20 Οκτ 2019

Αντικομμουνιστική δυσωδία



Την τελευταία περίοδο, αξιοποιώντας διάφορες αφορμές, εντάθηκαν από την αστική τάξη η αντικομμουνιστική προπαγάνδα, η προσπάθεια παραχάραξης της Ιστορίας και η συκοφάντηση του σοσιαλισμού που οικοδομήθηκε κατά τον 20ό αιώνα. Αποκορύφωμα αυτής της χυδαίας και ανιστόρητης αντικομμουνιστικής επίθεσης αποτέλεσε το κατάπτυστο ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου που εξισώνει τον κομμουνισμό με το φασισμό και βάζει στο στόχαστρο τη δράση των κομμουνιστών, το οποίο συνοδεύτηκε με έντονη αρθρογραφία στη χώρα μας, επικεντρώνοντας ιδιαίτερα στην επίθεση ενάντια στο ΚΚΕ.
Το φούντωμα της αντικομμουνιστικής δυσωδίας του συστήματος, που καθόλου τυχαίο δεν ήταν, είχε όμως, ταυτόχρονα με τα παραπάνω, και μια ακόμη, εξίσου επικίνδυνη, στόχευση: Να εγκλωβιστούν λαϊκές - αγωνιστικές δυνάμεις στις συμπληγάδες του συμβιβασμού με την «κανονικότητα» της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, της αποδοχής της «ταξικής ειρήνης» για τη διατήρηση της αστικής εξουσίας. Να χτυπηθεί βαθύτερα και συνολικότερα η πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας.
Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος στήθηκε μια τριπλή συντονισμένη επίθεση, που περιελάμβανε την εκδοχή του άμεσου και αισχρού αντικομμουνισμού, την εκδοχή που καλούσε στην εκούσια παραίτηση από την επαναστατική πολιτική πάλη παρουσιάζοντάς την ως παρωχημένη, καθώς και την εκδοχή μιας φαινομενικά «μαχητικής» υπεράσπισης του κομμουνισμού, που αποδέχεται όμως όλο τον πυρήνα της ωμής αντικομμουνιστικής επίθεσης.
Από τον χυδαίο αντικομμουνισμό...
Η αρχή έγινε με το γνωστό ανιστόρητο παραλήρημα (φιλοξενήθηκε με άρθρα σε σειρά εφημερίδων από τον «Φιλελεύθερο» και τη «Δημοκρατία» έως την «Καθημερινή»), που παρουσίαζε το σύμφωνο Μόλοτοφ - Ρίμπεντροπ ως την αιτία έναρξης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, την ΕΣΣΔ και τη ναζιστική Γερμανία ως δύο «μορφές ολοκληρωτισμού», που «η πρώτη εξόντωνε στο όνομα της κοινωνικής δικαιοσύνης ενώ η δεύτερη στο όνομα της φυλετικής καθαρότητας», κάνοντας αναφορές για τα «εγκλήματα» του κομμουνισμού και παρουσιάζοντας τις σοσιαλιστικές χώρες που υπήρξαν στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη ως κατεχόμενες από την ΕΣΣΔ. Αρκεί φυσικά μια ματιά στο βιβλίο του Ι. Μ. Μάισκι «Ποιος βοήθησε τον Χίτλερ;» για να καταλάβει κανείς το πόσο ανυπόστατοι είναι οι παραπάνω ισχυρισμοί, ενώ και ο «Ριζοσπάστης» έδωσε όλη αυτήν την περίοδο με την αρθρογραφία, που φιλοξένησε στις σελίδες του, πολύπλευρη και ολοκληρωμένη απάντηση σε όλον αυτόν τον οχετό.
Το ιδιαίτερο στοιχείο, όμως, αυτών των «λαγών» της αστικής προπαγάνδας ήταν ότι επιχειρούν να παρουσιάσουν όλα τα παραπάνω ως κάτι το «αυτονόητο», ως «μια ζοφερή πραγματικότητα, που κανείς κανονικός άνθρωπος δεν αμφισβητεί στις μέρες μας», που ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο «υπερψηφίστηκαν από το Ευρωκοινοβούλιο με ευρεία πλειοψηφία». Ουσιαστικά, επιδιώκουν να καταγραφεί σε ευρύτερα τμήματα της εργατικής τάξης και του λαού ως «φυσιολογική» η καταδίκη των πρωτοπόρων ιδεών και της πάλης για την κοινωνική απελευθέρωση και να γίνει αποδεκτή η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο ως «κανονικότητα» που δεν θα αμφισβητείται.
Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι όλοι αυτοί οι αρθρογράφοι, που έχουν διακριθεί τα προηγούμενα χρόνια ως οι πιο «προωθημένες» φωνές υπεράσπισης της αντιλαϊκής πολιτικής των μνημονίων, επιδίωξαν και τώρα με μεγάλη μεθοδικότητα την επίθεση στη λαϊκή πάλη που δύναται να αμφισβητήσει την αστική εξουσία. Είναι χαρακτηριστικές οι αναφορές τους για τη «ζημιά» που προκάλεσαν οι εργατικοί - λαϊκοί αγώνες στον 20ό αιώνα και η ένοπλη ταξική σύγκρουση του ΔΣΕ την περίοδο 1946 - 1949, τα δήθεν ρητορικά τους ερωτήματα για το «αν ανήκει στο δημοκρατικό τόξο το ΚΚΕ», ή «αν ο ολοκληρωτισμός είναι δικαιολογημένος όταν γίνεται προς όφελος του λαού», εννοώντας την προσπάθεια του εργατικού κράτους να υπερασπιστεί την εργατική εξουσία. Ενώ δεν δίστασαν να επεκτείνουν αυτούς τους συλλογισμούς και στις πρόσφατες κινητοποιήσεις ενάντια στον συνδικαλιστικό νόμο και ενάντια στη νέα Συμφωνία Ελλάδας - ΗΠΑ, σε μια προσπάθεια προετοιμασίας του εδάφους για την προώθηση πιο αυταρχικών μέτρων της δικτατορίας του κεφαλαίου.
...στον δούρειο ίππο του «οικειοθελούς» συμβιβασμού
Την ίδια στιγμή αναπτύχθηκε και μια άλλη «γραμμή» αρθρογραφίας (εμφανίστηκε κατά κύριο λόγο στην «Καθημερινή», στα «Παραπολιτικά» και στην «Εστία»), που υποστήριζε ότι αν και πρέπει να «καταδικαστεί κάθε ολοκληρωτισμός», μια τέτοια «συζήτηση είναι ανεπίκαιρη» και ότι είναι «λάθος η σύγκρουση με το ΚΚΕ». Παρότι αυτοί οι αρθρογράφοι τοποθετήθηκαν αντιπαραθετικά στην επίθεση του ωμού αντικομμουνισμού, στην ουσία καλούσαν σε «οικειοθελή» συμβιβασμό και ενσωμάτωση στο σύστημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Αυτό φάνηκε από τις τοποθετήσεις τους ότι «το ΚΚΕ είναι ένα κόμμα με σεβασμό στους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού», που «δεν αποτελεί απειλή γιατί λειτουργεί εντός του πλαισίου του αστικού πολιτικού συστήματος». Με λίγα λόγια, «ανεκτοί οι αγώνες» εφόσον όμως δεν ανοίγουν τον δρόμο, δεν οδηγούν στην αμφισβήτηση της αστικής εξουσίας. Ορισμένοι, δε, πιο ξεκάθαρα υποστήριξαν ότι σήμερα «υπάρχει ανάγκη κοινωνικής ειρήνης για να πραγματοποιηθούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις» και γι' αυτό δεν χρειάζεται να οξυνθεί η «μάχη με κάτι που έχει πεθάνει εδώ και 30 χρόνια», εννοώντας ότι με την ανατροπή του σοσιαλισμού επήλθε και η «οριστική ήττα» της επαναστατικής πάλης. Ενώ συμπλήρωσαν ότι η οικονομική ανάπτυξη του καπιταλισμού είναι το «πραγματικό του ατού», που θα αποδείξει τη δήθεν ανωτερότητά του ως συστήματος.
Το ερώτημα βέβαια απέναντι σε όλα αυτά είναι ότι αν όντως η πάλη για την κοινωνική αλλαγή έχει «ηττηθεί οριστικά», τότε γιατί αυτή η αγωνία να διαμορφωθεί κατάλληλη γραμμή αντιπαράθεσης με τις επαναστατικές δυνάμεις. Γιατί εάν όντως η υπόθεση του σοσιαλισμού - κομμουνισμού είναι κάτι το παρωχημένο αρκεί απλά να την αγνοήσουν, όπως έγραψε και ένας από τους αρθρογράφους με αρκετή δόση ειρωνείας.
Την απάντηση έδωσαν οι ίδιοι στα άρθρα τους, επισημαίνοντας την ανάγκη να επικεντρωθεί η προσοχή στο πώς θα «διορθωθούν οι ατέλειες» του καπιταλισμού και στο να προσδοθεί αίγλη στην αστική εξουσία. Φαίνεται δηλαδή ότι η οικονομική ανάπτυξη του καπιταλισμού, που - με την ευμάρεια που υποθετικά θα φέρει - θα «οδηγήσει στην ήττα» κάθε φωνή εναντίωσης στον καπιταλισμό, δεν αποτελεί τόσο ισχυρό «όπλο» όσο θα ήθελαν οι διάφοροι αρθρογράφοι. Η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, η ίδια η καπιταλιστική ανάπτυξη που βασίζεται στην ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και του λαού και συνολικά οι αντιθέσεις που βρίσκονται στην καρδιά του καπιταλισμού απαιτούν προετοιμασία για μεγαλύτερη θωράκιση του συστήματος.
Σε αυτές τις συνθήκες επιδιώκουν να έχει «σβήσει από το χάρτη» κάθε φωνή αμφισβήτησης του εκμεταλλευτικού συστήματος ή, στη χειρότερη γι' αυτούς περίπτωση, ακόμη και αν υπάρχει να είναι ακίνδυνη για την αστική εξουσία. Γι' αυτό λοιπόν κόπτονται η αστική τάξη και τα επιτελεία της να οδηγήσουν πρωτοπόρες δυνάμεις στην ενσωμάτωση και τον συμβιβασμό, είτε με τον εκφοβισμό είτε προτείνοντας την οικειοθελή παραίτηση από τον ταξικό αγώνα.
Αντικομμουνισμός με το προσωπείο της υποκριτικής υπεράσπισης
Ο τρίτος πυλώνας της αστικής επίθεσης εκφράστηκε με αρθρογραφία σοσιαλδημοκρατικής κοπής, ενώ με σχεδόν ταυτόσημες τοποθετήσεις εκφράστηκε και ο οπορτουνιστικός χώρος. Ως άλλοι «λύκοι με προβιά προβάτου» ύψωσαν με βαρύγδουπες φράσεις τη σημαία της υπεράσπισης της ΕΣΣΔ, του Κόκκινου Στρατού και του «κομμουνιστικού οράματος», ενώ την ίδια στιγμή κρυμμένος στα «ναι μεν αλλά...» ήταν και πάλι ο αντικομμουνισμός.
Ο λογικός πυρήνας των άρθρων ήταν ότι ο κομμουνισμός είναι ένα «πολύ καλό όραμα», που όμως στη Σοβιετική Ενωση «εφαρμόστηκε με μεγάλες στρεβλώσεις», υιοθετώντας έτσι όλη την επιχείρηση παραχάραξης της Ιστορίας. Σε άρθρο της «Εφημερίδας των Συντακτών» αναφερόταν χαρακτηριστικά ότι «η σήψη ενός σχεδίου δεν είναι ίδιο πράγμα με το σχέδιο», ενώ στο ίδιο μήκος κύματος στέλεχος του ευρύτερου οπορτουνιστικού χώρου έγραφε ότι οι χώρες που οικοδομούσαν το σοσιαλισμό ήταν «καθεστώτα με αφετηρία ένα αίτημα ισότητας και χειραφέτησης και κατάληξη τον κρατικό αυταρχισμό και τη βία». Σε πιο προωθημένη γραμμή η εφημερίδα «Αυγή» διατύπωσε σε άρθρο πως «κανείς δεν αμφισβητεί ότι στην Σοβιετική Ενωση του Στάλιν έγιναν εγκλήματα και αγριότητες», συμπληρώνοντας ότι είναι απαράδεκτη παρ' όλα αυτά η εξίσωση αυτών των «εγκλημάτων» με εκείνα του ναζισμού!
Τέτοιες τοποθετήσεις αποτελούν την καλύτερη υπηρεσία στο βάρβαρο σύστημα της εκμετάλλευσης αφού οι εκφραστές τους αυτοπροβάλλονται ως εκπρόσωποι της πάλης για το σοσιαλισμό - κομμουνισμό, με σκοπό να χύσουν το πιο θανατηφόρο δηλητήριο εναντίον του, φροντίζοντας για λόγους «αντικειμενικότητας» να περιγράψουν με τις πιο μελανές εικόνες την πρώτη προσπάθεια για να οικοδομηθεί η νέα κοινωνία, χρησιμοποιώντας μάλιστα τις ίδιες ανιστόρητες αναφορές και μυθεύματα με τους εκφραστές του απροκάλυπτου και χυδαίου αντικομμουνισμού.
Η ενίσχυση της επαναστατικής πάλης μόνη απάντηση στον αντικομμουνιστικό οχετό!
Απέναντι στην πολύπλευρη αντικομμουνιστική επίθεση του συστήματος η καλύτερη απάντηση που μπορεί να δοθεί είναι η ενίσχυση και αναβάθμιση της παρέμβασης της επαναστατικής πρωτοπορίας, του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, για να απεγκλωβίζονται διαρκώς νέες δυνάμεις, ενισχύοντας την πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού. Η εξειδικευμένη παρέμβαση σε κάθε χώρο δουλειάς, στους χώρους Εκπαίδευσης, στις συνοικίες και στις γειτονιές, που θα καλλιεργεί σε ευρύτερα τμήματα εργαζομένων και νεολαίας την αμφισβήτηση του καπιταλιστικού συστήματος. Παρέμβαση και δράση που θα διαμορφώνεται αντιπαραθετικά και σε σύγκρουση με το σχέδιο της αστικής τάξης, με οξυμένη διαπάλη με την ιδεολογική και πολιτική επίθεση του ταξικού αντιπάλου σε κάθε κλάδο και περιοχή.
Οσο και αν ενοχλεί τους ένθερμους υποστηρικτές της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, η προσπάθεια να την παρουσιάσουν ως κάτι το «φυσιολογικό» και αυτονόητο δεν θα είναι ανεμπόδιστη γιατί θα βρουν απέναντί τους την πάλη των κομμουνιστών για να ανεβαίνει η οργάνωση των εργαζομένων και του λαού, να γίνουν βήματα στην ανάπτυξη του κινήματος, στην οργάνωση της αντεπίθεσης που θα στοχεύει τον πραγματικό αντίπαλο. Θα βρουν απέναντί τους τη δική μας προσπάθεια για να αποδεικνύεται σε ολοένα και περισσότερους ότι ο σοσιαλισμός - κομμουνισμός, η εργατική εξουσία είναι ένα σύστημα πολλαπλά ανώτερο από τη σημερινή καπιταλιστική βαρβαρότητα.

Του
Λουκά ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ*
* Ο Λουκάς Αναστασόπουλος είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ