Να συστηθούμε καταρχάς. Ο γράφων είναι καπνιστής. «Βαρύς» μάλιστα. Αν
και καπνιστής, θυμάται ακόμα με φρίκη τον εφιάλτη των παιδικών χρόνων,
με τους επιβάτες να καπνίζουν αρειμανίως στο σαράβαλο πούλμαν του ΚΤΕΛ
που μετέφερε τη φτωχολογιά για το κυριακάτικο μπάνιο. Ο εισπράκτορας
μοίραζε σακούλες για τα παιδιά που ξερνοβολούσαν από το ντουμάνι.
Η εποχή αυτή ανήκει στο παρελθόν. Οπως στο παρελθόν ανήκει και η εποχή που στα καφενεία υπήρχαν πινακίδες, με σφραγίδα κάποιας υγειονομικής υπηρεσίας, που έγραφαν «απαγορεύεται το πτύειν». Είναι ζήτημα πολιτισμού να μην καπνίζει κάποιος στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στα νοσοκομεία, στις σχολικές αίθουσες κτλ. Γιατί, όμως, να μην καπνίζει κάποιος στη δουλειά, αν αυτό δεν ενοχλεί τους συναδέλφους του; Γνωρίζω εργασιακούς χώρους όπου οι εργαζόμενοι καπνίζουν (παρά την απαγόρευση) και άλλους όπου οι εργαζόμενοι δεν κάπνιζαν και πριν την απαγόρευση. Αυτό το αποφάσισαν μεταξύ τους. Οι άνθρωποι μπορούν να βρουν τρόπους να συμβιώσουν, καθορίζοντας οι ίδιοι τους κανόνες της συμβίωσης. Και να βάλουν στη θέση τους τους ανάγωγους (που δυστυχώς πάντοτε υπάρχουν).
Αυτό που συμβαίνει με την αντικαπνιστική υστερία (και όχι εκστρατεία), στην οποία τέθηκε επικεφαλής ο ίδιος ο Μητσοτάκης, δεν έχει να κάνει με τις βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος σε καπνιστές και μη καπνιστές. Αλλωστε, ο καπνός δεν έχει βγει στην παρανομία, όπως και το αλκοόλ. Αντίθετα, πέρα από τα κέρδη των ελάχιστων μονοπωλίων που ελέγχουν παγκοσμίως την παραγωγή προϊόντων καπνού, έχει βρεθεί και ένας τρόπος να γεμίζουν τα κρατικά ταμεία από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στον καπνό και στο αλκοόλ. Για να μην αναφερθούμε σε άλλα ζητήματα, όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση (και οι κομπίνες με τις οποίες την κρύβουν), το συνεχές διατροφικό σκάνδαλο (που όταν δημοσιοποιείται κάποια πτυχή του σπεύδουν μόνο για το κουκούλωμα), η ανεξέλεγκτη δράση της χημικής βιομηχανίας και οι καρκίνοι που τη συνοδεύουν, τα εργατικά «ατυχήματα», η προϊούσα φθορά της υγείας των εργατών σε συγκεκριμένους εργασιακούς χώρους κτλ.
Θα μπορούσαν να βρεθούν πολλοί τρόποι ευέλικτης εφαρμογής των αντικαπνιστικών διατάξεων, που να έχουν στο κέντρο τους όχι τα πρόστιμα, αλλά την κοινωνική αυτο-ρύθμιση. Κανένας δεν ανάβει τσιγάρο σ' έναν κινηματογράφο ή ένα θέατρο. Οχι επειδή απαγορεύεται, αλλά επειδή αυτό αποτελεί κοινωνική κατάκτηση (όποιος δοκιμάσει ν' ανάψει τσιγάρο θα φάει φάπες από τους υπόλοιπους θεατές). Μόνο ένας «αστοιχείωτος» θα άναβε τσιγάρο σ' ένα αυτοκίνητο στο οποίο υπάρχουν παιδιά. Αυτόν δε θα τον αποτρέψει η όποια απαγόρευση (θα βρει τρόπο να καπνίσει στη ζούλα), αλλά το οικογενειακό και φιλικό του περιβάλλον. Ακόμα και στα ταβερνεία και στα κάθε είδους διασκεδαστήρια θα μπορούσε να βρεθεί λύση, αντί για τις… σόμπες του Κικίλια. Τα μαγαζιά θα μπορούσαν να χωρίζονται σε «καπνίζοντα» και «μη καπνίζοντα».
Αυτό που γίνεται με την αντικαπνιστική υστερία είναι -πέραν όλων των άλλων- μια εκστρατεία κοινωνικής πειθάρχησης. Στη Ρωσία του Πούτιν, όπου βρεθήκαμε το περασμένο καλοκαίρι, το κάπνισμα απαγορευόταν ακόμα και στους υπαίθριους χώρους των καφενείων και εστιατορίων. Επρεπε να βγεις στο δρόμο για να καπνίσεις! Και στα δημόσια πάρκα απαγορευόταν ακόμα και μπίρα να πιεις (έπινες όμως όσο αλκοόλ ήθελες στα μπαρ απέναντι από το πάρκο)! Αυτό δεν είναι υγειινισμός, αλλά μαζική πειθάρχηση από ένα αυταρχικό-κατασταλτικό κράτος.
Την ίδια ακριβώς λογική, της μαζικής κοινωνικής πειθάρχησης, υπηρετεί και η καθιέρωση του ρουφιανοτηλέφωνου. Πέρα από τα ευτράπελα που θα υπάρξουν, στόχος είναι να καταστεί η μπατσαρία ρυθμιστής των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Να σηκώνει ο άλλος το τηλέφωνο και να «δίνει» αυτόν που καπνίζει στο καφενείο της γειτονιάς. Να ρουφιανεύει ο ένας τον άλλο στο κράτος, τον «μέγα προστάτη».
Η εποχή αυτή ανήκει στο παρελθόν. Οπως στο παρελθόν ανήκει και η εποχή που στα καφενεία υπήρχαν πινακίδες, με σφραγίδα κάποιας υγειονομικής υπηρεσίας, που έγραφαν «απαγορεύεται το πτύειν». Είναι ζήτημα πολιτισμού να μην καπνίζει κάποιος στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στα νοσοκομεία, στις σχολικές αίθουσες κτλ. Γιατί, όμως, να μην καπνίζει κάποιος στη δουλειά, αν αυτό δεν ενοχλεί τους συναδέλφους του; Γνωρίζω εργασιακούς χώρους όπου οι εργαζόμενοι καπνίζουν (παρά την απαγόρευση) και άλλους όπου οι εργαζόμενοι δεν κάπνιζαν και πριν την απαγόρευση. Αυτό το αποφάσισαν μεταξύ τους. Οι άνθρωποι μπορούν να βρουν τρόπους να συμβιώσουν, καθορίζοντας οι ίδιοι τους κανόνες της συμβίωσης. Και να βάλουν στη θέση τους τους ανάγωγους (που δυστυχώς πάντοτε υπάρχουν).
Αυτό που συμβαίνει με την αντικαπνιστική υστερία (και όχι εκστρατεία), στην οποία τέθηκε επικεφαλής ο ίδιος ο Μητσοτάκης, δεν έχει να κάνει με τις βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος σε καπνιστές και μη καπνιστές. Αλλωστε, ο καπνός δεν έχει βγει στην παρανομία, όπως και το αλκοόλ. Αντίθετα, πέρα από τα κέρδη των ελάχιστων μονοπωλίων που ελέγχουν παγκοσμίως την παραγωγή προϊόντων καπνού, έχει βρεθεί και ένας τρόπος να γεμίζουν τα κρατικά ταμεία από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στον καπνό και στο αλκοόλ. Για να μην αναφερθούμε σε άλλα ζητήματα, όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση (και οι κομπίνες με τις οποίες την κρύβουν), το συνεχές διατροφικό σκάνδαλο (που όταν δημοσιοποιείται κάποια πτυχή του σπεύδουν μόνο για το κουκούλωμα), η ανεξέλεγκτη δράση της χημικής βιομηχανίας και οι καρκίνοι που τη συνοδεύουν, τα εργατικά «ατυχήματα», η προϊούσα φθορά της υγείας των εργατών σε συγκεκριμένους εργασιακούς χώρους κτλ.
Θα μπορούσαν να βρεθούν πολλοί τρόποι ευέλικτης εφαρμογής των αντικαπνιστικών διατάξεων, που να έχουν στο κέντρο τους όχι τα πρόστιμα, αλλά την κοινωνική αυτο-ρύθμιση. Κανένας δεν ανάβει τσιγάρο σ' έναν κινηματογράφο ή ένα θέατρο. Οχι επειδή απαγορεύεται, αλλά επειδή αυτό αποτελεί κοινωνική κατάκτηση (όποιος δοκιμάσει ν' ανάψει τσιγάρο θα φάει φάπες από τους υπόλοιπους θεατές). Μόνο ένας «αστοιχείωτος» θα άναβε τσιγάρο σ' ένα αυτοκίνητο στο οποίο υπάρχουν παιδιά. Αυτόν δε θα τον αποτρέψει η όποια απαγόρευση (θα βρει τρόπο να καπνίσει στη ζούλα), αλλά το οικογενειακό και φιλικό του περιβάλλον. Ακόμα και στα ταβερνεία και στα κάθε είδους διασκεδαστήρια θα μπορούσε να βρεθεί λύση, αντί για τις… σόμπες του Κικίλια. Τα μαγαζιά θα μπορούσαν να χωρίζονται σε «καπνίζοντα» και «μη καπνίζοντα».
Αυτό που γίνεται με την αντικαπνιστική υστερία είναι -πέραν όλων των άλλων- μια εκστρατεία κοινωνικής πειθάρχησης. Στη Ρωσία του Πούτιν, όπου βρεθήκαμε το περασμένο καλοκαίρι, το κάπνισμα απαγορευόταν ακόμα και στους υπαίθριους χώρους των καφενείων και εστιατορίων. Επρεπε να βγεις στο δρόμο για να καπνίσεις! Και στα δημόσια πάρκα απαγορευόταν ακόμα και μπίρα να πιεις (έπινες όμως όσο αλκοόλ ήθελες στα μπαρ απέναντι από το πάρκο)! Αυτό δεν είναι υγειινισμός, αλλά μαζική πειθάρχηση από ένα αυταρχικό-κατασταλτικό κράτος.
Την ίδια ακριβώς λογική, της μαζικής κοινωνικής πειθάρχησης, υπηρετεί και η καθιέρωση του ρουφιανοτηλέφωνου. Πέρα από τα ευτράπελα που θα υπάρξουν, στόχος είναι να καταστεί η μπατσαρία ρυθμιστής των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Να σηκώνει ο άλλος το τηλέφωνο και να «δίνει» αυτόν που καπνίζει στο καφενείο της γειτονιάς. Να ρουφιανεύει ο ένας τον άλλο στο κράτος, τον «μέγα προστάτη».
Πηγή: "Κόντρα"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου