Η ΑΣΤΙΚΗ «ΑΝΤΙΜΝΗΜΟΝΙΑΚΗ» ΓΡΑΜΜΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟΥ
- ΟΙ ΑΣΤΙΚΕΣ «ΑΝΤΙΜΝΗΜΟΝΙΑΚΕΣ» ΔΥΝΑΜΕΙΣ
Η επίκληση της «πατριωτικής» συναίνεσης γίνεται απ’ όλες τις αστικές πολιτικές δυνάμεις και φυσικούς φορείς του κεφαλαίου, που διαμόρφωσαν και τη σημερινή τρικομματική κυβέρνηση (ΠΑΣΟΚ - ΝΔ - ΛΑ.Ο.Σ.) με πρωθυπουργό το Λ. Παπαδήμο. Στο παρόν κείμενο θα ασχοληθούμε με εκείνες τις δυνάμεις που αντιπαρατίθενται στην πολιτική της σημερινής κυβέρνησης του Λ. Παπαδήμου, καθώς και των προηγούμενων κυβερνήσεων του Γ. Παπανδρέου, από τη σκοπιά μας άλλης, «πατριωτικής, αντιμνημονιακής» πολιτικής.
Στην πορεία εξέλιξης της οικονομικής κρίσης και όξυνσης των προβλημάτων διαχείρισής της εντείνονται οι διεργασίες στο αστικό πολιτικό σύστημα, ενισχύεται η τάση διαμόρφωσης ενός «πατριωτικού» ή «εθνικού» πολιτικού χώρου που θα εκτείνεται από τη «δεξιά» μέχρι τη λεγόμενη «πατριωτική αριστερά». Αυτή η τάση δειλά εκφράζει τμήματα του κεφαλαίου και έντονα ανώτερα μικροαστικά στρώματα και ανώτερα τμήματα μισθωτών που έχουν πληγεί από την κρίση. Εκφράζει όμως και τη γενικότερη τάση για ανανέωση του σημερινού απαξιωμένου πολιτικού προσωπικού της αστικής τάξης, συνδέεται με τη διαμόρφωση νέων όρων λειτουργίας του αστικού πολιτικού συστήματος, ακόμα και την προσαρμογή αστικών θεσμών, όπως οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, ανάλογες συνταγματικές προσαρμογές. Υπηρετεί την αναζήτηση νέων μορφών χειραγώγησης των εργατικών και άλλων μαζών.
Η γραμμή αυτών των αστικών δυνάμεων έρχεται σε μια περίοδο που έχουν οξυνθεί οι αντιπαραθέσεις αστικών μερίδων γύρω από μια σειρά θέματα: το μίγμα της διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης, τη συμμετοχή ή όχι στο ευρώ και γενικά για το μέλλον της Ευρωζώνης, τους ανταγωνισμούς για το πώς θα προχωρήσει η απαξίωση του κεφαλαίου, την αναζωπύρωση του προβληματισμού για ορισμένη προστασία από την απελευθέρωση των αγορών, την επιλογή διεθνών συμμαχιών σε συνθήκες ανακατατάξεων και γοργής ισχυροποίησης στη διεθνή αγορά αναδυόμενων καπιταλιστικών χωρών, όπως της Κίνας, της Ινδίας, της Ρωσίας κλπ.
Η εφημερίδα «Αξία» γράφει χαρακτηριστικά: «Οι εθνικές και κοινωνικές δυνάμεις οφείλουν σύντομα και πριν την επόμενη δανειακή σύμβαση, που θα οδηγήσει τη χώρα σε υποδούλωση, να σπάσουν και τα δύο κόμματα εξουσίας. Να δημιουργηθεί μια νέα Δεξιά, εθνική, οραματική και αναθεωρητική. Επίσης μια νέα Αριστερά, ουμανιστική, μετα-κομμουνιστική, εθνική και εξωστρεφής […]
Νέα κόμματα εθνικού χαρακτήρα στα δεξιά και στα αριστερά που να ανατρέψουν τους σχεδιασμούς του κατεστημένου των “γερμανοτσολιάδων” και των “μαυραγοριτών” […] Και μέσα από την πλειοψηφία της επόμενης Βουλής να ανατάξουν μια νέα εθνική στρατηγική, σε εθνικό μέτωπο, για την αναδιοργάνωση της χώρας και την εμπέδωση διεθνών συμμαχιών με κυβερνήσεις και τράπεζες που θα επιτρέψουν και θα συνδράμουν στην “ανοικοδόμηση” της Ελλάδας της Μεσογείου…»1.
Σε μια τέτοια συνολικότερη αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων θα βόλευε η ύπαρξη ενός «εθνικού ΚΚΕ» που θα έθετε σε δεύτερη μοίρα την ταξική πάλη και την ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης, που θα υποτασσόταν στους λεγόμενους «εθνικούς στόχους», δηλαδή στις επιδιώξεις της αστικής τάξης. Η αποκάλυψη της «πατριωτικής», «αντιμνημονιακής» αστικής γραμμής διαχείρισης της κρίσης είναι όρος για το δυνάμωμα του εργατικού-λαϊκού κινήματος. Γιατί, όπως έχει εκτιμήσει το ΚΚΕ, σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης μαζί με τις δυνατότητες ριζοσπαστικοποίησης διαμορφώνονται και τάσεις ενίσχυσης των ρεφορμιστικών αυταπατών σε μεσαία στρώματα που απότομα χάνουν εξαιτίας της κρίσης, καθώς και σε πολιτικά ανώριμες εργατικές μάζες.
Πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτές τις διεργασίες παίζει και μεγάλο μέρος του αστικού τύπου, όπως ο εκδοτικός οίκος «Α. Α. Λιβάνης» και το περιοδικό «Επίκαιρα», καθώς και άλλα αστικά έντυπα και μέσα ενημέρωσης: «Ποντίκι», «Παρόν», «Αλτερ», «Κόντρα Channel», «Real Fm», εκπομπές στον «ΑΝΤ1», αρθρογραφία στην «Αξία» και στην «Ελευθεροτυπία» κ.ά. Σε αυτή την κατεύθυνση συγκροτούνται μια σειρά πολιτικές κινήσεις και πρωτοβουλίες, όπως δυνάμεις του λεγόμενου «αντιμνημονιακού ΠΑΣΟΚ», με ιδιαίτερα χαρακτηριστική την «Ενωτική Κίνηση»2, δυνάμεις της Νέας Δημοκρατίας (Πάνος Καμένος, Γιάννης Μανώλης), επίσης η «Σπίθα» του Μίκη Θεοδωράκη, το ΕΠΑΜ του Δημήτρη Καζάκη, η προσπάθεια συγκρότησης του «Μετώπου του ΟΧΙ» στη δανειακή σύμβαση κ.ά.
Ανεξάρτητα εάν αυτές οι προσπάθειες τελεσφορήσουν και εκφραστούν σε συγκρότηση συγκεκριμένων πολιτικών σχημάτων ή σχημάτων συνεργασίας που θα συμμετάσχουν στις επόμενες εκλογές, το κύριο ζήτημα είναι ότι πρόκειται για μια αστική πολιτική γραμμή διάσωσης του συστήματος και διαιώνισης του καθεστώτος της εκμετάλλευσης. Με τη βοήθεια των δυνάμεων του οπορτουνισμού προσπαθούν να εμφανίσουν αυτή τη γραμμή ως πλαίσιο πάλης και διεκδίκησης, αλλά στην ουσία πρόκειται για εγκλωβισμό και πυρόσβεση της λαϊκής αγανάκτησης και διαμαρτυρίας.
Ολες αυτές οι πολιτικές δυνάμεις με επιμέλεια κρύβουν πως στην πλειονότητά τους έχουν βγει από τα σπλάχνα των αστικών κομμάτων που τώρα καταγγέλλουν. Παράγοντες και δημοσιολογούντες, οι οποίοι βρίσκονταν και συνεχίζουν να βρίσκονται σε διάφορες παχυλά αμειβόμενες θέσεις του αστικού κράτους και του σάπιου καπιταλιστικού συστήματος, έπαιρναν και παίρνουν και οι ίδιοι μερίδιο από την εκμετάλλευση των εργατών, τώρα καμώνονται πως συμπάσχουν στην εξαθλίωση των εργατικών λαϊκών στρωμάτων και προσπαθούν να χειραγωγήσουν λαϊκές δυνάμεις σε εναλλακτικά σενάρια της καπιταλιστικής εξουσίας.
Χαρακτηριστικό είναι ότι μια σειρά εκπρόσωποι του εθνικού - πατριωτικού χώρου παρουσιάζονται και λανσάρονται ως ανεξάρτητοι ακαδημαϊκοί, συγγραφείς, άνθρωποι του πνεύματος, πατριώτες αξιωματικοί, πολιτικοί που κόπτονται για τα δεινά του λαού. Και μόνο με αυτές τις ιδιότητες έπαιζαν και παίζουν το ρόλο που έχουν ταχθεί, ιδεολογικό, πολιτικό, κατασταλτικό, για τη θωράκιση του καπιταλιστικού συστήματος. Μια προσεκτική ματιά στις διαδρομές όλων αυτών θα δείξει πως είναι γεννήματα του ίδιου του αστικού πολιτικού συστήματος και των κρατικών μηχανισμών, αφού έχουν διατελέσει διοικητές τραπεζών, υπουργοί, στελέχη του ΝΑΤΟ, πρόεδροι διακρατικών επιμελητηρίων, μέλη διοικητικών συμβουλίων σε μονοπωλιακούς ομίλους.3
«ΑΝΤΙΜΝΗΜΟΝΙΑΚΟ ΜΕΤΩΠΟ» ΚΑΙ «ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ»
Οι «αντιμνημονιακές» αστικές δυνάμεις ασκούν κριτική στους όρους της «μνημονιακής σύμβασης», εκφράζοντας τμήματα του κεφαλαίου που διεκδικούν άλλους όρους διαπραγμάτευσης για τη θέση τους στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα, χωρίς στην πραγματικότητα να αμφισβητούν τη στρατηγική επίθεσης στα εργατικά-λαϊκά δικαιώματα που εκφράζει το μνημόνιο. Υποστηρίζουν ότι με το μνημόνιο καταλύθηκε η εθνική κυριαρχία και χαρακτηρίζουν τις κυβερνήσεις που σύναψαν τις δανειακές συμφωνίες ως «προδότες», «εθελόδουλους», «υποχείρια των ξένων» και συγκεκριμένα των Γερμανών ή των Αμερικάνων, ανάλογα με τις επιλογές τους. Αφήνουν στο απυρόβλητο τον καπιταλιστικό χαρακτήρα της εξουσίας στην Ελλάδα, τις εγχώριες καπιταλιστικές δυνάμεις, σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Ενδεικτικό είναι το κάλεσμα του Μίκη Θεοδωράκη για την «Ελληνική Λαϊκή Δημοκρατική Αντίσταση» (ΕΛ.ΛΑ.Δ.Α): «…επιδιώκουμε: Την εθνική ανεξαρτησία μας από την παρουσία της τρόικας και του ΔΝΤ, που παράνομα έχουν καθίσει στο σβέρκο μας και μας εξευτελίζουν»4. Σε ανάλογο ύφος ο Νίκος Κοτζιάς και η Ενωτική Κίνηση υποστηρίζουν ότι απαιτείται η ανάδειξη μιας «αντιμνημονιακής» «εναλλακτικής διακυβέρνησης»5 που θα αντισταθεί στους «διεθνείς τοκογλύφους»6.
Η πραγματική διαχωριστική γραμμή στην ελληνική κοινωνία είναι ανάμεσα στο κεφάλαιο από τη μια πλευρά και την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα από την άλλη και όχι ανάμεσα σε αυτούς που τοποθετούνται υπέρ ή κατά του μνημονίου.
Η αιτία της επίθεσης ενάντια στην εργατική τάξη δεν είναι τα ξένα συμφέροντα που καταγράφονται στο μνημόνιο και τη δανειακή σύμβαση αποσπασμένα από τις ανάγκες και τις αντιθέσεις της εγχώριας αστικής τάξης. Η καπιταλιστική κρίση και οι δυσβάσταχτες συνέπειές της στην εργατική τάξη είναι αποτέλεσμα του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης. Γι’ αυτό αφορούν την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα και σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ και όχι μόνο. Υλοποιούνται σκληρά αντεργατικά μέτρα σε μια σειρά καπιταλιστικές χώρες και μάλιστα ισχυρότατες. Η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από μια «αντιμνημονιακή» αστική διακυβέρνηση, γιατί η βαθύτερη καπιταλιστική κρίση και ο διεθνής συσχετισμός επιβάλλουν μια γενικευμένη απαξίωση της εργατικής δύναμης, ιδιαίτερα στον πιο ανεπτυγμένο καπιταλισμό.
Στην πραγματικότητα, η επίκληση από μέρους των αστικών «αντιμνημονιακών» δυνάμεων της εθνικής κυριαρχίας εντάσσεται στην επιδίωξη αναπροσανατολισμού των συμμαχιών της αστικής τάξης στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Γι’ αυτό η «Σπίθα» του Μίκη Θεοδωράκη ζητάει προσφυγή σε δανεισμό από Κίνα - Ρωσία, ενώ η «Ενωτική Κίνηση» υποστηρίζει χαρακτηριστικά την ανάγκη να στηριχτεί η χώρα σε ανερχόμενες καπιταλιστικές δυνάμεις:
«Ο κόσμος αλλάζει. Η ισχύς της Δύσης υποχωρεί, ιδιαίτερα εκείνη της ΕΕ […] Η ισχύς των νέων δυνάμεων αυξάνει συνεχώς. Η ενίσχυσή τους μεγαλώνει τα περιθώρια για τη χώρα μας να κινηθεί με βάση τα δικά της συμφέροντα ως χώρα ευρωπαϊκή, αλλά και ως γέφυρα ανάμεσα στην Ευρώπη και τις νέες δυνάμεις με τις οποίες τη συνδέουν πολιτισμικοί και ιστορικοί δεσμοί»7.
Μια σειρά διαφοροποιήσεις στα πλαίσια των αστικών κομμάτων ντύνονται ως εθνοκεντρικές, ενώ όλοι οι αστικοί διαγκωνισμοί για τις διεθνείς συμμαχίες του ελληνικού αστικού κράτους παρουσιάζουν τις προτάσεις τους ως περισσότερο εθνικά συμφέρουσες και τις αντίπαλές τους ως μειοδοτικές, ξενόδουλες κλπ. Αλλά και η πολιτική του ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό το Γιώργο Παπανδρέου προηγούμενα είχε αυτοχαρακτηριστεί ως «νέος πατριωτισμός». Στην πραγματικότητα μιλάνε στο όνομα του «εθνικού συμφέροντος» για να κρύψουν ότι υπερασπίζονται τα ταξικά συμφέροντα της κεφαλαιοκρατίας.
Ανισότιμες σχέσεις υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντα στα πλαίσια του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος και των ενώσεών του. Οι ανισότιμες σχέσεις που αντανακλούν τη θέση του κάθε καπιταλιστικού κράτους στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα ή σε μια ιμπεριαλιστική ένωση, υπήρχαν και προηγούμενα, σε όλη τη διάρκεια συμμετοχής της Ελλάδας στο ΔΝΤ, στην ΕΕ. Οσο «μύθος» ήταν ότι η ΕΕ στηριζόταν στις αρχές της «ισοτιμίας, της κοινοτικής αλληλεγγύης και της αμοιβαιότητας», άλλο τόσο μύθος είναι ότι με το «Μνημόνιο I και II η Ελλάδα έχασε την εθνική ανεξαρτησία της». Σε περιόδους ορισμένης αδυναμίας της αστικής εξουσίας εκδηλώνονται πιο έντονα οι σχέσεις ανισοτιμίας. Το ίδιο είχε συμβεί και στις δεκαετίες του 1940-1950 με το «Σχέδιο Μάρσαλ».
Οσοι σηκώνουν τη σημαία του πατριωτισμού ενάντια στην ΕΕ ή τις ΗΠΑ, απλώς επιδιώκουν βελτίωση των όρων ένταξης στο ένα ή άλλο ιμπεριαλιστικό κέντρο.
Στο έδαφος των καπιταλιστικών σχέσεων και της αστικής εξουσίας δεν μπορεί να υπάρξει μη συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, καθώς η καπιταλιστική οικονομία κάθε κράτους βρίσκεται περιπλεγμένη στο δίχτυ της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομικής και πολιτικής αλληλεξάρτησης.
Κανένα συμφέρον δεν έχει η εργατική τάξη από το να μετατραπεί η αστική τάξη της χώρας σε γέφυρα της καπιταλιστικής Ευρώπης με τις νέες ανερχόμενες δυνάμεις. Πρόκειται για ανερχόμενα καπιταλιστικά κράτη (Κίνα, Ρωσία, Βραζιλία) ενταγμένα στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, γεγονός που δεν αναιρείται επειδή κυβερνούνται από σοσιαλδημοκρατικές (Κίνα, Βραζιλία) ή «πατριωτικές» (Ρωσία) δυνάμεις. Η αντιλαϊκή τους εξωτερική πολιτική πηγάζει από την αντιλαϊκή εσωτερική πολιτική τους.
ΚΡΑΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΓΧΩΡΙΑΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
Οι λεγόμενες «αντιμνημονιακές, πατριωτικές» δυνάμεις υποστηρίζουν την ανάγκη κρατικής παρέμβασης για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου και την ανασυγκρότηση της εθνικής οικονομίας. Η «Ενωτική Κίνηση» ενδεικτικά αναφέρει: «Κύριος μοχλός εξόδου από την κρίση είναι οι επενδύσεις σε τομείς που θα καθορίσουν το μέλλον της χώρας […] Οι δημόσιες επενδύσεις θα πρέπει να εξαιρεθούν από κάθε διαδικασία σχετιζόμενη με χρέη και ελλείμματα […] Ο ρόλος του κράτους […] είναι να λειτουργεί ως φορέας δημοκρατικού σχεδιασμού στο πλαίσιο της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας. Με ρυθμιστικές και αναπτυξιακές λειτουργίες»8. Ταυτόχρονα υποστηρίζουν στήριξη ενός «ισχυρού κρατικού τραπεζικού τομέα»9. Ανάλογες θέσεις διατυπώνει η «Σπίθα» και το «ΕΠΑΜ» του Δημήτρη Καζάκη.
Καμιά μορφή διαχείρισης της κρίσης, ούτε η επεκτατική ούτε η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική δεν μπορεί να ματαιώσει την καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων που νομοτελειακά φέρνει μαζί της η καπιταλιστική κρίση. Δεν μπορεί να απαλύνει τις αρνητικές συνέπειες της κρίσης για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Αντίθετα, όλα δείχνουν ότι οι φάσεις της καπιταλιστικής ανάκαμψης γίνονται όλο και πιο αναιμικές και ασταθείς τα τελευταία 20 χρόνια, προετοιμάζουν βαθύτερες κρίσεις, προκαλούν ανησυχίες για την καπιταλιστική προοπτική.
Είναι χαρακτηριστικό το φαινόμενο ότι αστικές δυνάμεις που υπερθεμάτιζαν για τις ιδιωτικοποιήσεις, σήμερα εκφράζουν την ανησυχία τους ή κρατούν ορισμένες αποστάσεις από την προοπτική εξαγοράς τους από το ξένο κεφάλαιο: «Τα ερωτήματα λοιπόν είναι:
- Υπάρχουν Ελληνες επιχειρηματίες που θα μπορέσουν να σταθούν όρθιοι σε αυτήν την λαίλαπα;
- Ποιοι θα αναλάβουν “αφεντικά” στις ελληνικές εταιρίες που θα πουληθούν αναγκαστικά στους ξένους;
- Ποιος θα είναι ο επιχειρηματικός κόσμος που θα μας ξημερώσει;
Το επόμενο διάστημα θα ξεκινήσει με ταχύτητα το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων που την προσεχή τριετία θα οδηγήσει στην αλλαγή ιδιοκτησίας το σύνολο των επιχειρήσεων του πάλαι ποτέ ευρύτερου ελληνικού δημοσίου. Οι περισσότερες από τις επιχειρήσεις αυτές θα περιέλθουν σε ξένα χέρια και ελάχιστες στα λίγα ενδιαφερόμενα ελληνικά»10.
ΓΙΑ ΤΗ «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» ΚΑΙ ΤΗ «ΛΑΪΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ»
Η κριτική αυτών των δυνάμεων στη «μνημονιακή» σύμβαση αφορά και τη λεγόμενη κατάργηση της «δημοκρατίας», την υποτιθέμενη κατάλυση του Συντάγματος και της «λαϊκής κυριαρχίας» που -όπως λένε- αυτό κατοχυρώνει. Γι’ αυτό διεκδικούν «μια όσο γίνεται περισσότερο πραγματική και δίκαιη δημοκρατία»11.
Ο Νίκος Κοτζιάς χαρακτηριστικά αναφέρει: «Το χρέος με τον τρόπο που το χειρίζεται η κυβέρνηση δημιουργεί προβλήματα κυριαρχίας. Η κυριαρχία δεν είναι μόνο ένα ζήτημα ανεξαρτησίας ή εθνικό, αλλά είναι και ένα θέμα κυριαρχίας του λαού και της κοινωνίας και κατά προέκταση του κοινοβουλίου και της δημοκρατίας. Το ελληνικό κοινοβούλιο δεν είναι πια κυρίαρχο. Δεν αποφασίζει αυτό και πολύ λιγότερο “ο κυρίαρχος λαός”»12.
Αλλά και ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κάλεσμά του για την Ελληνική Λαϊκή Δημοκρατική Αντίσταση, γράφει: «Η πολιτική ηγεσία μας έγινε περίγελος. Το πρώτο όργανο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η Βουλή των Ελλήνων εξευτελίστηκε. Κάποιες αδύναμες φωνές στη Βουλή δεν ακούγονται, χάνονται ή θάβονται. Η εξουσία των τραπεζών ασκείται, πλέον, ανοικτά από το πρωθυπουργικό γραφείο της προσωρινής κυβέρνησης».
Είναι εξαπάτηση του λαού ότι το Σύνταγμα κατοχυρώνει τη «λαϊκή κυριαρχία». Στην πραγματικότητα κατοχυρώνει θεσμικά την κυριαρχία της εκμεταλλεύτριας αστικής τάξης. Το αστικό Σύνταγμα καθορίζει τις αρχές του νομικού και πολιτικού θεσμικού συστήματος σε κάθε αστικό κράτος, προσδιορίζει τη μορφή του πολιτεύματος, τον τρόπο οργάνωσης της καπιταλιστικής εξουσίας.
Τα αστικά Συντάγματα υπερασπίζουν το βάθρο της αστικής κοινωνίας, δηλαδή την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, κατοχυρώνουν το «δίκαιο» του καπιταλιστή για την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα κατοχυρώνουν την ύπαρξη της εργατικής δύναμης ως «ελεύθερης» προς εκμετάλλευση, δηλαδή κατοχυρώνουν θεσμικά τη «μισθωτή σκλαβιά». Η εργατική τάξη, για να απελευθερωθεί από τα δεσμά της «μισθωτής εργασίας», πρέπει να ανατρέψει το αστικό κράτος και το Σύνταγμά του.
Κάθε κράτος είναι μηχανισμός ταξικής καταπίεσης, δηλαδή είναι ταξική δικτατορία. Γι’ αυτό πρόκειται για ανοιχτή εξαπάτηση της εργατικής τάξης το αίτημα της «πραγματικής ή δίκαιης δημοκρατίας». Η δημοκρατία έχει ταξικό χαρακτήρα. Θα είναι είτε αστική δημοκρατία, συνεπώς δικτατορία της αστική τάξης είτε δικτατορία της εργατικής τάξης που θα ενσαρκώνει έναν άλλο ανώτερο τύπο δημοκρατίας, γιατί, για πρώτη φορά στην ιστορία των κοινωνικο-οικονομικών σχηματισμών, θα εκφράζει την κυριαρχία της εργατικής-λαϊκής πλειοψηφίας έναντι της μειοψηφίας των πρώην εκμεταλλευτών.
Το αστικό κοινοβούλιο ποτέ δεν εξέφραζε ούτε μπορεί να εκφράσει «τον κυρίαρχο λαό», αλλά αποτελεί τμήμα του κράτους της αστικής τάξης. Οι εκπρόσωποι του επαναστατικού μαρξισμού, όπως ο Λένιν, το χαρακτήριζαν«ψευτολαϊκή αντιπροσωπεία». Στην κοινοβουλευτική δημοκρατία οι λαϊκές μάζες έχουν το δικαίωμα περιοδικά να αποφασίζουν ποιος θα τους τσακίζει και θα τους ποδοπατάει.
«ΑΡΙΣΤΕΡΟ» ΑΛΛΟΘΙ ΣΤΗΝ «ΑΝΤΙΜΝΗΜΟΝΙΑΚΗ» ΓΡΑΜΜΗ
Οι δυνάμεις του οπορτουνισμού εμφανίζουν την αστική «αντιμνημονιακή» γραμμή ως αριστερή, καμουφλάροντάς την ακόμα και με «αντιιμπεριαλιστικό» προσωπείο, εξυπηρετώντας έτσι τη νόθευση του ριζοσπαστισμού και καλλιεργώντας αυταπάτες ότι μπορεί να υπάρξει φιλολαϊκή διέξοδος χωρίς σύγκρουση με τα μονοπώλια, την καπιταλιστική ιδιοκτησία, τις διεθνείς συμμαχίες και εκφράσεις τους (ΕΕ, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, διεθνή αγορά κεφαλαίου). Πρόκειται για γραμμή ενσωμάτωσης του εργατικού κινήματος σε αστικές επιδιώξεις.
Ο οπορτουνισμός δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει παλιές αναλύσεις και παλιά συνθήματα του ΚΚΕ με μπόλικη δημαγωγία, υποστηρίζοντας από κοινού με αστικές δυνάμεις την ανάγκη ίδρυσης νέου ΕΑΜ.
Το «αριστερό» άλλοθι στην αστική «αντιμνημονιακή» γραμμή συνοδεύεται και με ένταση των ζυμώσεων ανάμεσα σε δυνάμεις του οπορτουνισμού και άλλες αστικές ρεφορμιστικές. Είναι χαρακτηριστικό το πλησίασμα του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ με τη «Σπίθα», οι ζυμώσεις ανάμεσα σε ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και διάφορες πολιτικές κινήσεις του «αντιμνημονιακού» ΠΑΣΟΚ, το πλησίασμα του «Μετώπου αλληλεγγύης και ανατροπής» με το ΕΠΑΜ, ο ρόλος στελεχών του ΝΑΡ (Δελαστίκ Γιώργος, Βατικιώτης Λεωνίδας) για τη σύνδεση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τον «πατριωτικό» χώρο.
Οι δυνάμεις του οπορτουνισμού υποστηρίζουν με παραλλαγές μια νεο-κεϋνσιανή (αστική) γραμμή διαχείρισης της κρίσης που περιλαμβάνει: απαλλαγή από το μνημόνιο, κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και σε κάποιες περιπτώσεις και πρώην ΔΕΚΟ, παύση πληρωμών προς τους δανειστές του δημοσίου. Καλούν σε διαμόρφωση ανάλογης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που θα στηρίξει την αντίστοιχη κυβέρνηση και εφαρμογή πολιτικής.
Ακόμα κι αν οι θέσεις κάποιων δυνάμεων του οπορτουνιστικού χώρου διανθίζονται με αντικαπιταλιστικά συνθήματα και αριστερή κριτική απέναντι σε αστικές ρεφορμιστικές δυνάμεις, δεν παύουν να είναι αφερέγγυες, τυχοδιωκτικά προσαρμοστικές, επικίνδυνες, συμβάλλοντας στον αποπροσανατολισμό του εργατικού κινήματος. Γιατί, για παράδειγμα, ενώ το «Αριστερό Ρεύμα» του ΣΥΝ μιλά για έξοδο από το ευρώ,13 συνταυτίζεται στη γραμμή συγκρότησης «αντιμνημονιακού» μετώπου και κυβέρνησης που δεν θα συγκρούεται ούτε με τα μονοπώλια, το κεφάλαιο, ούτε με την ΕΕ. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αν και διακηρύττει τον αντικαπιταλιστικό αγώνα, εντάσσεται έμπρακτα στη λεγόμενη «αντιμνημονιακή» γραμμή με το «άμεσο πρόγραμμα πάλης-αιχμών» (κρατικοποιήσεις, αναδιανομή του εισοδήματος, έξοδο από το ευρώ, παύση πληρωμών προς τους δανειστές του δημοσίου) που δε συνιστά σύγκρουση με τα μονοπώλια.
Οι δυνάμεις του οπορτουνισμού συμπίπτουν με αστικές δυνάμεις που ενοχοποιούν αποκλειστικά το μνημόνιο και τη γερμανική κυβέρνηση για την αντεργατική-αντιλαϊκή πολιτική του κεφαλαίου στην Ελλάδα και στην ΕΕ. Συγκαλύπτουν τον αστικό χαρακτήρα αντιθέσεων, ότι η οικονομική κρίση τροφοδότησε νέο κύκλο όξυνσης των αντιθέσεων ανάμεσα σε αστικές μερίδες στη χώρα. Φυσικά δυνάμεις του οπορτουνισμού επιδιώκουν την ηγεμονία στο αντιμνημονιακό μπλοκ ή το διαχωρισμό τους από τις αντιμνημονιακές κορώνες αστικών δυνάμεων, όπως τμήματος της ΝΔ. Η απόφαση της ΚΠΕ του ΣΥΝ στις 5 Νοέμβρη 2011 με τίτλο «Νέος συνασπισμός εξουσίας με πυρήνα την αριστερά, η λύση», αναφέρει ότι «απέναντι στο Μνημονιακό Μπλοκ, οφείλουμε να αντιπαρατάξουμε το δικό μας μέτωπο, ένα Νέο Συνασπισμό Εξουσίας, στηριγμένο στη δυναμική των κοινωνικών κινητοποιήσεων». Ο ΣΥΝ συνηθίζει να καταλογίζει στο ΚΚΕ την ευθύνη για αναχαίτιση της δυναμικής μιας αριστερής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που θα στήριζε ένα «Νέο Συνασπισμό Εξουσίας». Υποκριτικά αποσιωπά τις τεράστιες προγραμματικές διαφορές μεταξύ ΣΥΝ και ΚΚΕ. Ο ΣΥΝ όχι μόνο δεν έχει γραμμή σύγκρουσης με τα μονοπώλια, όχι μόνο δεν αναγνωρίζει την ανάγκη κοινωνικοποίησης των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, αλλά δεν αναγνωρίζει και το ρόλο της εργατικής τάξης στην κοινωνική παραγωγή, κατά συνέπεια και το ρόλο του εργατικού κινήματος. Γι’ αυτό ανάγει ως κύριο το κίνημα των πλατειών, του διαδικτύου κλπ.
Τα αναχώματα που διαμορφώνονται παίρνουν διάφορους τίτλους, «αριστερή ριζοσπαστική εξουσία», «αντιμονοπωλιακή κυβέρνηση» κ.ά., ενώ στην ουσία αφορούν αστική διακυβέρνηση.14 Η κυβέρνηση είναι όργανο της εξουσίας. Συνεπώς κάθε κυβέρνηση στα πλαίσια της κεφαλαιοκρατικής εξουσίας και ιδιοκτησίας, όπως και να αυτοπροσδιορίζεται (μεταβατική, αντιμονοπωλιακή, επαναστατική-δημοκρατική), θα είναι όργανο της δικτατορίας της αστικής τάξης.
ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ
ΟΤΙ ΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΚΑΤΕΛΥΣΕ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ
Οι οπορτουνιστικές δυνάμεις αναπαράγουν την αστική θέση ότι κεντρικό διακύβευμα μετά τη σύναψη της μνημονιακής σύμβασης είναι η απώλεια της «εθνικής ανεξαρτησίας». Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική η «Εκκληση αγωνιστών εθνικής αντίστασης», την οποία υπογράφουν οι Μανώλης Γλέζος, Μίκης Θεοδωράκης, Ευτύχης Μπιτσάκης κ.ά., όπου υπογραμμίζουν ότι «…το πρόβλημά της (σ.σ. της χώρας) είναι σήμερα πρόβλημα επιβίωσης. Πρόβλημα εθνικό και όχι απλώς πρόβλημα χρέους»15.
Στην έκκληση επίσης αναφέρουν ότι: «Σήμερα διακυβεύεται η εθνική ανεξαρτησία, καταπατείται το Σύνταγμα και υποθηκεύεται η επιβίωση μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού»16.
Ως στόχους θέτουν:
«- την άμεση απεμπλοκή της χώρας από το Μνημόνιο και την εκδίωξη της Τρόικας.
- την ανάκτηση και την κατοχύρωση της εθνικής κυριαρχίας.
- την αναδιανομή του πλούτου υπέρ αυτών που τον δημιουργούν και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
- τον ριζικό γεωπολιτικό αναπροσανατολισμό της χώρας μας»17.
Ειδικά με την απόφαση της συνόδου κορυφής για το «κούρεμα» έχει αναζωπυρωθεί η δημαγωγική παρουσίαση της χώρας ως «αποικίας ή ως προτεκτοράτου υπό κατοχή»18.
Ως επιχειρήματα προβάλλονται η παρουσία εμπειρογνωμόνων του ΔΝΤ και της Ευρωζώνης σε κυβερνητικά όργανα, στο σχεδιασμό και στον έλεγχο της πορείας των αποφάσεών τους, οι παρεμβάσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων σχετικά με το δημοψήφισμα, τη συγκρότηση της νέας κυβέρνησης και η απαίτηση έγγραφης διαβεβαίωσης από τα κόμματα διακυβέρνησης για την εφαρμογή της δανειακής σύμβασης.
Στην εφημερίδα «Ο Δρόμος της Αριστεράς» αναφέρουν ότι ο «…κύριος Ράιχενμπαχ, νέος γκαουλάιτερ […] είναι ήδη εδώ και έχει αναλάβει υπηρεσίες. Είναι μαζί του και μια ολόκληρη ομάδα από τοποτηρητές, της “task force” (Ομάδα Δράσης) της Κομισιόν, που θα “επιβλέπει” αν τηρούνται οι δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η κυβέρνηση…»19.
Ο διευθυντής του «Πριν», Γιώργος Δελαστίκ, με ανάλογο σκεπτικό γράφει: «Οπως αποφασίστηκε από την κατοχική ομάδα διακυβέρνησης στις 13 Οκτώβρη […] η Ελλάδα θα κυβερνάται από δω και πέρα από ένα τριπλό σχήμα διοίκησης, που διαμορφώθηκε ως εξής:
Πρώτη, η Ομάδα Εποπτείας, εγκαταστημένη για λόγους ασφαλείας στις Βρυξέλλες, η οποία αποτελείται από εκατόν είκοσι εκπροσώπους της ΕΕ, του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και του ΟΟΣΑ, με μόλις δύο ή τρεις Ελληνες -μεταξύ αυτών, ο σύμβουλος του πρωθυπουργού Γιώργος Γληνός- οι οποίοι και θα μεταφέρουν τις εντολές στην Αθήνα.
Δεύτερη, η Συντονιστική Ομάδα, αποτελούμενη από πέντε δέκα ξένους και εγκαταστημένη στο Μέγαρο Μαξίμου, η οποία θα “συναποφασίζει” με τον πρωθυπουργό - δηλαδή, στην ουσία, θα του δίνει απευθείας εντολές.
Τρίτο όργανο κατοχικής διοίκησης, οι Ομάδες Επαφής - ογδόντα, δηλαδή, έμπιστοι του γκαουλάιτερ Ράιχενμπαχ, χωρισμένοι σε ομάδες πέντε έως έξι ατόμων ανά υπουργείο, οι οποίοι θα διοικούν το κάθε υπουργείο και θα ελέγχουν τον αντίστοιχο υπουργό, αν εκτελεί σωστά και γρήγορα τις εντολές τους.
Αλίμονό μας, αν δεν αποτινάξουμε αυτό το ζυγό υποδούλωσης της πατρίδας μας»20.
Οι παραπάνω απόψεις εξαγνίζουν την αστική τάξη και την εξουσία της στην Ελλάδα. Δίνουν αταξικά τις σχέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών (αποσιωπώντας την πηγή των ανισότιμων σχέσεών τους) για να δικαιολογήσουν τη συνεργασία των τάξεων στο εσωτερικό της χώρας, να υποτάξουν το ταξικό στο εθνικό.
Αλήθεια, ποια είναι η εκτίμησή τους για το γεγονός ότι τώρα και η Ιταλία είναι «υπό εποπτεία» του ΔΝΤ και της ΕΕ; Είναι άραγε και η Ιταλία του G8 «αποικία ή προτεκτοράτο υπό κατοχή»; Ο νέος Ιταλός πρωθυπουργός είναι επίσης «Τσολάκογλου» υποτελής στη Γερμανία; Στην Ιταλία πάντως υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που υποστηρίζουν ανάλογες απόψεις.
Το γεγονός ότι ο αστικός εθνικισμός είναι πάντα συνυφασμένος με τον αστικό κοσμοπολιτισμό, ανεξάρτητα από τη διαφορετική δοσολογία με την οποία κάθε φορά εκφράζεται, εκδηλώνεται και στην τοποθέτηση του οπορτουνισμού. Ετσι, από τη μια η «Εκκληση των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης» αναφέρεται στην υποτιθέμενη απώλεια της «εθνικής ανεξαρτησίας», από την άλλη υποστηρίζει την πορεία της χώρας μέσα στην ΕΕ, αλλά και προτείνει το «γεωπολιτικό αναπροσανατολισμό της χώρας».21
Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι και από άλλες δυνάμεις του οπορτουνισμού, που καλούν σε «εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα», έχει προταθεί η προσφυγή για δανεισμό στις Ρωσία- Κίνα.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ιστορία ανέδειξε πως ακόμα και στο ζήτημα της πάλης για την απαλλαγή από την ξένη κατοχή, όταν αυτή προέκυψε (π.χ. στα χρόνια 1941-1944 στην Ελλάδα), η εργατική τάξη δε βγήκε ωφελημένη από την ανάκτηση της «εθνικής κυριαρχίας», όταν απόσπασε την πάλη ενάντια στην κατοχή από την πάλη για την εργατική εξουσία.
Ο χαρακτηρισμός της Ελλάδας ως χώρας υπό κατοχή ή αποικίας αναπαράγει κυβερνητικά αστικά διλήμματα και εκβιασμούς «περί αναγκαστικών μέτρων μέσα σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία». Ταυτόχρονα εγκλωβίζει το εργατικό και λαϊκό κίνημα στη στήριξη τμημάτων του κεφαλαίου που επιδιώκουν αναπροσανατολισμό των διεθνών συμμαχιών, τη σύνδεση ενός ελληνικού νομίσματος με το δολάριο ή την αγγλική λίρα. Αυτή η πολιτική πρέπει να πολεμηθεί ως επικίνδυνη για το εργατικό κίνημα.
ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΔΟΥΛΟΦΡΟΝΑ
ΚΑΙ ΜΕΤΑΠΡΑΤΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΤΑΞΗ
Κάποιες (λίγες) από τις δυνάμεις του οπορτουνισμού αναπτύσσουν μια πιο συνολική ανάλυση για την πορεία του ελληνικού καπιταλισμού, χρησιμοποιώντας την οπορτουνιστική θεωρία περί καθυστερημένου μεταπρατικού καπιταλισμού στην Ελλάδα, με τον οποίο συνδέεται και η υποτακτική, δουλική στάση της αστικής τάξης στην Ελλάδα απέναντι στα άλλα καπιταλιστικά κράτη. Με βάση αυτό το σχήμα κρίνουν και τις θέσεις του ΚΚΕ: «…η μακάρια σκέψη πως η Ελλάδα (δηλαδή η αστική της τάξη) συμμετέχει στην ιμπεριαλιστική λεία με υποδεέστερο ρόλο, όπως διατείνεται η άποψη του ΚΚΕ, ότι δήθεν η Ελλάδα είναι ιμπεριαλιστική (ή μικροϊμπεριαλιστική χώρα) δεν μπορεί να εξηγήσει, στοιχειωδώς, όσα επισυμβαίνουν τα τελευταία δύο χρόνια»22.
Στην προκείμενη περίπτωση διαστρεβλώνεται ο κοινωνικοοικονομικός χαρακτήρας του ιμπεριαλισμού, απομονώνεται η θέση ή η ισχύς ενός καπιταλιστικού κράτους από την ιστορική εποχή του καπιταλισμού που αφορά κάθε καπιταλιστικό κράτος. Το γεγονός ότι η Ελλάδα βρισκόταν και βρίσκεται στις 1-2 τελευταίες βαθμίδες της ΕΕ των 15 ΔΕΝ αναιρεί το ότι έχει εκτεταμένες καπιταλιστικές σχέσεις, μονοπώλια, ότι συμμετέχει στην εξαγωγή κεφαλαίων με άμεσες επενδύσεις αλλά και συμμετοχή σε πολεμικές ενέργειες. Αυτά τα χαρακτηριστικά ΔΕΝ καταργήθηκαν λόγω της κρίσης, λόγω της επιδείνωσης της θέσης της. Δεν καταργούνται λόγω της επιδείνωσης της ανταγωνιστικότητας πολλών βιομηχανικών κλάδων της σε συνθήκες ευρωζώνης, όξυνσης του διεθνούς καπιταλιστικού ανταγωνισμού.
Ο οπορτουνισμός δικαιώνεται ως τυχοδιωκτισμός, αφού από το μονόδρομο της ένταξης στην ΕΕ περνά στην καταστροφολογία. Στο «Δρόμο της Αριστεράς» χαρακτηριστικά αναφέρεται: «Στο οικονομικό επίπεδο ο αστισμός της Ελλάδας, από το 1990 και μετά, ουσιαστικά παρέδωσε τη χώρα στον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό. Ο παραγωγικός ιστός σταδιακά αποδιαρθρώθηκε, οι εισαγωγές από την Ε.Ε. εκτινάχθηκαν, το εμπορικό έλλειμμα το ίδιο - εκεί οφείλεται κατά πολύ και η χρεοκοπία. Στη δεκαετία 1999-2008 οι εισαγωγές από την Ε.Ε ήταν περίπου 240 δισ. ευρώ και οι επιδοτήσεις από την Ε.Ε. μόλις 40 δισ. ευρώ. Κι όμως, έχουν το θράσος και την εθελοδουλεία να το παρουσιάζουν αυτό με το μοτίβο “η Ε.Ε. μας δίνει λεφτά”, αντιστρέφοντας πλήρως την πραγματικότητα. Στην τελευταία εικοσαετία η διείσδυση πολυεθνικών πήρε τεράστιες διαστάσεις -αναμφισβήτητο δεδομένο κι αυτό- ενώ ο αστισμός της Ελλάδας σε ρόλο κυρίως υπεργολάβου, αντιπροσώπου, εισαγωγέα, διαμεσολαβητή προς το διεθνές κεφάλαιο αποκόμιζε μεγάλα κέρδη»23.
Σκόπιμα αναφέρονται επιλεκτικά στη συρρίκνωση βιομηχανικών κλάδων με την ένταξη στην ΕΕ (π.χ. ναυπηγεία, συγκεκριμένα γεωργικά προϊόντα κλπ.), ενώ αποσιωπούν την ανάπτυξη άλλων (π.χ. ναυτιλία, μέταλλο, τρόφιμα ποτά). Αποσιωπάται ότι και σήμερα σε συνθήκες κρίσης όμιλοι όπως του Μυτιληναίου και του Στασινόπουλου είχαν αύξηση της κερδοφορίας τους, ότι γενικά ευνοήθηκαν από τις συνθήκες της ευρύτερης ευρωενωσιακής αγοράς. Αποσιωπάται το γεγονός ότι η συρρίκνωση σε αρκετούς κλάδους της μεταποίησης με χαμηλή οργανική σύνθεση του κεφαλαίου (π.χ. στην κλωστοϋφαντουργία, στον ιματισμό) έχει ιστορία 30 χρόνων και σχετίζεται με αλλαγές στη διεθνή καπιταλιστική αγορά, αλλαγές που πήραν τη μορφή συμφωνιών της ΕΟΚ-ΕΕ με τρίτες χώρες και ανέστειλαν το κίνητρο εκσυγχρονισμού της παραγωγικής βάσης τους.
Ο οπορτουνισμός προβάλλει την αύξηση των εμπορικών ελλειμμάτων (συνέπεια της έκθεσης στον ανταγωνισμό), αποκρύπτοντας όμως άλματα στην παραγωγικότητα της εργασίας στην καπιταλιστική Ελλάδα, κρύβοντας την ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Αποδίδοντας στους ξένους τα δεινά της εργατικής τάξης και κατηγορώντας ένα τμήμα της αστικής τάξης στην Ελλάδα, ανοίγει το δρόμο συνεργασίας με άλλο τμήμα της στο όνομα της σωτηρίας από την «εθνική καταστροφή».
Η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ τα προηγούμενα χρόνια στήριξε την κερδοφορία του κεφαλαίου και από εσωτερική συσσώρευση και όχι απλά «ως εισαγωγέα διαμεσολαβητή» των ξένων. Ταυτόχρονα έδωσε τη δυνατότητα να πρωτοστατήσει η αστική τάξη σε εξαγωγές κεφαλαίων στα Βαλκάνια, σε παρευξείνιες χώρες, στη Β. Αφρική θέση που σε συνθήκες κρίσης και όξυνσης του ανταγωνισμού ήταν επισφαλής, όπως προέβλεψε το ΚΚΕ με το 18ο Συνέδριό του.
Επίσης για το κεφάλαιο δεν είναι «εθελοδουλεία» τα οφέλη που είχε από τα «κοινοτικά πλαίσια στήριξης» που συνέβαλαν στην επιτάχυνση της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησής του.
Η επιλεκτική και τελικά διαστρεβλωτική παρουσίαση της πραγματικότητας κρύβει τον ταξικό χαρακτήρα της συζήτησης για «παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας», συσκοτίζει την εργατική συνείδηση από το πραγματικό ερώτημα «ανάπτυξη από ποιον, για ποιον», χαρακτηρίζει την «παραγωγική ανάπτυξη» ως «εθνική υπόθεση», ακριβώς για να μη θίξει τις καπιταλιστικές εκμεταλλευτικές σχέσεις.
Ο Ευτύχης Μπιτσάκης γράφει: «…η ελληνική αστική τάξη ανάπηρη εκ γενετής και δουλόφρων από παράδοση, μετέτρεψε την χώρα σε νομαρχία της ΕΕ. Εκποίηση της χώρας και της εθνικής ανεξαρτησίας»24. Και αλλού αναφέρει: «Ελληνικές ιδιομορφίες: μια αστική τάξη μεταπρατική, ληστρική, διεφθαρμένη, χωρίς αναπτυξιακό, καπιταλιστικό έστω πρόγραμμα»25.
Στον 21ο αιώνα, εν μέσω μιας διεθνούς οικονομικής κρίσης, κρίσης του πιο αναπτυγμένου (σάπιου) καπιταλισμού που έχει γνωρίσει η ιστορία, επανέρχονται οι πιο οπισθοδρομικές θεωρίες του μεταπρατισμού. Η «Εκκληση αγωνιστών εθνικής αντίστασης για τη σωτηρία της Ελλάδας»26 καλεί σε «εθνικό» πρόγραμμα εκβιομηχάνισης, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά το «αριστερό» δεκανίκι στήριξης του διαβρωμένου από τις αντιθέσεις του καπιταλισμού.
Η καπιταλιστική οικονομική κρίση, που βρίσκεται μέσα στο κύτταρο του καπιταλισμού, έχει ως συνέπεια τη βίαιη καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων στην Ελλάδα και διεθνώς. Η οικονομική κρίση δεν οφείλεται σε κάποιες υποτιθέμενες «στρεβλώσεις» στην προγενέστερη ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα, δεν είναι προϊόν καθυστέρησης, αλλά καπιταλιστικής ανάπτυξης. Οι συνέπειες της κρίσης επιδρούν και στο συσχετισμό μεταξύ των καπιταλιστικών οικονομιών.
ΠΕΡΙ ΚΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΩΝ ΚΑΙ «ΑΥΤΟΔΥΝΑΜΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ»
Ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και άλλες δυνάμεις του λεγόμενου «αντιμνημονιακού» μπλοκ στηρίζουν το «άλλο μοντέλο οργάνωσης της παραγωγής» σε ορισμένες εθνικοποιήσεις που αφήνουν άθικτη την καπιταλιστική ιδιοκτησία και εξουσία. Ουσιαστικά υποστηρίζουν αυτό που πολλές φορές έκανε η αστική εξουσία: αναλάμβανε τα χρέη, την εξυγίανση ιδιωτικών επιχειρήσεων όταν πλέον είχαν περάσει σε φάση μείωσης ή και απώλειας της κερδοφορίας τους, ενώ συχνά οι καπιταλιστές ιδιοκτήτες τους είχαν μετατρέψει την -με χρόνια αποσπασμένη- υπεραξία σε ατομικά κέρδη. Ετσι είναι ανώδυνη για το σύστημα η κριτική του οπορτουνισμού που χαρακτηρίζει την «εκποίηση της δημόσιας περιουσίας» ως μειοδοσία, ως αφελληνισμό της ελληνικής οικονομίας και ως απώλεια του μοχλού για να ξαναμπεί η οικονομία στις ράγες της διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής.
Ο διευθυντής του «Πριν» Γιώργος Δελαστίκ υποστήριζε: «Επί εσχάτη οικονομική προδοσία πρέπει να δικαστούν και, φυσικά, να καταδικαστούν ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου και όσοι υπουργοί της κυβέρνησής του βάλουν την υπογραφή τους σε οποιαδήποτε συμφωνία ξεπουλήματος δημόσιας περιουσίας σήμερα! Ακόμη κι αν προς στιγμήν παραμερίσουμε το θεμελιώδες πολιτικό ζήτημα “αν είναι, δηλαδή, επιτρεπτό η ύδρευση και η ηλεκτροδότηση μιας χώρας να βρίσκονται στα χέρια ιδιωτών κερδοσκόπων”, η εκποίηση υπηρεσιών κοινής ωφέλειας με τις τιμές στις οποίες έχουν εσκεμμένα και μεθοδευμένα καταβαραθρωθεί οι μετοχές τους στο Χρηματιστήριο σήμερα συνιστά αυτοτελές οικονομικό έγκλημα»27.
Ο Ευτύχης Μπιτσάκης σε ανάλογο ύφος γράφει: «Η Ελλάδα πουλιέται. “Πουλήστε Γη. Πουλήστε Μνημεία”, μας συνιστούν οι “σύμμαχοι”. Και η εντολοδόχος “κυβέρνηση” δημιούργησε ανώνυμη εταιρία χαρτοφυλακίου, στην οποία θα μεταβιβάσει την κρατική περιουσία: αεροδρόμια, λιμάνια, ΔΕΚΟ, κτίρια και γη. Στόχος: το ξεπούλημα στους δανειστές, στους “επενδυτές”, σε διεθνή όρνεα, σε οποιοδήποτε κράτος»28.
Η κρατική παρέμβαση είτε με τη μορφή της ιδιωτικοποίησης είτε με τη μορφή της κρατικοποίησης έχει σαν στόχο πάντοτε την εξυπηρέτηση της διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Στην πραγματικότητα η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων υλοποιείται σε βάρος της εργατικής τάξης σε όλες τις χώρες της ΕΕ, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή όχι μνημονίου, ανεξάρτητα από τη θέση του κράτους στην πυραμίδα της ΕΕ και όχι μόνο.
Η κρατική καπιταλιστική ιδιοκτησία δεν είναι «δημόσια» περιουσία, δεν είναι «εθνική περιουσία», δεν ανήκει σε όλους. Το σημερινό κράτος είναι το κράτος του κεφαλαίου και οι κρατικές επιχειρήσεις είναι ιδιοκτησία του συλλογικού καπιταλιστή.
Η ύπαρξη εκτεταμένων κρατικών επιχειρήσεων σε μια σειρά τομείς της οικονομίας πραγματοποιήθηκε ιστορικά ύστερα από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στη βάση της εκτεταμένης καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων που αυτός έφερε. Πριν από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιήθηκαν ύστερα από την οικονομική κρίση του 1929 σε δύο ισχυρές καπιταλιστικές χώρες, στις ΗΠΑ του Ρούσβελτ και στη Γερμανία του Χίτλερ. Μεταπολεμικά οι άμεσες κρατικές επενδύσεις θεωρήθηκαν από τα κομμουνιστικά κόμματα ως διαδικασία που διευκολύνει το πέρασμα στο σοσιαλισμό κι έτσι δικαιολογήθηκε η συναίνεση των ΚΚ, ακόμα και η συμμετοχή τους, σε αστικές κυβερνήσεις που πραγματοποιούσαν κρατικοποιήσεις. Σε αυτή τη βάση εξαγοράστηκε μαζικά το εργατικό κίνημα και συχνά και το κόμμα του.
Την άποψη ότι οι κρατικοποιήσεις μπορούν να αποτελέσουν μορφή περάσματος στο σοσιαλισμό την έχουν κριτικάρει στον καιρό τους οι Μαρξ και Ενγκελς.29
Η υιοθέτηση αυτής της μορφής διαχείρισης όχι μόνο δε ματαίωσε αλλά οδήγησε στην οικονομική κρίση του 1973, κρίση η οποία βρήκε πολλα ΚΚ διαβρωμένα, εκφυλισμένα από τον οπορτουνισμό και την εργατική τάξη, όπως είναι φυσικό, παροπλισμένη, ανήμπορη να αξιοποιήσει την κρίση για μια νέα επαναστατική έφοδο.
Το καπιταλιστικό σύστημα δεν έχει σήμερα τη δυνατότητα μαζικής εξαγοράς της εργατικής τάξης ούτε μπορεί να επιστρέψει σε προγενέστερη κατάσταση προστασίας της εγχώριας παραγωγής, γιατί ακριβώς είναι μεγάλος ο βαθμός διεθνοποίησής της. Παράλληλα χρησιμοποιεί την επιλεκτική εξαγορά σε κρίκους καθοριστικούς για την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, εντείνει την τρομοκρατία, τον εκφοβισμό και τη χειραγώγηση των λαϊκών στρωμάτων, ιδιαίτερα αυτών που υποφέρουν περισσότερο από την κρίση, αξιοποιώντας τη φιλανθρωπία κλπ.
Οι δυνάμεις του οπορτουνισμού είναι υπεύθυνες σήμερα ακόμα πιο πολύ, όταν καλλιεργούν αυταπάτες ότι ο καπιταλισμός μπορεί να γίνει πιο ανθρώπινος, προτείνοντας χρεοκοπημένες σοσιαλδημοκρατικές συνταγές.
ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ
ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ ΓΙΑ «ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ» ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Οι δυνάμεις του οπορτουνισμού ακολουθούν την αστική τάξη εξωραΐζοντας την αστική δημοκρατία, τη στιγμή που το εργατικό λαϊκό κίνημα πρέπει να παλέψει για την ανατροπή της. Ακριβώς γι’ αυτό η όλη αντίληψή τους περί «δημοκρατίας» (η λαγνεία προς τους αστικούς θεσμούς) αφενός δίνει διαπιστευτήρια στην εξουσία του κεφαλαίου, αφετέρου αναχαιτίζει την ανάπτυξη εργατικής πολιτικής συνείδησης και κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης. Χαρακτηριστικά η Τασία Χριστοδουλοπούλου, μέλος της Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, σε πολιτική εκδήλωση της εφημερίδας «Η Αυγή», στις 14 Οκτώβρη 2011, με θέμα «Η δημοκρατία σε κρίση», αναφέρει: «Το αίτημα για δημοκρατία πρέπει να τεθεί στο κέντρο όλων των διεκδικήσεων […] Ο αγώνας για δημοκρατία δεν είναι αμυντικός αγώνας. Η υπεράσπιση της αστικής νομιμότητας αποτελεί ριζοσπαστική επιλογή για τον σημερινό πολιτικό και κοινωνικό συσχετισμό»30.
Επίσης στην εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς» αναφέρεται: «Πρέπει το πολιτικό σύστημα να αντικατασταθεί με μια νέα συνθήκη πολιτικής ισορροπίας, η οποία αφενός να πιστοποιεί τη γνήσια εκπροσώπηση, αφετέρου να ανταποκρίνεται στο αίτημα για δημοκρατία. Αρση του πολιτικού κενού, εκπροσώπηση της αντιμνημονιακής συμπεριφοράς, της τεράστιας πλειοψηφίας της κοινωνίας […] Από την άλλη, η δημοκρατία για όλους, το πώς θα πραγματωθεί, θα οργανωθεί και θα κατοχυρωθεί θεσμικά, είναι τα μεγάλα αιτούμενα»31.
Στο όνομα της «αλλαγής των συσχετισμών» και των αναγκαίων «αιχμών» συντάσσονται με αστικά τμήματα που υποστηρίζουν ανάλογους στόχους. Θέλουν το λαϊκό κίνημα να μπει κάτω από ξένη σημαία, υιοθετώντας το ψευδεπίγραφο αστικό σύνθημα της «πραγματικής δημοκρατίας».32
Ετσι καλλιεργούν αυταπάτες στην εργατική τάξη, κρύβοντας τον ταξικό εκμεταλλευτικό και κατασταλτικό χαρακτήρα της αστικής δημοκρατίας. Για την άνοδο της ταξικής πάλης είναι προϋπόθεση η φθορά του κοινοβουλευτισμού στα μάτια της εργατικής τάξης και όχι ο εξωραϊσμός του.
Η δικτατορία της εργατικής τάξης ως ανώτερος τύπος δημοκρατίας θεμελιώνεται σε εργατικά συμβούλια που αγκαλιάζουν όλη τη χώρα και οργανώνονται από κάτω έως πάνω, έχοντας ως πυρήνα τους την παραγωγική μονάδα.
Υπενθυμίζουμε ότι «δημοκρατία των Σοβιέτ» στα ελληνικά σημαίνει δημοκρατία των συμβουλίων ή των επιτροπών. Η πείρα του 20ού αιώνα δείχνει ότι σε κάθε επανάσταση τέτοιες εργατικές επιτροπές σχηματίστηκαν από τις επαναστατημένες μάζες ως φύτρα της νέας εξουσίας.
Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟΥ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΕΕ
Σε συνθήκες στις οποίες έχουν οξυνθεί οι ενδοαστικοί ανταγωνισμοί σε βαθμό που έχει διασαλευθεί η συνοχή της ΕΕ, που φουντώνουν οι αντιθέσεις μεταξύ τμημάτων του κεφαλαίου για το μέλλον του ευρώ (απόσχιση από το ευρώ, «μαλακό» ευρώ για κάποια κράτη και «σκληρό» για άλλα, σύνδεση του σκληρού ευρώ με ενιαία δημοσιονομική-φορολογική πολιτική και ευρωενωσιακά όργανα εφαρμογής της κλπ.), ο ΣΥΝ υποστηρίζει ότι το «ζητούμενο πια είναι η επιβίωση της Ευρωζώνης»33. Γι’ αυτό υποστηρίζει ότι προκειμένου να σωθεί η Ευρωζώνη πρέπει να γίνει αναθεώρηση των κριτήριων του Μάαστριχ. Αφετηρία του ΣΥΝ δεν είναι η αμφισβήτηση των καπιταλιστικών σχέσεων και της ΕΕ, αλλά η διάσωσή της, που αντικειμενικά είναι διάσωση μιας ιμπεριαλιστικής συμμαχίας.
Ο Αλέξης Τσίπρας διακήρυξε την επείγουσα ανάγκη για «επανίδρυση της Ευρώπης στη βάση της ουσιαστικής δημοκρατίας, της πλήρους απασχόλησης, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της εθνικής αξιοπρέπειας και της ισότιμης συνεργασίας»34.
Και αλλού ανάφερε χαρακτηριστικά ότι «λύση δεν είναι ο οικονομικός και νομισματικός ανταγωνισμός της μιας χώρας απέναντι στην άλλη, ιδιαίτερα των χωρών του Νότου που αντιμετωπίζονται ως αποδιοπομπαίος τράγος […] Λύση είναι η επανίδρυση της Ευρώπης στη βάση της Αλληλεγγύης των λαών της»35.
Καλλιεργεί αυταπάτες ότι μπορεί δήθεν να επανιδρυθεί η ΕΕ με βάση τις αρχές της ισοτιμίας και της αμοιβαιότητας. Ισότιμη συνεργασία και αμοιβαία αλληλεγγύη δεν μπορεί να υπάρξει ανάμεσα σε καπιταλιστικά κράτη ή στους κόλπους των καπιταλιστικών ενώσεων, γιατί διέπονται από τον ανταγωνισμό και την ανισομετρία. Η ισοτιμία και η αλληλεγγύη είναι αρχές που αντιβαίνουν τις νομοτέλειες του καπιταλισμού.
Ο ΣΥΝ επίσης υποστηρίζει την ισχυροποίηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), την έκδοση χρήματος για να καλυφθούν τα ελλείμματα σε συνθήκες ύφεσης. Προτείνει δηλαδή νομισματική πολιτική ανάλογη εκείνης της Fed (Κεντρικής Τράπεζας) στις ΗΠΑ, από την οποία δεν επωφελήθηκαν οι άνεργοι, οι μισθωτοί και οι αυτοαπασχολούμενοι.
Ακόμα πιο χαρακτηριστική είναι η υπεράσπιση της καπιταλιστικής ένωσης στο κοινό κείμενο του Αλέξη Τσίπρα, του Μίκη Θεοδωράκη και του Μανώλη Γλέζου με τίτλο «έκκληση για την σωτηρία της Ελλάδας και των λαών της Ευρώπης». Στην εν λόγω έκκληση καλούν ουσιαστικά την Ευρώπη να ενωθεί απέναντι σε «κέντρα» τα οποία βρίσκονται εκτός Ευρώπης και την απειλούν. Χαρακτηριστικά λένε: «Μια νέα “Αυτοκρατορία του Χρήματος” επιτίθεται εδώ και 18 μήνες, συστηματικά, στη μία ευρωπαϊκή χώρα μετά την άλλη, χωρίς να αντιμετωπίζει ουσιαστική αντίσταση. […] Οι λαοί της Ευρώπης και όλου του κόσμου αντιμετωπίζουν μια ιστορικά πρωτοφανή συγκέντρωση οικονομικής, αλλά επίσης πολιτικής και εκδοτικής ισχύος, του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου, μιας χούφτας δηλαδή χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και οίκων αξιολόγησης και μιας πολιτικής και εκδοτικής τάξης εξαγορασμένης από αυτά, με κέντρα περισσότερο εκτός, παρά εντός Ευρώπης. Αυτές είναι οι “αγορές”, που επιτίθενται σήμερα στο ένα ευρωπαϊκό κράτος μετά το άλλο, χρησιμοποιώντας τον μοχλό του χρέους»36.
Και αλλού ανάλογα αναφέρουν: «Μια χούφτα διεθνών τραπεζών, οίκων αξιολόγησης, επενδυτικών funds, μια παγκόσμια συγκέντρωση χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου χωρίς ιστορικό προηγούμενο, διεκδικεί την εξουσία στην Ευρώπη και τον κόσμο, […] ετοιμάζεται να καταργήσει τα κράτη και τη δημοκρατία μας, χρησιμοποιώντας το όπλο του χρέους για να υποδουλώσει τους λαούς της Ευρώπης, να βάλει στη θέση της όποιας, όσης Δημοκρατίας διαθέτουμε, τη Δικτατορία του Χρήματος και των Τραπεζών, την εξουσία μιας ολοκληρωτικής Αυτοκρατορίας της Παγκοσμιοποίησης, το πολιτικό κέντρο της οποίας βρίσκεται εκτός της ηπειρωτικής Ευρώπης, παρά την παρουσία πανίσχυρων ευρωπαϊκών τραπεζών στην καρδιά της Αυτοκρατορίας»37.
Μάλιστα ασκούν κριτική στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις γιατί «...δεν οργανώνουν τη συλλογική άμυνα των ευρωπαϊκών εθνών απέναντι στις “αγορές”, αλλά προσπαθούν να τις καθησυχάσουν, επιβάλλοντας πολιτικές “κατευνασμού”, που θυμίζουν έντονα τον τρόπο που αντιμετώπισαν το φασισμό»38.
Οπως είναι κατανοητό, χαρακτηρίζουν την κρίση στην Ελλάδα ως επίθεση και παρέμβαση του ΔΝΤ στο εσωτερικό της Ευρωζώνης. Γράφουν: «…η επίθεση αυτή εξελίχθηκε σε χρηματοπιστωτική κρίση, που κατέληξε στην υπαγωγή της Ελλάδας σε καθεστώς περιορισμένης κυριαρχίας και την επέμβαση του ΔΝΤ στα εσωτερικά της ευρωζώνης. Oταν πήραν αυτό που ήθελαν από την Ελλάδα, οι “αγορές” στράφηκαν εναντίον των υπολοίπων, μικρότερων ή μεγαλύτερων χωρών της ευρωπεριφέρειας»39.
Ετσι ξεμπερδεύουν από την πάλη ενάντια στην καπιταλιστική εκμεταλλευτική ιδιοκτησία και την εξουσία της, διαχωρίζοντας το τραπεζικό από το βιομηχανικό και εμπορικό κεφάλαιο, βάλλοντας μονομερώς κατά του τραπεζικού κεφαλαίου σε κράτη εκτός Ευρώπης. Και σε αυτή την περίπτωση επαναλαμβάνεται η προσαρμογή στην καπιταλιστική εξουσία, αφορίζοντας ένα τμήμα του κεφαλαίου σε κάποιες ηπείρους. Στην ουσία οι δυνάμεις αυτές με την «έκκλησή» τους υποστηρίζουν απροκάλυπτα το ευρωπαϊκό κεφάλαιο ενάντια στους ανταγωνιστές του στη διεθνή αγορά. Καλούν τους λαούς της Ευρώπης να στηρίξουν την ιμπεριαλιστική ΕΕ στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.
Το «Μέτωπο αλληλεγγύης και ανατροπής» επίσης καλλιεργεί αυταπάτες για τη δυνατότητα φιλολαϊκής διεξόδου στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος, προτείνοντας ως διέξοδο την έξοδο από το ευρώ (εντός ΕΕ) για την εφαρμογή μιας πολιτικής ανάλογης με του σοσιαλδημοκράτη Νέστορ Κίχνερ στην Αργεντινή. Να τι λέει εκ μέρους του «Μετώπου» ο Αλέκος Αλαβάνος στο άρθρο «Εννέα αισιόδοξες σκέψεις για εννέα πολύ απαισιόδοξες καταστάσεις»: «Η παύση πληρωμών της Αργεντινής, σε συνδυασμό µε την προηγηθείσα αποδέσμευση από τη σταθερή ισοτιμία του πέσο µε το δολάριο -κάτι σαν αποχώρηση από την ευρωζώνη- είναι το σημείο θετικής στροφής και ο πρόεδρος Κίρσνερ απέκτησε ισχύ απέναντι στο ΔΝΤ, διέγραψε τα 2/3 του χρέους και έφερε στην Αργεντινή θεαματικούς ρυθμούς ανάπτυξης που προσέγγιζαν το 10%. Ως τότε ο λαός της σφάδαζε. Η Αργεντινή µάς προκαλεί απαισιοδοξία αλλά και αισιοδοξία»40.
Ο λαός δεν έχει να περιμένει τίποτα από την παύση πληρωμών, την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα και την υποτίμησή του για την προστασία της καπιταλιστικής οικονομίας και ανταγωνιστικότητας, καθώς αυτή θα συνοδευτεί από σειρά αντεργατικών μέτρων, όπως έγινε και στην Αργεντινή. Ούτε έχει να περιμένει τίποτα από σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις τύπου Νέστορ Κίχνερ. Ο Νέστορ Κίχνερ υπηρέτησε το κεφάλαιο στην Αργεντινή, ενώ ενσωμάτωσε τη λαϊκή δυσαρέσκεια, με αποτέλεσμα σήμερα να συνεχίζεται η εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων.
Ανάλογες απόψεις για επιστροφή στο εθνικό νόμισμα από τη σκοπιά της εθνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης υπερασπίζει και το «Αριστερό Ρεύμα» του ΣΥΝ με τον Παναγιώτη Λαφαζάνη.
Το «Μέτωπο αλληλεγγύης και ανατροπής» παράλληλα αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο υποστήριξης μιας Ευρωζώνης που θα συσταθεί από την αρχή και θα έχει άλλο όνομα. Χαρακτηριστικά, υποστηρίζοντας την ανάγκη μιας άλλης καπιταλιστικής ενοποίησης στα πρότυπα -όπως λέει- της ALBA, αναφέρει: «Σε μια νέα πολιτική ανοίγματος σε όλο τον κόσμο, η σχέση με την Ευρώπη, λόγω γειτνίασης και ιστορίας, θα έχει εξέχοντα ρόλο. Η έξοδος, (σ.σ. από το ευρώ) λοιπόν, είναι μια πρόταση- πρόκληση για μια ευρωπαϊκή συνεργασία άλλου τύπου στηριγμένη στην ισοτιμία, την κοινωνική πρόοδο, την ελευθερία επιλογής. Με χαρακτηριστικά ανάλογα της ALBA, της συμμαχίας κρατών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής στη βάση της κοινωνικής ευημερίας, της αμοιβαίας βοήθειας, της ανταλλαγής προϊόντων. Από πέρυσι εκεί άρχισαν μάλιστα εμπορικές συμφωνίες στη βάση κοινού νομίσματος, του “sucre”. Αξίζει αυτή η αντίληψη να εκφρασθεί ακόμα και στο όνομα ενός νομίσματος»41.
Μια παρόμοια άποψη για συγκρότηση νέας νομισματικής ενοποίησης τύπου ALBA για τις χώρες όμως του ευρωπαϊκού Νότου πρότεινε και ο καθηγητής Θοδωρής Μαριόλης σε εκδήλωση42 του «Μετώπου αλληλεγγύης και ανατροπής»: «Το κρίσιμο είναι η μεσο-μακροχρόνια δημιουργία παραγωγικής βάσης μέσω της μερικής υποκατάστασης των εισαγωγών και εξειδίκευσης στα εμπορεύματα που η οικονομία εμφανίζει ή δύναται να εμφανίσει “δυναμικά συγκριτικά πλεονεκτήματα”. Σε συνάφεια, τέλος, δεν είναι διόλου τυχαίο ότι ορισμένες από τις χώρες που δεν αποδέχονται τα αξιώματα της παγκοσμιοποίησης αναπτύσσουν μία νέου τύπου διεθνή συνεργασία. Αναφέρομαι, φυσικά, στην “Μπολιβαριανή Συμμαχία για τους Λαούς της Αμερικής” (ALBA, στα ισπανικά), η οποία αφορά σε συνολικό πληθυσμό της τάξης των 70 εκατομμυρίων και βασίζεται, σύμφωνα με τις διακηρύξεις της, στην αμοιβαία οικονομική βοήθεια, στον αντιπραγματισμό και στη μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας, παρά στην απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου που στοχεύει στη μεγιστοποίηση του ποσοστού κέρδους. Νομίζω ότι οι χώρες του ευρωπαϊκού “Νότου” έχουν πολλά να διδαχθούν από αυτό το εγχείρημα»43.
Αυτές οι απόψεις εξωραΐζουν τις σχέσεις μεταξύ των κρατών της ALBA, οι οποίες βέβαια έχουν το ενοποιητικό στοιχείο της κοινής αντιπαράθεσής τους απέναντι στις ΗΠΑ ως ιμπεριαλιστικό κέντρο. Παραβλέπουν συνειδητά ή ασυνείδητα ότι στη Λατινική Αμερική τα εργατικά λαϊκά στρώματα υποφέρουν, ενώ οι λαϊκές κινητοποιήσεις μέσα από την κυριαρχία της σοσιαλδημοκρατίας ενσωματώνονται σε επιδιώξεις των αστικών τάξεων και των συμμαχιών τους. Αλλωστε τα εργατικά λαϊκά στρώματα της Λατινικής Αμερικής δεν έχουν ως αποκλειστικό εχθρό τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, αλλά πρώτα απ’ όλα τις αστικές τάξεις στις χώρες τους (Βραζιλία, Βενεζουέλα, Αργεντινή, Εκουαδόρ κλπ.).
Σήμερα που η καπιταλιστική κρίση οξύνει τις ενδοαστικές αντιθέσεις, διαμορφώνει τη δυνατότητα διάσπασης ή και διάλυσης της ΕΕ, η εργατική τάξη στην Ελλάδα σε συμμαχία με τους αυτοαπασχολούμενους πρέπει να δυναμώσει την πάλη της για την αποδέσμευση από την ΕΕ με εργατική εξουσία.
Το ίδιο καθήκον προβάλλει σε κάθε χώρα της ΕΕ. Η ανάπτυξη της ταξικής πάλης και της λαϊκής αντιμονοπωλιακής-αντικαπιταλιστικής συμμαχίας σε κάθε χώρα είναι ο μόνος δρόμος για ν’ αλλάξουν ριζικά οι κοινωνικές συνθήκες στην Ευρώπη.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τα καλέσματα του οπορτουνισμού και των δυνάμεων της αστικής τάξης για ενότητα ή συνεργασία ή κοινή δράση της «αριστεράς» και των αστικών «αντιμνημονιακών» δυνάμεων είναι ουσιαστικά κάλεσμα για υποταγή του ΚΚΕ σε μια γραμμή ενσωμάτωσης στο καπιταλιστικό σύστημα, ευνουχισμού της ριζοσπαστικοποίησης, στοίχισης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων πίσω από τμήματα της αστικής τάξης. Η στρατηγική του ΚΚΕ και η στρατηγική των «αντιμνημονιακών» αστικών δυνάμεων και του οπορτουνισμού αντικειμενικά συγκρούονται. Η έκβαση της ταξικής πάλης στη χώρα μας το επόμενο διάστημα θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης, δηλαδή θα εξαρτηθεί από το αν θα καταφέρει η εργατική τάξη να αξιοποιήσει την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών και ενδοαστικών αντιθέσεων στην κατεύθυνση της πάλης για την ανατροπή της πολιτικής εξουσίας της αστικής τάξης. Η σύγκρουση αυτή κρίνεται καθημερινά στους χώρους της βιομηχανίας, στους μεγάλους χώρους δουλειάς, στις γειτονιές, στους χώρους σπουδών. Το ζήτημα που τίθεται είναι: τι κίνημα, με τι οργάνωση, ποια κοινωνική συμμαχία, με τι πολιτικό προσανατολισμό, ώστε να εκφράζει τα άμεσα και γενικότερα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Μενέλαος Τασιόπουλος, εφημερίδα «Αξία», 26 Νοέμβρη 2011.
2. Πέρα από την «Ενωτική Κίνηση» συγκροτήθηκαν μια σειρά διασταυρούμενες πολιτικές κινήσεις στελεχών του ΠΑΣΟΚ που εμφανίζονται ως «αντιμνημονιακές», οι οποίες είναι ιδιαίτερα δραστήριες. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρουμε: «Πανελλήνιο Αρμα Πολιτών», «Νέος Αγωνιστής», «Ελεύθεροι Πολίτες», «Κοινωνική Αριστερά», «Σοσιαλιστική Ανασύνθεση».
3. Ενδεικτικά και μόνο: Μπέης Κώστας («Σπίθα»), καθηγητής, πρόεδρος της ΕΡΤ και πρόεδρος του Ελληνο-ιαπωνικού Επιμελητηρίου. Παπαθεμελής Στέλιος («Μέτωπο του ΟΧΙ»): υφυπουργός Ανώτατης Παιδείας (1982-1985), υπουργός Μακεδονίας-Θράκης (1987-1989), υπουργός Δημόσιας Τάξης (1993-1995). Κυπριώτης Δημήτρης («ΕΠΑΜ»), απόστρατος αξιωματικός, στρατιωτικός σύμβουλος στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στη Βιέννη, στον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) και αντιπρόσωπος του υπουργού Εθνικής Αμυνας στη Δυτικοευρωπαϊκή Ενωση. Κοτζιάς Νίκος («Ενωτική Κίνηση»), από το 1993 στο υπουργείο Εξωτερικών ως εμπειρογνώμονας μαζί με τους Ι. Κρανιδιώτη και Θεόδωρο Πάγκαλο, επί μακρόν συνεργάτης του Γιώργου Παπανδρέου και πρόεδρος του «Ινστιτούτου Στρατηγικών και Αναπτυξιακών Μελετών (ΙΣΤΑΜΕ) - Ανδρέας Παπανδρέου» κ.ά.
4. Κάλεσμα του Μίκη Θεοδωράκη για την Ελληνική Λαϊκή Δημοκρατική Αντίσταση.
5. Συνέντευξη του Νίκου Κοτζιά στο blog «ecoleft», 6 Δεκέμβρη 2011. http://ecoleft.word press.com.
6. Σχέδιο Διακήρυξης της Ενωτικής Κίνησης για δημόσιο διάλογο.
7. Σχέδιο Διακήρυξης της Ενωτικής Κίνησης για δημόσιο διάλογο.
8. Σχέδιο Διακήρυξης της Ενωτικής Κίνησης για δημόσιο διάλογο.
9. Ο.π.
10. Δημοσίευμα της εφημερίδας «Το Ποντίκι», 8 Δεκέμβρη 2011.
11. Κάλεσμα του Μίκη Θεοδωράκη για την Ελληνική Λαϊκή Δημοκρατική Αντίσταση.
12. http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=645356.
13. http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=5025: aristera-metwpo-iskra&catid=83:aristera&Itemid=200.
14. Γιώργος Ρούσης, εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 25 Σεπτέμβρη 2011, 2 Οκτώβρη 2011 και 9 Οκτώβρη 2011.
15. http://www.mikis-theodorakis-kinisi-anexartiton-politon.gr/el/news/?nid=1381.
16. Ο.π.
17. Ο.π.
18. Ρούντι Ρινάλντι, εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς», 28-29 Οκτώβρη 2011.
19. Ο.π.
20. http://www.epikaira.gr/epikairo.php?id=33397&category_id=100.
21. http://www.mikis-theodorakis-kinisi-anexartiton-politon.gr/el/news/?nid=1381.
22. Ρούντι Ρινάλντι, εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς», 28-29 Οκτώβρη 2011.
23. Ρούντι Ρινάλντι, εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς», 28-29 Οκτώβρη 2011.
24. Εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς», 15 Οκτώβρη 2011.
25. Εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς», 8 Οκτώβρη 2011.
26. Δες την προγραμματική βάση της «Εκκλησης των αγωνιστών εθνικής αντίστασης» που υπογράφει ο Ευτύχης Μπιτσάκης από κοινού με το Μανώλη Γλέζο, το Μίκη Θεοδωράκη κλπ.
27. Γιώργος Δελαστίκ, περιοδικό «Επίκαιρα», 18 Αυγούστου 2011.
28. Εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς», 8 Οκτώβρη 2011.
29. Να τι έγραφε χαρακτηριστικά ο Φρίντριχ Ενγκελς: «…την κεφαλαιοκρατική ιδιότητα των παραγωγικών δυνάμεων δεν την καταργεί ούτε η μετατροπή τους σε μετοχικές εταιρίες και τραστ, ούτε η μετατροπή τους σε κρατική ιδιοκτησία […] Οποιαδήποτε κι αν είναι η μορφή του, το σύγχρονο κράτος αποτελεί ουσιαστικά μια κεφαλαιοκρατική μηχανή, ένα κράτος των κεφαλαιοκρατών, τον ιδεώδη συνολικό κεφαλαιοκράτη. Οσο περισσότερες παραγωγικές δυνάμεις θα παίρνει στην ιδιοκτησία του, τόσο περισσότερο θα γίνεται πραγματικός συνολικός κεφαλαιοκράτης, τόσο περισσότερους πολίτες θα εκμεταλλεύεται». Φρ. Ενγκελς: «Η εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ.99.
30. http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=645354.
31. Εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς», 3 Δεκέμβρη 2011.
32. Θέσεις για την 2η Πανελλαδική συνάντηση του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής.
33. Εφημερίδα «Η Αυγή», 20 Νοέμβρη 2011.
34. Ομιλία του Αλέξη Τσίπρα σε ανοιχτή πολιτική συγκέντρωση στο Σπόρτινγκ, 20 Νοέμβρη 2011.
35. Ο.π.
36. http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=648274.
37. http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=648274.
38. Ο.π.
39. Ο.π.
40. http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=425521&h1=true.
41. http://www.tometopo.gr/index.php/news-/833-2011-10-01-14-42.
42. Πρόκειται για εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στις 26 Σεπτέμβρη 2011, στην αίθουσα εκδηλώσεων της ΕΣΗΕΑ, με θέμα: «Παύση πληρωμών: οι επόμενες ώρες». Ομιλητές ήταν οι: Κατρούγκαλος Γιώργος (συνταγματολόγος στο Δ.Π.Θ.), Λαπαβίτσας Κώστας (οικονομολόγος στη σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών μελετών στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου-SOAS), Μαριόλης Θοδωρής (οικονομολόγος στο Πάντειο Πανεπιστήμιο) και Μαρκέτος Σπύρος (ιστορικός στο Α.Π.Θ.). (http://elegr.gr/ details.php?id=248).
43. http://eleg
43. http://eleg
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου