ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΙΚΟ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟ ΣΤΗΝ ΑΝΟΙΚΤΗ ΑΓΟΡΑ
Η «απελευθέρωση» από το κρατικό μονοπώλιο στρατηγικών τομέων της οικονομίας, όπως η ηλεκτρική ενέργεια, δεν αποτελεί νέο φαινόμενο και δεν αφορά αποκλειστικά την Ελλάδα. Η συγκεκριμένη κυβερνητική πολιτική υλοποιείται σταδιακά στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και στην ΕΕ, ήδη από τη δεκαετία του ’70.
Ο εκάστοτε βαθμός επιχειρηματικής δραστηριότητας του αστικού κράτους σε διάφορες σφαίρες της παραγωγής και της οικονομίας δεν αποτελεί τυχαίο φαινόμενο ούτε προϊόν αυθαίρετης επιλογής των κυβερνητικών επιτελείων κάθε χώρας. Η διατήρηση του κρατικού μονοπωλίου σε τομείς στρατηγικής σημασίας της οικονομίας εδράζεται στις ανάγκες διευρυμένης αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου για μια ορισμένη περίοδο ανάπτυξης, αφού διασφαλίζει την αναγκαία υποδομή, ώστε να επιταχυνθεί η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Πρόκειται για την ιστορική περίοδο, όπου σύμφωνα και με το δεδομένο επίπεδο τεχνολογικής ανάπτυξης απαιτείται μεγάλη επένδυση κεφαλαίου, η οποία δε διασφαλίζει γρήγορα υψηλό κέρδος (π.χ. πυρηνικοί σταθμοί ενέργειας).
Την περίοδο αυτή η αστική πολιτική μέσω του κρατικού μονοπωλίου της ΔΕΗ εξυπηρέτησε πολλαπλά την πορεία καπιταλιστικής ανάπτυξης, π.χ. με τη δημιουργία της αναγκαίας υποδομής για τη δράση του μονοπωλιακού κεφαλαίου, την πολιτική τιμών του βιομηχανικού ρεύματος, την πολιτική προμηθειών και κατασκευών ενεργειακών έργων από εγχώριους ομίλους. Παράλληλα η ύπαρξη του κρατικού μονοπωλίου βοήθησε την αστική τάξη να διαχειριστεί τις λαϊκές ανάγκες καθώς και πλευρές της ταξικής πάλης, από τη σκοπιά των στρατηγικών συμφερόντων της (π.χ. η διαμόρφωση τιμών οικιακής χρήσης που να συμβάλλουν στη διατήρηση ενός επιπέδου λαϊκής κατανάλωσης).
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ιστορική κυριαρχία του κρατικού μονοπωλίου συνδέεται με την ανάγκη δημιουργίας προϋποθέσεων καπιταλιστικής συσσώρευσης σε τομείς όπου απαιτείται μεγάλο κεφάλαιο, με ισχυρό κίνδυνο για την κερδοφορία του.
Ομως η αποκλειστικότητα της κρατικής επιχειρηματικής δραστηριότητας σε τομείς της οικονομίας δε συμβαδίζει μακροπρόθεσμα με τις νομοτέλειες της καπιταλιστικής παραγωγής. Η υπερσυσσώρευση κεφαλαίων σε άλλους κλάδους που αναζητούν διέξοδο για άνοδο της κερδοφορίας τους οδηγεί γενικά στην «απελευθέρωση» των στρατηγικών τομέων της οικονομίας από την κρατική προστασία.
Δεν πρόκειται επίσης για νέο φαινόμενο της καπιταλιστικής οικονομίας. Το κεφάλαιο μετακινείται ασταμάτητα από σφαίρες της παραγωγής με χαμηλό ποσοστό κέρδους προς σφαίρες που αποφέρουν μεγαλύτερο κέρδος. Με τη μετακίνηση του κεφαλαίου ανάμεσα στις διάφορες σφαίρες της παραγωγής με γνώμονα τις διαφορές στο ποσοστό κέρδους, οδηγούμαστε σε τελευταία ανάλυση στην τάση εξίσωσης του ποσοστού κέρδους.
Ο Μαρξ επισημαίνει: «Η διαρκής εξίσωση των διαρκών αναδυόμενων ανισοτήτων συντελείται τόσο πιο γρήγορα: 1) Οσο πιο κινητό είναι το κεφάλαιο, δηλαδή όσο πιο εύκολα μπορεί να μεταφέρεται απ’ τη μια σφαίρα στην άλλη και απ’ το ένα μέρος στο άλλο, 2) όσο πιο γρήγορα μπορεί η εργατική δύναμη να ρίχνεται απ’ τη μια σφαίρα στην άλλη και απ’ το ένα τοπικό κέντρο παραγωγής στο άλλο. Το πρώτο σημείο προϋποθέτει πλήρη ελευθερία του εμπορίου στο εσωτερικό της κοινωνίας και παραμέριση όλων των μονοπωλίων, εκτός απ’ τα φυσικά μονοπώλια, δηλαδή των μονοπωλίων που προκύπτουν απ’ τον ίδιο τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής» .
Σε μια ορισμένη χρονική περίοδο λοιπόν η ύπαρξη του κρατικού μονοπωλίου εμποδίζει την εύκολη μετακίνηση του κεφαλαίου ανάμεσα στις διάφορες σφαίρες και τομείς της παραγωγής. Η αναδιάρθρωση σε τομείς στρατηγικής σημασίας δημιουργεί δυνατότητες ευκολότερης εισόδου σε αυτούς, σε κεφάλαια που είχαν υπερσυσσωρευτεί σε άλλους κλάδους.
Η αναδιάρθρωση ξεκινά συνήθως αφού έχει ολοκληρωθεί με κρατικές επενδύσεις η οικοδόμηση του δικτύου μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και γενικότερα η αναγκαία υποδομή για τη διασφάλιση μιας στοιχειώδους ενεργειακής επάρκειας σε κάθε καπιταλιστική χώρα. Ξεκινά από τομείς όπου η τεχνολογική ωρίμανση επιτρέπει γρήγορη και υψηλή κερδοφορία σε μικρότερη πλέον κλίμακα παραγωγής. Ετσι στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας ξεκινά με το σκέλος των σταθμών παραγωγής και επεκτείνεται σταδιακά στη μεταφορά και στη διανομή (π.χ. η σύγχρονη τεχνολογία των έξυπνων και ευέλικτων δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και ταυτόχρονα των πληροφοριών για τη λειτουργία και τον έλεγχο του συστήματος, διευκολύνει την είσοδο του ιδιωτικού κεφαλαίου).
Την περίοδο της «απελευθέρωσης» το πρώην κρατικό μονοπώλιο δεν εξαφανίζεται, αλλά αλλάζει ρόλο μέσα από τη μερική ή ολική ιδιωτικοποίηση - μετοχοποίησή του. Λειτουργεί σύμφωνα με τους νόμους του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, όπως και οι ιδιωτικοί όμιλοι που το ανταγωνίζονται. Στοχεύει στη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας του με την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων του και την επιβάρυνση της λαϊκής κατανάλωσης.
Ο υπουργός Οικονομίας Γ. Αλογοσκούφης σε πρόσφατη συνέντευξή του στην Ενωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου ανέφερε χαρακτηριστικά:
«Για όλες τις επιχειρήσεις το ζητούμενο είναι να λειτουργούν με όρους και προϋποθέσεις ιδιωτικής επιχείρησης, ανεξάρτητα από τη μετοχική τους σύνθεση, προς όφελος των μετόχων, με πελατοκεντρική προσέγγιση. Σε ορισμένες περιπτώσεις ίσως να μη χρειάζεται καν αποκρατικοποίηση, αν τηρηθούν τα παραπάνω» .
Το αστικό κράτος επιχειρεί επίσης να διαχειριστεί τον ανταγωνισμό ανάμεσα στο μετοχοποιημένο πρώην κρατικό μονοπώλιο και τις εισερχόμενες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Αξιοποιεί για το σκοπό αυτό την κρατική χρηματοδότηση, τις νομοθετικές ρυθμίσεις και τις λεγόμενες «ανεξάρτητες ρυθμιστικές αρχές» (π.χ. η ελληνική ΡΑΕ).
Η συγκεκριμένη πολιτική επιχειρεί αφενός να αμβλύνει τις αντιθέσεις που γεννά ο ανταγωνισμός των μονοπωλιακών ομίλων και αφετέρου να διασφαλίσει τα στρατηγικά συμφέροντα της αστικής τάξης.
Για το ΚΚΕ η αξιολόγηση κάθε ενεργειακής πολιτικής γίνεται με γνώμονα το αν εναρμονίζεται σε μια συνολική πολιτική που ικανοποιεί τις διευρυνόμενες λαϊκές ανάγκες. Εξετάζουμε ποιοι πολιτικοί όροι, ποιες σχέσεις παραγωγής μπορούν να διασφαλίσουν τη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας, τη φτηνή λαϊκή κατανάλωση, την ασφάλεια των εργαζομένων, την πλήρη - σταθερή εργασία, την προστασία του περιβάλλοντος, τις ανάγκες των εργαζομένων στο σύνολό τους και όχι αποσπασματικά, τη σχεδιασμένη αναλογική ανάπτυξη των βιομηχανικών κλάδων με στόχο την κοινωνική ευημερία. Κάτω από αυτό το πρίσμα θα εξετάσουμε την πορεία αναδιάρθρωσης του τομέα ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ και στην Ελλάδα.
ΤΟ ΔΙΑΚΡΑΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΕ
Η σταδιακή «απελευθέρωση» του ενεργειακού τομέα της ΕΕ απ’ την εθνική κρατική προστασία συντελείται ήδη στη δεκαετία του ’90, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της συνθήκης του Μάαστριχ για ελεύθερη κίνηση κεφαλαίου, εργασίας, εμπορευμάτων στο σύνολο της επικράτειας της ΕΕ.
Σαν κατεύθυνση εντάσσεται στο στρατηγικό σχέδιο αναδιαρθρώσεων στα κράτη-μέλη της ΕΕ, με στόχο να μετατραπεί η ΕΕ στην πιο ανταγωνιστική οικονομία στον κόσμο ως το 2010, σύμφωνα με τις διακηρύξεις της στρατηγικής της Λισσαβόνας. Η στρατηγική αυτή στοχεύει στην επιτάχυνση της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, στην αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης.
Το πρώτο μεγάλο βήμα για την αναδιάρθρωση και τη δημιουργία μιας ενιαίας εσωτερικής αγοράς στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας έγινε με την ψήφιση της Οδηγίας 96/92/ΕΚ. Με την οδηγία αυτή καταργήθηκαν τα αποκλειστικά κρατικά δικαιώματα κατασκευής και λειτουργίας σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και προβλέφθηκε διαδικασία χορήγησης σχετικών αδειών σε ιδιώτες επενδυτές. Προηγήθηκε και αξιοποιήθηκε σχετικά η βρετανική εμπειρία. Προβλέφθηκε επίσης η δημιουργία φορέων διαχείρισης των εθνικών συστημάτων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, διαφορετικών απ’ τα κρατικά μονοπώλια που ασκούσαν ουσιαστικά τη διαχείριση την προηγούμενη περίοδο.
Ακολούθησε η Οδηγία 2001/77/ΕΚ, με την οποία προβλέφθηκε η αποφασιστική κρατική ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και ο καθορισμός εθνικών, ενδεικτικών στόχων αύξησης της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ.
Το επόμενο αποφασιστικό βήμα ήταν η έκδοση της Οδηγίας Πλαίσιο 2003/54/ΕΚ με στόχο την επιτάχυνση της «απελευθέρωσης». Σύμφωνα με την οδηγία, από την 1η Ιουλίου 2007 όλοι οι καταναλωτές (συμπεριλαμβανομένων και των οικιακών) θα μπορούν να αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια από οποιονδήποτε προμηθευτή στο πλαίσιο της ΕΕ.
Παρέχονται επίσης αυξημένα δικαιώματα λήψης αποφάσεων στους Διαχειριστές των δικτύων (κρατικούς φορείς) στην περίπτωση που τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής ενός κράτους-μέλους παραμένουν στην ιδιοκτησία καθετοποιημένης επιχείρησης, δηλαδή του πρώην κρατικού μονοπωλίου.
Παράλληλα ενισχύεται ο ρόλος των ρυθμιστικών αρχών που είναι υπεύθυνες για τη διασφάλιση του ουσιαστικού ανταγωνισμού μεταξύ των ιδιωτικών ομίλων και των προϋποθέσεων για τη σύνδεση στο δίκτυο νέων παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας.
Αξιοσημείωτη εξέλιξη ήταν και η υιοθέτηση του Κανονισμού 1228/2003 για τον καθορισμό κανόνων σχετικά με τις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας. Στόχος του κανονισμού ήταν η αντιμετώπιση ορισμένων εμποδίων στην ενοποίηση της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω εναρμονισμένων τιμολογίων πρόσβασης στα δίκτυα και ενιαίων διαδικασιών αντιμετώπισης των προβλημάτων συμφόρησης στα δίκτυα στις διασυνοριακές ανταλλαγές.
Η προώθηση των συγκεκριμένων νομοθετικών ρυθμίσεων οδήγησε στην επιτάχυνση της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Ηδη από το 2002, πέντε μεγάλοι μονοπωλιακοί όμιλοι (γαλλική EdF, γερμανικές RWE, EON, VattenFall, ιταλική ENEL) έφτασαν να ελέγχουν το 55% της αγοράς της ΕΕ-15. (Παράρτημα, Διάγραμμα 1).
Η παρουσία των πέντε αυτών ομίλων στις αγορές των κρατών-μελών της ΕΕ, το 2005, αποτυπώνεται στον Πίνακα 1.
Η επιτάχυνση αυτή βασίστηκε στην αύξηση της παραγωγικότητας και του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασίας και ενίσχυσε την ανταγωνιστική θέση της ΕΕ έναντι των ΗΠΑ. (Πίνακας 2).
Πίνακας 1
Μεγαλύτερη εταιρία Αλλες σημαντικές
Αυστρία VERBUND RWE, ΕΟΝ, ΕdF
Βέλγιο E-BEL EdF
Δανία ELSAM VF, EON
Φινλανδία FORTUM VF, EON
Γαλλία EdF ENDESA (ENEL-ΕΟΝ)
Γερμανία RWE EON, VF, EdF
Ιρλανδία ESB
Ιταλία ENEL ENDESA (ENEL-ΕΟΝ)
Ολλανδία E-BEL EON
Πορτογαλία EDP ENDESA (ENEL-ΕΟΝ)
Ισπανία ENDESA ENEL
Σουηδία VF EON
Ην. Βασίλειο EdF, EON, RWE
Πολωνία BOT EdF
Tσεχία CEZ RWE, EON
Σλοβακία ENEL RWE, EdF, EON
Ουγγαρία MVM EdF, EON, RWE
Σλοβενία HSE
Πίνακας 2
Αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στους κλάδους της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου
Ετήσιο % 1979-1990 1990-1995 1995-2001
ΕΕ - 15 2,7 3,6 5,7
ΗΠΑ 1,1 1,8 0,1
Πηγή: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 2005.
Η πορεία αυτή οδήγησε σε όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων για το ρυθμό και το πλαίσιο διαχείρισης της «απελευθέρωσης». Οι αντιθέσεις αυτές έχουν αντικειμενική βάση. Εδράζονται στην καπιταλιστική ανισομετρία και στην εθνοκρατική οργάνωση πάνω στην οποία εξακολουθεί να στηρίζεται η καπιταλιστική συσσώρευση στην ΕΕ. Η συμμαχία των καπιταλιστικών κρατών της Ευρώπης για να αντεπεξέλθουν στο διεθνή ανταγωνισμό δεν μπορεί να αναιρέσει αυτά τα χαρακτηριστικά.
Στην ετήσια έκθεσή της το 2005 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ομολογεί:
«Νευραλγικό ζήτημα συνιστά η αποτυχία ολοκλήρωσης των εθνικών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας σε ευρύτερη ενιαία ευρωπαϊκή αγορά. Ζωτική σημασία έχει εν προκειμένω να συνεχιστεί η βελτίωση των κανόνων για διασυνοριακό εμπόριο ηλεκτρικής ενέργειας… Δεύτερον τα κράτη μέλη εξακολουθούν να αμελούν για το ζήτημα της διάρθρωσης της αγοράς. Οπως έχει επισημανθεί και σε προγενέστερες εκθέσεις, στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου πάρα πολλών κρατών-μελών κυριαρχούν μία ή δύο εταιρίες και σε πολλές περιπτώσεις είναι ανεπαρκές το δυναμικό για διασυνοριακό ανταγωνισμό. Είναι επιτακτική ανάγκη εξεύρεσης λύσεων σε αυτά τα προβλήματα».
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανησυχεί γιατί η ισχυροποίηση των μονοπωλιακών ομίλων ακυρώνει στην πράξη τη μυθοπλασία περί «ελεύθερου ανταγωνισμού προς όφελος του λαϊκού καταναλωτή» και σημειώνει: «Παρότι οι διακυμάνσεις τιμών δεν είναι ασυνήθιστες, οι αυξήσεις δύσκολα θα γίνουν αποδεκτές από τους καταναλωτές στις περιπτώσεις που οι προοπτικές αλλαγής προμηθευτή φαίνεται να είναι περιορισμένες και στις περιπτώσεις που η διαπραγματευτική ισχύς των καταναλωτών είναι ασθενής, λόγω δυσμενούς διάρθρωσης της αγοράς».
Φυσικά το πρόβλημα δεν οφείλεται στην «αμέλεια» των κρατών-μελών για το ζήτημα της διάρθρωσης της αγοράς, αλλά στην αντικειμενική επίδραση της διαδικασίας συσσώρευσης του κεφαλαίου. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι το 2007 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέβαλε ένα σημαντικό πρόστιμο 750 εκ. ευρώ στους βασικότερους ομίλους προμήθειας ενεργειακού εξοπλισμού με την κατηγορία του σχηματισμού καρτέλ (Siemens, Alstom κλπ.).
Στην προσπάθεια άμβλυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δίνει έμφαση στην ενοποίηση των εθνικών αγορών σε μεγαλύτερες ομάδες, στην αύξηση του επιπέδου των διαθέσιμων διασυνδέσεων μεταξύ των κρατών-μελών, στον ιδιοκτησιακό διαχωρισμό των εθνικών δικτύων μεταφοράς και διανομής από τις καθετοποιημένες επιχειρήσεις (πρώην κρατικά μονοπώλια), στην υιοθέτηση δεσμευτικών εθνικών στόχων για τα μερίδια ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ.
Στις προτάσεις αυτές εκφράζεται ισχυρή αντίθεση από ένα μπλοκ κρατών (Γαλλίας, Ιταλίας, Ισπανίας κ.ά.) με το οποίο συμπορεύεται και η Ελλάδα. Το συγκεκριμένο μπλοκ θεωρεί ότι οι στόχοι ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ πρέπει να είναι ενδεικτικοί και όχι δεσμευτικοί, επισημαίνοντας τον κίνδυνο ανόδου των τιμών ηλεκτροπαραγωγής για την ενεργοβόρα εγχώρια μεταποίηση - βιομηχανία τους. Διαφωνεί επίσης με το ιδιοκτησιακό διαχωρισμό του δικτύου από τα πρώην κρατικά μονοπώλια ηλεκτρικής ενέργειας. Δε συμφωνεί στη διαμόρφωση θεσμού «υπερ-ρύθμισης», δηλαδή μίας ενιαίας ευρωπαϊκής ρυθμιστικής αρχής ενέργειας με ενισχυμένες εκτελεστικές αρμοδιότητες. Οι συγκεκριμένες διαφωνίες σε επίπεδο υπουργών και αρχηγών κρατών-μελών εκφράστηκαν το Φεβρουάριο και το Μάρτιο του 2007 και αντανακλούν κυρίως τις αντιθέσεις τμημάτων του βιομηχανικού κεφαλαίου ορισμένων κρατών, που εκτιμά ότι θα επιδεινωθεί η ανταγωνιστική του θέση αν υιοθετηθούν οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (π.χ. γαλλικοί βιομηχανικοί όμιλοι διατηρούν ενισχυμένη ανταγωνιστική θέση λόγω του σύγχρονου συγκριτικά φθηνού βιομηχανικού ρεύματος που εξακολουθεί να τους διασφαλίζει το πρώην κρατικό μονοπώλιο EdF).
Σε επιστολή του προς τον Κοινοτικό Επίτροπο για την Ενέργεια, Αντρίς Πίμπαλγκς, στις 10 Ιανουαρίου 2007 ο Γάλλος υπουργός βιομηχανίας σημειώνει ότι «η απελευθέρωση απέτυχε να διασφαλίσει φτηνότερες τιμές για τους καταναλωτές και επισημαίνει τις πολύ μεγάλες αυξήσεις τιμών μεταξύ 2004-2006 στην ΕΕ.
Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και ο μονοπωλιακός ανταγωνισμός έχουν ασκήσει επίσης σημαντική επίδραση στην έκβαση λαϊκών αγώνων ενάντια στην «απελευθέρωση» και τις ιδιωτικοποιήσεις που εκδηλώθηκαν διεθνώς κυρίως μετά το 1999 (π.χ. Γαλλία, ΗΠΑ, Μεξικό, Καναδάς).
Η «ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ» ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ
Πριν παρουσιάσουμε το ιστορικό των κρατικών ρυθμίσεων για τη διαμόρφωση της νέας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, θεωρούμε αναγκαία μια συνοπτική αναφορά στη δομή και στις τάσεις του τομέα ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας.
Ο τομέας ηλεκτρικής ενέργειας αποτελείται από τέσσερις (4) συνδεδεμένες δραστηριότητες: Την παραγωγή (μετασχηματισμό ενέργειας από καύσιμο και ανανεώσιμες πηγές σε ηλεκτρική ενέργεια), τη μεταφορά της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας στα κέντρα ζήτησης, τη διανομή στους τελικούς καταναλωτές (βιομηχανίες, νοικοκυριά κλπ.) και την εμπορική δραστηριότητα (προμήθεια - πώληση ηλεκτρικής ενέργειας).
Η συμμετοχή του τομέα στο ΑΕΠ για την περίοδο 1998-2005 ξεπερνά το 2,3% σε ετήσια βάση, ποσοστό που βρίσκεται σε αντιστοιχία με αυτό των ισχυρών κρατών-μελών της ΕΕ.
Σύμφωνα με μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) η εγχώρια τελική κατανάλωση ενέργειας την περίοδο 1985-2004 σημείωσε μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης 4%. Την περίοδο αυτή η τάση εξέλιξης της εγχώριας κατανάλωσης ήταν σταθερά ανοδική όπως φαίνεται και στο Διάγραμμα 2 (Παράρτημα).
Τους υψηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης παρουσίασαν οι τομείς των μεταφορών (12%), του εμπορίου και των υπηρεσιών (7,5%), ενώ μικρότερους ρυθμούς αύξησης παρουσίασε ο τομέας της βιομηχανίας, ιδιαίτερα της μεταποίησης (1,4%). Λόγω του διαφορετικού ρυθμού μεγέθυνσης της κατανάλωσης των επιμέρους τομέων της οικονομίας αλλάζει και η διάρθρωση της εγχώριας τελικής κατανάλωσης. Ετσι τις δύο πρώτες θέσεις στην κατανάλωση καταλαμβάνουν πλέον ο οικιακός τομέας και ο τομέας εμπορίου - υπηρεσιών (Παράρτημα, Διάγραμμα 3). Την περίοδο που εξετάζουμε στους συγκεκριμένους τομείς καταγράφεται εκτεταμένη διείσδυση των σύγχρονων ηλεκτρικών εφαρμογών (π.χ. ηλεκτρονικοί υπολογιστές, κλιματιστικά μηχανήματα). Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι η αστική στατιστική περιλαμβάνει λαθεμένα στις υπηρεσίες ορισμένες βιομηχανικές δραστηριότητες (π.χ. τηλεπικοινωνίες, πληροφορική).
Η συνολική καθαρή εγκατεστημένη ισχύς παραγωγής μεταβάλλεται για την περίοδο 1985-2004 με μέσο ετήσιο ρυθμό 3%. Οι θερμοηλεκτρικοί σταθμοί κατέχουν το 71% της συνολικής εγκατεστημένης ισχύος, οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί το 26% και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας το 3%. Το κύριο καύσιμο των θερμοηλεκτρικών σταθμών είναι ο λιγνίτης.
Τα τελευταία χρόνια αναπτύσσονται οι μονάδες συνδυασμένου κύκλου με καύσιμο το φυσικό αέριο και οι μονάδες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (κυρίως αιολικά πάρκα) λόγω των ισχυρών επενδυτικών κινήτρων (κρατική και ευρωενωσιακή χρηματοδότηση).
ΟΙ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ
ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΑΓΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
Στρατηγικοί στόχοι της αστικής τάξης είναι η άμεση επιχειρηματική δραστηριότητα του ιδιωτικού κεφαλαίου στον ενεργειακό τομέα, με την ανάλογη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλιακών ομίλων στο σύνολο της οικονομίας και η ανάδειξη της χώρας σε σημαντικό ενεργειακό δίαυλο στην ευρύτερη περιοχή.
Βασικό εμπόδιο για την υλοποίηση ιδιωτικών επενδύσεων στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας ήταν η δυσκολία στη σταδιακή άρση των μονοπωλιακών συνθηκών που είχαν διαμορφωθεί κατά τη μακροχρόνια περίοδο ύπαρξης της ΔΕΗ ως μοναδικού κρατικού μονοπωλίου στην παραγωγή - διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας. Η ΔΕΗ διαθέτει λιγνιτικούς και υδροηλεκτρικούς σταθμούς με συγκριτικά χαμηλό κόστος ηλεκτροπαραγωγής, καθώς και την ιδιοκτησία του δικτύου μεταφοράς και διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας.
Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ πήραν μια σειρά μέτρα με στόχο την ταχύτερη είσοδο του ιδιωτικού κεφαλαίου στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και την κρατική διασφάλιση της κερδοφορίας του. Πρόκειται για ένα σύνολο νομοθετικών ρυθμίσεων, καθώς και μέτρων κρατικής χρηματοδότησης και στήριξης ιδιωτικών επενδύσεων.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δρομολόγησε την «απελευθέρωση» με το νόμο 2773/99 που άνοιξε το δρόμο στη μετοχοποίηση του κρατικού μονοπωλίου της ΔΕΗ και τη μετατροπή της σε Ανώνυμη Εταιρία. Ετσι από τις πρώτες φάσεις της μετοχοποίησης διαμορφώθηκαν και τα ιδιαίτερα συμφέροντα των μεγαλομετόχων της ΔΕΗ σε σχέση με το άνοιγμα του ανταγωνισμού στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Με το συγκεκριμένο νόμο τη διαχείριση του Συστήματος Μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας ανέλαβε ο ΔΕΣΜΗΕ αντί της ΔΕΗ και καθορίστηκαν οι διαδικασίες χορήγησης άδειας παραγωγής και προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας σε ιδιωτικούς ομίλους. Στη συνέχεια το ΠΑΣΟΚ συμπλήρωσε το αρχικό πλαίσιο με το νόμο 3175/2003 που έδωσε πρόσθετα κίνητρα για τη δραστηριοποίηση προμηθευτών - εισαγωγέων, αφού επέτρεψε τη συμμετοχή στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας προμηθευτών που δεν έχουν στην κυριότητά τους παραγωγικό δυναμικό. Ταυτόχρονα ο συγκεκριμένος νόμος καθιέρωσε τη διαδικασία διαγωνισμών για τη σύναψη συμβάσεων ισχύος μόνο με νέους ιδιώτες παραγωγούς, αποκλείοντας δηλαδή τη ΔΕΗ ΑΕ. Ο ΔΕΣΜΗΕ απόκτησε λοιπόν τη δυνατότητα σύναψης συμβάσεων ισχύος. Με τις συμβάσεις αυτές οι ιδιώτες παραγωγοί λαμβάνουν πλουσιοπάροχη εγγυημένη χρηματοδότηση σαν αντάλλαγμα της παροχής σε μελλοντικό χρόνο της διαθεσιμότητας ηλεκτρικής ισχύος των νέων μονάδων παραγωγής.
Η κυβέρνηση της ΝΔ συνέχισε στον ίδιο δρόμο με την ψήφιση του νόμου 3426/2005 που προέβλεπε το πλήρες άνοιγμα της αγοράς για όλους τους καταναλωτές (δηλαδή και την οικιακή κατανάλωση) από τον Ιούλιο του 2007. Επέβαλε το νομικό και λειτουργικό διαχωρισμό της διαχείρισης του Δικτύου Διανομής από τη ΔΕΗ ΑΕ. Παράλληλα αναβάθμισε το ρόλο της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ), στην οποία ανέθεσε την εποπτεία σχετικά με την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας και την προώθηση του λογιστικού διαχωρισμού των επιχειρήσεων που ασκούν ταυτόχρονα παράλληλες δραστηριότητες παραγωγής, μεταφοράς, διανομής και προμήθειας ηλεκτρικού ρεύματος, δηλαδή της ΔΕΗ ΑΕ.
Στη συνέχεια η ΝΔ προχώρησε στην ίδρυση του Κώδικα Διαχείρισης του Συστήματος και των Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας, με τον οποίο συγκροτήθηκε στην πράξη μια ημερήσια χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Σύμφωνα με τον Κώδικα, οι διάφοροι ιδιώτες παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας θα εισέρχονται να πουλήσουν ηλεκτρικό ρεύμα στο κράτος μέσα από την ημερήσια χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, με πρώτο εισερχόμενο το φθηνότερο στο κόστος ηλεκτροπαραγωγής. Οποιος όμως ιδιώτης επενδυτής πουλάει ακριβότερα και δεν επιτυγχάνει πολλές επιτυχημένες εισόδους, δεν έχει κανένα λόγο να ανησυχεί. Το κράτος αναλαμβάνει στην πράξη να πληρώσει για την επάρκεια ισχύος που παρέχει ο ιδιώτης στο σύστημα σε μακρόχρονη βάση. Ετσι στο διαγωνισμό του ΔΕΣΜΗΕ για την πρώτη ιδιωτική μονάδα ηλεκτροπαραγωγής το κατώτατο όριο εγγυημένων εσόδων του ιδιωτικού σταθμού παραγωγής προσδιορίστηκε από 35.000 ευρώ/MW, έως 92.000 ευρώ/MW σε ετήσια βάση (για μονάδα δυναμικότητας 300 MW) και για περίοδο 12 ετών!
Φυσικά η διασφάλιση της κερδοφορίας του ιδιωτικού κεφαλαίου δε γίνεται αποκλειστικά με νομοθετικές ρυθμίσεις. Η υπόθεση της πρώτης ιδιωτικής μονάδας που τέθηκε σε λειτουργία από τον όμιλο ΕΛ.ΠΕ (μονάδα ηλεκτροπαραγωγής ΕΝΘΕΣ) είναι αποκαλυπτική. Στην αρχή η συγκεκριμένη μονάδα αδυνατούσε να ανταγωνιστεί τις αντίστοιχες μονάδες της ΔΕΗ ΑΕ. Η κρατική ρύθμιση δια μέσου της ΡΑΕ διόρθωσε το πρόβλημα ανεβάζοντας την τιμή που διαμορφώνεται στην αγορά χονδρικής ΟΤΣ (Οριακή Τιμή Συστήματος) κατά 73% από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του 2006. Ετσι κατάφερε η μονάδα ΕΝΘΕΣ να εισέλθει στη χονδρεμπορική αγορά και να πραγματοποιήσει κέρδη 31 εκατ. ευρώ μέσα στον πρώτο χρόνο της λειτουργίας της. Ταυτόχρονα διευκόλυνε τους προμηθευτές - εισαγωγείς να πουλούν ρεύμα στο σύστημα και όχι απ’ ευθείας σε πελάτες, αφού η υψηλή ΟΤΣ μεγέθυνε την κερδοφορία τους.
Η ΟΤΣ υπολογίζεται γενικά με βάση το κόστος της πιο ακριβής μονάδας παραγωγής που δίνει στη δεδομένη περίοδο ενέργεια στο σύστημα. Για να επιτύχει αυτή τη ραγδαία αύξηση η ΡΑΕ συμπεριέλαβε στον υπολογισμό της Οριακής Τιμής ορισμένες μονάδες υψηλού κόστους ηλεκτροπαραγωγής που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε φάσεις αιχμής της ζήτησης για να διασφαλιστεί η ευστάθεια του συστήματος. Το συνδυασμένο αποτέλεσμα των προαναφερόμενων μέτρων αντανακλάται στη δράση του ιδιωτικού κεφαλαίου. Ενώ η αγορά είχε «απελευθερωθεί» από το 2000 και είχαν χορηγηθεί 12 άδειες συνολικής ισχύος 4.153 MW, μόνο δύο από αυτές είχαν ενεργοποιηθεί μέχρι το 2006. Τώρα που διαμορφώθηκαν ικανοποιητικοί όροι κερδοφορίας, προσήλθαν στον πρώτο σχετικό διαγωνισμό κατασκευής σταθμού ηλεκτροπαραγωγής φυσικού αερίου 4 συμμαχίες εγχώριων εταιριών με τους ισχυρότερους μονοπωλιακούς ομίλους της Ευρώπης και συγκεκριμένα:
Ο ιταλικός όμιλος ENEL και η ρωσική Gasprom με τον όμιλο Κοπελούζου, η Edison (που συμμετέχει στον πανίσχυρο όμιλο της γαλλικής EdF) με την Ελληνική Τεχνοδομική και τη Βιοχάλκο, ο ισπανικός όμιλος Iberdrola με τη Μότορ Οϊλ, καθώς και ο εγχώριος όμιλος της ΓΕΚ -Τέρνα.
Ποσοστά συμμετοχής:
Iberdrola 70% - Mότορ Οϊλ 30%.
Edison 65% - Τεχνοδομική 30% - Βιοχάλκο 5%.
Τέρνα 50% - Eurobank 50%
Enel 75% - Κοπελούζος 25%.
Ο συγκεκριμένος διαγωνισμός για τη σύναψη Συμβάσεων Διαθεσιμότητας Ισχύος μεταξύ του κράτους και των ιδιωτών επενδυτών διασφαλίζει τον ιδιωτικό όμιλο μέσω της υποχρεωτικής αγοράς από το κράτος σε ετήσια βάση ενός μέρους της ισχύος του σταθμού ηλεκτροπαραγωγής για περίοδο δώδεκα ετών, ακόμα και αν ο σταθμός δεν μπορεί να πουλήσει στην πράξη ηλεκτρικό ρεύμα σε ανταγωνιστική τιμή στη χοντρική αγορά ενέργειας.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι προϋποθέσεις κερδοφορίας αναμένονται τόσο υψηλές, ώστε η 5η συμμαχία της ισπανικής Endesa με τον όμιλο Μυτιληναίου προτίμησε να μη διαγωνιστεί για τη διασφάλιση του κρατικά εγγυημένου εισοδήματος και να προχωρήσει άμεσα και αυτόνομα στην κατασκευή θερμοηλεκτρικής μονάδας 430 MW μέχρι το 2009, ώστε να αποκτήσει προβάδισμα στον ανταγωνισμό. Ο συγκεκριμένος όμιλος κατασκευάζει ήδη άλλη μονάδα ηλεκτροπαραγωγής 334 MW που θα λειτουργήσει μέσα στο 2007 στον Αγιο Νικόλαο Βοιωτίας. Παράλληλα σχεδιάζει την κατασκευή νέου ανθρακικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής 600 MW στη Βοιωτία, ανοίγοντας το δρόμο της ανάδειξής του σε σημαντικότερο ανταγωνιστή της ΔΕΗ ΑΕ, αφού διαθέτει επιπλέον και την παραγωγική δυνατότητα ισχύος 1.000 MW σε ΑΠΕ πανελλαδικά. Σημειώνουμε επίσης ότι η Endesa αποτελούσε το μήλο της έριδας μεταξύ δύο κολοσσών (της γερμανικής EON και της Ιταλικής ENEL) για την εξαγορά της με τελική επικράτηση της δεύτερης.
Για την ενίσχυση της εισόδου ιδιωτικών ομίλων στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (οι οποίοι δυσκολεύονται να ανταγωνιστούν τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ ΑΕ με χαμηλότερο κόστος ηλεκτροπαραγωγής) προκηρύχτηκε και ο διαγωνισμός του 2007 για την παραχώρηση των λιγνιτωρυχείων της Βεύης. Ο νικητής θα αποκτήσει συγκριτικό πλεονέκτημα για την κατασκευή λιγνιτικής μονάδας. Το προβάδισμα έχει ο συνασπισμός του ομίλου Μυτιληναίου, της Ελληνικής Τεχνοδομικής και των ΕΛ.ΠΕ.
Γενικότερα η αύξηση της τιμής του πετρελαίου και συνακόλουθα του φυσικού αερίου σε διεθνές επίπεδο οδηγεί ορισμένους ιδιωτικούς ομίλους να υποβάλλουν πλέον αιτήσεις αδειοδότησης και για σταθμούς παραγωγής που χρησιμοποιούν στερεά καύσιμα (άνθρακα, λιγνίτη). Σε αυτή την κατεύθυνση, εκτός από την Endesa, κινείται ο όμιλος της ΤΕΡΝΑ και η ΔΕΗ ΑΕ για την κατασκευή νέων μονάδων στην Εύβοια.
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η άμεση κρατική ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων. Από το 2001 μέχρι σήμερα έχουν χρηματοδοτηθεί από το κράτος επενδυτικές δράσεις ύψους 1,8 δισ. ευρώ, κυρίως μέσα από το Επιχειρηματικό Πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα», το οποίο αξιοποιεί κονδύλια του Γ΄ ΚΠΣ. Η κρατική χρηματοδότηση δεν αφορά μόνο τους διαγωνισμούς για τις τρεις νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο φυσικό αέριο που προαναφέραμε (συνολικής ισχύος 1.200 MW). Αφορά και τη στήριξη επενδύσεων στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και στην επέκταση των δικτύων και διασυνδέσεων της χώρας. Το υπουργείο Ανάπτυξης εκτιμά ότι το σύνολο των επενδύσεων μέχρι το 2010 θα ξεπεράσει το 4,5 δισ. ευρώ.
Ιδιαίτερα όσον αφορά τον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, η κρατική διασφάλιση της κερδοφορίας του ιδιωτικού κεφαλαίου δεν περιορίζεται μόνο στην άμεση χρηματοδότηση της επένδυσης σε ποσοστό 30% - 50% (στην πράξη το ποσοστό είναι πολύ μεγαλύτερο λόγω υπερτιμολόγησης στη φάση κατασκευής). Σύμφωνα με δηλώσεις του διευθυντή του Γερμανικού Επιμελητηρίου (παράρτημα Θεσσαλονίκης), κ. Α Κελέμη, ήδη τρεις γερμανικοί όμιλοι σχεδιάζουν να υλοποιήσουν σχετικές επενδύσεις 300 εκ. ευρώ στη Β. Ελλάδα.
Οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ με την ψήφιση των νόμων 2773/99, ν. 2244/94 και ν. 3468/2006 διασφάλισαν τη σύναψη μακροχρόνιων συμβολαίων αγοράς από το κράτος της ιδιωτικής παραγωγής, σε τιμές πολύ υψηλότερες από το μέσο κόστος ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ ΑΕ. Εγγυήθηκαν επίσης στους ιδιώτες επενδυτές την κατά προτεραιότητα απορρόφηση της παραγωγής τους στο σύστημα!!!
Η κυβέρνηση της ΝΔ κατάρτισε επίσης Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, με ουσιαστικό στόχο την άμβλυνση και παράκαμψη των λαϊκών αντιδράσεων λόγω των επιπτώσεων της υλοποίησης αυτών των επενδυτικών σχεδίων στην Περιφέρεια, που οδήγησαν σε αλλεπάλληλες προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Το σύνολο των προαναφερόμενων μέτρων έχουν οδηγήσει σε ραγδαία αύξηση των επενδύσεων ιδιαίτερα στα Αιολικά πάρκα. Τα νέα έργα που τέθηκαν σε λειτουργία την τελευταία διετία ξεπερνούν το 50% των επενδύσεων που υλοποιήθηκαν τη δεκαετία 1994-2004. Η κυβέρνηση θέτει σαν «εθνικό στόχο» την άνοδο της συμμετοχής των ΑΠΕ (κυρίως από τα Αιολικά Πάρκα και από μικρούς υδροηλεκτρικούς σταθμούς) στην ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας από 11% σήμερα, σε 20,1% το 2010. Παράλληλα εντείνονται οι πιέσεις και από διεθνείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς για τη μείωση του μεριδίου και του ρόλου του πρώην κρατικού μονοπωλίου της ΔΕΗ ΑΕ στην εγχώρια αγορά.
Στην έκθεση του 2006 για την Ελλάδα, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας υποδεικνύει την ανάγκη μεταβίβασης της ιδιοκτησίας του δικτύου μεταφοράς και αργότερα του δικτύου διανομής από τη ΔΕΗ στο ΔΕΣΜΗΕ. Ζητά επίσης τον περιορισμό συμμετοχής της ΔΕΗ σε μελλοντικούς διαγωνισμούς διαθεσιμότητας ισχύος και προτείνει την παραχώρηση παλαιών εργοστασίων της ΔΕΗ σε ιδιωτικούς ομίλους για τον εκσυγχρονισμό τους.
Οι συγκεκριμένες προτάσεις, που αντανακλούν την περαιτέρω απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, την προοπτική όξυνσης του ανταγωνισμού, αλλά και η καθοδική πορεία της κερδοφορίας της ΔΕΗ ΑΕ τα τελευταία δύο χρόνια προκαλούν την αντίδραση της διοίκησης και των μετόχων της (μεταξύ αυτών και ξένοι θεσμικοί) που κατέχουν σήμερα το 45% του μετοχικού κεφαλαίου της ΔΕΗ. (Πίνακας 3).
Πίνακας 3
Κερδοφορία ΔΕΗ (εκ. ευρώ) προ φόρων
2002 423,0
2003 411,0
2004 408,0
2005 195,5
2006 42,0
Πηγή: ΔΕΗ ΑΕ
Η πτώση αυτή αποδίδεται από τη διοίκηση της ΔΕΗ ΑΕ στην αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Οι πραγματικοί λόγοι αφορούν στις συνέπειες της «απελευθέρωσης». Η ραγδαία αύξηση της Οριακής Τιμής του συστήματος της χονδρεμπορικής αγοράς (η οποία όπως εξηγήσαμε πραγματοποιήθηκε για να ενισχυθεί η είσοδος των ιδιωτών επενδυτών) ήταν ο βασικότερος λόγος. Η ΔΕΗ ΑΕ βρέθηκε πλέον να αγοράζει από τους εισαγωγείς στη χονδρεμπορική αγορά στην τιμή 64 ευρώ ανά MW, ενώ εξακολουθούσε να πουλά στους μεγάλους πελάτες της προς 45 ευρώ ανά MW. Μόνο οι δαπάνες για αγορά εισαγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας από τη ΔΕΗ ΑΕ αυξήθηκαν κατά 116% το 2006.
Φυσικά αυξήθηκαν και οι δαπάνες για αγορά εισαγόμενων καυσίμων. Ομως η ηλεκτροπαραγωγή της ΔΕΗ ΑΕ δε στηρίζεται στο πετρέλαιο και στο φυσικό αέριο (που κατέχουν μόλις το 5,6% και το 16,8% επί του συνόλου, αντίστοιχα). Ωστόσο η μη έγκαιρη διάνοιξη νέων λιγνιτωρυχείων και η προβληματική συντήρηση των λιγνιτικών σταθμών που τους έθεσε εκτός λειτουργίας (π.χ. μονάδα 4 ΑΗΣ Πτολεμαΐδας) οδήγησε στη μείωση της συμμετοχής του φτηνού λιγνίτη στο σύνολο της ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ ΑΕ κατά 9% το 2006. Οι εξελίξεις αυτές δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για τη σχεδιαζόμενη περαιτέρω αποκρατικοποίηση της ΔΕΗ ΑΕ.
Προς το παρόν οι δύο σημαντικότεροι θεσμικοί επενδυτικοί όμιλοι που συμμετέχουν στο μετοχικό κεφάλαιο της ΔΕΗ ΑΕ είναι ο γαλλικός όμιλος ΑΧΑ και ο αμερικάνικος Fidelity. Ο γαλλικός όμιλος ΑΧΑ εξαγόρασε πρόσφατα και την Alpha Ασφαλιστική από τον όμιλο της Alpha Bank.
Σημαντική είναι και η ίδρυση κοινής εταιρίας (Sencap) για δράση στα Βαλκάνια μεταξύ της ΔΕΗ ΑΕ και της αμερικανικής εταιρίας Cοntour, του ομίλου Reservoir Capital. H Contour Global επενδύει στον τομέα της ενέργειας όχι μόνο στα Βαλκάνια αλλά και στη Δ. Αφρική και στην Ουκρανία. Ο όμιλος Reservoir Capital έχει επίσης ιδρύσει μαζί με τον όμιλο Blackstone Group την ενεργειακή εταιρία Sithe Global Power με διεθνή επενδυτική δραστηριότητα.
Οι στόχοι της Contour Global παρουσιάστηκαν σε επίσημη εκδήλωση στην πρεσβεία των ΗΠΑ, με τη συμμετοχή του υφυπουργού Εξωτερικών κ. Ευρ. Στυλιανίδη. Η κίνηση αυτή εκτιμάται από αρκετούς αστούς αναλυτές ως καθοριστική για το μέλλον της ΔΕΗ ΑΕ. Κατά τη διάρκεια των εργασιών της τέταρτης Συνεδρίασης της Ελληνοαμερικανικής Επιτροπής Οικονομικής και Εμπορικής Συνεργασίας στην Αθήνα, καθώς και κατά τις συναντήσεις της υπουργού Εξωτερικών κ. Ντ. Μπακογιάννη και του υπουργού Οικονομίας Γ. Αλογοσκούφη στις ΗΠΑ το Μάρτιο του 2007, επιβεβαιώθηκε το αμερικανικό επενδυτικό ενδιαφέρον για τον ελληνικό τομέα ενέργειας και την πορεία του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων των ΔΕΚΟ.
Ωστόσο η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να κρατά τις ισορροπίες ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Ετσι στο σκέλος της ανάπτυξης των Αιολικών Πάρκων υπέγραψε συμφωνία συνεργασίας με το γαλλικό όμιλο EdF και την ισπανική Iberdrola.
ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΕΕ ΚΑΙ Η ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων για τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών και των οδών μεταφοράς του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.
Στο πλαίσιο αυτό η ΕΕ επιχειρεί να μειώσει την ενεργειακή της εξάρτηση και να αντιμετωπίσει την υπεροχή του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού σχετικά με τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών ιδιαίτερα της Μέσης Ανατολής. Γι’ αυτό η ΕΕ δίνει έμφαση στην ενίσχυση της ενεργειακής συνεργασίας της με τη Ρωσία και στην υλοποίηση μιας δέσμης μέτρων μείωσης της ενεργειακής της εξάρτησης με άξονες την εξοικονόμηση ενέργειας και τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, την αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, την επίτευξη της ενιαίας ευρωενωσιακής αγοράς στον ενεργειακό τομέα, την ηλεκτροπαραγωγή από πυρηνική ενέργεια, την επιτάχυνση της έρευνας για νέες καινοτόμες ενεργειακές τεχνολογίες.
Ιδιαίτερα στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας που εξετάζουμε, η ΕΕ και η EURELECTRIC (που εκπροσωπεί τους ευρωπαϊκούς μονοπωλιακούς ομίλους ηλεκτρισμού) στοχεύουν στη δημιουργία ενός «Μεσογειακού ηλεκτρικού δακτυλίου», μιας μεγάλης ενιαίας αγοράς, που θα περιλάβει τις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής που βρέχονται από τη Μεσόγειο. Το συγκεκριμένο δακτυλίδι μαζί με άλλα δύο σχέδια (το Βαλτικό δακτυλίδι και το δακτυλίδι της Μαύρης Θάλασσας) αφορούν χώρες εκτός ΕΕ με προβλεπόμενους υψηλούς ρυθμούς κατανάλωσης ηλεκτρισμού, που αποτελούν επενδυτική διέξοδο για τους ευρωπαϊκούς ομίλους και τον ενεργειακό εφοδιασμό της ΕΕ. Ο ρυθμός ανόδου της κατανάλωσης σε αυτές τις χώρες είναι σαφώς υψηλότερος των κρατών-μελών της ΕΕ. Την περίοδο 1990-2004 η κατανάλωση ηλεκτρισμού των μεσογειακών Ασιατικών και Αφρικανικών κρατών αυξήθηκε τέσσερις φορές περισσότερο από τον αντίστοιχο των κρατών-μελών της ΕΕ.
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η ίδρυση της «Ενεργειακής Κοινότητας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης» το 2005, με συμμετοχή 13 κρατών της περιοχής, από τα οποία πέντε είναι μέλη της ΕΕ. Η ίδρυση της Κοινότητας δρομολογεί την ελεύθερη, ανεμπόδιστη κίνηση κεφαλαίων και ενεργειακών εμπορευμάτων μεταξύ της ΕΕ και των συγκεκριμένων κρατών αυτής της περιοχής.
Σύμφωνα με μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας της συγκεκριμένης περιοχής μπορούν να επενδυθούν 20 δισ. ευρώ τα επόμενα 15 χρόνια. Από αυτά τα 12 δισ. ευρώ προβλέπονται για αποκατάσταση υφιστάμενων κατασκευών προοριζόμενων για νέους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής, ενώ τα 8 δισ. ευρώ για την κατασκευή δικτύων μεταφοράς και διανομής. Το επενδυτικό ενδιαφέρον των ευρωπαϊκών ομίλων εστιάζεται σε λιγνιτικές μονάδες και στα πλούσια λιγνιτικά κοιτάσματα των Δυτικών Βαλκανίων (Κοσσυφοπεδίου, ΠΓΔΜ, Σερβίας, Μαυροβουνίου).
Ετσι η ΕΕ αφενός διασφαλίζει εναλλακτικές πηγές για φτηνή ηλεκτροπαραγωγή και αφετέρου διαμορφώνει προϋποθέσεις ανόδου της κερδοφορίας σε κεφάλαια που είχαν υπερσυσσωρευτεί στα κράτη-μέλη της. Γι’ αυτό εκτός από τους ευρωπαϊκούς ομίλους (EdF, EON, RWE, Enel κλπ.), έχουν ενεργοποιηθεί οι λεγόμενοι «δωρητές», όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη, οι κυβερνήσεις ΗΠΑ και Καναδά. Μέρος της χρηματοδότησης των αναγκαίων υποδομών διασφαλίζεται μέσω της προβλεπόμενης ευρωενωσιακής χρηματοδότησης για την Ανάπτυξη των Διευρωπαϊκών Δικτύων Ενέργειας.
Φυσικά η πρωτοβουλία της ΕΕ δεν περιορίζεται στον τομέα της ενέργειας. Επιχειρεί να αξιοποιήσει την Ενεργειακή Κοινότητα ως συνδετικό κρίκο για σταθερότερη πρόσδεση των Βαλκανικών κρατών στο άρμα του ευρωενωσιακού ιμπεριαλισμού. Κινείται στην ίδια κατεύθυνση με το Σύμφωνο Σταθερότητας για τη Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη που υπογράφτηκε το 1999, με την ένταξη της Βουλγαρίας και Ρουμανίας στην ΕΕ-25 το 2006 και με τη Διαδικασία Σταθεροποίησης και Σύνδεσης των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων με την ΕΕ που δρομολογήθηκε το 2000.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η αστική τάξη της Ελλάδας επιχειρεί να αναβαθμίσει το ρόλο της στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη. Προσπαθεί να ενταχθεί στα μεγάλα διεθνή δίκτυα ενέργειας, φυσικού αερίου και πετρελαίου. Επιχειρεί να μετεξελιχθεί σε ενεργειακό δίαυλο μεταξύ των σημείων παραγωγής και των κέντρων κατανάλωσης της ενέργειας. Συνδυάζει την ενεργειακή της πολιτική με την προσπάθεια να εδραιωθεί σε χρηματοπιστωτικό και εμπορικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Τους συγκεκριμένους στόχους διατύπωσε σε ομιλία του στον ΟΟΣΑ, τον Ιανουάριο του 2007, ο υπουργός Ανάπτυξης Δημ. Σιούφας .
Η πολιτική αυτή περιλαμβάνει μέτρα που αφορούν τους τομείς του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, όπως η ιστορική διακήρυξη των ηγετών Ρωσίας - Ελλάδας - Βουλγαρίας το 2006 για την κατασκευή του πετρελαιαγωγού Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολης, η κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Ελλάδας - Τουρκίας που ολοκληρώνεται το 2007, η συμφωνία της έναρξης κατασκευής του υποθαλάσσιου αγωγού φυσικού αερίου Ελλάδας - Ιταλίας επίσης μέσα στο 2007.
Στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας η αστική τάξη αξιοποιεί ήδη την ενεργό συμμετοχή της στην Ενεργειακή Κοινότητα της ΝΑ Ευρώπης, αφενός για εξαγωγή κεφαλαίου και επενδύσεις στην περιοχή και αφετέρου για προώθηση της διασύνδεσης με τα συστήματα ηλεκτρισμού των γειτονικών χωρών.
Για το σκοπό αυτό μέσα στο 2007 προωθεί την υπογραφή Διακρατικής Συμφωνίας ενεργειακής συνεργασίας με την Αλβανία και ολοκληρώνει την κατασκευή γραμμής μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας με την ΠΓΔΜ.
Παράλληλα με την υπογραφή πρωτοκόλλου ενεργειακής συνεργασίας με την Ιταλία δρομολογείται ο διπλασιασμός της χωρητικότητας της υποβρύχιας ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας - Ιταλίας που ήδη λειτουργεί από το 2002. Η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύεται με την κυβέρνηση της Βουλγαρίας για την κατασκευή δεύτερης γραμμής διασύνδεσης.
Η ΔΕΗ ΑΕ διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για την υλοποίηση αυτού του σχεδιασμού. Π.χ. η προτεινόμενη συμφωνία της ΔΕΗ ΑΕ προς την αντίστοιχη Αλβανική ΚΕSH, για την ανάληψη από τη ΔΕΗ ΑΕ του προγραμματισμού ανάπτυξης του ηλεκτρικού συστήματος της Αλβανίας και της αναβάθμισης του δικτύου της. Ηδη η ΔΕΗ ΑΕ μέσω της Sencap (κοινή εταιρία με την αμερικανική Contour Global) ή σε κοινοπραξία με την Ιταλική Enel διεκδικεί την εκμετάλλευση των λιγνιτικών κοιτασμάτων του Κοσσόβου και την κατασκευή νέου σταθμού ηλεκτροπαραγωγής 1.800 MW (συνολικής επένδυσης ύψους 3 δισ. ευρώ). Διεκδικεί επίσης τη μονάδα ηλεκτροπαραγωγής TEC του Νεγκοτίνο της ΠΓΔΜ (ισχύος 219 MW) που ιδιωτικοποιείται.
Στην προσπάθειά της να αναβαθμίσει το ρόλο της στον ενεργειακό σχεδιασμό της περιοχής η Ελλάδα αναπτύσσει αντιφατικές σχέσεις ανταγωνισμού και συνεργασίας τόσο με την Τουρκία όσο και με τις ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Αξιοποιεί την ιδιότητά της ως κράτος-μέλος της ΕΕ για να μετάσχει στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων του Κοσσόβου, όμως ταυτόχρονα βρίσκεται αντιμέτωπη με τις επιδιώξεις των ισχυρών γερμανικών ομίλων (RWE, Energie Baden κλπ.).
Γενικότερα θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η ανάδειξη της περιοχής σε ενεργειακό κόμβο τη μετατρέπει σε πεδίο οξυμένης ενδοϊμπεριαλιστικής διαπάλης. Από το πλήθος των γεγονότων που επιβεβαιώνουν αυτή την εκτίμηση αναφέρουμε ενδεικτικά: Την αμερικανική και τουρκική παρέμβαση ενάντια στην ενεργειακή συμφωνία Κύπρου - Αιγύπτου - Λιβάνου, την υπονόμευση των κυρίαρχων δικαιωμάτων της Σερβίας στο Κοσσυφοπέδιο από την ΕΕ κάτω από την ομπρέλα του ΟΗΕ, τη ρώσικη πίεση προς την κυβέρνηση της Βουλγαρίας για τους τελικούς όρους της συμφωνίας για το σχέδιο αγωγού Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολης, την αμερικανική αντίδραση στη ρωσική πρόταση για τροφοδοσία του αγωγού Τουρκίας - Ελλάδας - Ιταλίας με ρωσικό φυσικό αέριο.
Η προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να κρατήσει ισορροπίες στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ (Μάρτιος 2007) ανάμεσα στις απαιτήσεις των ΗΠΑ για εγκατάσταση συστήματος αντιπυραυλικής άμυνας στην Τσεχία και στην Πολωνία και στα αντίθετα συμφέροντα της Ρωσίας (προκειμένου να οριστικοποιηθεί η συμφωνία για τον αγωγό Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης) είναι το πιο πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Οι συγκεκριμένοι στόχοι μετατροπής της χώρας σε ενεργειακό δίαυλο είναι σημαντικοί για την κερδοφορία του κεφαλαίου, τα στρατηγικά συμφέροντα της αστικής τάξης. Η επίτευξή τους όμως δεν οδηγεί σε ανάλογα ευεργετικά αποτελέσματα για τους εργαζόμενους.
Ο κίνδυνος αποσταθεροποίησης της περιοχής λόγω της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων είναι η πιο φανερή αλλά όχι και η μοναδική αρνητική πλευρά. Η εφαρμογή της Συνθήκης για την Ελλάδα θα οδηγήσει σε ένταση της ενεργειακής εξάρτησης. Μεγάλο μέρος των επενδύσεων σε σταθμούς παραγωγής θα κατευθυνθούν στα Βαλκανικά κράτη με φτηνή ηλεκτροπαραγωγή (π.χ. Σερβία-Κοσσυφοπέδιο) και στη συνέχεια θα γίνεται εισαγωγή ρεύματος στην Ελλάδα από ομίλους προμηθευτών. Η ευθύνη του ενεργειακού σχεδιασμού θα μετατοπιστεί προς το επίπεδο της ΝΑ Ευρώπης, για την ενιαία αντιμετώπιση των προβλημάτων της συγκεκριμένης αγοράς. Παράλληλα το κίνητρο της προσέλκυσης και το φόβητρο της απομάκρυνσης ιδιωτικών επενδύσεων από τη χώρα θα χρησιμοποιηθούν προς τους εργαζόμενους του κλάδου σαν καρότο και μαστίγιο, για να αποδεχτούν τα μέτρα αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης.
ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ «ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ»
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
Η αναδιάρθρωση ανοίγει το δρόμο στην αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης. Συνοδεύεται με μια αντιλαϊκή δέσμη μέτρων που στοχεύουν στην εντατικοποίηση της εργασίας, στη μείωση του αριθμού των εργαζομένων, στην ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας, στη συρρίκνωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Εστιάζει στην κατάργηση του πλαισίου μόνιμης και σταθερής εργασίας για τους εργαζόμενους των πρώην ΔΕΚΟ, με την ψήφιση του νόμου 3429/2005. Μεθοδεύει την αλλαγή του Κανονισμού Εργασίας με στόχο την απελευθέρωση των απολύσεων. Επεκτείνει την ανάθεση τομέων της ΔΕΗ σε εργολάβους και την πρόσληψη εκτάκτων υπαλλήλων με οχτάμηνες συμβάσεις έργου. Ταυτόχρονα μειώνει συνεχώς τον αριθμό των μόνιμων εργαζομένων της ΔΕΗ ΑΕ.
Τα συγκεκριμένα μέτρα αποτελούν μέρος της επίθεσης στα δικαιώματα της νέας γενιάς της εργατικής τάξης, στο σύνολό της κι έτσι πρέπει να αντιμετωπιστούν από τον ταξικό πόλο του εργατικού κινήματος.
Η επίθεση αυτή δεν είναι τυχαία. Η άνοδος του βαθμού εκμετάλλευσης αποτελεί βασικό παράγοντα συγκράτησης της τάσης πτώσης του ποσοστού κέρδους και γι’ αυτό αποτελεί στρατηγικό στόχο της πολιτικής των μονοπωλίων. Σε αυτή την κατεύθυνση της αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης αξιοποιεί το μεγάλο κεφάλαιο την αύξηση της παραγωγικότητας που επιτυγχάνεται. Η αύξηση της παραγωγικότητας δεν οδηγεί σε ανάλογη αύξηση των μισθών και μείωση του χρόνου εργασίας του εργαζόμενου, αλλά αντίθετα στη διασφάλιση πρόσθετου κέρδους για τους μονοπωλιακούς ομίλους.
Στον Πίνακα 4 που ακολουθεί αποτυπώνεται η αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζόμενων της ΔΕΗ ΑΕ την τελευταία πενταετία. Ομως αυτή η αύξηση δεν αξιοποιείται για τη μείωση του συνολικού χρόνου εργασίας, αλλά για τη μείωση του αριθμού των εργαζομένων. Σημειώνουμε ότι σε σχέση με το 1993 η μείωση του αριθμού των εργαζόμενων φτάνει πλέον το 28,5%, ενώ με βάση το πενταετές αναπτυξιακό πρόγραμμα της ΔΕΗ «Ηρακλής», προβλέπεται νέα μείωση 1.700 εργαζομένων για την περίοδο 2006-2010. Στο ίδιο μήκος κύματος ο νέος πρόεδρος της ΔΕΗ ΑΕ κ. Αθανασόπουλος δηλώνει σε συνέντευξη τύπου ότι 7.000 σημερινοί υπάλληλοι της ΔΕΗ αποτελούν «πλεονάζον» προσωπικό.
Πίνακας 4
2000 2001 2002 2003 2004 2005
Εργαζόμενοι 31.645 29.453 28.795 28.100 28.019 27.278
Παραγωγή MWh/
Εργαζόμενο 1.532 1.631,5 1.698 1.858 1.874 1.939
Πωλήσεις MWh/
Εργαζόμενο 1.401 1.510 1.674 1.794 1.857 1.900
Πηγή: ΔΕΗ ΑΕ
Ο αρμόδιος υφυπουργός Ανάπτυξης κ. Νεράτζης, σχολιάζοντας την εξέλιξη αυτή κατά τη συζήτηση σχετικής επερώτησης του ΚΚΕ, ανέφερε:
«Η ΔΕΗ είτε έτσι είτε αλλιώς είναι Ανώνυμη Εταιρία, εισηγμένη στο Χρηματιστήριο. Είναι Ανώνυμη Εταιρία, της οποίας ο Καταστατικός σκοπός είναι η κερδοφορία, που βαίνει παράλληλα με τη συμβολή της στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Δεν είναι οργανισμός καταπολεμήσεως της ανεργίας η ΔΕΗ. Θα προσλαμβάνει εκείνο το προσωπικό, το οποίο εκάστοτε της χρειάζεται, προκειμένου να πραγματώσει τους σκοπούς της. Μην εκφράζετε λοιπόν δυσαρέσκεια για την κατάργηση της μόνιμης και σταθερής εργασίας του προσωπικού». Συμπληρωματικά τόνισε: «Κορυφαίες επιχειρήσεις ηλεκτρισμού της Ευρώπης εντάσσουν στους αμοιβαία αποδεκτούς, από τις διοικήσεις και από τα συνδικάτα στόχους της εταιρικής κοινωνικής επιχείρησης και την επαγγελματική προσαρμοστικότητα των εργαζομένων».
Οπως ομολογεί και ο υφυπουργός, οι προαναφερόμενες εξελίξεις δεν αποτελούν πράγματι ελληνική πρωτοτυπία.
Σημειώνουμε χαρακτηριστικά το βρετανικό παράδειγμα της πενταετίας 1990-1995 (Πίνακας Παραρτήματος) όπου μετά την ολοκλήρωση της «απελευθέρωσης» οι θέσεις εργασίας μειώθηκαν κατά 42%.
Η αλλαγή των εργασιακών σχέσεων, η εντατικοποίηση της εργασίας, οι περικοπές των δαπανών για συντήρηση της υποδομής επιδρούν στην ασφάλεια των εργαζομένων. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΔΕΗ ΑΕ στην οχταετία 1998-2005 δεν καταγράφεται καμιά βελτίωση του Δείκτη Συχνότητας Εργατικών Ατυχημάτων.
Στην πραγματικότητα υπάρχει επιδείνωση αν συνυπολογίσουμε τα ατυχήματα στα συνεργεία των εργολάβων, πολλά από τα οποία δεν καταγράφονται (π.χ. το 2005 καταγράφηκαν 3 θανατηφόρα ατυχήματα στους εργαζόμενους της ΔΕΗ ΑΕ και 4 θανατηφόρα στους εργαζόμενους των εργολάβων).
Η προώθηση της «απελευθέρωσης» περιλαμβάνει και τη συρρίκνωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας. Το αποφασιστικό βήμα έγινε με τη μεταβίβαση στους μετόχους της ΔΕΗ ΑΕ των περιουσιακών στοιχείων του ασφαλιστικού φορέα των εργαζομένων της ΔΕΗ ΑΕ (ύψους 3 δισ. δραχμών σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη του 1999). Η μεταβίβαση αυτή υλοποιήθηκε με την αχαρακτήριστη συμφωνία της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ και της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ με πρόσχημα την εγγύηση του Οργανισμού Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ από τον κρατικό προϋπολογισμό. Τη συμφωνία ακολούθησαν όπως ήταν αναμενόμενο οι επικρίσεις των εκπροσώπων της αστικής τάξης για «στρέβλωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας», επικρίσεις που προμηνύουν τις προθέσεις για συγχώνευση του ασφαλιστικού ταμείου ΟΑΠ-ΔΕΗ με το ΙΚΑ, με μειωμένα δικαιώματα για τους εργαζόμενους.
Είδαμε λοιπόν πως οι σχεδιασμένοι στόχοι για αύξηση της παραγωγικότητας στη ΔΕΗ ΑΕ καθώς και γενικότερα στην παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας δεν ωφέλησαν και τους εργαζόμενους του κλάδου, τις συνθήκες και το επίπεδο εργασίας και διαβίωσής τους.
Προκύπτει όμως το ερώτημα: Μήπως ωφελήθηκαν οι υπόλοιποι εργαζόμενοι, μήπως ελαφρύνθηκαν τα βάρη της λαϊκής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας;
ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΣΤΗ ΛΑΪΚΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
Το σύνολο των διαθέσιμων στοιχείων δείχνει ότι το λαϊκό νοικοκυριό δεν ωφελήθηκε απ’ την αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων στην ΔΕΗ ΑΕ. Την περίοδο 2000-2005 η παραγωγικότητα στη ΔΕΗ ΑΕ αυξάνεται 5,3% κατά μέσο όρο και οι τιμές της οικιακής κατανάλωσης αυξάνονται επίσης κατά 3,4%. Τον Αύγουστο του 2006, το ΥΠΑΝ προχώρησε σε νέα αύξηση της τιμής οικιακής κατανάλωσης κατά 4,5% με πρόσχημα τη στήριξη της κερδοφορίας της ΔΕΗ ΑΕ. Στη συνέχεια ανακοίνωσε αύξηση του νυχτερινού τιμολογίου οικιακού ρεύματος κατά 5% το 2007.
Παράλληλα εξαγγέλλει μηδενικές αυξήσεις για τα μικρά φτωχά νοικοκυριά με κατανάλωση κάτω των 800 KWH. Το μέτρο αφορά στην πράξη μόνο εξαθλιωμένα νοικοκυριά και τη διαχείριση της ακραίας φτώχειας, αφού η τετραμελής λαϊκή οικογένεια καλύπτει τις ανάγκες της με κατανάλωση μεταξύ 3.000 και 4.000 KWH, όπου οι αυξήσεις το 2006 ξεπέρασαν το 5,5%.
Το προηγούμενο διάστημα ο απερχόμενος Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΗ ΑΕ έκανε συχνές αναφορές για την αύξηση της τιμής των καυσίμων με αίτημα να μετακυλιστεί αυτή στους εργαζόμενους είτε ως καταναλωτές (τιμολόγιο ηλεκτρικού ρεύματος με ρήτρα καυσίμου, σπάσιμο του ενιαίου πανελλαδικού τιμολογίου κλπ.) είτε ως φορολογούμενους.
Φυσικά το πρόβλημα δεν αφορά μονοδιάστατα την αύξηση των τιμών. Θα πρέπει να συνυπολογίσουμε την καθήλωση των πραγματικών μισθών, τη φορολογική αφαίμαξη, δηλαδή τη συγκράτηση του πραγματικού λαϊκού εισοδήματος.
Επιχειρώντας να συσκοτίσει την κατάσταση ο υφυπουργός Ενέργειας κ. Νεράτζης ανέφερε απαντώντας σε επερώτηση του ΚΚΕ: «Είμαστε από τις φτηνότερες χώρες σε σχέση με την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και διατηρούμε τον κοινωνικό χαρακτήρα του αγαθού της ενέργειας υπέρ του οποίου κόπτεστε και τον διατηρούμε σε σημείο τέτοιο που να μη διακυβεύεται το κύρος και η δυνατότητα λειτουργίας της ΔΕΗ». Θα μπορούσε να παραθέσει κανείς σαν απάντηση την κερδοφορία της ΔΕΗ την τελευταία πενταετία και τη διαφορά του μέσου μισθού του εργαζόμενου στη χώρα μας με τον ευρωενωσιακό μέσο όρο. Ομως η τοποθέτηση του υφυπουργού αποτελεί στην ουσία ομολογία για το τι συνέβη στην ευρωζώνη όπου προχώρησε η «απελευθέρωση», καθώς και για τις μελλοντικές εξελίξεις στην Ελλάδα και αυτό είναι το σημαντικότερο.
Πράγματι το φαινόμενο της ανόδου της παραγωγικότητας στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς πτώση των τιμών στο πλαίσιο της «απελευθέρωσης» αφορά συνολικά την ΕΕ και απασχόλησε κορυφαίες συνεδριάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Στη σχετική Εκθεση της Επιτροπής Οικονομικών Θεμάτων του Ευρωκοινοβουλίου, στις 5 Ιανουαρίου του 2007, αναφέρεται: «Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπενθυμίζει την επείγουσα ανάγκη να μειωθούν οι ενεργειακές τιμές στις εγχώριες αγορές ενέργειας. Σημειώνει σε αυτό το πλαίσιο ότι οι αγορές ενέργειας παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εθνικές και κυριαρχούνται από λίγες επιχειρήσεις, τόσο ιδιωτικές όσο και δημόσιες, οι οποίες συχνά είναι και ιδιοκτήτες των υποδομών».
Ακολούθησε η δημοσίευση στις 10 Ιανουαρίου του 2007 της Τελικής Εκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην οποία συμπεραίνει ότι «οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις σημειώνουν απώλειες εξαιτίας των αναποτελεσματικών και ακριβών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου. Ιδιαίτερα προβλήματα αποτελούν τα υψηλά επίπεδα συγκέντρωσης των αγορών, η κάθετη ολοκλήρωση παραγωγής και υποδομής ενέργειας που έχει ως αποτέλεσμα την έλλειψη ισότιμης πρόσβασης στην υποδομή».
Βεβαίως η προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι αντιφατική και δεν μπορούσε να είναι διαφορετικά: από τη μια κατηγορεί το μονοπωλιακό έλεγχο της αγοράς και των τιμών, θεωρώντας ως υπεύθυνη τη συγκεντροποίηση και την καθετοποίηση και από την άλλη προωθεί ρυθμίσεις που φέρνουν τη συγκεντροποίηση σε διαφορετικά χέρια ιδιοκτησίας. Βέβαια αυτές τις αντιφάσεις μπορεί να τις επιλύσει μόνο η κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής - μεταφοράς - διανομής ηλεκτρικής ενέργειας (και όχι μόνο) και ο κεντρικός σχεδιασμός της.
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΣΤΟΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΓΧΩΡΙΩΝ ΠΗΓΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ
Η διεθνής και η ελληνική πείρα έχει αποδείξει ότι δράση πολλών ανταγωνιστικών ομίλων με κριτήριο τη διασφάλιση του μέγιστου δυνατού κέρδους και ο τεμαχισμός του ενεργειακού τομέα σε αυτοτελείς οικονομικές δραστηριότητες (παραγωγής - μεταφοράς - διανομής) έχει πολλαπλές αρνητικές συνέπειες, με γνώμονα την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών. Αναδεικνύει ως βασική αποστολή του κρατικού σχεδιασμού την παρουσίαση των επενδυτικών δυνατοτήτων προς τους ιδιωτικούς ομίλους και ορισμένες εγγυήσεις για τη διασφάλιση της κερδοφορίας τους στα επόμενα χρόνια, μέσω εναλλασσόμενων ρυθμίσεων.
Η αναγόρευση του φυσικού αερίου σε στρατηγικό καύσιμο για την ηλεκτροπαραγωγή αυξάνει την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας και μεγαλώνει το κόστος ηλεκτροπαραγωγής. Οι ιδιώτες επενδυτές προωθούν τους σταθμούς φυσικού αερίου έναντι των λιγνιτικών σταθμών και των μεγάλων υδροηλεκτρικών γιατί διασφαλίζουν ταχύτερη και υψηλότερη κερδοφορία.
Προωθούν δηλαδή με τη στήριξη των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ ένα εισαγόμενο καύσιμο, που εκτός των άλλων παρουσιάζει και υψηλότερο κόστος ηλεκτροπαραγωγής, αντί για την αξιοποίηση εγχώριων πηγών (λιγνίτη, νερό κλπ.).
Το βασικό επιχείρημα στήριξης αυτής της συγκεκριμένης επιλογής είναι η προστασία του περιβάλλοντος (αφού το φυσικό αέριο ρυπαίνει λιγότερο την ατμόσφαιρα απ’ ό,τι ο λιγνίτης).
Ομως αν ο κυβερνητικός στόχος ήταν πραγματικά η προστασία του περιβάλλοντος, τότε το φυσικό αέριο θα έπρεπε να διοχετευθεί στην υποκατάσταση της ηλεκτρικής ενέργειας για θερμικές οικιακές χρήσεις. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή της απευθείας καύσης φυσικού αερίου για οικιακή χρήση (δηλαδή χωρίς απώλειες από τη μετατροπή του σε ηλεκτρική ενέργεια), θα μπορούσε να διασφαλιστεί ταυτόχρονα εξοικονόμηση ηλεκτρικής ενέργειας, αναβάθμιση της προστασίας του περιβάλλοντος και μικρότερη επιβάρυνση της λαϊκής κατανάλωσης, ενώ ταυτόχρονα θα μπορούσαν να ληφθούν μέτρα για την αξιοποίηση των στερεών καυσίμων, όπως ο λιγνίτης, με φιλικότερες τεχνολογίες προς το περιβάλλον (π.χ. μονάδες ρευστοποιημένης κλίνης, μονάδες συνδυασμένου κύκλου).
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τις προτάσεις της Συγκλήτου του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ) για τον ενεργειακό σχεδιασμό, τα 2/3 του οικονομικά εκμεταλλευόμενου υδροδυναμικού της χώρας παραμένουν αναξιοποίητα. Παράλληλα το 2006 καταγράφεται μείωση της παραγωγής λιγνίτη κατά 7% από τη ΔΕΗ ΑΕ, η οποία αποδίδεται σε διοικητική δυσλειτουργία των ιδιωτικών λιγνιτωρυχείων της Αχλάδας και σε δικαστικές αποφάσεις που εμποδίζουν τη γρήγορη επέκταση των λιγνιτωρυχείων του Αμυνταίου. Την ίδια στιγμή αυξάνουν οι κρατικές επιχορηγήσεις και τα κίνητρα προς τους ιδιώτες επενδυτές για να μπορέσουν να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ ΑΕ, οι οποίες παρουσιάζουν μικρότερο κόστος ηλεκτροπαραγωγής.
Οι ιδιώτες επενδυτές και οι σχετιζόμενες τράπεζες βρίσκονται σε ατέρμονες διαπραγματεύσεις με τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, για να αποσπάσουν τη μεγαλύτερη δυνατή κρατική στήριξη, επικαλούμενοι την αδυναμία τους να ανταγωνιστούν τη ΔΕΗ ΑΕ. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ έχουν δοθεί από το 2001 άδειες ιδιωτικής ηλεκτροπαραγωγής για σταθμούς φυσικού αερίου που ξεπερνούν τα 2.950 MW, η μόνη μεγάλη ιδιωτική μονάδα που κατασκευάστηκε και λειτούργησε το 2006 είναι η ΕΝΘΕΣ της ΕΛ.ΠΕ στη Θεσσαλονίκη.
Η καθυστέρηση ήταν τόσο μεγάλη ώστε μόλις το Φεβρουάριο του 2007 κατόρθωσε ο Διαχειριστής του Συστήματος (ΔΕΣΜΗΕ) να προκηρύξει τον πρώτο διαγωνισμό για την κατασκευή ιδιωτικής μονάδας ηλεκτροπαραγωγής στο Νότιο Σύστημα της χώρας.
Οι συνέπειες αυτής της καθυστέρησης ήρθαν στην επιφάνεια με τη διακοπή ηλεκτροδότησης της 12ης Ιουλίου του 2004 που ανέδειξε γνωστά προβλήματα του εγχώριου συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας όπως:
Προβληματική κατανομή των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής που έχουν συγκεντρωθεί στο Βορρά, δηλαδή σε μεγάλη απόσταση από την περιοχή υψηλής κατανάλωσης, του λεκανοπεδίου της Αττικής.
Ανεπαρκής λειτουργική εφεδρεία του συστήματος και προβληματική συντήρηση του δικτύου μεταφοράς και διανομής.
Μειωμένη δυνατότητα μεταφοράς και αδυναμία στην υλοποίηση του σχεδιασμού έκτακτης ανάγκης. Οι χρόνιες ελλείψεις καλύπτονται με «πρόχειρες» - πανάκριβες λύσεις (π.χ. ενοικίαση αεροστροβίλων, αύξηση των εισαγωγών ρεύματος) που δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα οριακής ευστάθειας του Ηλεκτρικού Συστήματος στο σύνολό του.
Τα συγκεκριμένα ζητήματα δεν αναδείχτηκαν μόνο με το μπλακ άουτ της 12ης Ιουλίου του 2004. Σε πολλές ακριτικές περιοχές και στα νησιά η προβληματική κατάσταση του δικτύου και το ανεπαρκές επίπεδο ηλεκτροπαραγωγής αποτελούν μόνιμη κατάσταση (π.χ. Ικαρία). Οπως ήδη αναφέραμε το έλλειμμα ισχύος του συστήματος παραμένει και ο κίνδυνος ενός νέου μπλακ άουτ κατά τη θερινή περίοδο δεν είναι αμελητέος.
Το αστικό κράτος αναδεικνύει ως διέξοδο τις ιδιωτικές επενδύσεις και εμπλουτίζει συνεχώς τις προτάσεις - κίνητρα για να υλοποιηθούν (π.χ. η πρόταση για κατάργηση του ενιαίου τιμολογίου για οικιακή χρήση στα νησιά και απομακρυσμένες περιοχές από τους τόπους παραγωγής). Οι προτεινόμενες επενδύσεις δε γίνονται με γνώμονα την κάλυψη των λαϊκών αναγκών της περιοχής, αλλά το μέγιστο κέρδος του ιδιωτικού ομίλου. Συνήθως εξαντλούνται σε προτάσεις μεγάλων Αιολικών Πάρκων υψηλού κόστους ηλεκτροπαραγωγής. Οι προτάσεις αυτές συχνά παραγνωρίζουν το τεχνολογικό όριο διείσδυσης της αιολικής ενέργειας στο σύστημα μιας περιοχής, για να μη δημιουργούνται προβλήματα ευστάθειας του συστήματος (όριο της τάξης του 30%). Συμπληρώνονται από προτάσεις για κρατικές χρηματοδοτήσεις πρόσθετων επενδύσεων σταθεροποίησης και εξομάλυνσης της τάσης που θα επιτρέψουν τη διείσδυση ιδιωτικών επενδύσεων ΑΠΕ σε μεγαλύτερο ποσοστό.
Ολα τα προαναφερθέντα δεν αποτελούν βέβαια ελληνική πρωτοτυπία. Οι πολυήμερες διακοπές ηλεκτροδότησης εκδηλώθηκαν σε όλες τις χώρες - πρότυπα στην προώθηση της «απελευθέρωσης», από τις ΗΠΑ, τη Βρετανία και την Ιταλία μέχρι τη Βραζιλία, την Αργεντινή και τη Νέα Ζηλανδία. Από το πλήθος αυτών των περιστατικών αναδείχτηκε η δραματική πτώση των αναγκαίων επενδύσεων για τη συντήρηση και αναβάθμιση των δικτύων μεταφοράς, αφού γνώμονας είναι η κερδοφορία των εμπλεκομένων ιδιωτικών ομίλων (Παράρτημα, Διάγραμμα 4). Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και οι καταγγελίες του τέως προέδρου της ΔΕΗ ΑΕ κ. Παλαιοκρασσά, με εμπιστευτική επιστολή προς το Υπουργείο Ανάπτυξης το Νοέμβριο του 2004, σχετικά με τη συνεχή επιδείνωση του μέσου χρόνου εξυπηρέτησης των πελατών και του βαθμού συντήρησης των υποσταθμών διανομής μετά το 2000 (την οποία έδωσε στη δημοσιότητα το 2006) .
Η «απελευθερωμένη» δράση του κεφαλαίου οξύνει επίσης τα περιβαλλοντικά προβλήματα και από την άλλη εγκλωβίζει την αντιμετώπισή τους στο πλαίσιο της εμπορευματοποίησης.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Πρωτοκόλλου του Κιότο, όπου η εφαρμογή των δεσμεύσεων για μείωση των εκπομπών ρύπων σε κάθε χώρα, μεταφράστηκε στην πράξη σε θεσμοθέτηση του εμπορίου δικαιωμάτων αερίων ρύπων μεταξύ των χωρών, σύμφωνα με την αντιδραστική αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» και συνεχίζει να ρυπαίνει.
Ο ΕΛΙΓΜΟΣ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΝ
Οπως προαναφέραμε το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση άνοιξε το δρόμο στην «απελευθέρωση» του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και στη σταδιακή ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ ΑΕ.
Ωστόσο, καθώς γίνονται όλο και πιο ορατές στο λαό οι αρνητικές συνέπειες της «απελευθέρωσης», το ΠΑΣΟΚ επιχειρεί να συγκαλύψει τη συμπόρευσή του με τις στρατηγικές επιλογές της κυβερνητικής πολιτικής. Παρουσιάζει μια αποπροσανατολιστική γραμμή αντιπαράθεσης με την κυβερνητική πολιτική των αποκρατικοποιήσεων που εστιάζει στη διατήρηση ανταγωνιστικών δημόσιων επιχειρήσεων στο πλαίσιο της «απελευθέρωσης», των λεγόμενων «εθνικών πρωταθλητών». Στο νέο του πρόγραμμα το ΠΑΣΟΚ τονίζει: «Θα δημιουργήσουμε το περιβάλλον για την εδραίωση ισχυρών ελληνικών πολυεθνικών ομίλων ικανών να πετύχουν το κατάλληλο ανταγωνιστικό μέγεθος και να αναδειχτούν σε εθνικούς και περιφερειακούς πρωταθλητές… Αρωγός στην προσπάθεια αυτή οφείλει να σταθεί ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα προσαρμοσμένο στις νέες συνθήκες της απελευθέρωσης της κίνησης των κεφαλαίων». Αναδεικνύει ως βασικά ζητήματα το ποσοστό που θα διατηρήσει το δημόσιο στις πρώην ΔΕΚΟ, τη διατήρηση της διοίκησης και της διαχείρισης (μάνατζμεντ) από το κράτος, τη διαφάνεια των διαδικασιών αποκρατικοποίησης.
Η συγκεκριμένη γραμμή αντιπαράθεσης καλλιεργεί την αυταπάτη μιας αναδιάρθρωσης, όπου στο πλαίσιό της οι δημόσιες επιχειρήσεις θα εγγυώνται τάχα την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών. Ομως σε μια «απελευθερωμένη» ανταγωνιστική αγορά κάθε επιχείρηση, ανεξάρτητα από το ποσοστό μετοχών που κατέχει το δημόσιο, είναι υποχρεωμένη να κινηθεί με γνώμονα την κερδοφορία των μετοχών της. Με αυτό το κριτήριο αντιμετωπίζει τόσο τους εργαζόμενούς της όσο και τη λαϊκή κατανάλωση, όπως αποδεικνύει και η ευρωπαϊκή πείρα, με αποτέλεσμα τις αρνητικές συνέπειες που προαναφέραμε αναλυτικά. Το αυξημένο ποσοστό του δημόσιου στο μετοχικό κεφάλαιο μιας επιχείρησης δεν μπορεί σε τελευταία ανάλυση να ακυρώσει τη λειτουργία της σύμφωνα με τους νόμους του καπιταλιστικού ανταγωνισμού.
Στο νέο του πρόγραμμα το ΠΑΣΟΚ θέτει σαν στόχους του ενεργειακού σχεδιασμού την επίτευξη χαμηλών τιμών για καταναλωτές και επιχειρήσεις, τον εκσυγχρονισμό των λιγνιτικών σταθμών, την προώθηση των υδροηλεκτρικών έργων, την ενεργειακή επάρκεια. Δεν αναφέρει όμως ούτε λέξη για το πώς θα επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι μέσα στο πλαίσιο του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Σε αυτό το πλαίσιο οι συγκεκριμένοι στόχοι είτε δε θα υλοποιηθούν είτε θα υλοποιηθούν με πρόσθετη κρατική χρηματοδότηση-επιδότηση, δηλαδή θα πληρώσει και πάλι ο εργαζόμενος ως φορολογούμενος τη φαινομενική ελάφρυνσή του ως καταναλωτή.
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και ο Συνασπισμός, ο οποίος εμφανίζεται να αναζητά μια κοινή ευρωενωσιακή πολιτική που να διασφαλίζει την επαρκή προστασία των μικρών και αδύναμων καταναλωτών και την προστασία του περιβάλλοντος. Βαφτίζει το στόχο «να μην ιδιωτικοποιηθεί περαιτέρω η ΔΕΗ», σαν μέτωπο ενάντια στην πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων. Δηλώνει ότι η «απελευθέρωση» δεν είναι πανάκεια, αλλά περιορίζει την εναντίωσή του στον «τρόπο απελευθέρωσης που επιβλήθηκε από τις εκάστοτε κυβερνήσεις». Σύμφωνα με το ΣΥΝ ο «τρόπος απελευθέρωσης» στην Ελλάδα ήταν πρόχειρος, αναποτελεσματικός και σύμφωνος με το νεοφιλελεύθερο πρότυπο, ενώ υποστηρίζει ότι υπήρχαν κάποιες δυνατότητες διαφορετικών επιλογών, χωρίς να προσδιορίζει. Τέλος τονίζει την ανάγκη του μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού για την αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Στην πραγματικότητα ο ΣΥΝ που αποδέχεται ως μονόδρομο την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίου, εργασίας, εμπορευμάτων στο πλαίσιο της ευρωενωσιακής αγοράς (σύμφωνα με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ), έχει συνυπογράψει την πολιτική της αναδιάρθρωσης του ενεργειακού τομέα. Γι’ αυτό και επιχειρεί να συγκαλύψει τη στρατηγική συμφωνία του, εστιάζοντας σε έναν ακαθόριστο «αντινεοφιλελεύθερο τρόπο» απελευθέρωσης, στο πλαίσιο του οποίου ο ενεργειακός σχεδιασμός θα διασφαλίζει τάχα την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών.
Ο τρόπος αυτός είναι απλά ανύπαρκτος. Στο καπιταλιστικό σύστημα ο ενεργειακός σχεδιασμός υπηρετεί αντικειμενικά τα στρατηγικά συμφέροντα της αστικής τάξης. Στο πλαίσιο της ανταγωνιστικής «απελευθερωμένης» αγοράς υπονομεύεται ακόμα περισσότερο κάθε δυνατότητα μακροπρόθεσμου προγραμματισμού που να συνυπολογίζει τις ανάγκες των εργαζομένων, αφού βασικό κριτήριο του σχεδιασμού είναι αντικειμενικά η διευκόλυνση της δράσης του ιδιώτη επενδυτή. Το κεφάλαιο επιλέγει πότε και πού θα επενδύσει, πιο καύσιμο θα χρησιμοποιήσει.
Η προσπάθεια διαχείρισης των λαϊκών προβλημάτων στο πλαίσιο της «απελευθέρωσης» είναι δέσμια εγγενών αντιφάσεων που αποκλείουν την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών στο σύνολό τους.
Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα αφορά στον προβληματισμό που υπάρχει σήμερα για τις επιλογές που μπορούν να διασφαλίσουν από τη μια φτηνό κόστος ηλεκτροπαραγωγής και από την άλλη προστασία του περιβάλλοντος, δηλαδή τον προβληματισμό για τα Αιολικά Πάρκα (τη χωροθέτησή τους και το βαθμό αξιοποίησής τους σε σχέση με τους λιγνιτικούς σταθμούς). Η λύση αυτών των αντιθέσεων και διλημμάτων, όπως «φτηνή ενέργεια ή προστασία του περιβάλλοντος», απαιτεί το ξεπέρασμα της λειτουργίας της οικονομικής ζωής με γνώμονα το καπιταλιστικό κέρδος.
Σε τελευταία ανάλυση, η πολιτική της «απελευθέρωσης» και των ιδιωτικοποιήσεων δεν αποτελεί μια ευκαιριακή επιλογή της μιας ή της άλλης «νεοφιλελεύθερης» κυβέρνησης, αλλά μια στρατηγική επιλογή του μονοπωλιακού κεφαλαίου για να επιλύσει δυσκολίες της διευρυμένης αναπαραγωγής του. Γι’ αυτό και εφαρμόζεται από το σύνολο των διαφορετικών κυβερνήσεων των κρατών-μελών της ΕΕ, αστικής φιλελεύθερης ή σοσιαλδημοκρατικής ιδεολογικής χροιάς.
Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ
Τα προαναφερόμενα αποδεικνύουν ότι στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος δεν μπορεί να υλοποιηθεί η συνδυασμένη ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών στον ενεργειακό τομέα, αφού η εκάστοτε κυβερνητική πολιτική διαμορφώνεται σύμφωνα με τους νόμους της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής.
Ταυτόχρονα αναδεικνύονται οι αντικειμενικές δυνατότητες αλλά και οι πολιτικές προϋποθέσεις για να κατοχυρωθεί η ενέργεια ως κοινωνικό αγαθό και όχι ως εμπόρευμα. Γενικότερα έχει ωριμάσει η ανάγκη της παραγωγής με στόχο τη λαϊκή ευημερία στη βάση της λαϊκής οικονομίας.
Για τη συνδυασμένη ικανοποίηση των αναγκών του λαού πρέπει οι πρώτες ύλες, τα μέσα παραγωγής, τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής του ενεργειακού τομέα να αποτελούν κρατική κοινωνική ιδιοκτησία. Ο σχεδιασμός και η διαχείρισή τους να ανήκει σε ένα αποκλειστικά κρατικό, ενιαίο φορέα ενέργειας, μηχανισμό της λαϊκής οικονομίας.
Αυτός ο τρόπος παραγωγής και λειτουργίας της οικονομίας απαιτεί ριζικές ανατροπές στο επίπεδο της εξουσίας και στο χαρακτήρα της ιδιοκτησίας.
Ο ενιαίος κρατικός φορέας ενέργειας θα υπηρετεί ένα σύνολο στόχων και κριτηρίων:
α) Τη διασφάλιση της υποδομής για την κάλυψη των αναγκών της κεντρικά σχεδιασμένης βιομηχανίας που στηρίζεται στην κοινωνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής. Τη σχεδιασμένη ανάπτυξη συγκεκριμένων περιοχών και κλάδων με μοχλό τον ενεργειακό τομέα. Τη στήριξη της αγροτικής και βιοτεχνικής παραγωγής με στόχο τη συνεταιριστική συγκεντροποίησή τους, την άνοδο της παραγωγικότητάς τους και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των φτωχών αγροτών και των αυτοαπασχολούμενων της βιοτεχνίας.
β) Την εξασφάλιση επαρκούς και φτηνής λαϊκής κατανάλωσης, η οποία θα ανεβάζει συνολικά το επίπεδο ζωής, θα κατοχυρώνει στην πράξη το ενεργειακό προϊόν ως κοινωνικό αγαθό.
γ) Την ασφάλεια των εργαζομένων του κλάδου αλλά και των οικιστικών ζωνών και γενικότερα την προστασία του περιβάλλοντος.
δ) Τη μείωση του βαθμού ενεργειακής εξάρτησης της χώρας. Παράλληλα την ανάπτυξη διακρατικής συνεργασίας σε αμοιβαία επωφελή βάση, όταν και όπου προκύπτουν οι ανάλογες κοινωνικοπολιτικές προϋποθέσεις.
Τότε μόνο μπορεί να υλοποιηθεί ο κεντρικός ενεργειακός σχεδιασμός του κρατικού φορέα ενέργειας, δηλαδή ο σχεδιασμός ο οποίος προωθεί, προγραμματίζει και συνδυάζει αρμονικά όλους τους στόχους που προαναφέραμε. Σε αυτές τις κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές συνθήκες αποκτά ρόλο ουσιαστικό ο εργατικός και κοινωνικός έλεγχος.
Υπό αυτή την προϋπόθεση ο κρατικός φορέας ενέργειας, απαλλαγμένος από τους σιδερένιους νόμους του καπιταλιστικού κέρδους και τις αναπόφευκτες κρίσεις, θα μπορεί να επεξεργάζεται την ενεργειακή πολιτική με άξονες:
1. Την αξιοποίηση εγχώριων πηγών (π.χ. Λιγνίτη, αιολικής ενέργειας), προσδιορίζοντας τις κατάλληλες χρήσεις - περιοχές - τεχνολογίες, τα μεγέθη, με βάση τα προαναφερθέντα κριτήρια. Την ενδεχόμενη αξιοποίηση κοιτασμάτων πετρελαίου, που δε θα ήταν κερδοφόρα η εξόρυξή τους από ένα ιδιωτικό καπιταλιστικό όμιλο ή και κρατικό υπό το καπιταλιστικό καθεστώς.
2. Τη συστηματική έρευνα για εξεύρεση νέων πηγών (π.χ. πιθανά κοιτάσματα σε Ιόνιο - Αιγαίο κλπ.) και αξιοποίηση των τεχνολογιών με στόχο την εξοικονόμηση ενέργειας, την αύξηση του βαθμού ενεργειακής αυτοδυναμίας και ελέγχου του εγχώριου ενεργειακού προϊόντος.
3. Τη διακρατική αμοιβαία επωφελή συνεργασία σε τομείς, όπως:
Η αξιοποίηση και ανάπτυξη δικτύων - αγωγών μεταφοράς ενεργειακού προϊόντος με προϋποθέσεις που συνδυάζουν το αμοιβαίο όφελος διαφορετικών κρατών από τις οικονομίες κλίμακας με τη διασφάλιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων στη διαχείριση των εγχώριου προϊόντος.
Η μεταφορά τεχνογνωσίας και η ανάπτυξη εγχώριας ερευνητικής δραστηριότητας.
Η καλύτερη διαχείριση του προβλήματος των εισαγωγών καυσίμων και γενικότερα των όρων διεξαγωγής του εξωτερικού εμπορίου.
Το ΚΚΕ καλεί σε μαζική αγωνιστική συσπείρωση ενάντια στην κυβερνητική πολιτική της αναδιάρθρωσης και των ιδιωτικοποιήσεων του ενεργειακού τομέα. Θεωρεί ότι και σήμερα οι στόχοι μιας ενεργειακής πολιτικής συνιστώσας της λαϊκής οικονομίας μπορούν να αποτελέσουν αιτήματα μιας ευρύτερης λαϊκής συσπείρωσης και πάλης.
Για να ανοίξουμε το δρόμο των ριζικών ανατροπών στο επίπεδο της εξουσίας προβάλλουμε τους διεκδικητικούς στόχους για φτηνό ρεύμα για το λαό, πλήρη - σταθερή εργασία για τους εργαζόμενους του κλάδου, κρατική έρευνα για τη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας και την αξιοποίηση των εγχώριων πηγών ενέργειας, άμεση κατάργηση κάθε είδους κρατικής επιδότησης στο ιδιωτικό κεφάλαιο, προστασία του περιβάλλοντος και της ασφάλειας των κατοίκων. Απαιτούμε να αντιμετωπιστούν άμεσα τα οξυμένα προβλήματα των νησιών και των ακριτικών περιοχών όπως της αναβάθμισης του δικτύου διανομής και των τοπικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής.
Η διέξοδος δεν πρέπει ούτε μπορεί να αναζητηθεί στην επιστροφή στο παρελθόν, δηλαδή στις κρατικές επιχειρήσεις που υπηρέτησαν πολύμορφα το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Ούτε η μεμονωμένη κρατική επιχείρηση στο πλαίσιο του «απελευθερωμένου» τομέα ενέργειας ούτε ο κρατικός ενεργειακός τομέας στο πλαίσιο μιας οικονομίας όπου δεσπόζουν οι ιδιωτικοί μονοπωλιακοί όμιλοι μπορούν να αποτελέσουν διέξοδο για τις λαϊκές ανάγκες.
Η ανατροπή από την άρχουσα τάξη βασικών στοιχείων της καπιταλιστικής διαχείρισης της προηγούμενης περιόδου μπορεί και πρέπει να αποτελέσει ευκαιρία ουσιαστικής αντεπίθεσης του εργατικού κινήματος. Η αναγκαιότητα να υπηρετηθούν οι ανάγκες των εργαζομένων δεν μπορεί σε τελευταία ανάλυση να συμβιβαστεί με την ιδιοποίηση του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου από την αστική τάξη.
Απαιτεί να αλλάξει ο συσχετισμός δύναμης στο πολιτικό επίπεδο και να κερδίσει έδαφος η πολιτική του ΚΚΕ για τη συγκρότηση ενός νικηφόρου λαϊκού μετώπου που θα διεκδικήσει την εξουσία.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΠΙΝΑΚΕΣ - ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου