«Μέλι
έσταζαν» ο ένας για τον άλλο, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, ο πρώην και ο νυν υπουργός
Ανάπτυξης, στη συζήτηση για το «αναπτυξιακό» πολυνομοσχέδιο, τη
Δευτέρα, στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής.
Με τον Γ. Δραγασάκη να λέει πως «θέλω να εκφράσω την ικανοποίησή μου δημόσια, διότι ο κ. Γεωργιάδης τήρησε το λόγο του, σεβάστηκε το έργο το οποίο αφήσαμε» και για το γεγονός ότι «το βασικό πλαίσιο, το θεσμικό, σε ό,τι αφορά το αναπτυξιακό μέρος, τον νόμο για τις στρατηγικές επενδύσεις, την αναπτυξιακή τράπεζα (...) αλλά και το νομοσχέδιο που είχαμε ετοιμάσει εμείς για τα εθνικά προγράμματα ανάπτυξης, αυτή είναι η βάση του νομοσχεδίου».
Και τον Αδ. Γεωργιάδη να ανταπαντά πως «παρέλαβα από τον προκάτοχό μου συγκροτημένη εργασία, την αναγνώρισα από την πρώτη βδομάδα που πήγα στο υπουργείο και είπα ότι ένα μεγάλο τμήμα του νομοσχεδίου προέρχεται από προηγούμενα σχέδια νόμου που παρέλαβα», διευκρινίζοντας πως «προτιμώ να βλέπω την πολιτική σαν συνέχεια».
Η αντιλαϊκή αυτή «συνέχεια» αποτυπώνεται σε όλο το πολυνομοσχέδιο που συζητιέται από σήμερα στην Ολομέλεια της Βουλής, με την κυβέρνηση της ΝΔ να παραλαμβάνει τη σκυτάλη από τον ΣΥΡΙΖΑ τόσο στα προκλητικά προνόμια προς τους επιχειρηματικούς ομίλους, όσο και στην άρση των όποιων στοιχειωδών προϋποθέσεων παραμένουν για την προστασία της ασφάλειας των εργαζομένων, της υγείας του λαού και του περιβάλλοντος, ώστε να στρωθεί φαρδιά - πλατιά το «κόκκινο χαλί» στους «επενδυτές».
Κοινή τους «βάση» είναι επομένως τα συμφέροντα του κεφαλαίου, των επιχειρηματικών ομίλων, η ανταγωνιστικότητα και κερδοφορία τους, παρά τις επιμέρους διαφωνίες που εκφράστηκαν και στη συζήτηση του πολυνομοσχεδίου, για το πώς αυτά θα διασφαλιστούν καλύτερα.
Ενδεικτική είναι για παράδειγμα η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ πως η έκθεση της ΤτΕ, που επικαλείται η κυβέρνηση, «κατανοεί την ανταγωνιστικότητα όχι ως διαρθρωτική που είναι, αλλά απλώς ως ανταγωνιστικότητα τιμών» και έτσι «ακυρώνεται η έννοια των κινήτρων... για να κινητοποιήσεις δραστηριότητες που σε μέρος της αγοράς δεν γίνονται».
Με τον Αδ. Γεωργιάδη να ανταπαντά πως «δεν ήταν το αναπτυξιακό μοντέλο της έντασης του κόστους εργασίας που μας έφερε στη χρεοκοπία, ήταν κυρίως η στροφή μας στην κατανάλωση με την έλλειψη ανταγωνιστικότητας».
Αλλά με ό,τι «όρους» κι αν «κατανοείται» η ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου, όπου κι αν μπαίνει κάθε φορά ο «τόνος» των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και των «κινήτρων» του αστικού κράτους, δεδομένο είναι ότι αυτή περνάει απαραίτητα μέσα από την παραπέρα επίθεση στα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα, το «άνοιγμα της ψαλίδας» ανάμεσα στις σημερινές δυνατότητες για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών και την άθλια πραγματικότητα που βιώνει ο λαός.
Γι' αυτό, μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να κατηγορεί την κυβέρνηση ότι «επιδιώκει ανάπτυξη μέσω συμπίεσης των μισθών», αλλά αυτό δεν μπορεί να ξεπλύνει το γεγονός ότι ως κυβέρνηση έδωσε το «πάτημα» για το επόμενο βήμα της επίθεσης στις Συλλογικές Συμβάσεις και τη συλλογική οργάνωση και δράση των εργαζομένων, «έργο» που έρχεται τώρα να ολοκληρώσει η ΝΔ.
Ετσι, οι μεταξύ τους διαφορές απομένουν ως «άδειο κουφάρι» για τους εργαζόμενους, για να στήνονται οι μεταξύ τους κάλπικες διαχωριστικές γραμμές για την κυβερνητική εναλλαγή, με τον υπουργό Ανάπτυξης να διερωτάται χαρακτηριστικά: «Αλλωστε, άμα συμφωνούμε σε όλα, τι είδους διαφωνίες θα είχαμε;»!
Εξίσου αποκαλυπτικό είναι και το πώς η «δομική αντιπολίτευση» του ΣΥΡΙΖΑ, με βάση τα ζητούμενα του κεφαλαίου, δίνει πάσα στην κυβέρνηση της ΝΔ να πάει την επίθεση ένα βήμα πιο πέρα. Για παράδειγμα, στις επιφυλάξεις του ΣΥΡΙΖΑ περί «αποσπασματικών μέτρων», ο υπουργός της ΝΔ απάντησε ότι έρχεται εντός ολίγου και νέα φουρνιά αναδιαρθρώσεων, μέτρων και «εργαλείων», όπως η ενεργοποίηση της «Αναπτυξιακής Τράπεζας» που δημιουργήθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ για τη στήριξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας, όπως και άλλο «αναπτυξιακό» νομοσχέδιο, αφού αυτό «κυρίως λύνει τα ζητήματα που κολλάνε οι επενδύσεις».
Η αντιλαϊκή αυτή σκυταλοδρομία, η «κοινή βάση» συζήτησης για όλα τα αστικά κόμματα φέρνει στην επιφάνεια και τον βασικό «κόμπο» για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα: Τη στρατηγική του κεφαλαίου που υπηρετούν διαδοχικά και με μοιρασμένους ρόλους. Αυτή δηλαδή που πρέπει να στοχεύσουν με τον αγώνα και τη δράση τους, αξιοποιώντας και την πείρα από τις απεργιακές μάχες, τα συλλαλητήρια, την πολύμορφη πάλη απέναντι στο κατάπτυστο πολυνομοσχέδιο που δόθηκε όλο αυτό το διάστημα. Βάζοντας μπροστά τις δικές τους ανάγκες και διεκδικώντας την ικανοποίησή τους.
Με τον Γ. Δραγασάκη να λέει πως «θέλω να εκφράσω την ικανοποίησή μου δημόσια, διότι ο κ. Γεωργιάδης τήρησε το λόγο του, σεβάστηκε το έργο το οποίο αφήσαμε» και για το γεγονός ότι «το βασικό πλαίσιο, το θεσμικό, σε ό,τι αφορά το αναπτυξιακό μέρος, τον νόμο για τις στρατηγικές επενδύσεις, την αναπτυξιακή τράπεζα (...) αλλά και το νομοσχέδιο που είχαμε ετοιμάσει εμείς για τα εθνικά προγράμματα ανάπτυξης, αυτή είναι η βάση του νομοσχεδίου».
Και τον Αδ. Γεωργιάδη να ανταπαντά πως «παρέλαβα από τον προκάτοχό μου συγκροτημένη εργασία, την αναγνώρισα από την πρώτη βδομάδα που πήγα στο υπουργείο και είπα ότι ένα μεγάλο τμήμα του νομοσχεδίου προέρχεται από προηγούμενα σχέδια νόμου που παρέλαβα», διευκρινίζοντας πως «προτιμώ να βλέπω την πολιτική σαν συνέχεια».
Η αντιλαϊκή αυτή «συνέχεια» αποτυπώνεται σε όλο το πολυνομοσχέδιο που συζητιέται από σήμερα στην Ολομέλεια της Βουλής, με την κυβέρνηση της ΝΔ να παραλαμβάνει τη σκυτάλη από τον ΣΥΡΙΖΑ τόσο στα προκλητικά προνόμια προς τους επιχειρηματικούς ομίλους, όσο και στην άρση των όποιων στοιχειωδών προϋποθέσεων παραμένουν για την προστασία της ασφάλειας των εργαζομένων, της υγείας του λαού και του περιβάλλοντος, ώστε να στρωθεί φαρδιά - πλατιά το «κόκκινο χαλί» στους «επενδυτές».
Κοινή τους «βάση» είναι επομένως τα συμφέροντα του κεφαλαίου, των επιχειρηματικών ομίλων, η ανταγωνιστικότητα και κερδοφορία τους, παρά τις επιμέρους διαφωνίες που εκφράστηκαν και στη συζήτηση του πολυνομοσχεδίου, για το πώς αυτά θα διασφαλιστούν καλύτερα.
Ενδεικτική είναι για παράδειγμα η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ πως η έκθεση της ΤτΕ, που επικαλείται η κυβέρνηση, «κατανοεί την ανταγωνιστικότητα όχι ως διαρθρωτική που είναι, αλλά απλώς ως ανταγωνιστικότητα τιμών» και έτσι «ακυρώνεται η έννοια των κινήτρων... για να κινητοποιήσεις δραστηριότητες που σε μέρος της αγοράς δεν γίνονται».
Με τον Αδ. Γεωργιάδη να ανταπαντά πως «δεν ήταν το αναπτυξιακό μοντέλο της έντασης του κόστους εργασίας που μας έφερε στη χρεοκοπία, ήταν κυρίως η στροφή μας στην κατανάλωση με την έλλειψη ανταγωνιστικότητας».
Αλλά με ό,τι «όρους» κι αν «κατανοείται» η ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου, όπου κι αν μπαίνει κάθε φορά ο «τόνος» των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και των «κινήτρων» του αστικού κράτους, δεδομένο είναι ότι αυτή περνάει απαραίτητα μέσα από την παραπέρα επίθεση στα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα, το «άνοιγμα της ψαλίδας» ανάμεσα στις σημερινές δυνατότητες για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών και την άθλια πραγματικότητα που βιώνει ο λαός.
Γι' αυτό, μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να κατηγορεί την κυβέρνηση ότι «επιδιώκει ανάπτυξη μέσω συμπίεσης των μισθών», αλλά αυτό δεν μπορεί να ξεπλύνει το γεγονός ότι ως κυβέρνηση έδωσε το «πάτημα» για το επόμενο βήμα της επίθεσης στις Συλλογικές Συμβάσεις και τη συλλογική οργάνωση και δράση των εργαζομένων, «έργο» που έρχεται τώρα να ολοκληρώσει η ΝΔ.
Ετσι, οι μεταξύ τους διαφορές απομένουν ως «άδειο κουφάρι» για τους εργαζόμενους, για να στήνονται οι μεταξύ τους κάλπικες διαχωριστικές γραμμές για την κυβερνητική εναλλαγή, με τον υπουργό Ανάπτυξης να διερωτάται χαρακτηριστικά: «Αλλωστε, άμα συμφωνούμε σε όλα, τι είδους διαφωνίες θα είχαμε;»!
Εξίσου αποκαλυπτικό είναι και το πώς η «δομική αντιπολίτευση» του ΣΥΡΙΖΑ, με βάση τα ζητούμενα του κεφαλαίου, δίνει πάσα στην κυβέρνηση της ΝΔ να πάει την επίθεση ένα βήμα πιο πέρα. Για παράδειγμα, στις επιφυλάξεις του ΣΥΡΙΖΑ περί «αποσπασματικών μέτρων», ο υπουργός της ΝΔ απάντησε ότι έρχεται εντός ολίγου και νέα φουρνιά αναδιαρθρώσεων, μέτρων και «εργαλείων», όπως η ενεργοποίηση της «Αναπτυξιακής Τράπεζας» που δημιουργήθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ για τη στήριξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας, όπως και άλλο «αναπτυξιακό» νομοσχέδιο, αφού αυτό «κυρίως λύνει τα ζητήματα που κολλάνε οι επενδύσεις».
Η αντιλαϊκή αυτή σκυταλοδρομία, η «κοινή βάση» συζήτησης για όλα τα αστικά κόμματα φέρνει στην επιφάνεια και τον βασικό «κόμπο» για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα: Τη στρατηγική του κεφαλαίου που υπηρετούν διαδοχικά και με μοιρασμένους ρόλους. Αυτή δηλαδή που πρέπει να στοχεύσουν με τον αγώνα και τη δράση τους, αξιοποιώντας και την πείρα από τις απεργιακές μάχες, τα συλλαλητήρια, την πολύμορφη πάλη απέναντι στο κατάπτυστο πολυνομοσχέδιο που δόθηκε όλο αυτό το διάστημα. Βάζοντας μπροστά τις δικές τους ανάγκες και διεκδικώντας την ικανοποίησή τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου