σαν τη σαπίλα τούτη τη φριχτή,
αστέρι των ματιών μου κι ήλιε, εσύ, της πλάσης μου
(...) Ναι τέτοια θα γενείς, στις χάρες εσύ ρήγισσα»
Σαρλ Μπωντλαίρ, «Ανθη του Κακού»
Με τους παραπάνω στίχους, ο Σαρλ Μπωντλαίρ επιχείρησε να αποδώσει την παροδικότητα της ανθρώπινης ομορφιάς και ζωής, απευθυνόμενος στην αγαπημένη του. Ομως, η παροδικότητα δεν χαρακτηρίζει μόνο τον κάθε μεμονωμένο άνθρωπο, αλλά και τους τύπους των κοινωνικών σχέσεων. Αυτοί περνούν από το στάδιο της εμφάνισης, της ακμής και της εδραίωσης και τέλος της παρακμής, ακολουθώντας μια παράλληλη διαδρομή με τις ανάγκες που επιβάλλει η ανάπτυξη του επιπέδου της παραγωγής.
Η ίδια η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που φέρνει έναν τύπο κοινωνικών σχέσεων και επομένως αργά ή γρήγορα και μια αντίστοιχη μορφή εξουσίας στο προσκήνιο, είναι αυτή που στη συνέχεια τις υποσκάπτει, μέχρι να τις οδηγήσει στον ιστορικό τους τάφο. Ετσι, οι ίδιες κοινωνικές σχέσεις που κάποτε αποτελούσαν τη νιότη του κόσμου, από ένα σημείο και έπειτα εμποδίζουν την ιστορική εξέλιξη και χρησιμεύουν μόνο ως λίπασμα των νέων κοινωνικών σχέσεων.
Η επικράτηση της καπιταλιστικής εξουσίας οδήγησε σε πρωτόγνωρη ανάπτυξη της παραγωγής, των επιστημών και της τεχνολογίας. Οι ανάγκες της νέας παραγωγής γενίκευσαν την παιδεία, τις επιστήμες και τις τέχνες. Η νέα τεχνολογία επέτρεψε να μικρύνει ο κόσμος, να καλλιεργηθούν άγονα εδάφη, να κατοικηθούν ακατοίκητες περιοχές, να μειωθεί ο εργασιακός μόχθος, να αντιμετωπιστούν ασθένειες, να αυξηθεί κατακόρυφα το προσδόκιμο ζωής. Η επέκταση της βιομηχανίας έβγαλε τη γυναίκα από τις δουλειές του σπιτιού και το κοινωνικό περιθώριο, δίχως να αντιμετωπίσει και την ανισοτιμία της.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, αντικρίζοντας κανείς τις αστικές επαναστάσεις ακόμα και σήμερα, έπειτα από δυο αιώνες, ακόμα και ξέροντας την ταξική εξουσία που επέβαλαν και την εξέλιξή της μέσα στο χρόνο, δεν μπορεί παρά να γοητευθεί από την πίστη των αστών διανοουμένων στο φωτεινό μέλλον της ανθρωπότητας, δεν γίνεται να μη θαυμάσει την αταλάντευτη στάση των επαναστατών.
Ομως, 200 χρόνια μετά, η καπιταλιστική εξουσία έχει σταματήσει να προσφέρει στην ανθρωπότητα. Η αναντιστοιχία ανάμεσα στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής (που η ίδια επέτρεψε) και την ατομική ιδιοποίηση του παραγόμενου πλούτου (που η ίδια επέβαλε) εξαπλώνεται σαν μάστιγα σε κάθε πτυχή των σύγχρονων ανθρώπινων κοινωνιών, προκαλώντας φτώχεια και ανεργία, οικονομικές κρίσεις, πολέμους και προσφυγιά.
Η τελευταία συνέπεια αυτής της αναντιστοιχίας βιώνεται σήμερα από δισεκατομμύρια εργαζόμενους και φτωχό λαό, αφού τη στιγμή που η επιστήμη έχει κατακτήσει το εμβόλιο αντιμετώπισης της σύγχρονης πανδημίας και η τεχνολογία επιτρέπει τη μαζική του αναπαραγωγή, την ίδια στιγμή τα ανταγωνιζόμενα συμφέροντα καπιταλιστικών μονοπωλίων και κρατών δεν επιτρέπουν τη γενικευμένη χρήση του, αφήνοντας τον κόσμο να πεθαίνει. Ακόμα, όμως, και όταν τελικά θα γίνει κατορθωτή η προμήθεια του εμβολίου σε πλατιές μάζες των καπιταλιστικά αναπτυγμένων χωρών, τότε και πάλι στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες οι άνθρωποι δεν θα αποκτήσουν πρόσβαση στα εμβόλια, αφού δεν θα μπορούν να καλύψουν το απαραίτητο κόστος. Το ίδιο θα συμβεί και με τα φάρμακα αντιμετώπισης του ιού.
Κάθε στιγμή αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι κάθε επίτευγμα εντός του καπιταλισμού είναι μόνο η άλλη πλευρά του νομίσματος της σήψης του, όπως και τα λιμνάζοντα κεφάλαια των εκατομμυριούχων είναι η άλλη όψη του νομίσματος της φτώχειας και της πείνας.
Αυτήν τη γερασμένη καπιταλιστική εξουσία, από το σώμα της οποίας αναδύεται όλη η μπόχα από όλες τις ανοικτές και φρικτές πληγές της ανθρωπότητας, επιχειρούν σήμερα να υπερασπιστούν οι απολογητές της, στο όνομα των άλλοτε καλών της και των «νεωτερικών» ιδεών της. Μόνο που περιφέροντας τις αστικές επαναστάσεις σαν συντηρημένα ανθρώπινα όργανα σε δοχεία φορμόλης, αλλοιώνουν την ίδια την ουσία τους, μοιάζουν τόσο με τους αστούς επαναστάτες, όσο και ο Πάπας με τους πρωτοχριστιανούς.
Κάθε γερασμένη ταξική εξουσία ξεπέφτει στον ιδεαλισμό και στη μεταφυσική για να δικαιολογήσει την ύπαρξή της. Η επίκληση παντοδύναμων ιδεών που εξασφαλίζουν τη διαρκή στασιμότητα των υλικών σχέσεων αποτελεί την τελευταία έκφραση του απεγνωσμένου αγώνα επιβίωσης της παλιάς εξουσίας.
Στον κόσμο της φεουδαρχίας, η τελευταία γραμμή άμυνας για την αναχαίτιση των επαναστατικών ιδεών ήταν οι αιώνιες και αδιατάρακτες αρχές του κόσμου (επίγειου και επουράνιου) που επέβαλαν την πίστη στα θρησκευτικά δόγματα και την υπακοή στους βασιλιάδες και αντιμετώπιζαν με τις κατάρες και τις σφαγές κάθε αμφισβήτηση. Τότε, οι αστοί διανοούμενοι «οπλίζονταν» με την υλιστική φιλοσοφία και τον ορθολογισμό για να νικήσουν τη σήψη του παλιού κόσμου. Αντιμετώπισαν το θεϊκό δίκαιο, προτάσσοντας το φυσικό, πολέμησαν την υποτέλεια στις φεουδαρχικές αυτοκρατορίες, αναδεικνύοντας τα δικαιώματα του ανθρώπου - πολίτη των εθνών - κρατών κ.λπ.
Αντίθετα, οι σημερινοί ταξικοί τους απόγονοι επιστρέφουν στον ιδεαλισμό και στη μεταφυσική, για να διατηρήσουν τη δική τους σάπια και γερασμένη εξουσία. Ετσι προβάλλουν τις «νεωτερικές» (στην πραγματικότητα καπιταλιστικές) ιδέες ως την αρχή και το τέλος του πολιτισμένου κόσμου.
Οπως σημειώνει, επιχειρώντας να περιγράψει την απαρχή της Επανάστασης, ο φιλελεύθερος διαχρονικός απολογητής της αστικής εξουσίας και εσχάτως μέλος της Επιτροπής Ελλάδας 2021, Στάθης Ν. Καλύβας: «Ολα ξεκίνησαν από τις ιδέες».1«Εν αρχή ην ο Λόγος» σαν να λέμε.
Και ο σοσιαλδημοκράτης απολογητής της αστικής εξουσίας και πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας συμπληρώνει:
«Γνωρίζουμε πως η Ελληνική Επανάσταση δεν ξέσπασε ξαφνικά, σε ιδεολογικό κενό. Οπως και η Γαλλική Επανάσταση που προηγήθηκε, υπήρξε το αποτέλεσμα μακροχρόνιων ζυμώσεων και συγκρούσεων στη σφαίρα του πολιτισμού και της διανόησης, στον χώρο των ιδεών. Ανάμεσα στο 1770 και στο 1821, οι ιδέες του Διαφωτισμού που θριάμβευαν στο Παρίσι έφτασαν ως τα μέρη μας και αμφισβήτησαν την απόλυτη μέχρι τότε κυριαρχία της θεοκρατικής σκέψης, της δεισιδαιμονίας και του σκοταδισμού».2
Ετσι, λοιπόν, η ζύμωση των ιδεών και η επικράτησή τους στο Παρίσι έφεραν την Επανάσταση. Οχι τα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα της φεουδαρχίας, όχι η εμφάνιση και η επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, όχι η διαμόρφωση της αστικής τάξης και η συγκρότηση των επαναστατικών της οργανώσεων. Μόνο οι «νεωτερικές ιδέες» που περιφέρονταν ως φαντάσματα υπεράνω των τότε κοινωνικών - ταξικών σχέσεων και συγκρούσεων και υπεράνω της παραγωγής, ψάχνοντας γενικά και αόριστα ένα σώμα για να εκφραστούν.
Πράγμα που σημαίνει, σύμφωνα πάντα με αυτή την προσέγγιση της Ιστορίας, ότι οι αστικές επαναστάσεις θα μπορούσαν να είχαν γίνει και 1.000 χρόνια νωρίτερα και άλλα τόσα αργότερα. Οσα θα απαιτούνταν δηλαδή για να «γεννηθούν» αυτές οι ιδέες στα κεφάλια των ανθρώπων.
Μόνο που αυτή η αντιμετώπιση των αστικών επαναστάσεων, που φυσικά κανείς δεν ονομάζει αστικές, όπως και των ιδεών του Διαφωτισμού, που επίσης κανείς δεν ονομάζει αστικές, περιγράφει μια υποτιθέμενη διιστορική μάχη ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, η οποία έληξε αιώνια και τελεσίδικα προς όφελος της ανθρωπότητας ή αν συνεχίζεται, δεν μπορεί παρά να ακολουθεί τα ίδια επαναλαμβανόμενα μοτίβα, δηλαδή να παραμένει πάντα εντός των τειχών της καπιταλιστικής εξουσίας.
Ο Καλύβας εκτιμά ότι όλα θα πάνε καλά αν δεν απομακρυνθούμε από τις γερασμένες φιλελεύθερες αστικές ιδέες. Ο Τσίπρας θεωρεί ότι πρέπει να στηρίξουμε εναλλακτικές σοσιαλδημοκρατικές, αλλά εξίσου αστικές ιδέες. Λες και τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα προέρχονται αποκλειστικά από τις ιδέες και δεν αφορούν την ίδια τη φύση του καπιταλισμού, την ίδια την ταξική εκμετάλλευση.
Με λίγα λόγια, αφαιρώντας την ταξικότητα και την ιστορικότητα της καπιταλιστικής εξουσίας, οι απολογητές της μπορούν με ευκολία να την παρουσιάσουν ως αιώνια ή να θεωρούν ότι η οποιαδήποτε κοινωνική - ταξική και ιδεολογική - πολιτική σύγκρουση μπορεί να κλειστεί στα όριά της, όπως οι Ιεροεξεταστές του Μεσαίωνα με τα φθαρμένα ράσα βεβαίωναν την αιώνια τάξη του κόσμου, αναζητούσαν την όποια αντιπαράθεση στο εσωτερικό των εκκλησιαστικών κειμένων και έβλεπαν μόνο δράκους και ποτάμια λάβας μακριά από τον ορίζοντα της φεουδαρχικής εξουσίας.
Και αυτό συμβαίνει διότι πολύ απλά η ένταξη της καπιταλιστικής εξουσίας σε έναν συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο και η απόδοση σε αυτή συγκεκριμένων ταξικών χαρακτηριστικών σημαίνει αφενός ότι είναι πρόσκαιρη και επομένως μπορεί να αμφισβητηθεί και αφετέρου ότι νομοτελειακά όχι μόνο θα αμφισβητηθεί, αλλά και θα ανατραπεί από εκείνες τις κοινωνικές δυνάμεις που έχουν αντίθετα ταξικά συμφέροντα. Ενώ, αντίθετα, η προσφυγή στη σύγχρονη μεταφυσική και τον ιδεαλισμό απαλλάσσει τα «ιστορικά αφηγήματα» και τους εμπνευστές τους από τέτοιους κινδύνους.
Ποιος όμως μπορεί να είναι ο ρόλος των επαναστάσεων σε έναν «αιώνια αδιατάρακτο κόσμο»; Οι σημερινοί αστοί διανοούμενοι βεβαιώνουν ότι οι επαναστάσεις είχαν νόημα στον φεουδαρχικό κόσμο του φυσικού καταναγκασμού, αλλά δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα στον κόσμο της καπιταλιστικής δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, όμως, εντός του συγκεκριμένου πλαισίου, οι απολογητές της αστικής εξουσίας βλέπουν με καχυποψία ή και αντιπάθεια κάθε επανάσταση, ακόμα και τις αστικές επαναστάσεις. Και αυτό διότι κάθε επανάσταση σημαίνει αλλαγή τάξης στην εξουσία και επομένως η εξοικείωση των εκμεταλλευμένων με τον πραγματικό ρόλο μιας επανάστασης μπορεί να οδηγήσει στην ανατροπή της εξουσίας των εκμεταλλευτών τους, εν προκειμένω στην ανατροπή της δικής τους εξουσίας.
Κατά συνέπεια, γιορτάζουν μια Επανάσταση που δεν ήταν και τόσο Επανάσταση, μια Επανάσταση των ιδεών, με αποκλειστικό σκοπό την εθνική απελευθέρωση. Οπως υποστηρίζει ο Στάθης Καλύβας:
«...προτιμώ να αποκαλώ την Ελληνική Επανάσταση "Πόλεμο της Ανεξαρτησίας". Και αυτό γιατί ο όρος "επανάσταση" χρησιμοποιείται για να περιγράψει πολλά και ανόμοια μεταξύ τους φαινόμενα (π.χ. Γαλλική Επανάσταση, Οκτωβριανή Επανάσταση, Βιομηχανική Επανάσταση), τα οποία ελάχιστη συνάφεια έχουν με το γεγονός που μας ενδιαφέρει».3
Παρόμοια άλλος σοσιαλδημοκράτης απολογητής της αστικής εξουσίας σημειώνει:
«Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό της Theda Skocpol, οι κοινωνικές επαναστάσεις είναι "γρήγοροι, βασικοί μετασχηματισμοί των κρατικών και ταξικών δομών μιας κοινωνίας οι οποίοι συνοδεύονται και εν μέρει πραγματοποιούνται με ταξικές εξεγέρσεις από τα κάτω". Τέτοια μείζονα παραδείγματα ήταν η Γαλλική, η Ρωσική και η Κινέζικη Επανάσταση, οι οποίες είναι διαφορετικές από τις πολιτικές επαναστάσεις, οι οποίες άλλαξαν μόνο τις δομές της πολιτικής εξουσίας. Η Ελληνική, όπως και η Αμερικανική Επανάσταση, ανήκουν σε μία τρίτη, μεγάλη κατηγορία, αυτή των εθνικών επαναστάσεων. (...) Κάποιες από αυτές τις επαναστάσεις, κυρίως στις αποικίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, συνδύαζαν την εθνική απελευθέρωση με την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας. Η ελληνική επανάσταση δεν μπορεί να συμπεριληφθεί σε αυτές γιατί, ενώ επέφερε σημαντικές κοινωνικές αλλαγές σε σχέση με τα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, ήταν μια κατά κύριο λόγο εθνική επανάσταση, δηλαδή είχε ως βασικό στόχο τη δημιουργία ανεξάρτητου εθνικού κράτους».4
Δηλαδή, προς θεού μη νομίσει κανείς ότι η Επανάσταση ήταν Επανάσταση και πολύ περισσότερο μη θυμηθεί την Οκτωβριανή ή την Κινεζική Επανάσταση. Βλέπετε, αυτά είναι κακά ιστορικά παραδείγματα.
Συμπερασματικά, οι απολογητές της καπιταλιστικής εξουσίας, αποδεχόμενοι την αιώνια ύπαρξή της, υιοθετούν όλο και περισσότερο σχήματα που περιγράφουν την Ιστορία ως ένα μακρόχρονο άθροισμα διαρθρωτικών αλλαγών. Με άλλα λόγια, προτιμούν να βλέπουν την κοινωνική εξέλιξη ως άθροισμα μακροχρόνιων ποσοτικών αλλαγών, ακριβώς γιατί δεν θέλουν να δουν την ποιοτική αλλαγή που σηματοδοτεί μια Επανάσταση.
Οπως είναι φανερό από τα προηγούμενα, αυτός ο ιδεολογικός - πολιτικός πόλεμος της ασυναρτησίας που εξαπολύουν τα αστικά επιτελεία με αφορμή την Επανάσταση του 1821, λίγο προσπαθεί να απαντήσει σε ιστορικά ερωτήματα και ακόμα λιγότερο συνδέεται με μια επιστημονική ιστορική μεθοδολογία. Αυτός είναι ο λόγος εξάλλου που η Επανάσταση του 1821 χρησιμοποιείται μόνο ως πρόλογος, προκειμένου να εξωραϊστεί η ιστορία της καπιταλιστικής εξουσίας στην Ελλάδα και να προβληθούν διαφορετικές, αλλά πάντα αστικές, στρατηγικές για το μέλλον της.
Ομως, η επιτυχία αυτής της στόχευσης, όπως και η νομιμοποίηση της σύγχρονης καπιταλιστικής εξουσίας, απαιτεί την απάλειψη της ταξικής πάλης από την Ιστορία. Γι' αυτό και η ακαδημαϊκός Βάσω Κιντή, μιλώντας σε διαδικτυακή εκδήλωση Λυκείου, υποστήριξε ότι η ταξική ανάγνωση της Ιστορίας δεν μπορεί να προσφέρει πλέον τίποτα και κάλεσε τους μαθητές που δεν φαίνεται να πολυπείθονταν, να ακούν τους πανεπιστημιακούς.
Βέβαια, επειδή η αποσιώπηση της ταξικής πάλης και των δεινών της ταξικής εκμετάλλευσης δεν είναι μια εύκολη υπόθεση, ως επωφελέστερη προπαγάνδα προκρίνεται η διαστρέβλωση της σημασίας της ταξικής πάλης στην Ιστορία, καθώς και των αγώνων και των αιτημάτων του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος.
Υπό αυτό το πρίσμα, δεν αποτελεί έκπληξη το βίντεο της Επιτροπής Ελλάδα 2021 με τίτλο «Σε γνωρίζω από την όψη. 200 χρόνια Ελλάδα». Σε αυτό περιλαμβάνονται λίγο έως πολύ όλα και ταυτόχρονα τίποτα. Ολα γιατί γίνεται αναφορά πολλών σημαντικών ιστορικών σταθμών και τίποτε διότι απλά καταγράφονται ως ιστορικά γεγονότα χωρίς αιτίες και αποτελέσματα και επομένως μακριά από κάθε ανάγκη και απαίτηση της ιστορικής επιστήμης. Αποφεύγοντας να προχωρήσει σε μια ερμηνεία των σημαντικών ιστορικών σταθμών των τελευταίων 200 χρόνων ή αποδίδοντάς τα σε προσωπικά κίνητρα και συγκρούσεις, το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ επιχειρεί - υπό το πρόσχημα της αντικειμενικότητας - να εξωραΐσει την Ιστορία της καπιταλιστικής εξουσίας.
Ετσι, η ενδοαστική σύγκρουση κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου παρουσιάζεται ως σύγκρουση Βασιλιά - Βενιζέλου και ως εμφύλια σύγκρουση, η Μικρασιατική Καταστροφή δεν αιτιολογείται, η χρεοκοπία του 1932 αποδίδεται στο αμερικανικό κραχ και όχι στη διεθνή καπιταλιστική οικονομική κρίση και θεωρείται ως αφορμή για τη λήψη φιλεργατικών μέτρων, η δικτατορία του 1936 αποδίδεται στον Μεταξά και μόνο, ο εμφύλιος πόλεμος αποδίδεται στον Ψυχρό Πόλεμο, η δικτατορία στο παρακράτος του εμφυλίου, χωρίς να αναφέρεται από ποιον δημιουργήθηκε.
Κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά, γίνονται αναφορές στο εργατικό κίνημα του μεσοπολέμου, στο ΕΑΜ και στα Δεκεμβριανά, στις φυλακές και εξορίες (χωρίς αναφορά στους κομμουνιστές), στον Λαμπράκη και στην ΕΔΑ, στη μεταπολεμική εξωτερική μετανάστευση. Ομως, στο επίκεντρο της ιστορικής ανάγνωσης δεν είναι οι κόποι, οι πόθοι, τα βάσανα και οι αγώνες της εργατικής τάξης και του φτωχού λαού, αλλά η διαρκής καπιταλιστική ανάπτυξη της Ελλάδας από τον Βενιζέλο μέχρι και τον Σημίτη. Γι' αυτό και η καπιταλιστική οικονομική κρίση του 2008 περνά στα ψιλά, προκειμένου να μη διαταραχθεί το αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας και ενότητας, που διανθίζεται με το Εurobasket του 1987, τους Ολυμπιακούς Αγώνες κ.λπ., για να καταλήξει στη δυνατότητα μιας νέας καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και όσοι συνδυάζουν την απαίτηση εθνικής (βλέπε αστικής) ενότητας και της νέας καπιταλιστικής ανάπτυξης με μια πιο καθαρή επίθεση στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα. Για παράδειγμα, η Σοφία Γιαννακά, διαστρεβλώνοντας τη Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 200 χρόνια, εντάσσει το ΚΚΕ σε αυτούς που μισούν την 25η Μαρτίου5 (που είναι ημερομηνία και όχι Επανάσταση). Φυσικά, όταν η ίδια αντιλαμβάνεται την Ελλάδα ως διαχρονικά ισχυρό brand (εταιρική μάρκα), είναι φυσικό να νιώθει και απέχθεια για ό,τι ξεφεύγει από τις απαιτήσεις της καπιταλιστικής εξουσίας.
Οι προσπάθειες της αστικής δημοσιολογίας και ιστοριογραφίας να αφαιρέσουν κάθε αναφορά στην ταξική πάλη και στις επαναστάσεις ως κινητήριων δυνάμεων της ιστορικής εξέλιξης, η απόπειρα να παρουσιαστούν οι καπιταλιστικές ιδέες της Αναγέννησης (15ος - 16ος αιώνας) ως νεωτερικές (την ίδια στιγμή μάλιστα που οι θέσεις του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος παρουσιάζονται ως ξεπερασμένες), η ταξική και πολιτική εργαλειοποίηση της Ιστορίας κ.λπ. αποτελούν την ιδεολογική αντανάκλαση του σάπιου και γερασμένου καπιταλισμού. Στο βαθμό που αυτός δεν έχει πλέον τίποτα να προσφέρει στη συντριπτική πλειοψηφία της ανθρωπότητας, μπορεί μόνο να διαστρεβλώνει την Ιστορία, για να συγκαλύπτει τις αδυναμίες του και να δυσφημεί τους ταξικούς αντιπάλους του, όχι όμως και να παράξει σύγχρονο θετικό λόγο.
Από αυτήν τη σκοπιά, η αντιπαράθεση με την αστική δημοσιολογία και ιστοριογραφία έτσι και αλλιώς δεν περιορίζεται στην Ιστορία και δεν αφορά μόνο τους ειδικούς. Αφορά εξ αντικειμένου όλους όσους τα συμφέροντα και οι ανάγκες τους δεν καλύπτονται από την καπιταλιστική εξουσία. Αφορά πρώτιστα την εργατική τάξη, τους βιοπαλαιστές αγρότες, τους αυτοαπασχολούμενους της πόλης, τις γυναίκες και τους φοιτητές των λαϊκών οικογενειών, αλλά και τους ερευνητές και επιστήμονες που δεν ανέχονται η Ιστορία να κολοβώνεται στα μέτρα της καπιταλιστικής εξουσίας.
Από την ίδια σκοπιά, η αντιπαράθεση δεν έχει να κάνει μόνο με την ιστορική αλήθεια, αλλά αποτελεί και προϋπόθεση της αντικαπιταλιστικής πάλης, του απεγκλωβισμού κοινωνικών δυνάμεων σε αυτή την κατεύθυνση, της συγκρότησης κοινωνικής συμμαχίας για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας.
Η εργατική τάξη και οι άλλες υπό εκμετάλλευση μάζες διατρανώνοντας πως η Ιστορία κινείται δεν συντάσσονται μόνο με την ιστορική αλήθεια, συστρατεύονται με την κοινωνική εξέλιξη, που βρίσκεται στην ίδια κατεύθυνση με τα συμφέροντα και τις ανάγκες τους, αμφισβητούν τη νομιμότητα του κόσμου της ταξικής εκμετάλλευσης, των καπιταλιστικών οικονομικών κρίσεων, των ιμπεριαλιστικών πολέμων, της προσφυγιάς, της φτώχειας και της ανεργίας.
Οπως όταν ο Γαλιλαίος υποστήριζε ότι ο ήλιος κινείται, δεν αμφισβητούσε μόνο τις αντιλήψεις της Καθολικής Εκκλησίας για το ηλιακό σύστημα, αμφισβητούσε πολύ περισσότερο την ίδια της την εξουσία επί Γης και συνολικότερα τη φεουδαρχική εξουσία.
Παραπομπές:
1. Στάθης Ν. Καλύβας, «Το ελληνικό όνειρο», εκδ. «Μεταίχμιο», Αθήνα, 2020, σελ. 23.
2. Αλέξης Τσίπρας, «Η επικαιρότητα του Εικοσιένα», «Εφημερίδα των Συντακτών», 24 Μαρτίου 2021.
3. Στάθης Ν. Καλύβας, «Το ελληνικό όνειρο», εκδ. «Μεταίχμιο», Αθήνα, 2020, σελ. 17.
4. Πολυμέρης Βόγλης, «Επανάσταση και ανεξαρτησία», «Η Αυγή», 7 Φεβρουαρίου 2021.
5. https://www.iefimerida.gr/ellada/poioi-misoyn-tin-25i-martioy
Κώστα ΣΚΟΛΑΡΙΚΟΥ*
* Ο Κ. Σκολαρίκος είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου