε και πέσανε και πολλοί επιτήδειοι απ' όξω. Είχε αρχίσει και πολύ απαγορεύεται και πολλή λογοκρισία. Αυτοί που διαβάζουνε από μέσα. Και οι εταιρείες κοιτάζουνε το κέρδος τους, βέβαια, οι άνθρωποι. Αυτή είναι η δουλειά τους. Και φταίνε και οι ρεμπέτες. Το ρίξανε στο κλαψιάρικο. Μια γρίνια, ρε παιδί μου, ένα αλλόκοτο πράμα. Και τα λόγια τους τα ίδια, τα ίδια. Πάρε για παράδειγμα το "Τον Χάρο τον αντάμωσαν". Ξέρεις τι είναι ο χάρος τον αντάμωσαν; Είναι η "Πασαλιμανιώτισσα" η παλιά: "Βρε Πασαλιμανιώτισσα γλυκιά μου ζωντοχήρα". Βγάλανε τα λόγια και βάλανε χάρο. (Καλά, αυτό εγινόταν και γίνεται). Αλλά ύστερα, είδανε ότι πήρε φόρα ο Χάρος, αρχίσανε με τον Χάρο, με τον Χάρο... Παραχαραδιάσανε όλοι.



Κατεβαίνω μια μέρα κάτω σ' ένα υπόγειο, εκεί στην Ομόνοια γύρω. Σατωβριάνδου. Ήτανε ένα υπόγειο, ένα μαγαζάκι και ήτανε μπροστά τρία μπουζουκάκια, τρεις νεαροί οι οποίοι χιωτίζανε. Θα πεί, είχανε δάχτυλα με περισσότερη γρηγοράδα και μπορούσανε και παίζανε τα τραγούδια του Χιώτη, που έπρεπε να είσαι δεξιοτέχνης. Και πίσω από τα παιδιά αυτά ήτανε ο Μάρκος. Ο διάσημος ο Μάρκος! Αυτό το όνομα, αυτός ο λάτρης όλων των ρεμπέτηδων! Τον είχανε από πίσω και βαστούσε το μπουζούκι και κουνούσε τα χέρια του. Κατέβηκε από το πάλκο.

"Τι χαμπάρια Γιώργη; Πώς πάει η Μυτιλήνη;"

Του λέω: "Ρε Μάρκο, τι κάνεις εδώ;"

"Τι να κάαανω;" Έτσι όπως μιλούσε και βαριά.

"Τι θα πεί τι να κάνεις; Εσύ είσαι μουσικός μεγάλος. Εγώ -λέω- δεν είμαι τίποτα. Ούτε με ξέρει κανείς αν παίζω μπουζούκι ή αν δεν παίζω. Και παγαίνω σ’ ένα ταβερνάκι, εκεί στη γειτονιά, και κάθομαι παραπέρα και παίζω πέντε πενιές κι έρχεται ο ένας και με δίνει ένα τάλιρο, έρχεται ο άλλος με δίνει ένα τάλιρο κι έχω την αξιοπρέπειά μου και παίζω και πέντε πράματα. Κι αν πάρω δυο τάλιρα ή μισό ή ένα, ξέρω ότι το παίρνει η αξία μου, εγώ δηλαδή. Περιμένεις εδώ να παίξουνε τα πιτσιρίκια, που στο μπουζούκι δεν είναι παιδιά σου, ούτε εγγόνια σου. Για πάρε -λέω- το μπουζούκι και τράβα κατά τη γειτονιά σου που σε ξέρουνε και οι πέτρες. Πήγαινε σ’ ένα κουτουκάκι, κάτσε, βάλε μπροστά σου ένα μισόκιλο κρασί, βάλε το πόδι σου το ένα πα' στ' άλλο, ρίξε πέντε πενιές. Θα βρεθεί ένας να πει "για δε, ρε Μάρκο, πιάστα αυτά και ρίξε μας ένα ταξίμι".

"Να δω", λέει. Κι έμεινε.

Πόλυ Πάνου, Μπάμπης Γκολές, Γιώργης Μουφλουζέλης

Πολλές φορές παίρνω μουσικές από βαθιές, παλιές ρίζες και τις μετατρέπω ανάλογα με τα λόγια. Το κάνω και με τα λόγια αυτό. Τις μουσικές τις γράφανε -ποιοι να σου πώ;- παλιοί βιολιτζήδες, άγνωστοι άνθρωποι, παλιοί μουσικάντες, κάτι Τούντες, κάτι ξέρω 'γω τι. Αυτοί είχανε μέσα την τούρκικη, την αράβικη μουσική και των πατριωτών μας της Ανατολής. Αυτό που κάνω εγώ γίνεται παλιόθεν. Το έκανε ο λαός. Αυτά τα έβγαλε ο λαός και ό,τι έβγαλε ο λαός στέκονται. Γιατί ένας χαβάς, ένα τραγούδι θέλει καιρό για να στρώσει. Πρέπει να περάσει από πολλά στόματα, από πολλά πανηγύρια, από πολλά μεράκια. Κι έρχεται και στρογγυλεύει σαν το βότσαλο στην ακρογιαλιά. Ένα ωραίο πράμα, ένα τεφαρίκι. Μπορώ να σου πω ότι και μια γριούλα, που τηγανίζει ψάρια στην αυλή της και της ήρθε να τραγουδήσει ένα τραγουδάκι μπορεί κι αυτή ν’ αλλάξει δυο λέξεις και να ακούγεται καλύτερα. Άκου να δεις, αν το πιστεύεις αυτό. Μου είπε μια φορά ένας κύριος -πολύ μορφωμένος κύριος, διαβασμένος κάργα- ότι και ο Όμηρος την ίδια δουλειά έκανε! Ανατολίτης κι αυτός. Τι έχει βγάλει, ρε παιδί, αυτή η Ανατολή!

Εγώ δεν ντρέπομαι να λέω την αλήθεια, ότι επήρα από δω κι ότι αυτό το πήρα από εκεί... Γιατί γράφω και τα δικά μου, του Γιώργη του Μουφλουζέλη. Δικά του έγραψε κι ο Μπαγιαντέρας, τραγούδια πάρα πολύ ωραία. Ο Μπαγιαντέρας -δεν ξέρω τι γράμματα ξέρει ο άνθρωπος- ξέρω να πω ότι έγραψε πάρα πολύ ωραία τραγούδια με στίχο δυνατό: "Παρηγοριά ζητούσα κάθε βράδυ", "Ήμουνα μοναχός μέσ' στο σκοτάδι". Ένα ωραίο τραγούδι. Το άλλο: "Ξεκινά μια ψαροπούλα". Το άλλο που λέγει: "Καπνουλού μου έμορφη". Έγραψε το Χατζηκυριάκειο, έγραψε ωραία σουξεδάκια.

Και ο Παπαϊωάννου. Δικά του ωραία τραγούδια: "Η Βαγγελίτσα", "Η Φαληριώτισσα". Αντιθέτως τώρα, κάτι άλλοι, που έχουνε και μεγαλύτερα ονόματα, έχουνε αρπάξει πολύ πράμα. Δεν κατηγορούμε κανένα. Τη δουλειά του έκανε ο καθένας, κατά τη δύναμή του και το μυαλό του. Αλλά να το λες ρε κύριε! Πρέπει να είσαι λεβέντης για να λέγεσαι ρεμπέτης.

Αυτά τα παλιά, που λέγανε στους τεκέδες, μια λέξη ο ένας, μια λέξη ο άλλος κι έβγαινε το τραγούδι απά' στη σούρα, τα πιάσανε αυτοί οι συνθέτες οι μεγάλοι, βάλανε τα όνοματά τους και τα βγάλανε δίσκο ο άλφας και ο βήτας. Αυτά, που έφτιαξε παλιόθεν ο λαός και τα βρήκαμε τελειωμένα και αδέσποτα -ελεύθερα, ωραία πράματα για όλους- πέσαμε απάνω κι όποιος προλάβει και τα δηλώσει στ' όνομά του. Σαν τσ' οικοπεδοφάγοι. Το ρεμπέτικο το περιφράξανε με τις υπογραφές. Κι αν μαράζωσε το γνήσιο ρεμπέτικο, μαράζωσε κι απ' αυτές τις υπογραφές. Γιατί η υπογραφή σήμερα εξαργυρώνεται στις εταιρείες. Είναι επιταγή. Πού να ζυγώσεις εσύ να πιάσεις το παλιό; Να τ' αλλάξεις, να το φέρεις στον καιρό σου; Βάζει ο άλλος τις φωνές: Βγάλε κύριε, το χέρι σου απ’ την τσέπη μου. Μερικοί από δαύτους, αδερφέ μου, δεν είναι συνθέτες, είναι μόλυνση του περιβάλλοντος.

Θόδωρος Δερβενιώτης, Σοφία Διαμαντή, Γιώργης Μουφλουζέλης
(Φωτογραφία από το οπισθόφυλλο του άλμπουμ "Τα μεράκια του Μουφλουζέλη")

Να πούμε και για μερικούς τραγουδιστές; Αυτούς τους βγάζουνε σήμερα οι εταιρείες με τις κλάσεις, όπως στο στρατό. Σου βάζει ένα ρολόι χρυσό εδώ πέρα και παίρνει το μικρόφωνο και κακαρίζει και παίζουν τα μπουζούκια δίπλα κι αυτός δεν ξέρει τι θα πει μπουζούκι, τι θα πει ταξίμι δεν ξέρει. Τον βάλανε κι είπε ένα τραγούδι, επειδή είχε μια σχετική φωνούλα, το μικρόφωνο την μεγαλώνει από μέσα, από την κονσόλα, οι τεχνικοί τον κάνανε πιο πρίμο, πιο μπάσο, τον πιάσανε. Ε, αυτόν αν τον ακούσεις παραπέρα, δε μετρά.

Τεχνικοί; Έχει κάτι καλά μαστόρια. Έχει και κάτι άλλοι, που μόνο τον έξυπνο ξέρουν να κάνουν. Ξέρεις τι τραγούδια έχουν χαλάσει; Τραγούδια που αλλιώς τα σκεφτόμουνα, αλλιώς τα ακούω. Και τσαντίζομαι. Πολύ τσαντίζομαι. Έβαζα μέσα όργανα και τα βγάζανε. Σ’ ένα τραγούδι, στο τέλος του στίχου, άφησα νότες επίτηδες κι έβαλα ένα κομπολογάκι κι ένα ποτηράκι να κάνουν ντριν-ντριν-ντριν και το βγάλανε κι ακούς μονάχα ένα νταγκ- νταγκ- νταγκ από ξερά όργανα κι είναι σα να χτυπάει μια γκαζόκασα. Τ' ακούω και γίνομαι μπαρούτι. Αυτοί δεν ξέρανε απ' αυτά τα πράματα. Ενώ εγώ που το 'βαλα, κάπου το 'χω ακούσει: σ' ένα ντεκέ. Κάποιος έπαιζε το μπαγλαμά κι ένας άλλος χτυπούσε το κομπολόι στο ποτηράκι του συνοδεία. Δεν είχανε κιθάρα. Ακομπανιάριζε ο άλλος στη σούρα του. Δεν τα 'χουνε ζήσει αυτά αυτοί οι άνθρωποι. Αυτοί εζήσανε στα γραφεία της Πλατείας Συντάγματος. Θα βγάλανε και κανένα γυμνάσιο. Τέλος πάντων...


[Αποσπάσματα από το "Όταν η λήγουσα είναι μακρά" (Δωδώνη, 1979), βιβλίο με αυτοβιογραφικά στοιχεία και ιστορίες που διηγήθηκε ο Γιώργης Μουφλουζέλης στον Φώτη Μεσθεναίο.]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ