Η
κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, στον χαρτοπόλεμο που έστησε με τη ΝΔ και στην
αντιπαράθεση «περί όνου σκιάς», κατέφυγε στη συνηγορία του ΟΟΣΑ,
επικαλούμενη την πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού για την απασχόληση το
2018.
Ετσι, σε ανακοίνωσή του, το υπουργείο Εργασίας επικαλείται διαπιστώσεις του ΟΟΣΑ ως απόδειξη της δικής του δήθεν φιλεργατικής πολιτικής.
Το γεγονός και μόνο ότι καταφεύγει σ' έναν ακραιφνή διεθνή οργανισμό των μονοπωλίων, που συνδράμει τις αστικές κυβερνήσεις ανά τον κόσμο στις αντεργατικές τους ανατροπές, είναι αρκετό για να αποδειχθεί η ταξική - αντιλαϊκή ουσία των όσων υποστηρίζει και υπηρετεί.
Ούτε αυτό όμως είναι αρκετό για την κυβέρνηση, η οποία προσπαθεί παράλληλα να φέρει τα στοιχεία από τις εκθέσεις του ΟΟΣΑ στα μέτρα της προπαγάνδας περί «επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων, της επεκτασιμότητας των Συλλογικών Συμβάσεων και της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης», όπως ισχυρίζεται στο σχετικό δελτίο Τύπου.
Υποστηρίζει για παράδειγμα το υπουργείο πως ο ΟΟΣΑ στην έκθεσή του «εκτιμά ότι η αποδυνάμωση της συλλογικής διαπραγμάτευσης αποτελεί ισχυρό παράγοντα ανεπαρκούς και άνισης ανάκαμψης των αγορών εργασίας». Μόνο που ο ΟΟΣΑ τα λέει αυτά για να υπερασπιστεί την αποδυνάμωση των κλαδικών Συμβάσεων, προκρίνοντας «συμβάσεις» και συμφωνίες στο επίπεδο της επιχείρησης, όπως κάνουν στις εκθέσεις τους τόσο το ΔΝΤ, όσο και η ΕΚΤ.
Για το συγκεκριμένο ζήτημα, ο ΟΟΣΑ αποφαίνεται χαρακτηριστικά: «Συμπεραίνεται ότι μπορεί να είναι σημαντικό να δίνονται μεγαλύτερα περιθώρια στους εργοδότες και τους αντιπροσώπους των εργαζομένων στο επίπεδο της επιχείρησης να μπορούν να βελτιώνουν ή να προσαρμόζουν κλαδικές συμφωνίες, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες της επιχείρησης».
Να λοιπόν τι εννοεί ο ΟΟΣΑ όταν μιλάει για «συλλογική διαπραγμάτευση» και «άνιση ανάκαμψη των αγορών εργασίας». Ειδικά μάλιστα για τη χώρα μας, στην έκθεση που ο επικεφαλής της παρέδωσε στον πρωθυπουργό προ διμήνου, ο ΟΟΣΑ τάσσεται καθαρά υπέρ των επιχειρησιακών Συμβάσεων με ταυτόχρονη ενίσχυση του ρόλου των «ενώσεων προσώπων», που τόσο αποτελεσματικά λειτούργησαν το προηγούμενο διάστημα για λογαριασμό των επιχειρήσεων.
Ας δούμε όμως πώς περιγράφει ο ΟΟΣΑ και την «κανονικότητα» που ανακτά η Ελλάδα μετά τον ερχόμενο Αύγουστο, σύμφωνα με τα όσα προπαγανδίζει η κυβέρνηση. Στην έκθεσή του διαπιστώνει μεταξύ άλλων πως μόνο «ένας στους τρεις εργαζόμενους στις χώρες - μέλη του ΟΟΣΑ διέπεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας» όσον αφορά τις αποδοχές και τις συνθήκες εργασίας του.
Γράφει ακόμα ότι ναι μεν το μέσο ποσοστό ανεργίας έχει επανέλθει στο επίπεδο πριν από την κρίση, όμως «ο ρυθμός αύξησης των ονομαστικών μισθών παραμένει πολύ χαμηλότερος από ό,τι πριν». Οτι «οι αποδοχές των εργαζομένων μερικής απασχόλησης σημείωσαν σημαντική μείωση... Μείωση που σχετίζεται με την άνοδο της ακούσιας μερικής απασχόλησης σε πολλές χώρες».
Ακόμα, ότι «ο ρυθμός αύξησης του διάμεσου πραγματικού μισθού στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ δεν συμβάδισε με το ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας κατά τις δύο περασμένες δεκαετίες» και ότι «η μακροχρόνια καθοδική τάση του βαθμού κάλυψης των ανέργων από παροχές συνεχίστηκε σε πολλές χώρες μετά την οικονομική κρίση».
Να λοιπόν ποια είναι η «κανονικότητα» που ισχύει διεθνώς και στην οποία επιστρέφουν οι εργαζόμενοι μετά την κρίση στην Ελλάδα. Το βέβαιο είναι ότι η σχετική αύξηση της απασχόλησης γίνεται με όρους πολύ χειρότερους απ' ό,τι πριν την κρίση, ενώ εξασθενεί ακόμα περισσότερο ακόμα κι αυτήν την πενιχρή προστασία των ανέργων.
Κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει, αντίθετα θα ενισχύεται όλο και περισσότερο από την εφαρμογή του νόμου για τον κατώτερο μισθό που θα εφαρμόσει η κυβέρνηση μετά τον Αύγουστο, αποφασίζοντας αυξήσεις άμεσα συνδεδεμένες με την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, που αναπόφευκτα θα προκαταβάλουν τις όποιες κλαδικές Συμβάσεις ακολουθήσουν.
Επομένως, καμία προσδοκία δεν πρέπει να τρέφουν οι εργαζόμενοι από τις διακηρύξεις της κυβέρνησης για τη «μεταμνημονιακή» εποχή. Το κεφάλαιο στην Ελλάδα, στην ΕΕ και διεθνώς κλιμακώνει την αντεργατική - αντιλαϊκή επίθεση, σε συνθήκες όξυνσης των ανταγωνισμών και με την επόμενη καπιταλιστική κρίση να καιροφυλακτεί. Στη στρατηγική και στους σχεδιασμούς του κεφαλαίου και των κομμάτων του είναι που πρέπει να συγκεντρώσουν τα πυρά τους οι εργαζόμενοι και ο λαός.
Ετσι, σε ανακοίνωσή του, το υπουργείο Εργασίας επικαλείται διαπιστώσεις του ΟΟΣΑ ως απόδειξη της δικής του δήθεν φιλεργατικής πολιτικής.
Το γεγονός και μόνο ότι καταφεύγει σ' έναν ακραιφνή διεθνή οργανισμό των μονοπωλίων, που συνδράμει τις αστικές κυβερνήσεις ανά τον κόσμο στις αντεργατικές τους ανατροπές, είναι αρκετό για να αποδειχθεί η ταξική - αντιλαϊκή ουσία των όσων υποστηρίζει και υπηρετεί.
Ούτε αυτό όμως είναι αρκετό για την κυβέρνηση, η οποία προσπαθεί παράλληλα να φέρει τα στοιχεία από τις εκθέσεις του ΟΟΣΑ στα μέτρα της προπαγάνδας περί «επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων, της επεκτασιμότητας των Συλλογικών Συμβάσεων και της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης», όπως ισχυρίζεται στο σχετικό δελτίο Τύπου.
Υποστηρίζει για παράδειγμα το υπουργείο πως ο ΟΟΣΑ στην έκθεσή του «εκτιμά ότι η αποδυνάμωση της συλλογικής διαπραγμάτευσης αποτελεί ισχυρό παράγοντα ανεπαρκούς και άνισης ανάκαμψης των αγορών εργασίας». Μόνο που ο ΟΟΣΑ τα λέει αυτά για να υπερασπιστεί την αποδυνάμωση των κλαδικών Συμβάσεων, προκρίνοντας «συμβάσεις» και συμφωνίες στο επίπεδο της επιχείρησης, όπως κάνουν στις εκθέσεις τους τόσο το ΔΝΤ, όσο και η ΕΚΤ.
Για το συγκεκριμένο ζήτημα, ο ΟΟΣΑ αποφαίνεται χαρακτηριστικά: «Συμπεραίνεται ότι μπορεί να είναι σημαντικό να δίνονται μεγαλύτερα περιθώρια στους εργοδότες και τους αντιπροσώπους των εργαζομένων στο επίπεδο της επιχείρησης να μπορούν να βελτιώνουν ή να προσαρμόζουν κλαδικές συμφωνίες, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες της επιχείρησης».
Να λοιπόν τι εννοεί ο ΟΟΣΑ όταν μιλάει για «συλλογική διαπραγμάτευση» και «άνιση ανάκαμψη των αγορών εργασίας». Ειδικά μάλιστα για τη χώρα μας, στην έκθεση που ο επικεφαλής της παρέδωσε στον πρωθυπουργό προ διμήνου, ο ΟΟΣΑ τάσσεται καθαρά υπέρ των επιχειρησιακών Συμβάσεων με ταυτόχρονη ενίσχυση του ρόλου των «ενώσεων προσώπων», που τόσο αποτελεσματικά λειτούργησαν το προηγούμενο διάστημα για λογαριασμό των επιχειρήσεων.
Ας δούμε όμως πώς περιγράφει ο ΟΟΣΑ και την «κανονικότητα» που ανακτά η Ελλάδα μετά τον ερχόμενο Αύγουστο, σύμφωνα με τα όσα προπαγανδίζει η κυβέρνηση. Στην έκθεσή του διαπιστώνει μεταξύ άλλων πως μόνο «ένας στους τρεις εργαζόμενους στις χώρες - μέλη του ΟΟΣΑ διέπεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας» όσον αφορά τις αποδοχές και τις συνθήκες εργασίας του.
Γράφει ακόμα ότι ναι μεν το μέσο ποσοστό ανεργίας έχει επανέλθει στο επίπεδο πριν από την κρίση, όμως «ο ρυθμός αύξησης των ονομαστικών μισθών παραμένει πολύ χαμηλότερος από ό,τι πριν». Οτι «οι αποδοχές των εργαζομένων μερικής απασχόλησης σημείωσαν σημαντική μείωση... Μείωση που σχετίζεται με την άνοδο της ακούσιας μερικής απασχόλησης σε πολλές χώρες».
Ακόμα, ότι «ο ρυθμός αύξησης του διάμεσου πραγματικού μισθού στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ δεν συμβάδισε με το ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας κατά τις δύο περασμένες δεκαετίες» και ότι «η μακροχρόνια καθοδική τάση του βαθμού κάλυψης των ανέργων από παροχές συνεχίστηκε σε πολλές χώρες μετά την οικονομική κρίση».
Να λοιπόν ποια είναι η «κανονικότητα» που ισχύει διεθνώς και στην οποία επιστρέφουν οι εργαζόμενοι μετά την κρίση στην Ελλάδα. Το βέβαιο είναι ότι η σχετική αύξηση της απασχόλησης γίνεται με όρους πολύ χειρότερους απ' ό,τι πριν την κρίση, ενώ εξασθενεί ακόμα περισσότερο ακόμα κι αυτήν την πενιχρή προστασία των ανέργων.
Κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει, αντίθετα θα ενισχύεται όλο και περισσότερο από την εφαρμογή του νόμου για τον κατώτερο μισθό που θα εφαρμόσει η κυβέρνηση μετά τον Αύγουστο, αποφασίζοντας αυξήσεις άμεσα συνδεδεμένες με την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, που αναπόφευκτα θα προκαταβάλουν τις όποιες κλαδικές Συμβάσεις ακολουθήσουν.
Επομένως, καμία προσδοκία δεν πρέπει να τρέφουν οι εργαζόμενοι από τις διακηρύξεις της κυβέρνησης για τη «μεταμνημονιακή» εποχή. Το κεφάλαιο στην Ελλάδα, στην ΕΕ και διεθνώς κλιμακώνει την αντεργατική - αντιλαϊκή επίθεση, σε συνθήκες όξυνσης των ανταγωνισμών και με την επόμενη καπιταλιστική κρίση να καιροφυλακτεί. Στη στρατηγική και στους σχεδιασμούς του κεφαλαίου και των κομμάτων του είναι που πρέπει να συγκεντρώσουν τα πυρά τους οι εργαζόμενοι και ο λαός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου