ΒΙΒΛΙΟ
Μόνο εμπόρευμα στον καπιταλισμό
Πλευρές της κρατικής πολιτικής για το βιβλίο με αφορμή την κατάργηση του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου
Ηταν μια απόπειρα να τεκμηριώσει την άποψή του ότι «η πολιτεία είναι υποχρεωμένη να ασχολείται με το βιβλίο ως πολιτιστικό αγαθό και όχι με το βιβλίο ως εμπόρευμα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα βάλει εμπόδια σ' εκείνους οι οποίοι έχουν επιτυχίες μεγάλες στην παραγωγή, τη βιβλιοπαραγωγή με όρους οικονομικής αξίας ή όρους εμπορευματικής παραγωγής». Διότι, πάντα κατά τον υπουργό, το κράτος «δεν είναι παραγωγός αξιών που έχουν σχέση με την εμπορευματοποίηση των υλικών αγαθών που λέγονται βιβλία, αλλά το κράτος είναι εδώ για να υλοποιεί τον επιτελικό του ρόλο και ο επιτελικός του ρόλος είναι με βάση το Σύνταγμα να υποστηρίζει, να ενισχύει, να σχεδιάζει μια πολιτική εθνική για το βιβλίο με όρους αειφορίας, με όρους που πραγματικά να δημιουργούν όλο και καλύτερες συνθήκες πολιτισμικής προαγωγής της κοινωνίας».
Ο υπουργός, ως γνήσιος αστός πολιτικός, προσπερνά δύο θεμελιακούς παράγοντες: 1) Τα πάντα στον καπιταλισμό είναι εμπόρευμα, ακόμα και η εργατική δύναμη, πολύ περισσότερο το βιβλίο. 2) Το κράτος δεν είναι κάτι «ουδέτερο» ή «θεόσταλτο» αλλά «όργανο ταξικής κυριαρχίας, όργανο καταπίεσης μιας τάξης από μιαν άλλη» (Λένιν).
Από το συνδυασμό των δύο παραπάνω παραγόντων προκύπτουν τα εξής: 1) Οταν το αστικό κράτος παράγει οτιδήποτε, μεταξύ αυτών και βιβλία, τότε αυτό είναι εμπόρευμα. 2) Ο «επιτελικός» του ρόλος υπηρετεί τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, της αστικής, η οποία, μεταξύ άλλων, στοχεύει στην πλήρη εμπορευματοποίηση και του πολιτισμού εν γένει. Ο δε εκδοτικός κλάδος είναι φυσικά εμπορευματικός και μάλιστα με μονοπωλιακούς όρους.
Ετσι, η «αειφορία», στην οποία στοχεύει το αστικό κράτος στην πολιτική του για το βιβλίο, είναι, αντικειμενικά, η δημιουργία και εξασφάλιση εκείνων των συνθηκών που θα ευνοούν όχι την «πολιτισμική προαγωγή της κοινωνίας», αλλά την απρόσκοπτη λειτουργία της καπιταλιστικής αγοράς, την κερδοφορία του κεφαλαίου στον εκδοτικό κλάδο. Αγορά η οποία, ανεξάρτητα από τις ρητορικές «ακροβασίες» των αστών πολιτικών, έχει τους δικούς της «νόμους» στον καπιταλισμό. Για παράδειγμα, σύμφωνα με στοιχεία του ίδιου του ΕΚΕΒΙ, το 2008 μόλις 23 εκδότες (με πάνω από 80 τίτλους) εξέδωσαν το 37,4% της παραγωγής, 172 μεσαίοι εκδότες (με 10 - 79 τίτλους) το 43,1%, ενώ 707 «μικρότεροι» εκδότες εξέδωσαν το 18,4%. Ενώ το 2006, το 30% (περίπου 500 εκδότες) εξέδιδε το 84% της παραγωγής, με το 2% να εκδίδει το 29%! Εχουμε, λοιπόν, μια σαφή τάση μονοπώλησης της εκδοτικής αγοράς εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία. Ετσι, τα μεγάλα εκδοτικά αύξησαν το μερίδιό τους στη βιβλιοπαραγωγή κατά 2,3% το 2004 σε σχέση με το 2002, ενώ τα μικρά κατά μόλις 0,5%. Την ίδια περίοδο τα μεσαία εκδοτικά μειώθηκαν κατά 5, ενώ μειώθηκε και το ποσοστό τους στη βιβλιοπαραγωγή κατά 2,8%.
Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα έχει ελάχιστη σημασία η δήλωση του υπουργού ότι «εμείς δεν κάνουμε διάκριση ανάμεσα στους 15 που παράγουν τα πιο πολλά βιβλία, σε σύγκριση με τους άλλους 800 οι οποίοι παράγουν τα λιγότερα βιβλία» και ότι «όλοι απέναντι στην πολιτεία είναι ίσοι, δεν χρησιμοποιούμε κριτήρια πλουτοπαραγωγικά για να προσεγγίσουμε το ποιος έχει μεγαλύτερη σπουδαιότητα και αξία για την πολιτισμική σχεδίαση στον τομέα του βιβλίου (...) Υπάρχουν εκδότες οι οποίοι κάνουν μοναδικές παραγωγές, μπορεί να είναι λίγες, αλλά είναι πραγματικά μοναδικές». Οντως, υπάρχουν τέτοιοι εκδότες, οι οποίοι συνεχώς συμπιέζονται ακριβώς λόγω της τάσης μονοπώλησης της αγοράς, συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης κεφαλαίου, όπως συμβαίνει σε κάθε κλάδο. Πολύ περισσότερο που αυτή η διαδικασία επιταχύνεται σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης.
Αντιφάσεις
«Το βιβλίο είναι πολιτιστικό αγαθό, αλλά, προς Θεού, αυτό το πολιτιστικό αγαθό μην το χαρίσουμε, μην το απαλλοτριώσουμε σε εκείνους οι οποίοι πράγματι έχουν το δικαίωμα, έχουν την ιδιότητα να παράγουν βιβλία ως εμπορεύματα (...) Εμείς θα μου επιτρέψετε να σας πω ότι ασχολούμαστε με την πρώτη, χωρίς να δημιουργούμε προσκόμματα ή εμπόδια σε εκείνους που έχουν αφιερωθεί στο να υπηρετούν τη δεύτερη», είπε ο υπουργός, χωρίς όμως να ξεκαθαρίσει ποτέ, μέχρι το τέλος της συνέντευξης, πώς είναι δυνατόν να «συνυπάρχει» στον καπιταλισμό το ίδιο αντικείμενο και ως εμπόρευμα και ως κάτι «άλλο».
Πρόκειται για αντίφαση και μάλιστα σε θεωρητικό επίπεδο, αφού στην πράξη δεν υπάρχει καν. Το βιβλίο είναι ήδη «απαλλοτριωμένο»: Πρόσφατες έρευνες μεταξύ των εκδοτών δείχνουν ότι οι τελευταίοι παρουσιάζουν μια πτώση τζίρου από 20% έως και 60%. Η πτώση αυτή, λόγω της κρίσης, έρχεται μετά από μια μακρά περίοδο κερδοφορίας γενικά του εκδοτικού κλάδου σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Ετσι, το 2001, ο κύκλος εργασιών του κλάδου υπολογιζόταν στα 20 δισ. ευρώ, νούμερο που έφερνε το βιβλίο στην πρώτη θέση των «πολιτιστικών βιομηχανιών», πάνω από τη μουσική και τα οπτικοακουστικά. Το 2009, η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Εκδοτών εκτιμούσε τον τζίρο στα 40 δισ. ευρώ (διπλάσιος μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία δηλαδή), με τους εκδοτικούς οίκους μόνο να παρουσιάζουν έναν κύκλο εργασιών της τάξης των 23 δισ. ευρώ.
Ο υπουργός υπεραμύνθηκε της απόφασης για την κατάργηση του ΕΚΕΒΙ με μια «μισή» αλήθεια. Είπε ότι δημιουργήθηκε στη δεκαετία του 1990 και ότι «δεν είναι αθώα αυτή η δεκαετία», διότι «είναι η εποχή που άρχισε να αναζητείται ως όχημα δημοσιονομικής ευελιξίας η διαμόρφωση κάποιων θεσμών που ως υβρίδια θα μπορούσαν να αναλάβουν την εξυπηρέτηση ή την υλοποίηση κρατικών πολιτικών, χωρίς όμως να είναι δημόσιοι φορείς. Δηλαδή, τότε επειδή αισθάνονται οι κρατούντες (...) ότι το δημόσιο λογιστικό είναι ένας βραχνάς ο οποίος τους στενεύει (...) έφτιαξαν πολλούς οργανισμούς, οι οποίοι ενώ ασκούσαν κρατικές πολιτικές, εντούτοις δεν εδεσμεύοντο από τους όρους της άσκησης των κρατικών, των δημοσίων πολιτικών». Το ΕΚΕΒΙ «είναι ένα ιδιωτικό νομικό πρόσωπο που εξαιρείται του δημοσίου χώρου, που επίσης εξαιρείται της εφαρμογής των διατάξεων του δημοσίου λογιστικού. Επίσης, εξαιρείται της εφαρμογής των διατάξεων για τις δημόσιες προμήθειες, όπως επίσης εξαιρείται της εφαρμογής των διατάξεων για τα δημόσια έργα. Επομένως, αυτό το ιδιωτικό νομικό πρόσωπο έχει να υπηρετήσει και να προστατεύσει το δημόσιο συμφέρον, όταν είναι εντελώς ιδιωτικό. Παράλληλα, σε αυτό το νομικό πρόσωπο το ιδιωτικό, που ασκεί κρατική πολιτική, αναγνωρίζονται οι διοικητικές, δικαστικές και οικονομικές ατέλειες του δημοσίου. Τα ουσιαστικά και δικονομικά προνόμια του δημοσίου. Απαλλάσσεται το ΕΚΕΒΙ από κάθε φόρο, από κάθε τέλος λιμενικό, κοινοτικό, δημοτικό, δικαστικό, διοικητικό. Πρόκειται για μια όαση δημοσιονομικής ανομίας».
Ομως, η «σαλαμοποίηση» - ιδιωτικοποίηση των αρμοδιοτήτων του αστικού κράτους δεν ήταν τότε - και δεν είναι ποτέ - το αποτέλεσμα της «αίσθησης» των κυβερνήσεων ότι το δημόσιο λογιστικό είναι «βραχνάς» από τον οποίο πρέπει να απαλλαγεί. Ηταν το τακτικό αποτέλεσμα της στρατηγικής του αστικού κράτους σε επίπεδο ΕΕ, η οποία, με την ιδρυτική της Συνθήκη του Μάαστριχτ, άνοιγε το δρόμο στην πλήρη εμπορευματοποίηση του πολιτισμού. Αυτή η στρατηγική δεν έχει αλλάξει. Αλλάζει η τακτική, αφού αυτοί οι φορείς συντρίφτηκαν κάτω από το βάρος των νέων αναγκών του αστικού κράτους σε συνθήκες κρίσης και όχι επειδή ήταν «οάσεις δημοσιονομικής ανομίας». Χωρίς όμως να αλλάζει η ουσία της κυρίαρχης πολιτικής. Και μόνο το γεγονός ότι μέσω του προϋπολογισμού, δηλαδή με κάθε επισημότητα, ακόμη και οι αμιγώς κρατικοί πολιτιστικοί φορείς «στέλνονται» στις «αγκάλες» των «χορηγών» αρκεί.
Γρηγόρης ΤΡ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου