Η "δημοκρατία" τής αστυνομικής καταστολής (5)
Στις 20 Φεβρουαρίου 1996, στο αρχηγείο τής ΕΛΑΣ επικρατεί αναβρασμός. Η Ασφάλεια Αττικής έχει πληροφορίες ότι τέσσερα άτομα, τα οποία ενέχονται στον φόνο τού Νίκου Τσολάκου, είναι τσιγγάνοι και διαμένουν στον τσιγγάνικο καταυλισμό τού Ασπρόπυργου. Μεταξύ των τεσσάρων είναι και ο 20χρονος Ανδρέας Καραχάλιος, του οποίου το όνομα έχει αναμειχθεί σε υποθέσεις ληστειών και κλοπών. Τα μεγάλα κεφάλια τής αστυνομίας κινητοποιούνται και τα όσα ακολουθούν χαρακτηρίζονται -λίαν επιεικώς- κωμικοτραγικά:
Ο διοικητής ασφαλείας Χ. Κεραμιδάς δίνει εντολή στον ανθυπαστυνόμο Κοκκίνη (της υπηρεσίας ανθρωποκτονιών) και σε οχτώ αστυνομικούς να μεταβούν στον καταυλισμό για να συλλέξουν πληροφορίες σχετικά με τους τέσσερις. Καθώς πλησιάζουν τον καταυλισμό, οι αστυνομικοί συναντούν τυχαία έναν εκ των τεσσάρων καταζητουμένων και ακολουθεί ανταλλαγή πυροβολισμών κατά την οποία τραυματίζεται ο αρχιφύλακας Νίκος Γεωργόπουλος. Οι δράστες διαφεύγουν.
Σύμφωνα με όσα υποστήριξε κατόπιν ο Κεραμιδάς, η υπηρεσία δέχτηκε μια πληροφορία, η οποία έλεγε πως, μετά την συμπλοκή, οι δράστες επέστρεψαν στον καταυλισμό για να κρυφτούν. Φυσικά, είναι αδύνατον να διακριβωθεί αν υπήρξε πράγματι τέτοια πληροφορία ή αν ο σχετικός ισχυρισμός είχε σκοπό να δικαιολογήσει τα όσα ακολούθησαν. Πάντως, όπως και νά 'χει το πράγμα, ο Κεραμιδάς ζητάει από τον αττικάρχη Νίκο Χατζάκη να γίνει συντονισμένη επιχείρηση, κάτι που ανέλαβε τελικά να σχεδιάσει και να υλοποιήσει ο διευθυντής Δυτικής Αττικής Γιώργος Αγγελάκης. Στην επιχείρηση πήραν μέρος 60 αστυνομικοί των ΜΑΤ, 11 των ΕΚΑΜ και 15 αστυνομικοί από την περιοχή της Ελευσίνας και του Ασπρόπυργου. Την χρησιμοποίηση των ΕΚΑΜ την ενέκρινε ο ίδιος ο αρχηγός της ΕΛΑΣ Μανώλης Χουρδάκης αλλά, όπως είπε αργότερα, δεν τους έδωσε συγκεκριμένες οδηγίες και το μόνο που τους είπε ήταν πως "η δράση τους έπρεπε να κινηθεί στα πλαίσια των κανονισμών".
Αρχηγός τής ΕΛΑΣ... αττικάρχης... διοικητής ασφαλείας... όλα δείχνουν ότι η επιχείρηση είναι άψογα σχεδιασμένη. Τόσο άψογα σχεδιασμένη, μάλιστα, ώστε κάποιος (άγνωστο ποιος) φρόντισε να ειδοποιήσει τα... τηλεοπτικά συνεργεία για να την καταγράψουν και να δοξαστούν οι σχεδιαστές της!
Τα όσα ακολούθησαν, όμως, δεν έχουν καμμιά σχέση με ο,τιδήποτε "δοξασμένο". Οι πάνοπλοι αστυνομικοί εφορμούν στον καταυλισμό και τον ισοπεδώνουν. Τα ρόπαλα ανεβοκατεβαίνουν σε όποιον τολμά να κινηθεί και σε όποιον τολμά να μείνει ακίνητος. Γέροι, γυναίκες, παιδιά... όλοι αδιακρίτως δοκιμάζουν το σιδερένιο χέρι τού "νόμου". Όσοι δεν πέφτουν από τις ματσουκιές, διατάζονται να ξαπλώσουν μπρούμητα, αδιακρίτως φύλου ή ηλικίας. Από την μανία των αστυνομικών, ελάχιστα είναι τα τσαντήρια και οι παράγκες που δεν σωριάζονται. Κι από δίπλα, ο τηλεοπτικός φακός στέλνει σαφές μήνυμα για την τύχη που θα έχει όποιος τολμήσει στο μέλλον να "διασαλεύσει την τάξιν".
Η επιχείρηση ολοκληρώθηκε όταν οι αστυνομικοί κουράστηκαν να χτυπούν. Για τέσσερις έψαχναν τα "όργανα της τάξεως" αλλά φεύγοντας πήραν μαζί τους 70 συλληφθέντες. Λίγη ώρα αργότερα, άφησαν ελεύθερους τους 58. Από τους υπόλοιπους 12, οι τρεις πήγαν στον εισαγγελέα ως κατηγορούμενοι για...ψευδή κατάθεση(!!) και οι άλλοι 9 οδηγήθηκαν στα δικαστήρια της Ευελπίδων επειδή εις βάρος τους εκκρεμούσαν παλιότερα εντάλματα. Προφανώς, η "πληροφορία" ότι στον καταυλισμό κρύβονταν οι φονιάδες τού Τσολάκου, ήταν "εσφαλμένη"...
Η τηλεοπτική αναμετάδοση της αστυνομικής κτηνωδίας ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στην κοινή γνώμη. Την επόμενη μέρα, οι εφημερίδες κυκλοφορούν με επικριτικώτατους τίτλους, οι οποίοι αναγκάζουν τον υπουργό δημόσιας τάξης Κώστα Γείτονα να επέμβει. Πώς; Κάλεσε στο γραφείο του τους αρχηγούς και τους διοικητές και...τους μάλλωσε! Όπως ανακοινώθηκε, ο υπουργός "τους επέπληξε για τις αγριότητες, ζήτησε να πληροφορηθεί ποιος και γιατί διοργάνωσε την έφοδο και, πολύ περισσότερο, γιατί υπήρχε τηλεοπτική κάλυψη, με αποτέλεσμα να διασύρεται το κύρος της αστυνομίας και να σπιλώνεται η κυβερνητική πολιτική". Δηλαδή, αν δεν υπήρχε η τηλεόραση, το πολύ-πολύ να τους έλεγε "ρε παιδιά, μήπως το παραχέσατε;"
Από δίπλα, πετάχτηκε και ο υπουργός δικαιοσύνης να πει την παπαριά του: "Το κράτος δικαίου και ο σεβασμός των λειτουργών του κράτους πρέπει να εκδηλώνονται καθημερινά και έμπρακτα. Είμαι βέβαιος ότι ο υπουργός δημόσιας τάξης έχει δώσει όλες τις αναγκαίες αυστηρές οδηγίες και θα διερευνήσει το χτεσινό συμβάν, που είναι θλιβερό, όπως κάθε συμβάν όταν υπάρχει υπέρβαση του μέτρου". Η πρωτοφανούς αγριότητας αστυνομική επιχείρηση έγινε απλώς "θλιβερό συμβάν" και "υπέρβαση του μέτρου". Μάλλον εύκολα μπορεί να αναγνωρίσει κάποιος ποιος υπουργός βρίσκεται πίσω από τέτοιες αρλουμπολογίες: είναι ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Παρά τις προσπάθειες τής κυβέρνησης και των φιλικών της ΜουΜουΕ, η λαϊκή αντίδραση δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Για να εκτονώσει την κατάσταση, η κυβέρνηση αποφάσισε να αποστρατεύσει τον αρχηγό Μανώλη Χουρδάκη και τον αττικάρχη Νίκο Χατζάκη. Όταν ο τελευταίος πληροφορήθηκε την αποστρατεία του, ξέσπασε τόσο κατά των Χουρδάκη και Κεραμιδά όσο και κατά του ίδιου τού υπουργού Κώστα Γείτονα, τον οποίο κατηγόρησε για εμπάθεια.
Εκείνη η επιχείρηση, η οποία ισοπέδωσε τον τσιγγάνικο καταυλισμό τού Ασπρόπυργου και τσάκισε δεκάδες κεφάλια, ήταν η πρώτη μεταπολιτευτικά τυφλή επίθεση των δυνάμεων καταστολής κατά ήσυχων πολιτών. Επίσης, ήταν η πρώτη αστυνομική επιχείρηση με τηλεοπτική κάλυψη. Εκείνο το βράδυ κανείς δεν περίμενε ότι η τηλεόραση θα κάλυπτε ένα αστυνομικό φιάσκο. Όπως ένα άλλο βράδυ, δυόμισυ χρόνια αργότερα, κανένας δεν περίμενε ότι η τηλεόραση θα κάλυπτε μια αστυνομική τραγωδία:
Τον αποστρατευθέντα αρχηγό τής ΕΛΑΣ Μανώλη Χουρδάκη διαδέχτηκε ο Αθανάσιος Βασιλόπουλος. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1998, πάλι υπό τηλεοπτική κάλυψη, ο Βασιλόπουλος θα θελήσει να γίνει τηλεοπτικός αστέρας: "μπουκάρει" σε διαμέρισμα της οδού Νιόβης, για να πιάσει με τα χέρια του τον ρουμάνο κακοποιό Σορίν Ματέι. Η κατάληξη της "μαγκιάς" τού Βασιλόπουλου είναι γνωστή: η χειροβομβίδα τού Ματέι εκρήγνυται και η όμηρος Αμαλία Γκινάκη τραυματίζεται τόσο σοβαρά ώστε πεθαίνει δυο βδομάδες αργότερα. Ο ίδιος ο Βασιλόπουλος τραυματίζεται στο αφτί και την επόμενη μέρα παραιτείται, αναλαμβάνοντας όλη την ευθύνη για την αποτυχημένη επιχείρηση. Στην δίκη που ακολούθησε, το πενταμελές Εφετείο Πλημμελημάτων αθώωσε κατά πλειοψηφία τον Βασιλόπουλο από την κατηγορία τής ανθρωποκτονίας από αμέλεια.
Στις 20 Φεβρουαρίου 1996, στο αρχηγείο τής ΕΛΑΣ επικρατεί αναβρασμός. Η Ασφάλεια Αττικής έχει πληροφορίες ότι τέσσερα άτομα, τα οποία ενέχονται στον φόνο τού Νίκου Τσολάκου, είναι τσιγγάνοι και διαμένουν στον τσιγγάνικο καταυλισμό τού Ασπρόπυργου. Μεταξύ των τεσσάρων είναι και ο 20χρονος Ανδρέας Καραχάλιος, του οποίου το όνομα έχει αναμειχθεί σε υποθέσεις ληστειών και κλοπών. Τα μεγάλα κεφάλια τής αστυνομίας κινητοποιούνται και τα όσα ακολουθούν χαρακτηρίζονται -λίαν επιεικώς- κωμικοτραγικά:
Ο διοικητής ασφαλείας Χ. Κεραμιδάς δίνει εντολή στον ανθυπαστυνόμο Κοκκίνη (της υπηρεσίας ανθρωποκτονιών) και σε οχτώ αστυνομικούς να μεταβούν στον καταυλισμό για να συλλέξουν πληροφορίες σχετικά με τους τέσσερις. Καθώς πλησιάζουν τον καταυλισμό, οι αστυνομικοί συναντούν τυχαία έναν εκ των τεσσάρων καταζητουμένων και ακολουθεί ανταλλαγή πυροβολισμών κατά την οποία τραυματίζεται ο αρχιφύλακας Νίκος Γεωργόπουλος. Οι δράστες διαφεύγουν.
Σύμφωνα με όσα υποστήριξε κατόπιν ο Κεραμιδάς, η υπηρεσία δέχτηκε μια πληροφορία, η οποία έλεγε πως, μετά την συμπλοκή, οι δράστες επέστρεψαν στον καταυλισμό για να κρυφτούν. Φυσικά, είναι αδύνατον να διακριβωθεί αν υπήρξε πράγματι τέτοια πληροφορία ή αν ο σχετικός ισχυρισμός είχε σκοπό να δικαιολογήσει τα όσα ακολούθησαν. Πάντως, όπως και νά 'χει το πράγμα, ο Κεραμιδάς ζητάει από τον αττικάρχη Νίκο Χατζάκη να γίνει συντονισμένη επιχείρηση, κάτι που ανέλαβε τελικά να σχεδιάσει και να υλοποιήσει ο διευθυντής Δυτικής Αττικής Γιώργος Αγγελάκης. Στην επιχείρηση πήραν μέρος 60 αστυνομικοί των ΜΑΤ, 11 των ΕΚΑΜ και 15 αστυνομικοί από την περιοχή της Ελευσίνας και του Ασπρόπυργου. Την χρησιμοποίηση των ΕΚΑΜ την ενέκρινε ο ίδιος ο αρχηγός της ΕΛΑΣ Μανώλης Χουρδάκης αλλά, όπως είπε αργότερα, δεν τους έδωσε συγκεκριμένες οδηγίες και το μόνο που τους είπε ήταν πως "η δράση τους έπρεπε να κινηθεί στα πλαίσια των κανονισμών".
Αρχηγός τής ΕΛΑΣ... αττικάρχης... διοικητής ασφαλείας... όλα δείχνουν ότι η επιχείρηση είναι άψογα σχεδιασμένη. Τόσο άψογα σχεδιασμένη, μάλιστα, ώστε κάποιος (άγνωστο ποιος) φρόντισε να ειδοποιήσει τα... τηλεοπτικά συνεργεία για να την καταγράψουν και να δοξαστούν οι σχεδιαστές της!
Τα όσα ακολούθησαν, όμως, δεν έχουν καμμιά σχέση με ο,τιδήποτε "δοξασμένο". Οι πάνοπλοι αστυνομικοί εφορμούν στον καταυλισμό και τον ισοπεδώνουν. Τα ρόπαλα ανεβοκατεβαίνουν σε όποιον τολμά να κινηθεί και σε όποιον τολμά να μείνει ακίνητος. Γέροι, γυναίκες, παιδιά... όλοι αδιακρίτως δοκιμάζουν το σιδερένιο χέρι τού "νόμου". Όσοι δεν πέφτουν από τις ματσουκιές, διατάζονται να ξαπλώσουν μπρούμητα, αδιακρίτως φύλου ή ηλικίας. Από την μανία των αστυνομικών, ελάχιστα είναι τα τσαντήρια και οι παράγκες που δεν σωριάζονται. Κι από δίπλα, ο τηλεοπτικός φακός στέλνει σαφές μήνυμα για την τύχη που θα έχει όποιος τολμήσει στο μέλλον να "διασαλεύσει την τάξιν".
Η επιχείρηση ολοκληρώθηκε όταν οι αστυνομικοί κουράστηκαν να χτυπούν. Για τέσσερις έψαχναν τα "όργανα της τάξεως" αλλά φεύγοντας πήραν μαζί τους 70 συλληφθέντες. Λίγη ώρα αργότερα, άφησαν ελεύθερους τους 58. Από τους υπόλοιπους 12, οι τρεις πήγαν στον εισαγγελέα ως κατηγορούμενοι για...ψευδή κατάθεση(!!) και οι άλλοι 9 οδηγήθηκαν στα δικαστήρια της Ευελπίδων επειδή εις βάρος τους εκκρεμούσαν παλιότερα εντάλματα. Προφανώς, η "πληροφορία" ότι στον καταυλισμό κρύβονταν οι φονιάδες τού Τσολάκου, ήταν "εσφαλμένη"...
Η τηλεοπτική αναμετάδοση της αστυνομικής κτηνωδίας ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στην κοινή γνώμη. Την επόμενη μέρα, οι εφημερίδες κυκλοφορούν με επικριτικώτατους τίτλους, οι οποίοι αναγκάζουν τον υπουργό δημόσιας τάξης Κώστα Γείτονα να επέμβει. Πώς; Κάλεσε στο γραφείο του τους αρχηγούς και τους διοικητές και...τους μάλλωσε! Όπως ανακοινώθηκε, ο υπουργός "τους επέπληξε για τις αγριότητες, ζήτησε να πληροφορηθεί ποιος και γιατί διοργάνωσε την έφοδο και, πολύ περισσότερο, γιατί υπήρχε τηλεοπτική κάλυψη, με αποτέλεσμα να διασύρεται το κύρος της αστυνομίας και να σπιλώνεται η κυβερνητική πολιτική". Δηλαδή, αν δεν υπήρχε η τηλεόραση, το πολύ-πολύ να τους έλεγε "ρε παιδιά, μήπως το παραχέσατε;"
Από δίπλα, πετάχτηκε και ο υπουργός δικαιοσύνης να πει την παπαριά του: "Το κράτος δικαίου και ο σεβασμός των λειτουργών του κράτους πρέπει να εκδηλώνονται καθημερινά και έμπρακτα. Είμαι βέβαιος ότι ο υπουργός δημόσιας τάξης έχει δώσει όλες τις αναγκαίες αυστηρές οδηγίες και θα διερευνήσει το χτεσινό συμβάν, που είναι θλιβερό, όπως κάθε συμβάν όταν υπάρχει υπέρβαση του μέτρου". Η πρωτοφανούς αγριότητας αστυνομική επιχείρηση έγινε απλώς "θλιβερό συμβάν" και "υπέρβαση του μέτρου". Μάλλον εύκολα μπορεί να αναγνωρίσει κάποιος ποιος υπουργός βρίσκεται πίσω από τέτοιες αρλουμπολογίες: είναι ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Παρά τις προσπάθειες τής κυβέρνησης και των φιλικών της ΜουΜουΕ, η λαϊκή αντίδραση δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Για να εκτονώσει την κατάσταση, η κυβέρνηση αποφάσισε να αποστρατεύσει τον αρχηγό Μανώλη Χουρδάκη και τον αττικάρχη Νίκο Χατζάκη. Όταν ο τελευταίος πληροφορήθηκε την αποστρατεία του, ξέσπασε τόσο κατά των Χουρδάκη και Κεραμιδά όσο και κατά του ίδιου τού υπουργού Κώστα Γείτονα, τον οποίο κατηγόρησε για εμπάθεια.
Εκείνη η επιχείρηση, η οποία ισοπέδωσε τον τσιγγάνικο καταυλισμό τού Ασπρόπυργου και τσάκισε δεκάδες κεφάλια, ήταν η πρώτη μεταπολιτευτικά τυφλή επίθεση των δυνάμεων καταστολής κατά ήσυχων πολιτών. Επίσης, ήταν η πρώτη αστυνομική επιχείρηση με τηλεοπτική κάλυψη. Εκείνο το βράδυ κανείς δεν περίμενε ότι η τηλεόραση θα κάλυπτε ένα αστυνομικό φιάσκο. Όπως ένα άλλο βράδυ, δυόμισυ χρόνια αργότερα, κανένας δεν περίμενε ότι η τηλεόραση θα κάλυπτε μια αστυνομική τραγωδία:
Τον αποστρατευθέντα αρχηγό τής ΕΛΑΣ Μανώλη Χουρδάκη διαδέχτηκε ο Αθανάσιος Βασιλόπουλος. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1998, πάλι υπό τηλεοπτική κάλυψη, ο Βασιλόπουλος θα θελήσει να γίνει τηλεοπτικός αστέρας: "μπουκάρει" σε διαμέρισμα της οδού Νιόβης, για να πιάσει με τα χέρια του τον ρουμάνο κακοποιό Σορίν Ματέι. Η κατάληξη της "μαγκιάς" τού Βασιλόπουλου είναι γνωστή: η χειροβομβίδα τού Ματέι εκρήγνυται και η όμηρος Αμαλία Γκινάκη τραυματίζεται τόσο σοβαρά ώστε πεθαίνει δυο βδομάδες αργότερα. Ο ίδιος ο Βασιλόπουλος τραυματίζεται στο αφτί και την επόμενη μέρα παραιτείται, αναλαμβάνοντας όλη την ευθύνη για την αποτυχημένη επιχείρηση. Στην δίκη που ακολούθησε, το πενταμελές Εφετείο Πλημμελημάτων αθώωσε κατά πλειοψηφία τον Βασιλόπουλο από την κατηγορία τής ανθρωποκτονίας από αμέλεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου