Χούντα και Εκκλησία
Με αφορμή σχόλιο που αναρτήθηκε στο μπλογκ σχετικά με την αμφισβήτηση
των σχέσεων Χούντας και Εκκλησίας, προχωρούμε στην αναδημοσίευση του
εξαιρετικού άρθρου του Ιος σχετικά, με τίτλο: Τότε που μελετούσαμε. Είναι ένα άρθρο παλιό αλλά κατατοπιστικό...
Γνώριζαν ή δεν γνώριζαν οι παράγοντες της Εκκλησίας; Πολλά -και κυρίως
αρνητικά- σχόλια προκάλεσε η δήλωση του κ. Χριστόδουλου ότι δεν έτυχε να
ακούσει τίποτα περί βασανιστηρίων της χούντας, επειδή εκείνη την
περίοδο ήταν απορροφημένος στις μελέτες του.
Οι περισσότεροι σχολιαστές επέκριναν ως υποκριτική και προσχηματική τη
δήλωση. Φυσικά έχουν δίκιο. Ομως η αντίδραση αυτή παραγνωρίζει τον
πυρήνα της σκέψης του κ. Χριστόδουλου. Αυτό που δεν είπε, αλλά σαφώς
εννόησε ο αρχιεπίσκοπος, είναι ότι η 21η Απριλίου έσφαλε επειδή υπέπεσε
σε ορισμένες «υπερβολές», ενώ κατά βάση ήταν μια ορθή έκφραση του
«ελληνοχριστιανικού πνεύματος» στην οποία προσχώρησε κι ο ίδιος και η
συντριπτική πλειοψηφία των ανώτερων κληρικών.
Υπάρχει και ένα δεύτερο επιχείρημα το οποίο επικαλούνται οι έσω -(και
έξω)- εκκλησιαστικοί απολογητές του κ. Χριστόδουλου: «Εσείς δεν μας λέτε
ότι δεν πρέπει να αναμειγνύεται η Εκκλησία στα πολιτικά ζητήματα; Πώς
τότε θέλατε να αντιδράσει εναντίον της χούντας;». Δυστυχώς πρόκειται για
σόφισμα, το οποίο εκθέτει όσους το επικαλούνται. Η Εκκλησία την περίοδο
της δικτατορίας ήταν αναμεμειγμένη στην πολιτική όσο ποτέ άλλοτε. Δεν
κράτησε καμιά στάση απόστασης ή ουδετερότητας.
Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών
Από την αρχή ταυτίστηκε πλήρως με το μηχανισμό της δικτατορίας και
δέχτηκε να παίξει το ρόλο του ιδεολογικού και πνευματικού άλλοθι των
βασανιστών.
Από την πρώτη στιγμή η χούντα επιδίωξε να στηριχθεί στην Εκκλησία, και
δυστυχώς δεν αντιμετώπισε καμιά δυσκολία. Δεν πρέπει, άλλωστε, να
ξεχνάμε ότι ο πρώτος κρατικός θεσμός που δέχτηκε τη χουντική αναμόρφωση
είναι ακριβώς η Ιεραρχία: «Εν εκ των πρώτων μελημάτων της Εθνικής
Κυβερνήσεως ήτο και η τοποθέτησις επικεφαλής της Εκκλησίας της Ελλάδος
ενός αξίου και θεοπνεύστου ηγήτορος», διαβάζουμε στο προπαγανδιστικό
«Διατί έγινε η Επανάστασις της 21ης Απριλίου».
Και το ίδιο φυλλάδιο εξηγεί: «Φαυλοκρατικαί συναλλαγαί, ανηθικότηται,
ασυδοσία έναντι της πολιτείας, παράνομος πλουτισμός εχαρακτήριζεν την
Εκκλησίαν της Ελλάδος, η οποία συμπορεύουσα με την επικρατούσαν σήψιν
και φαυλότητα της Πολιτείας, απεστέρει του έθνους των ιδανικών φορέων
δια την πρόοδον και επιβίωσίν του. Ο καθαρμός της Εκκλησίας ήτο
επιβεβλημένος. Και η Επανάστασις της 21-4-67 έδωσεν εις τον καθαρμόν
τούτον, απόλυτον προτεραιότητα».
Από την «αριστίνδην» Ιερά Σύνοδο που διόρισε η χούντα με επικεφαλής τον
Ιερώνυμο ξεκινά μια περίοδος ανωμαλίας και περιφρόνησης των λεγομένων
«Ιερών Κανόνων». Ανωμαλία που κληρονομήθηκε το 1974 από τον Σεραφείμ και
το 1998 από τον Χριστόδουλο.
Την επαύριο του πραξικοπήματος το επίσημο όργανο της Εκκλησίας αρχίζει
το λιβανωτό: «Ο απροκαταλήπτως κρίνων την εν Ελλάδι πραγματικότητα, μετά
την εγκατάστασιν της νέας Εθνικής Κυβερνήσεως, δεν είναι δυνατόν ή να
ομολογήση ότι εις πολλούς τομείς της εθνικής και κρατικής δραστηριότητος
εγένετο ήδη αισθητή μια νέα πνοή υγείας και ανακαινιστικής δημιουργίας.
Η επιτευχθείσα γαλήνη και το εξαγγελθέν πρόγραμμα της Κυβερνήσεως
γεννούν την ελπίδα ότι θα ανατείλουν διά τον τόπον καλύτεραι ημέραι. Οι
στόχοι του κυβερνητικού προγραμματισμού είναι τω όντι αξιέπαινοι».
(«Εκκλησία», 15/5/67).
Ο Ιερώνυμος αισθάνεται υποχρεωμένος να εκφράσει δημόσια στον Καλαμποκιά
(«υπουργό» Παιδείας στην πρώτη κυβέρνηση της χούντας) την ευγνωμοσύνη
της Εκκλησίας κατά τη σύγκλιση της «αριστίνδην Συνόδου»:
«Η Εθνική Κυβέρνησις ηθέλησεν ίνα η αναγεννητική πνοή την οποίαν
αντιλαμβανόμεθα πνέουσα εις πάντας τους τομείς της δημοσίας ζωής πνεύση
και εντός της Εκκλησίας. Επιθυμούμεν να επαναλάβωμεν τας προς την
Εθνικήν Κυβέρνησιν προσωπικάς ευχαριστίας». (23/5/67).
Και φυσικά η παρέμβαση της χούντας δεν υπήρξε «στιγμιαία». Ακόμα και
στους εκλεκτούς της μητροπολίτες δεν είχε εμπιστοσύνη και φρόντιζε αυτή η
ίδια να διορίζει τους νέους. Το διαλαλεί περήφανος ένας από τους
ευεργετηθέντες ιεράρχες, ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, προς τον «υπουργό»
Βορείου Ελλάδος Γκαντώνα, κατά την ενθρόνισή του στη θέση του
μητροπολίτη Θεσσαλονίκης: «Ευχαριστώ την Εθνική Κυβέρνησιν, ήτις
προέκρινεν την μετριότητά μου διά να ποιμάνω το ποίμνιον της θεοσώστου
ταύτης επαρχίας».
Κατά τα άλλα, είναι γνωστό ότι (σύμφωνα με την παράδοση) την εκλογή των
ιεραρχών την καθορίζει το... Αγιο Πνεύμα. Ο Λεωνίδας πάντως δεν υπήρξε
αγνώμων. Σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας υπήρξε θερμός προπαγανδιστής
του «προεδρικού» ζεύγους. Τον δικτάτορα Παπαδόπουλο τον αποκαλούσε
«Σωτήρα του Εθνους», «ευλογημένον», «άνθρωπο του Θεού» και «άξιο της
πατρίδος». Οσο για τη διαβόητη Δέσποινα Παπαδοπούλου, γι' αυτήν
επιφύλασσε μια ειδική προσφώνηση: «Δύο Δέσποινας έχομεν: Μίαν εις τους
ουρανούς, την Παναγίαν, και άλλην εις την γην, την κυρίαν Προέδρου».
Η συμπεριφορά του Λεωνίδα δεν ήταν η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας. Ολόκληρη η
Εκκλησία λειτουργούσε ως προπαγανδιστικός μηχανισμός του Απριλιανού
καθεστώτος. Και αντίθετα από όσα μας λένε σήμερα οι υποστηρικτές του
αρχιεπισκόπου, εκείνη την περίοδο η Ιεραρχία ήταν αναμειγμένη στην
ενεργό πολιτική όσο ποτέ άλλοτε.
Λιβανίζοντας τον δικτάτορα
Δεν υπάρχει άλλος πολιτικός στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους που να
έχει υμνηθεί τόσο πολύ και να έχει τιμηθεί με τέτοιο τρόπο από την
Εκκλησία όσο ο δικτάτορας Παπαδόπουλος και ο στενός πυρήνας των
πραξικοπηματιών.
Το Μάιο του 1968 ο Ιερώνυμος απένειμε στον Παπαδόπουλο τον «Χρυσούν
Σταυρόν του Αποστόλου Παύλου», μια τιμή που δεν αξιώθηκε κανείς
πρωθυπουργός δημοκρατικής κυβέρνησης. Ολόκληρη η Ιεραρχία δήλωσε ότι
κάνει δεήσεις στον Υψιστο για να φυλάει τον δικτάτορα και τους
πραξικοπηματίες «ίνα φέρητε εις πέρας το ιερόν και σωτήριον έργον το
οποίον ανελάβατε προς αιωνίαν δόξαν της πατρίδος».
Την ίδια μέρα προσφώνησε τον Παπαδόπουλο στο μέγαρο της Αρχιεπισκοπής ο
Αντώνιος Γαβαλάς εκ μέρους όλων των κληρικών που εργάζονταν εκεί (δηλαδή
και του γραμματέα της κ. Χριστόδουλου Παρασκευαΐδη): «Αι άγιαι ψυχαί
των ιερέων θα δέωνται του Θεού ημών υπέρ της ευοδώσεως και ολοκληρώσεως
του εθνοσωτηρίου έργου της Επαναστάσεως της 21ης Απριλίου 1967.
Αποδεικνύετε ότι είσθε ο πρώτος και μόνος που σέβεται και τιμά το
ευλογημένον, αλλά τόσον περιφρονημένον ελληνικόν ράσον (...) Αλλά ο Θεός
αγαπά την Ελλάδα (...) Επρεπε να ανατείλη, έπρεπε να ξημερώση η
θεοδώρητος εκείνη ημέρα της 21ης Απριλίου 1967. Η Επανάστασις της 21ης
Απριλίου σώζει την Ελλάδα από την καταστροφήν και την εξουθένωσιν, εις
την οποίαν αφεύκτως ωδηγείτο. Επί της Εθνικής Κυβερνήσεως αποκτά επί
τέλους και η Εκκλησία της Ελλάδος Ηγεσίαν. Ω χαράς ευαγγέλια!».
Το Νοέμβριο του 1972 η Ιεραρχία παραδίδει στον Παπαδόπουλο και τα
«Διάσημα Μεγαλοσταύρου του Τάγματος Αποστόλου Παύλου» και ο Ιερώνυμος
δίνει μια σπάνια παράσταση δουλικότητας: «Δεν τολμώ να καταχραστώ
περαιτέρω της καλωσύνης Σας και να λάβω και άλλο μέρος του πολυτίμου
χρόνου Σας (...) Η Υμετέρα μόνον Εξοχότης το ετόλμησε (από ιδρύσεως του
ελληνικού κράτους) και με το ξίφος της αποφασιστικότητος, η οποία
Σας διακρίνει, αποκόψατε τα δεσμά της εσταυρωμένης Εκκλησίας. Η Εκκλησία
Σάς ικετεύει: ολοκληρώσατε το Εργο Σας μέχρι τέλους. Η Εκκλησία Σάς
ευγνωμονεί ήδη και θα Σας ευγνωμονεί εσαεί».
Μέσα σ' αυτό το κλίμα, οι πραξικοπηματίες δήλωναν σε κάθε ευκαιρία ότι
επιτελούν θείο έργο και υπονοούσαν ότι έχουν ειδική θεϊκή εντολή. Ο
Παττακός, κάτω από τα θερμά χειροκροτήματα των συνέδρων στο Δ'
Πανελλήνιο Θεολογικό Συνέδριο, το έλεγε καθαρά: «Θεωρώ επιδαψίλευσιν της
Θείας Χάριτος το γεγονός ότι μου παρέχεται η ευκαιρία να σας μεταφέρω
το μήνυμα της ελληνοχριστιανικής επιβεβαιώσεως του Αποστόλου της
Επαναστάσεως πρωθυπουργού κ. Γ. Παπαδοπούλου».
Και πάλι ο Παττακός, το 1971, δήλωνε ότι «η απαρέγκλιτος γραμμή της
Εθνικής Κυβερνήσεως είναι η υλοποίησις της χριστιανικής διδασκαλίας και
της εμπραγμάτου αγάπης», και απέδιδε τη γραμμή «εις τον ευσεβή
πρωθυπουργό μας».
Ούτε ένας από τους σημερινούς μητροπολίτες που είχαν κάποια ηλικία (και
θέση) επί δικτατορίας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι διαφοροποιήθηκε. Με
πικρία το διαπιστώνει ο πρωτοπρεσβύτερος Πυρουνάκης, με επιστολή του
στον ερευνητή Γιώργο Καρανικόλα: «Σημειώνω το καλόπιστο λάθος σου, να
νομίζεις ότι ελάχιστοι δεσπότες στη δικτατορία έκαναν Αντίσταση.
Κανείς!».
Μητροπολίτες και πατριάρχες
Ακόμα και οι σημερινοί «εκσυγχρονιστές» ιεράρχες νιώθουν άβολα όταν
τίθεται σχετικό θέμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εφημερίδα που
υποστήριζε μέχρι θανάτου τον Παπαδόπουλο και έχει σήμερα ταχθεί υπέρ του
Χριστόδουλου, δημοσιεύει φωτογραφίες του «αντιπολιτευόμενου»
μητροπολίτη Χρυσοστόμου με τον Λαδά για να τον πιέσει να μη μιλά για
χουντικούς μέσα στην Εκκλησία.
Ποιον να πρωτοθυμηθεί κανείς;
* Τον μητροπολίτη Κωνστάντιο Αλεξανδρούπολης, ο οποίος έγραφε επιστολές
στον Παπαδόπουλο και του ζητούσε νέα παρέμβαση, και δήλωνε ότι εργάζεται
για το δημοψήφισμα; «Με το θάρρος που μου δίδει η αφοσίωσίς μου προς το
πρόσωπόν Σας και η ειλικρινής αγάπη μου προς το έργον της Επαναστάσεως,
έρχομαι να θέσω υπ' όψιν Σας την αγανάκτησιν και τον αναβρασμόν, ο
οποίος επικρατεί εις την παράταξιν των Αρχιερέων που προήλθαν μετά την
Επανάστασιν της 21ης Απριλίου (...) Φρονώ ότι εν όψει του
Δημοψηφίσματος, διά την επιτυχίαν του οποίου όλοι μας εργαζόμεθα,
επιβάλλεται η αναστολή των εργασιών της Ιεράς Συνόδου».
* Τον μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος Κωνσταντίνο, ο οποίος με εγκύκλιό του
δήλωνε: «Η Εθνική Κυβέρνησις έχει επιτελέσει τεράστιον εθνικόν έργον. Το
σύνθημα του Προέδρου της Εθνικής Κυβερνήσεως "Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών"
μοναδικόν και ιστορικόν, ήχησεν ως εγερτήριον σάλπισμα»;
* Τον μητροπολίτη Σάμου Παντελεήμονα, ο οποίος χτυπούσε τις καμπάνες
όταν τον επισκεπτόταν ο Παττακός, και είχε αναρτήσει τη σημαία με το
όρνιο της χούντας στη μητρόπολή του;
* Τον μητροπολίτη Κιλκισίου Χαρίτωνα, ο οποίος δήλωνε ότι «η Επανάστασις εδώ είμεθα ο κ. Νομάρχης, ο κ. Διοικητής, και εγώ»;
* Τον μητροπολίτη Καστοριάς Δωρόθεο, ο οποίος χαρακτήριζε την 21η
Απριλίου «λαμπροφόρο νύκτα» και καλούσε τους πιστούς να ψηφίσουν «ναι»
στο δημοψήφισμα της χούντας; «Η επανάστασις της 21ης Απριλίου 1967
ήνοιξε την λεωφόρον της ευτυχίας, της γαλήνης, της ευημερίας, της
προόδου και της Ειρήνης. Εάν δώσωμεν το ψηφοδέλτιόν μας με το ΝΑΙ θα
ευτυχήσωμεν, ενώ αντιθέτως εάν ψηφίσωμεν ΟΧΙ θα δυστυχήσωμεν
και οδύνην πολλήν θα δοκιμάσωμεν». («Φωνή της Καστοριάς», 15/9/68).
* Τον μητροπολίτη Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος Κωνσταντίνο, ο οποίος ανακοίνωνε την «περίλαμπρον νίκην του Δημοψηφίσματος»;
* Τον μητροπολίτη Λαρίσης Θεολόγο, ο οποίος με εγκύκλιό του αποφαινόταν
ότι όσοι δεν ψηφίσουν «ναι» δεν είναι χριστιανοί (6/1207-20/9/68);
* Τον μητροπολίτη Ζακύνθου Απόστολο, ο οποίος καταπατώντας την παράδοση,
έδινε στον Παττακό το σκήνωμα του Αγίου Διονυσίου κατά τη λιτανεία;
* Τον μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών Διονύσιο, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος που έσπευσε να συγχαρεί την 21η Απριλίου;
* Τον μητροπολίτη Καβάλας Αλέξανδρο, ο οποίος θεωρούσε το χουντικό
Σύνταγμα «το καλύτερο, αρτιώτερο, σαφέστερο και πλέον δημοκρατικό και
φιλελεύθερο από κάθε προηγούμενο του τόπου μας»; Υπερηφανευόταν,
μάλιστα, ότι «θα το ψηφίσωμεν ρίπτοντες την Κυριακήν ένα μεγαλοπρεπές
ΝΑΙ εις την κάλπην, διά να διατρανώσωμεν τα ευγνώμονα αισθήματά μας προς
τους μεγαλουργούς ηγέτες μας».
* Τον μητροπολίτη Ζιχνών (και μετέπειτα Πατρών) Νικόδημο, ο οποίος είχε συντάξει παρόμοια εγκύκλιο (576/20/9/68);
* Ο θλιβερός κατάλογος δεν έχει τέλος. Αν εξαιρέσουμε τον Χρυσόστομο
Πειραιώς, οι υπόλοιποι μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδας δέχτηκαν
μετά χαράς να αναλάβουν το ρόλο εκφωνητή της χουντικής προπαγάνδας. Αλλά
δεν πήγαν πίσω και οι πατριάρχες.
Πρώτος απ' όλους ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, ο οποίος
κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα δήλωνε: «Εγώ γνωρίζω και βλέπω ότι ο
ελληνικός λαός έχει πλήρη ελευθερίαν» (18/5/69). Απευθυνόμενος δε προς
τον Παττακό: «Παρακολουθώ το έργον της κυβερνήσεως εκ διαφόρων
πληροφοριών και εκπλήσσομαι διά την αποδοτικότητα των προσπαθειών της,
ιδιαιτέρως εκπλησσόμενος διά την ιδικήν σας δραστηριότητα: Σεις πλέον δεν πετάτε καν αεροπορικώς, πετάτε ο ίδιος».
- Τον Αύγουστο του 1968 ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Βενέδικτος αναγόρευσε
τη χουντική τρόικα σε «Μεγάλους Σταυροφόρους του Τάγματος των Ορθοδόξων
Σταυροφόρων του Παναγίου Τάφου».
- Τον Μάιο του 1969 ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Νικόλαος απένειμε στον
Παπαδόπουλο το Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Αποστόλου και Ευαγγελιστού
Μάρκου, λέγοντας: «Ο δρόμος τον οποίον ακολουθήσατε διά την λύσιν της
πολιτικής καταστάσεως και την εξυγίανσιν του τόπου είναι ο καλύτερος,
και θα μας φέρει εις την Ανάστασιν του έθνους (...) Ο Θεός σας επέλεξεν
ως όργανόν Του (...) Το έργο αυτό σάς το ανέθεσεν η πρόνοια του Θεού».
Το τραγικό είναι ότι όλα αυτά τα στοιχεία είναι δημοσιευμένα στα επίσημα
έντυπα της Εκκλησίας ή στις εφημερίδες της εποχής και είναι προσιτά σε
κάθε ενδιαφερόμενο. Οσο για τα πιο «προσωπικά» στοιχεία, αυτά
προέρχονται από ειδικό Δελτίο που εκδόθηκε από την ίδια την Αρχιεπισκοπή
κατά τη μεταπολίτευση, όταν η «ιωαννιδική» ομάδα Σεραφείμ ήθελε να
εκθέσει την «παπαδοπουλική» ομάδα του Ιερώνυμου. Φυσικά από τα έντυπα
των ιερωνυμικών μπορεί κανείς να αντλήσει ανάλογες πληροφορίες και για
τους σεραφειμικούς.
Μετά από όλα αυτά, ας μην απορεί κανείς που οι ιεράρχες υπήρξαν και μετά
τη δικτατορία οι πρώτοι που υποστήριξαν «ως μέτρο χριστιανικής αγάπης»
την αμνήστευση των χουντικών και την αποφυλάκιση των πρωταιτίων του
πραξικοπήματος. Επικεφαλής της πρώτης φιλοχουντικής οργάνωσης της
μεταπολίτευσης, της «Ελληνικής Αμνηστίας», ήταν ο γνωστός μητροπολίτης
Λεωνίδας. Με προκήρυξή του τον Σεπτέμβριο του 1979 ο διαβόητος Λεωνίδας
καταγγέλλει: «Είναι γνωστό σε όλους ότι Ελληνες Αξιωματικοί επί πέντε
χρόνια τώρα σαπίζουν στις φυλακές του Κορυδαλλού ως πολιτικοί
κρατούμενοι. Και να σκεφθή κανείς ότι αυτοί οι έντιμοι στρατιωτικοί
προέταξαν πάντοτε τα στήθη τους μέχρι αίματος για την ελευθερία και τη
σωτηρία της πατρίδος. Είναι ολοφάνερο ότι η πράξις αυτή είναι άδικη,
παράνομη, καταλυτική κάθε έννοιας ηθικής τάξεως, διασπαστική της
ενότητος του έθνους και διά τούτο αντιχριστιανική. Συνεπώς αυτοί οι
άνθρωποι δεν έπρεπε να μείνουν ούτε μια ώρα φυλακή».
Βέβαια ο Λεωνίδας έπαψε να είναι μητροπολίτης. Αλλά και ολόκληρη η Ιερά
Σύνοδος του «δημοκράτη» Σεραφείμ, μόλις θεώρησε ότι οι καιροί το
επιτρέπουν, έσπευσε να ζητήσει την αποφυλάκιση. Ηταν το 1992, επί
πρωθυπουργίας Μητσοτάκη. Τότε ενώθηκαν όλοι, παπαδοπουλικοί,
ιωαννιδικοί και ουδέτεροι ιεράρχες για να ζητήσουν την απελευθέρωση των
παλιών τους ευργετών. Και βέβαια δεν διαφώνησε ούτε ο κ. Χριστόδουλος
ούτε κανείς άλλος από τους σημερινούς κήνσορες της δημοκρατίας.
Ο «γραμματέας» μαζί με τον «αλήτη»
Το ελαφρυντικό της νεαράς ηλικίας επικαλούνται οι περί τον κ.
Χριστόδουλο για να δικαιολογήσουν όσα ισχυρίστηκε ο ίδιος για τη στάση ή
τη δράση του την περίοδο της δικτατορίας. Θεωρούν, δε, ότι η δημοσίευση
της φωτογραφίας του εν μέσω όλων των πρωτοκλασάτων πραξικοπηματιών
είναι παραπλανητική. Ο πράγματι σχετικά νέος (γεννήθηκε το 1939)
αρχιμανδρίτης ήταν όμως ιδιαίτερα ικανός και φιλόδοξος. Κατόρθωσε έτσι
να επιλεγεί από τον Ιερώνυμο ως γραμματέας της Ιεράς Συνόδου και ανέλαβε
καθήκοντα τον Ιανουάριο του 1968. Στη θέση αυτή παρέμεινε και μετά την
εκδίωξη του Ιερώνυμου από τον Σεραφείμ. Μητροπολίτης εκλέχθηκε στις 13
Ιουλίου
1974, πρόλαβε δηλαδή τις τελευταίες μέρες της χούντας του Ιωαννίδη.
Δυστυχώς δεν «μελετούσε» απλώς κατά την περίοδο της χούντας ο κ.
Χριστόδουλος. Ως γραμματέας και στη συνέχεια αρχιγραμματέας της Συνόδου
ήταν ενήμερος όλων των «ευαίσθητων» ζητημάτων. Κυριολεκτικά το δεξί χέρι
του Ιερώνυμου, αλλά και του Σεραφείμ.
- Ο Χριστόδουλος ακολουθεί τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο στις
πολιτικο-εκκλησιαστικές εξορμήσεις του και καταγράφει με στρατευμένο
πνεύμα τις εντυπώσεις του. «Μπροστά μας η Βόρειος Ηπειρος, η αλύτρωτη.
Μεγάλοι και μικροί, παιδιά και γέροι, στρατός και λαός μ' ένα στόμα
ψάλλουν: Εχω μια αδελφή, κουκλίτσα αληθινή, την λένε Βόρειο Ηπειρο την
αγαπώ πολύ. Για τούτο μια αυγή, χωρίς διαταγή, θα τρέξω ν' αγκαλιάσω 'γω
τη δόλια μ' αδελφή» (περ. «Εφημέριος», 1970, σ. 566-574).
- Στο συγγραφικό του έργο της περιόδου περιλαμβάνονται νομικά κείμενα
υποστήριξης των χουντικών νομοσχεδίων («Γενική επισκόπησις του σχεδίου
νόμου περί των εκκλησιαστικών δικαστηρίων», περ. «Εκκλησία», 1972, σ.
32-37, 81-84, 192-195).
- Ο ίδιος υπογράφει και μελέτη για τη σχέση Εκκλησίας και Πολιτείας, από
την οποία προκύπτει η «κανονικότητα» της χουντικής Ιεράς Συνόδου («Ο
θεσμός και το έργον της ΔΙΣ», περ. «Εκκλησία», 1972, σ. 374-380,
480-483, 532-536, 568-573).
- Ο Χριστόδουλος επιλέγεται για να αποδώσει τις φιλοχουντικές τελετές τη
Ιεραρχίας: «Εν συνεχεία, ο πρωθυπουργός κ. Γ. Παπαδόπουλος, υπό τας
ενθουσιώδεις ζητωκραυγάς του λαού, λαβών ανά χείρας την αναμνηστικήν
πλάκα...» (περ. «Εκκλησία», 1971, σ. 318).
- Στο ίδιο κείμενο μνημονεύονται και τα λόγια του μητροπολίτη Λεωνίδα
προς τον Παπαδόπουλο: «Ανθρωπε του Θεού και άξιε της πατρίδος μας».
- Ο αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου ήταν εκείνος που συντόνιζε τη
φιλοχουντική δράση των ιεραρχών. Το αποκαλύπτει ο ιδιόρρυθμος
μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος σε επιστολή του που δημοσιεύτηκε
στην «Ελευθεροτυπία» (17/2/1978). Ο Αμβρόσιος περιγράφει τη δουλική
υποταγή του μητροπολίτη Παντελεήμονα στον Παττακό (ανάρτηση σημαίας της
«επαναστάσεως», πανηγυρικές κωδωνοκρουσίες κ.λπ.) και καταγγέλλει ότι
πίσω απ' αυτή τη συμπεριφορά βρίσκονταν οι εντολές της Αρχιγραμματείας.
- Την περίοδο της δικτατορίας ισχυροποιείται η τρόικα της Χρυσοπηγής,
δηλαδή η ομάδα των τριών φιλόδοξων αρχιμανδριτών Χριστόδουλου
(Παρασκευαΐδη) - Καλλίνικου (Καρούσου) -Αμβρόσιου (Λενή). Ο αρχηγός της
ομάδας, Καλλίνικος, έκανε σεμινάρια στη Χωροφυλακή και επί δικτατορίας
ανακηρύχθηκε ανεπισήμως σε πνευματικό πατέρα των σωμάτων ασφαλείας.
Οσο για τον Αμβρόσιο, αυτός υπήρξε ταγματάρχης της Χωροφυλακής και μετά τη δικτατορία εξακολουθούσε να υμνεί τους βασανιστές.
Το σημαντικότερο βέβαια είναι ότι ο κ. Χριστόδουλος και οι συνεργάτες
του δεν διαφοροποιήθηκαν από την ακροδεξιά προσκόλληση εκείνης της
περιόδου μέχρι και την αναρρίχησή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο.
Ο Χριστόδουλος κατόρθωνε να ισορροπεί μεταξύ της υποστήριξης του
Σεραφείμ και των καλών σχέσεων με τους «ριγμένους» ιερωνυμικούς.
Ταυτόχρονα διατήρησε ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με τους νέους
ακροδεξιούς και φιλοχουντικούς πολιτικούς σχηματισμούς.
Τα κακά της δικτατορίας τα ανακάλυψε μόλις τώρα που η παλιά ακροδεξιά
φουρνιά έχει πλέον εκλείψει. Τώρα πια μπορεί να στραφεί στη
«μεταμοντέρνα» ρατσιστική και εθνικιστική ακροδεξιά.
1) Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος, 2) Ο Άνθιμος, 3) Ο Χριστόδουλος |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου