ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΑΡΣΑΚΙΔΗΣ
«Αναζητώντας την Ιθάκη»
Το νέο λεύκωμα του αγωνιστή εικαστικού
Από το πρώτο λεύκωμα για τη Μακρόνησο το 1964, «με εικαστικές μαρτυρίες και κείμενα που κατονόμαζαν επώνυμα τους βασανιστές», μέχρι το «Αναζητώντας την Ιθάκη», ο Γ. Φαρσακίδης έχει διανύσει μια μεγάλη και πλούσια, δημιουργικά, πορεία, με πολλές εκδόσεις, εκθέσεις, παρουσιάσεις έργων του, ομιλίες, ταξίδια, βραβεύσεις. Ο τρόπος όμως που «αφηγείται» στιγμές της ζωής του μέσα από αυτό το βιβλίο - λεύκωμα θαρρείς πως παραπέμπει πάντα σε εκείνο το παιδί στην Οδησσό της ΕΣΣΔ που ήταν καλός μόνο στο μάθημα της «ιχνογραφίας» και που αργότερα θα νοσταλγούσε, από τη Θεσσαλονίκη πια όπου πήγαν οι δικοί του το 1934, τους «αγαπημένους γειτόνους μας στην Οντέσσα, το θείο Βάνια και τη θεία Ολια». Οτι είναι ο πιτσιρικάς που μαζί με την παρέα του νομίζει ότι «ο πόλεμος παραμένει ακόμα παιχνίδι και τη μέρα του μεγάλου βομβαρδισμού της Θεσσαλονίκης, με το ουρλιαχτό της σειρήνας, είχαμε ανέβει στην "τούμπα" της Υψηλάντου να κάνουμε χάζι». Οτι είναι πάντα το ανταρτόπουλο που σκιτσάρει τη ζωή και την πάλη του λαού ενάντια στους κατακτητές στην κατοχή, χάνει τα σκίτσα του σε μια μάχη, για να τα μαζέψει ένας Βούλγαρος στρατιώτης και να τα επιστρέψει στο δημιουργό τους δεκαετίες μετά.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί στιγμές της πολυκύμαντης πορείας ενός καλλιτέχνη που εξαρχής ταύτισε την ύπαρξή του με την οργανωμένη πάλη για έναν καλύτερο κόσμο και που δεν είχε κανέναν ενδοιασμό για το αν θα στρατεύσει ή όχι την τέχνη του σε αυτή την σπουδαία υπόθεση. Για τον Γ. Φαρσακίδη, όπως για τους κομμουνιστές καλλιτέχνες, «η τέχνη που δεν ξανοίγει προοπτικές ενός κόσμου καλύτερου, που προβάλλει σαν αυτοσκοπό τη βία και την απληστία του κέρδους, η τέχνη που της είναι αδιάφορος ο ανθρώπινος πόνος, που πολεμά τις χαρές της ζωής, την ομορφιά, τη φύση, τον έρωτα, δεν είναι παρά τέχνη σύμφωνη με τις επιταγές των προνομιούχων της Νέας Τάξης Πραγμάτων», όπως σημειώνει στο «αντί προλόγου» κείμενο του βιβλίου. Και πιο πάνω: «Και εμείς, δουλεύοντας σε συνθήκες αντίξοες τα σκηνικά του στρατοπεδικού μας θεάτρου, αντλούσαμε κουράγιο από την αίσθηση των στιγμών της χαράς που θα δίναμε στους ταλαιπωρημένους από την πολύχρονη κράτηση συνεξόριστούς μας. Ζωγραφίζαμε, χαράζαμε, τυπώναμε κάρτες στον Αϊ - Στράτη και, επί χούντας αργότερα, στη Γυάρο και στη Λέρο. Να μάθουν οι έξω ότι ζούμε και κρατάμε άπαρτο το αγωνιστικό μας χαράκωμα».
Ακόμη και μέσα από τις καταγραφές στιγμών της ιστορίας της οικογένειας, ο συγγραφέας προσπαθεί να επιλέξει εκείνες που μπορεί να έχουν ευρύτερο ενδιαφέρον, όχι για να «διδάξουν», αλλά για να αποτυπώσουν το «κλίμα» των εποχών και τον τρόπο που αντιδρούσαν και σκέφτονταν οι άνθρωποι. Λίγες λέξεις, για παράδειγμα, αρκούν για να νιώσει, όσο γίνεται, ο αναγνώστης, τα συναισθήματα που κρύβονται πίσω από το περιστατικό της επιστροφής του εξόριστου στο σπίτι του: «Τέλη 1956, επιστρέφοντας από μακροχρόνια εξορία, θέλησα να ευχαριστήσω τη μάνα (...) περισσότερο για το ότι ποτέ της δεν έκανε μια νύξη να αποκηρύξω το ιδεολογικό μου πιστεύω. Η μάνα με αναμέτρησε απαξιωτικά και με κάρφωσε, όπως έκανε πάντα, με τον ανελέητο σαρκασμό της: "Ησουν που ήσουνε από γεννησιμιού σου χοντροκέφαλος, για φαντάσου να μου γύριζες και με σκυμμένο κεφάλι!».
Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου