Παλιός και νέος κυβερνητικός συνδικαλισμόςΣτην τελευταία απόφαση της Κεντρικής του Επιτροπής (ΚΕ), ο ΣΥΡΙΖΑ εκτιμάει ότι: «Το αστικό πολιτικό σύστημα της χώρας υφίσταται σήμερα έναν ισχυρό -τον ισχυρότερο τα τελευταία 40 χρόνια της ιστορίας μας- κλυδωνισμό, εν δυνάμει επικίνδυνο ακόμη και για τη σταθερότητα της ταξικής του κυριαρχίας. Μπροστά σ' αυτό το ενδεχόμενο, που συνδέεται με την προοπτική ανόδου της ριζοσπαστικής αριστεράς στην κυβερνητική εξουσία και γνωρίζοντας την έλλειψη εφεδρειών σε πολιτικό προσωπικό, αφού το μεγαλύτερο μέρος του έχει απαξιωθεί μέσα από τη στήριξη των μνημονιακών πολιτικών, απεργάζεται σειρά μεθοδεύσεων για την επανασταθεροποίηση της εξουσίας του».
Ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει τον εαυτό του έξω από το αστικό πολιτικό σύστημα και παριστάνει τον «αντισυστημικό», ενώ δηλώνει ότι θέλει να διαχειριστεί το σύστημα και μάλιστα από αναβαθμισμένη, κυβερνητική θέση. Αποσπώντας την οικονομία από την πολιτική, προσπαθεί να ξεγελάσει το λαό ότι οι δυσκολίες στην αναπαραγωγή της δικομματικής εναλλαγής, όπως γινόταν μέχρι πρόσφατα, σημαίνουν και αποσταθεροποίηση της εξουσίας της αστικής τάξης, που είτε με κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, είτε με ΝΔ, είτε με συγκυβέρνηση των δύο, συνεχίζει να κάνει τη δουλειά της, να περνάει δηλαδή μέτρα σε βάρος του λαού και προς όφελός της.
Βέβαια, την αστική τάξη την ενδιαφέρει να έχει κυβερνήσεις σταθερές, οι οποίες από τη μια θα προωθούν τα μέτρα που έχει ανάγκη για την κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητά της και από την άλλη θα απολαμβάνουν της μεγαλύτερης δυνατής λαϊκής αποδοχής ή στήριξης. Τέτοιες ήταν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ τη δεκαετία του '80 και του '90. Τέτοιες κυβερνήσεις επιδιώκουν να συνθέσουν τα κόμματα της αστικής τάξης, με τη συμμετοχή τους σε συγκυβέρνηση.
Αυτό δε σημαίνει, όμως, ότι το αστικό πολιτικό σύστημα δεν αναζητά και άλλες εναλλακτικές, όπως για παράδειγμα μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, μόνο του ή με άλλους. Αυτό το ξέρει ο ΣΥΡΙΖΑ, γι' αυτό κάνει ό,τι μπορεί για να πείσει τους αστούς να τον εμπιστευθούν. Να τους πείσει δηλαδή ότι είναι ικανός, από τη μια, να διαχειριστεί τις υποθέσεις τους με την ίδια ή και μεγαλύτερη ικανότητα απ' ό,τι το κάνουν τα παραδοσιακά αστικά κόμματα και ταυτόχρονα να ενσωματώσει πιο αποτελεσματικά τις λαϊκές αντιδράσεις, με την αυταπάτη της φιλολαϊκής διαχείρισης από μια κυβέρνηση της «αριστεράς» ή «εθνικής σωτηρίας», όπως λέει.
Πόσο «ανατρεπτική» ήταν η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ;
Ο ΣΥΡΙΖΑ υπονοεί ότι μια δική του κυβέρνηση θα σημάνει ανατροπή και αλλαγή των συσχετισμών υπέρ των εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Τα ίδια έλεγε και μετά τις εκλογές του περασμένου Ιούνη. Μιλούσε ξανά για «ανατροπή» που πρέπει να ολοκληρωθεί, με την αποκαθήλωση της συγκυβέρνησης και την ανάδειξη μιας δικής του κυβέρνησης, ενδεχόμενα μαζί με άλλα κόμματα του λεγόμενου «αντιμνημονιακού» τόξου.
Εναν και πλέον χρόνο μετά τις εκλογές, ο καθένας μπορεί να δει τι σήμανε για τη ζωή και την καθημερινότητά του η εκλογική ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ, η ενίσχυση των θέσεών του στο συνδικαλιστικό κίνημα, με τη μετακόμιση στελεχών από το ΠΑΣΟΚ, τα οποία έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη μετάγγιση ψήφων προς τον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιούνη. Αν υποθέσουμε ότι η ισχυροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν «ανατροπή», πώς εκφράστηκε αυτό υπέρ του λαού, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται;
Μήπως ματαιώθηκε κανένα από τα βασικά μέτρα που σχεδίαζαν από κοινού συγκυβέρνηση και τρόικα; Μήπως πάρθηκε πίσω κανένα από τα μέτρα που νομοθετήθηκαν το προηγούμενο διάστημα, υπό το φόβο ότι η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να απειλήσει μια αδύναμη κοινοβουλευτικά συγκυβέρνηση; Μήπως η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ στα όργανα του συνδικαλιστικού κινήματος έφερε πιο μαζικούς, πιο μαχητικούς, ταξικά προσανατολισμένους αγώνες; Μήπως βοήθησε την αναγκαία ανασυγκρότηση του κινήματος, την απαλλαγή του από τους εργατοπατέρες της εργοδοσίας και των κομμάτων της; Μήπως οξύνθηκε το ταξικό κριτήριο του λαού απέναντι στην ΕΕ, το χαρακτήρα και το ρόλο της;
Τίποτα από αυτά, που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προϋποθέσεις ανάτασης του λαού, δεν έγινε. 'Η τουλάχιστον, τα όποια μικρά βήματα έγιναν στο κίνημα, είναι αποτέλεσμα της δράσης των ταξικών δυνάμεων, σε αντιπαράθεση με τον εργοδοτικό συνδικαλισμό, τον παλιό, που πρεσβεύουν οι παρατάξεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, αλλά και το νέο, που εκφράζει η παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ και των πρώην ΠΑΣΟΚων στο συνδικαλιστικό κίνημα.
Ο νέος κυβερνητικός συνδικαλισμός
Κάνοντας απολογισμό των έως τώρα αγώνων, η απόφαση της τελευταίας ΚΕ σημειώνει: «Τα αποτελέσματα ήταν ωστόσο κατώτερα των προσδοκιών μας. Στην έκβαση αυτή έπαιξε ρόλο η γενικότερη συγκρότηση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, με σοβαρότατες ευθύνες της ηγεσίας του, που αντιστρατεύτηκε την προσπάθεια για πανεργατικό - παλλαϊκό ξεσηκωμό με κεντρικοπολιτική κατεύθυνση, χάριν των μικροκομματικών - μικροπαραταξιακών σκοπιμοτήτων της κάθε πλευράς.
(...) Γεγονός είναι ότι στην περίοδο των μνημονίων έγιναν μεγάλοι και πρωτόγνωρα μαζικοί αγώνες με τη συμμετοχή των συνδικάτων. Ωστόσο, οι μακροχρόνιες παθογένειες του κυβερνητικού, κομματικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού, οι διαχωριστικές αντιλήψεις μέρους του αριστερού συνδικαλισμού, η εξουθένωση των εργαζομένων εξαιτίας της οικονομικής πολιτικής, της συστηματικής καλλιέργειας του κοινωνικού αυτοματισμού από την πλευρά της εξουσίας, του εκφοβισμού, των απολύσεων και της ραγδαίας αύξησης της ανεργίας, τέλος δε η αδυναμία αποτελεσματικότητας των αιματηρών αγώνων, έχουν οδηγήσει σε κόπωση σημαντικό τμήμα εργαζομένων, ενώ κερδίζει δυστυχώς έδαφος η λογική της ανάθεσης και της παθητικής αναμονής των πολιτικών εξελίξεων».
Ο ΣΥΡΙΖΑ συγκαλύπτει σκόπιμα την πραγματική διαχωριστική γραμμή στο κίνημα: Από τη μια, οι δυνάμεις που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ και παλεύουν για ενότητα των εργαζομένων με βάση το ταξικό τους συμφέρον, για ανασύνταξη του κινήματος, για αναζωογόνηση των συνδικάτων, που προϋποθέτει και την αλλαγή των αρνητικών συσχετισμών. Από την άλλη, οι δυνάμεις που εχθρεύονται αυτή τη γραμμή και θέλουν να υποτάξουν το κίνημα στους σχεδιασμούς της αστικής τάξης, μέρος των οποίων είναι και η εναλλαγή του ενός ή του άλλου διαχειριστή στην κυβέρνηση.
Με την ηγεσία του συνδικαλιστικού κινήματος, την οποία λέει ότι μέμφεται, ο ΣΥΡΙΖΑ συνεργάζεται για να επιτεθεί στο ΠΑΜΕ και στα ταξικά συνδικάτα. Τολμάει, μάλιστα, να μιλάει για «μικροκομματικές - μικροπαραταξιακές σκοπιμότητες», για «κομματικό συνδικαλισμό» και «διαχωριστικές αντιλήψεις μέρους του αριστερού συνδικαλισμού», όταν είναι αυτός που προσπαθεί να υποτάξει το κίνημα στις επιδιώξεις του για ανατροπή της σημερινής κυβέρνησης και την ανάδειξη μιας άλλης, με κορμό τον ίδιο, η οποία θέλει κι αυτή να ασκήσει διαχείριση στο σύστημα, έστω και με άλλο μείγμα, που όμως δεν έχει τίποτα να ωφελήσει το λαό.
Αραγε, τι διαφορετικό έκαναν η ΠΑΣΚΕ και η ΔΑΚΕ τα χρόνια της δικομματικής εναλλαγής; Μήπως ανάλογα με το ποιος κυβερνούσε, δε διαμόρφωναν τη γραμμή τους στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, για να στηρίξουν τα κόμματά τους; Το ίδιο κάνουν τώρα και οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ στο συνδικαλιστικό κίνημα, σε συνεργασία με τους πρώην του ΠΑΣΟΚ, που έχουν καθοριστική (συλλογική και ατομική) ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση στο συνδικαλιστικό κίνημα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει και κάτι άλλο: Αναπαράγει αυτούσια τη θεωρία της αναποτελεσματικότητας των αγώνων, χωρίς βέβαια να αναδεικνύει τα πραγματικά αίτια που δεν υπήρξαν μέχρι σήμερα σημαδιακές νίκες και χωρίς βέβαια οι προϋποθέσεις που ο ίδιος απαριθμεί να μπορούν να οδηγήσουν σε κίνημα με διάρκεια, με σωστό προσανατολισμό και τελικά νικηφόρο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει τον εαυτό του έξω από το αστικό πολιτικό σύστημα και παριστάνει τον «αντισυστημικό», ενώ δηλώνει ότι θέλει να διαχειριστεί το σύστημα και μάλιστα από αναβαθμισμένη, κυβερνητική θέση. Αποσπώντας την οικονομία από την πολιτική, προσπαθεί να ξεγελάσει το λαό ότι οι δυσκολίες στην αναπαραγωγή της δικομματικής εναλλαγής, όπως γινόταν μέχρι πρόσφατα, σημαίνουν και αποσταθεροποίηση της εξουσίας της αστικής τάξης, που είτε με κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, είτε με ΝΔ, είτε με συγκυβέρνηση των δύο, συνεχίζει να κάνει τη δουλειά της, να περνάει δηλαδή μέτρα σε βάρος του λαού και προς όφελός της.
Βέβαια, την αστική τάξη την ενδιαφέρει να έχει κυβερνήσεις σταθερές, οι οποίες από τη μια θα προωθούν τα μέτρα που έχει ανάγκη για την κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητά της και από την άλλη θα απολαμβάνουν της μεγαλύτερης δυνατής λαϊκής αποδοχής ή στήριξης. Τέτοιες ήταν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ τη δεκαετία του '80 και του '90. Τέτοιες κυβερνήσεις επιδιώκουν να συνθέσουν τα κόμματα της αστικής τάξης, με τη συμμετοχή τους σε συγκυβέρνηση.
Αυτό δε σημαίνει, όμως, ότι το αστικό πολιτικό σύστημα δεν αναζητά και άλλες εναλλακτικές, όπως για παράδειγμα μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, μόνο του ή με άλλους. Αυτό το ξέρει ο ΣΥΡΙΖΑ, γι' αυτό κάνει ό,τι μπορεί για να πείσει τους αστούς να τον εμπιστευθούν. Να τους πείσει δηλαδή ότι είναι ικανός, από τη μια, να διαχειριστεί τις υποθέσεις τους με την ίδια ή και μεγαλύτερη ικανότητα απ' ό,τι το κάνουν τα παραδοσιακά αστικά κόμματα και ταυτόχρονα να ενσωματώσει πιο αποτελεσματικά τις λαϊκές αντιδράσεις, με την αυταπάτη της φιλολαϊκής διαχείρισης από μια κυβέρνηση της «αριστεράς» ή «εθνικής σωτηρίας», όπως λέει.
Πόσο «ανατρεπτική» ήταν η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ;
Ο ΣΥΡΙΖΑ υπονοεί ότι μια δική του κυβέρνηση θα σημάνει ανατροπή και αλλαγή των συσχετισμών υπέρ των εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Τα ίδια έλεγε και μετά τις εκλογές του περασμένου Ιούνη. Μιλούσε ξανά για «ανατροπή» που πρέπει να ολοκληρωθεί, με την αποκαθήλωση της συγκυβέρνησης και την ανάδειξη μιας δικής του κυβέρνησης, ενδεχόμενα μαζί με άλλα κόμματα του λεγόμενου «αντιμνημονιακού» τόξου.
Εναν και πλέον χρόνο μετά τις εκλογές, ο καθένας μπορεί να δει τι σήμανε για τη ζωή και την καθημερινότητά του η εκλογική ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ, η ενίσχυση των θέσεών του στο συνδικαλιστικό κίνημα, με τη μετακόμιση στελεχών από το ΠΑΣΟΚ, τα οποία έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη μετάγγιση ψήφων προς τον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιούνη. Αν υποθέσουμε ότι η ισχυροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν «ανατροπή», πώς εκφράστηκε αυτό υπέρ του λαού, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται;
Μήπως ματαιώθηκε κανένα από τα βασικά μέτρα που σχεδίαζαν από κοινού συγκυβέρνηση και τρόικα; Μήπως πάρθηκε πίσω κανένα από τα μέτρα που νομοθετήθηκαν το προηγούμενο διάστημα, υπό το φόβο ότι η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να απειλήσει μια αδύναμη κοινοβουλευτικά συγκυβέρνηση; Μήπως η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ στα όργανα του συνδικαλιστικού κινήματος έφερε πιο μαζικούς, πιο μαχητικούς, ταξικά προσανατολισμένους αγώνες; Μήπως βοήθησε την αναγκαία ανασυγκρότηση του κινήματος, την απαλλαγή του από τους εργατοπατέρες της εργοδοσίας και των κομμάτων της; Μήπως οξύνθηκε το ταξικό κριτήριο του λαού απέναντι στην ΕΕ, το χαρακτήρα και το ρόλο της;
Τίποτα από αυτά, που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προϋποθέσεις ανάτασης του λαού, δεν έγινε. 'Η τουλάχιστον, τα όποια μικρά βήματα έγιναν στο κίνημα, είναι αποτέλεσμα της δράσης των ταξικών δυνάμεων, σε αντιπαράθεση με τον εργοδοτικό συνδικαλισμό, τον παλιό, που πρεσβεύουν οι παρατάξεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, αλλά και το νέο, που εκφράζει η παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ και των πρώην ΠΑΣΟΚων στο συνδικαλιστικό κίνημα.
Ο νέος κυβερνητικός συνδικαλισμός
Κάνοντας απολογισμό των έως τώρα αγώνων, η απόφαση της τελευταίας ΚΕ σημειώνει: «Τα αποτελέσματα ήταν ωστόσο κατώτερα των προσδοκιών μας. Στην έκβαση αυτή έπαιξε ρόλο η γενικότερη συγκρότηση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, με σοβαρότατες ευθύνες της ηγεσίας του, που αντιστρατεύτηκε την προσπάθεια για πανεργατικό - παλλαϊκό ξεσηκωμό με κεντρικοπολιτική κατεύθυνση, χάριν των μικροκομματικών - μικροπαραταξιακών σκοπιμοτήτων της κάθε πλευράς.
(...) Γεγονός είναι ότι στην περίοδο των μνημονίων έγιναν μεγάλοι και πρωτόγνωρα μαζικοί αγώνες με τη συμμετοχή των συνδικάτων. Ωστόσο, οι μακροχρόνιες παθογένειες του κυβερνητικού, κομματικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού, οι διαχωριστικές αντιλήψεις μέρους του αριστερού συνδικαλισμού, η εξουθένωση των εργαζομένων εξαιτίας της οικονομικής πολιτικής, της συστηματικής καλλιέργειας του κοινωνικού αυτοματισμού από την πλευρά της εξουσίας, του εκφοβισμού, των απολύσεων και της ραγδαίας αύξησης της ανεργίας, τέλος δε η αδυναμία αποτελεσματικότητας των αιματηρών αγώνων, έχουν οδηγήσει σε κόπωση σημαντικό τμήμα εργαζομένων, ενώ κερδίζει δυστυχώς έδαφος η λογική της ανάθεσης και της παθητικής αναμονής των πολιτικών εξελίξεων».
Ο ΣΥΡΙΖΑ συγκαλύπτει σκόπιμα την πραγματική διαχωριστική γραμμή στο κίνημα: Από τη μια, οι δυνάμεις που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ και παλεύουν για ενότητα των εργαζομένων με βάση το ταξικό τους συμφέρον, για ανασύνταξη του κινήματος, για αναζωογόνηση των συνδικάτων, που προϋποθέτει και την αλλαγή των αρνητικών συσχετισμών. Από την άλλη, οι δυνάμεις που εχθρεύονται αυτή τη γραμμή και θέλουν να υποτάξουν το κίνημα στους σχεδιασμούς της αστικής τάξης, μέρος των οποίων είναι και η εναλλαγή του ενός ή του άλλου διαχειριστή στην κυβέρνηση.
Με την ηγεσία του συνδικαλιστικού κινήματος, την οποία λέει ότι μέμφεται, ο ΣΥΡΙΖΑ συνεργάζεται για να επιτεθεί στο ΠΑΜΕ και στα ταξικά συνδικάτα. Τολμάει, μάλιστα, να μιλάει για «μικροκομματικές - μικροπαραταξιακές σκοπιμότητες», για «κομματικό συνδικαλισμό» και «διαχωριστικές αντιλήψεις μέρους του αριστερού συνδικαλισμού», όταν είναι αυτός που προσπαθεί να υποτάξει το κίνημα στις επιδιώξεις του για ανατροπή της σημερινής κυβέρνησης και την ανάδειξη μιας άλλης, με κορμό τον ίδιο, η οποία θέλει κι αυτή να ασκήσει διαχείριση στο σύστημα, έστω και με άλλο μείγμα, που όμως δεν έχει τίποτα να ωφελήσει το λαό.
Αραγε, τι διαφορετικό έκαναν η ΠΑΣΚΕ και η ΔΑΚΕ τα χρόνια της δικομματικής εναλλαγής; Μήπως ανάλογα με το ποιος κυβερνούσε, δε διαμόρφωναν τη γραμμή τους στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, για να στηρίξουν τα κόμματά τους; Το ίδιο κάνουν τώρα και οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ στο συνδικαλιστικό κίνημα, σε συνεργασία με τους πρώην του ΠΑΣΟΚ, που έχουν καθοριστική (συλλογική και ατομική) ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση στο συνδικαλιστικό κίνημα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει και κάτι άλλο: Αναπαράγει αυτούσια τη θεωρία της αναποτελεσματικότητας των αγώνων, χωρίς βέβαια να αναδεικνύει τα πραγματικά αίτια που δεν υπήρξαν μέχρι σήμερα σημαδιακές νίκες και χωρίς βέβαια οι προϋποθέσεις που ο ίδιος απαριθμεί να μπορούν να οδηγήσουν σε κίνημα με διάρκεια, με σωστό προσανατολισμό και τελικά νικηφόρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου