Επανεκκίνηση της οικονομίας
Η κε του μπλοκ
παρουσιάζει σήμερα μία ακόμα αξιόλογη δουλειά του άναυδου, που αυτή τη φορά
καταπιάνεται με τον αστικό κεϊνσιανό μύθο της επανεκκίνησης της καπιταλιστικής
οικονομίας και την αποδόμηση των επιχειρημάτων που το στηρίζουν. Καλή ανάγνωση
και κάθε καλόπιστη παρατήρηση στα σχόλια, ευπρόσδεκτη.
Επανεκκίνηση της οικονομίας, άλλος
ένας αστικός μύθος.
Άναυδος – Νοέμβριος 2014
1. Εισαγωγή.
Η οικονομική κρίση επιμένει σε
παγκόσμια κλίμακα να δημιουργεί σοβαρές ανησυχίες στα διάφορα επιτελεία
της αστικής τάξης. Σαν αντίδραση στην παράταση αυτή, κεϋνσιανής
κοπής προτάσεις ολοένα και περισσότερο κερδίζουν έδαφος, τόσο αναφορικά
με την ελληνική
οικονομία όσο και για την παγκόσμια. Μόνο
στη διάρκεια των τελευταίων 3 μηνών ο Ντραγκι αποφασίζει να αγοράσει
πάσης
φύσεως κρατικά ομόλογα, ενώ ο Γιούγκερ υπόσχεται επενδύσεις 100δις [1].
Το ΔΝΤ
με τη σειρά του συμβουλεύει ότι σε ένα περιβάλλον αναιμικής ανάπτυξης,
αποτελεί
ύψιστη προτεραιότητα η τόνωση των δημόσιων επενδύσεων για τη στήριξη των
υποδομών, κυρίως μάλιστα στις χώρες που το έχουν περισσότερο ανάγκη [2].
Στα
καθ’ ημάς, ο Σύριζα δια στόματος του
αρχηγού του έρχεται με το πρόγραμμα του για ‘επανεκκίνηση της οικονομίας
με
περίπου 11δις’ να πουλήσει φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
2. Τάδε έφη Κέυνς
Η ουσία της Γενικής Θεωρίας του
Κέυνς μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:
Η συνολική απασχόληση μιας
οικονομίας εξαρτάται από τη συνολική ζήτηση, άρα η ανεργία από την ανεπάρκεια
της συνολικής ζήτησης. Η συνολική ζήτηση
ορίζεται σαν το άθροισμα της συνολικής δαπάνης (κατανάλωση + επένδυση). Για
υποκειμενικούς (ψυχολογικούς) κυρίως λόγους (η αποκαλούμενη ροπή προς
κατανάλωση), όταν το πραγματικό εισόδημα αυξάνεται, η συνολική κατανάλωση
αυξάνεται, αλλά με ρυθμό μικρότερο από την αύξηση του εισοδήματος,
δημιουργώντας έλλειμμα ζήτησης. Για να διατηρηθεί η απασχόληση σε υψηλά
επίπεδα, πρέπει η ζήτηση να αυξηθεί μέσω της επένδυσης. Σύμφωνα με τον Κέυνς,
από μόνος του ο μηχανισμός της αγοράς δεν εξασφαλίζει την αύξηση της επένδυσης,
με αποτέλεσμα το σύστημα να βυθίζεται όλο και πιο συχνά σε βαθιές κρίσεις. Για
να αντιμετωπιστεί η υποκατανάλωση, θα πρέπει το κράτος να αναλάβει ενεργό ρόλο
στην οικονομία, ρυθμίζοντας το επιτόκιο και τονώνοντας την ενεργό ζήτηση μέσω
κινήτρων αλλά κυρίως μέσω των κρατικών δαπανών, που με τη σειρά τους οδηγούν σε
ελλειμματικούς προϋπολογισμούς. Η αγοραία
μετάφραση της θεωρίας του Κέυνς συνοψίζεται σε φράσεις όπως ‘να πέσουν
επιτέλους λεφτά ώστε να κινηθεί η αγορά’, ‘οι τράπεζες να αρχίσουν επιτέλους να
χρηματοδοτήσουν την οικονομία’ κλπ.
Στον αντίποδα, υποτίθεται, του
κεϋνσιανισμού, βρίσκεται η φιλελεύθερη συνταγή της λιτότητας και των
ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, είναι τα μεγάλα
δημοσιονομικά ελλείμματα και το υψηλό χρέος που προκαλούν την υποχώρηση στην
αύξηση του ΑΕΠ και εν τέλει την κρίση, συνεπώς η λιτότητα είναι η μοναδική
λύση.
Και οι δύο αυτές πολιτικές έχουν
εφαρμοστεί στην πράξη με ισχνά αποτελέσματα, όπως αποδεικνύουν τα παραδείγματα
της Ιαπωνίας και της Ελλάδας: Μεταξύ του
1998 και του 2007, η επεκτατική πολιτική στην Ιαπωνία δημιούργησε ένα έλλειμμα στον προϋπολογισμό κατά μέσο όρο στο 6,9%
του ΑΕΠ, ενώ ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ ήταν κατά μέσο όρο μόλις 1%. Αντίστροφα
στην Ελλάδα η εφαρμογή της λιτότητας οδήγησε σε μείωση των κρατικών δαπανών (-
16%) που συνοδεύτηκε από ακόμη μεγαλύτερη πτώση του ΑΕΠ (-19%) το 2013 σε σχέση
με το 2008. [3].
Η αστική οικονομική θεωρία, σε όλες της τις παραλλαγές, αδυνατεί να βρει
τις αιτίες της κρίσης, αλλά ούτε μπορεί να την αντιμετωπίσει με ανάλογες κρατικές
πολιτικές. Είτε λοιπόν η ύφεση προκαλεί υψηλό χρέος και ο μόνος τρόπος για να
μειωθεί, είναι να δοθεί ώθηση στην ανάπτυξη (Κέυνς) ή το υψηλό χρέος προκαλεί
ύφεση, άρα ο μόνος τρόπος για την αποκατάσταση της ανάπτυξης είναι να μειωθεί
το χρέος (νεοφιλελεύθεροι). Η
θεωρία του Κέυνς για την κρίση –η έλλειψη συνολικής ζήτησης ή αλλιώς η
υποκατανάλωση – είναι απλώς μια περιγραφή των αποτελεσμάτων της κρίσης, όχι μια
εξήγηση του γιατί η κρίση συμβαίνει. Σαν συνέπεια και παρά τον θρύλο, δεν ήταν
ο κεϋνσιανισμός που έβγαλε τις ΗΠΑ από
τη μεγάλη κρίση του 1929, αλλά ο Β’ ΠΠ. [4]
Στην πραγματικότητα η επένδυση εξαρτάται από το κέρδος που θα φέρει, ενώ το
κέρδος με τη σειρά του εξαρτάται από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και
την ιδιοποίησή της από το κεφάλαιο. Στα πλαίσια της ύφεσης, η μάζα του κέρδους
είναι περιορισμένη και δεν μπορεί να αυξηθεί, συνεπώς οι καπιταλιστές δεν
αυξάνουν τις επενδύσεις τους. Οι κεϋνσιανοί υποστηρίζουν όμως ότι μία αύξηση
των κρατικών δαπανών θα προκαλέσει με τη σειρά της μία αύξηση στην κατανάλωση
και το εθνικό προϊόν, οδηγώντας σε δεύτερο χρόνο την επένδυση να αυξηθεί.
Πρόκειται για τον αποκαλούμενο δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή, ο οποίος σύμφωνα
με τον Κέυνς είναι πανίσχυρος.
Όμως συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο,
το κέρδος καθορίζει την καπιταλιστική επένδυση και αυτή με τη σειρά της την
απασχόληση, τους μισθούς και την κατανάλωση. Οι κρατικές δαπάνες και η αύξηση
του ΑΕΠ είναι εξαρτημένες μεταβλητές που σχετίζονται με την αποδοτικότητα των
επενδύσεων και όχι το αντίστροφο. Η κερδοφορία καθορίζει τόσο την επένδυση όσο και
την ανάπτυξη. Άρα οι κρατικές δαπάνες και οι αυξήσεις φόρων ή οι περικοπές θα
πρέπει να εξεταστούν κάτω από το πρίσμα του αν ενισχύουν την κερδοφορία. Εάν
δεν το κάνουν, τότε οποιαδήποτε βραχυπρόθεσμη ώθηση στο ΑΕΠ από αυξημένες
κρατικές δαπάνες θα έχει σαν αποτέλεσμα μια μακρύτερη περίοδο χαμηλής ανάπτυξης
και μια ενδεχόμενη επιστροφή στην ύφεση.
Υπάρχουν 2 ζητήματα
που πρέπει να απαντηθούν:
α. Που θα βρεθούν οι
πόροι για να αντληθούν οι επιπλέον κρατικές δαπάνες
β. Που θα κατευθυνθούν οι επιπλέον κρατικές δαπάνες
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι σχετικά απλή. Επιπλέον κρατικές δαπάνες
μπορούν να αντληθούν είτε από αυξημένους φόρους, είτε από επιπλέον δανεισμό. Ο
επιπλέον δανεισμός μεταφράζεται σε αυξημένη μελλοντική φορολογία, άρα γίνεται
φανερό ότι οι κρατικές δαπάνες εξαρτώνται από τον επιπλέον φόρο που μπορεί να
επιβληθεί στην παραγόμενη νέα αξία κάθε χρόνου. Το επιπλέον ποσό φόρου που θ’
αφαιρεθεί, θα μειώσει ακόμα περισσότερο την κερδοφορία, δυσκολεύοντας ακόμα
περισσότερο τη διευρυμένη αναπαραγωγή
του κεφαλαίου, παρατείνοντας την κρίση και την ύφεση, κι αποθαρρύνοντας την
επένδυση.
Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι λίγο πιο σύνθετη. Αν οι αυξημένες κρατικές
δαπάνες κατευθυνθούν σε κοινωνικές μεταβιβάσεις και δαπάνες πρόνοιας, θα
μειώσουν την κερδοφορία, καθώς όπως
δείξαμε πιο πάνω, αποτελούν επιπλέον κόστος για τον καπιταλιστικό τομέα και δεν
θα προσθέσουν καμία νέα αξία στην οικονομία. Αν κατευθυνθούν σε υπηρεσίες, όπως
η εκπαίδευση και η υγεία, θα συμβάλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας σε βάθος
χρόνου, αλλά και πάλι δεν θα ενισχύσουν
την κερδοφορία. Αν κατευθυνθούν σε υποδομές, θα ενισχύσουν την κερδοφορία των
καπιταλιστικών επιχειρήσεων που έχουν πάρει τις συμβάσεις, αλλά αφού το κόστος θα
έχει καταβληθεί από τους υψηλότερους φόρους, δεν θα υπάρχει αύξηση του συνολικού
κέρδους. Από την άλλη οι όποιες θέσεις εργασίας δημιουργηθούν, θα πρέπει και
αυτές να εξυπηρετούν την κερδοφορία του συγκεκριμένου κεφαλαίου, άρα θα πρέπει
να είναι καταρχήν φθηνές.
Η μαρξιστική ανάλυση δείχνει ότι η
βασική αιτία της κρίσης είναι η αποτυχία
του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής να παράγει αρκετό κέρδος. Και
ωσότου καταστραφεί ικανή ποσότητα, κυρίως παλιάς τεχνολογίας,
κεφάλαιο (που μεταφράζεται σε εκατομμύρια ανέργους) και πέσει ακόμη πιο
χαμηλά
η τιμή της εργατικής δύναμης, ώστε να αποκατασταθεί η κερδοφορία και να
αρχίσει
ο κύκλος ξανά, η ύφεση θα συνεχιστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Κεϋνσιανής
κοπής προγράμματα μπορεί να δημιουργήσουν ορισμένο αριθμό θέσεων
εργασίας για
μικρό χρονικό διάστημα, ωστόσο αυτό θα είναι σε βάρος της συνολικής
κερδοφορίας
του κεφαλαίου, καθυστερώντας την καπιταλιστική ανάκαμψη.
Είναι φανερό ότι δεν υπάρχουν συνταγές εξόδου από την κρίση σε όφελος των
εργαζομένων στα πλαίσια του καπιταλισμού. Η μόνη φιλολαϊκή διέξοδος από την
κρίση είναι ο τερματισμός του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και η
αντικατάσταση του με την
εργατική- λαϊκή εξουσία.
Σημειώσεις:
[2] The Time Is Right for an Infrastructure Push. http://www.imf.org/external/pubs/ft/survey/so/2014/res093014a.htm
[3] ΕΛΣΤΑΤ. Ετήσιοι Εθνικοί Λογαριασμοί > Ακαθάριστο
Εγχώριο Προϊόν - 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου