18 Αυγ 2013

200 χρόνια από τη γέννηση του Τζιουζέπε Βέρντι

Θεωρήθηκε ένας από τους δασκάλους της Ιταλικής Επανάστασης
200 χρόνια από τη γέννηση του Τζιουζέπε Βέρντι
Από την παράσταση «Ναμπούκο» που δόθηκε το 2011 στο Ηρώδειο από την Εθνική Λυρική Σκηνή
BIL
«Είναι ένας συνθέτης απολύτως ικανός να απογυμνώσει και να μιλήσει για τα πάθη και τον πόνο μας, για τις ευχές και τα ελαττώματά μας κι αυτός είναι ένας από τους λόγους της παγκοσμιότητάς του: θα είναι για πάντα επίκαιρος. Οσο ο άνθρωπος έχει τα ίδια χαρακτηριστικά και δε μοιάζει με φιγούρα του "Σταρ Τρεκ", κάθε γενιά θα ανακαλύπτει στη μουσική του Βέρντι μία κουβέντα παρηγοριάς»έχει πει για τον Βέρντι ο Ιταλός αρχιμουσικός Ρικάρντο Μούτι, χαρακτηρίζοντάς τον επίσης«μουσικό της Ζωής». Πράγματι, στο κέντρο της προσοχής του σπουδαίου συνθέτη Τζιουζέπε Βέρντι είναι οι τύχες των απλών ανθρώπων, η κοινωνική ανισότητα, οι προλήψεις των κοινωνικών στρωμάτων.
Γιος ταβερνιάρη, ο Τζιουζέπε Βέρντι γεννήθηκε στις 10 του Οκτώβρη 1813 στο Ρόνκολε της Πάρμας. Από επτά χρόνων άρχισε να μαθαίνει μουσική από έναν ιερέα στην εκκλησία του χωριού του, ενώ αργότερα απέκτησε μια σπινέτα, το ίδιο παλιό μικρό πιάνο που διασώζεται στο μουσείο του θεάτρου της Σκάλας, στο Μιλάνο. Αξίζει να σημειωθεί πως κατά την πορεία των σπουδών του απορρίφθηκε από το Ωδείο του Μιλάνου, λόγω μεγάλης ηλικίας. Η μουσική ιδιοφυΐα του Βέρντι ήταν έκδηλη από την αρχή. Ακόμα και ως μικρό παιδί συνέθετε ορχηστρικά θρησκευτικά έργα, συμφωνίες, άριες, εμβατήρια κτλ., όλα για τη Φιλαρμονική του Μπουσέτο, επαρχιακή κωμόπολη κοντά στο χωριό που μεγάλωσε. Η απόρριψή του από το Ωδείο τον οδήγησε να μαθητεύσει στο πλάι του μαέστρου και συνθέτη Β. Λαβίνια. Το 1834 διορίστηκε αρχιμουσικός του Δήμου Μπουσέτο και αργότερα διευθυντής του τοπικού ωδείου και της Φιλαρμονικής. Στόχος του, όμως, ήταν να γίνει συνθέτης όπερας. Από την πρώτη κιόλας όπερά του, με τίτλο «Ομπέρτο, κόμης του Σαν Μπονιφάτσιο», έδειξε ότι τον χαρακτηρίζει ένα καινούριο ύφος, διαφορετικό από τους κυρίαρχους μουσουργούς της εποχής, Ροσίνι, Ντονιτσέτι και Μπελίνι. Η δεύτερη όπερά του, όμως, «Μια μέρα βασιλείας», δεν είχε επιτυχία. O Βέρντι, που είχε χάσει πρόσφατα τη γυναίκα του Μαργαρίτα, σε ηλικία 26 ετών, από εγκεφαλίτιδα και ένα χρόνο νωρίτερα το γιο του Ιτσίλιο Ρομάνο, σε ηλικία 15 μηνών (το 1838 είχε χάσει και την κόρη Βιρτζίνια Μαρία Λουίτζα σε ηλικία 17 μηνών), έπεσε σε απελπισία και ορκίστηκε να μην ξαναγράψει όπερα...
Μελωδική πρόσκληση στον αγώνα

Απελπισμένος έφυγε από το Μιλάνο, για να επιστρέψει ένα χρόνο αργότερα. Ζούσε φτωχικά σε ένα δωμάτιο και τα χρήματά του έφταναν μόλις για ένα γεύμα τη μέρα. Μια βραδιά τον βρήκε στο δρόμο ο διευθυντής της Σκάλας του Μιλάνου, Μερέλι, κι αφού τον μάλωσε για την εξαφάνισή του, του έβαλε στην τσέπη το λιμπρέτο του «Ναμπούκο». Την επομένη το επέστρεψε στον Μερέλι, ο οποίος όμως του το ξανάβαλε στην τσέπη. Το λιμπρέτο βασισμένο στην ιστορία του Ναβουχοδονόσορα Β', το ξαναδιάβασε με κρύα καρδιά, ώσπου έφθασε στα λόγια των Εβραίων σκλάβων που τον συγκίνησαν καθοριστικά, απαλλάσσοντάς τον από τις αναστολές του. Πλημμυρισμένος από δημιουργική ορμή ο Βέρντι έγραψε την όπερα μέσα σε τρεις μήνες. Ο Μερέλι, μάλιστα, άλλαξε τον προγραμματισμό της Σκάλας και την παρουσίασε, με πρόχειρα σκηνικά και κοστούμια, το Μάρτη του 1842. Από τις πρώτες κιόλας δοκιμές φάνηκε ότι επρόκειτο για πολύ μεγάλη επιτυχία. Οι μηχανικοί και οι ηλεκτρολόγοι, στις πρόβες, σταματούσαν τη δουλειά τους για ν' ακούσουν τη μουσική. Στην πρεμιέρα του έργου, το ρόλο της κακιάς «Αμπιγκέλε» ερμήνευσε η δημοφιλής εκείνη την εποχή σοπράνο Τζουζεπίνα Στρεπόνι (1815-1897), η οποία έγινε η δεύτερη σύζυγός του το 1859.
Από τα πρώτα μέτρα της μουσικής του βρισκόμαστε μπροστά στην αντίθεση της εξαιρετικής δύναμης και της πιο βαθιάς γλυκύτητας. Ο Βέρντι είχε γεννηθεί σε μία διαμελισμένη Ιταλία. Γεννημένος Γάλλος πολίτης, ζούσε τώρα ως αλλοδαπός στο κατεχόμενο από τους Αυστριακούς Μιλάνο. Το κοινό του«Ναμπούκο» διέκρινε μέσα από την προσευχή των αιχμαλωτισμένων Εβραίων για απελευθέρωση τις δικές του ελπίδες να απαλλαγεί από το ζυγό της αυστριακής αυτοκρατορίας. Η δύναμη του έργου έφερνε το πάθος, την ηρωική πνοή, το κάλεσμα στον αγώνα, τις υποσχέσεις για ελευθερία. Οπως έλεγε ο Ροσίνι, σ' αυτή τη δύναμη χρωστά ο Βέρντι το ότι θεωρήθηκε ένας από τους δασκάλους της Ιταλικής Επανάστασης. Το χορωδιακό των Ιουδαίων δεσπόζει στο έργο, καθώς σπάνια βρίσκει κανείς στην παγκόσμια λυρική δημιουργία κάποια μελωδία ωραιότερη από αυτήν, την οποία διακρίνει η μελαγχολία, η ευγένεια, η γαλήνη.
«Η φωνή και η μελωδία θα είναι πάντα για μένα τα πιο κύρια», έλεγε ο Βέρντι, που συνολικά έγραψε 26 όπερες, καντάτες, έργα θρησκευτικής μουσικής, μουσική για φωνητικά σύνολα, τραγούδια κ.ά. Τα έργα του, δίκαια, δεν έπαψαν και μετά το θάνατό του να κατέχουν την πρώτη θέση στο διεθνές ρεπερτόριο της όπερας, δίπλα σε εκείνα του Μότσαρτ και του Βάγκνερ. Την τέχνη του τη χαρακτηρίζει ένας μοναδικός συγκερασμός δραματικού πάθους και μελωδικού λυρισμού, ενώ οι ρυθμικές εναλλαγές των μελωδιών του ακολουθούν την πορεία των ψυχικών συγκρούσεων των ηρώων. Μεταρρυθμιστής της όπερας, ο Βέρντι υπήρξε ο συνθέτης που άλλαξε σημαντικά το ύφος της ιταλικής όπερας. Ο ιδεολογικο-καλλιτεχνικός πλούτος, η ανθρωπιστική χροιά της δημιουργίας του, η σχέση της με την εθνική-δημοκρατική πρόοδο της Ιταλίας, καθώς και το αξεπέραστο σε ιστορική σημασία έργο του, έκαναν τις όπερες του Βέρντι λαοφιλείς σε όλο τον κόσμο.
Εμποτισμένες με ηρωικό επαναστατικό πάθος
Ο θρίαμβος του Βέρντι συνεχίστηκε και με την επόμενη όπερά του, «Οι Λομβαρδοί στην πρώτη Σταυροφορία», που ανέβηκε το 1843 στη Σκάλα. Εμποτισμένες με ηρωικό επαναστατικό πάθος, αυτές οι όπερες συνάντησαν ενθουσιώδη υποδοχή στην κατακτημένη από τους Αυστριακούς Ιταλία. Σε αυτά τα έργα οι ακροατές αντιλαμβάνονταν τους υπαινιγμούς για τα σύγχρονα γεγονότα και συχνά οι παραστάσεις συνοδεύονταν από πολιτικές διαδηλώσεις. Από το 1842 έως το 1849 ο Βέρντι δημιουργεί 13 όπερες, ανάμεσα στις οποίες τις «Ερνάνη», «Αττίλα», «Μάκβεθ» κ.ά. Μια από τις πατριωτικές εμπνεύσεις του ήταν και ο ύμνος «Να ηχήσει η σάλπιγγα», που έγραψε κατά την περίοδο της επανάστασης του 1848, ύστερα από πρόταση του Τζ. Ματσίνι (σε κείμενο του Γκ. Μαμέλς). Παγκόσμια αναγνώριση είχαν, επίσης, οι όπερες που έγραψε την περίοδο 1850-1860, «Ριγολέτο», «Τροβατόρε», «Τραβιάτα», στις οποίες οι ρομαντικές τάσεις παραχωρούν τη θέση τους σ' ένα ρεαλισμό, που διακρίνεται από βαθιά ψυχολογική διείσδυση. Ο Ριγολέτος, που βασίζεται στο έμμετρο δράμα του Βίκτορα Ουγκό «Ο Βασιλιάς διασκεδάζει», είχε προβλήματα με τη λογοκρισία, επειδή στο έργο του Ουγκό υπάρχει δολοφονική απόπειρα εναντίον ενός βασιλιά, πολιτικό ταμπού για την εποχή. Ετσι, ο Βέρντι αναγκάστηκε να παρουσιάσει τον ήρωά του ως δούκα για να μπορέσει να παρουσιάσει το έργο. Ανάλογα προβλήματα είχε και η «Τραβιάτα», που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Δουμά «Η Κυρία με τις καμέλιες» και είχε προκαλέσει σκάνδαλο στο Παρίσι.
Ακολουθούν οι όπερες «Σικελικός εσπερινός», «Σιμόν Μποκανέγκρα», «Ο χορός των μεταμφιεσμένων», «Η δύναμη του πεπρωμένου», «Ντον Κάρλος», «Αϊντα». Η παγκόσμια πρώτη της «Αϊντα» - παραγγελία της νέας Οπερας του Καΐρου - το 1871, υπήρξε διεθνές καλλιτεχνικό γεγονός. Στη συνέχεια το συνταρακτικό «Ρέκβιεμ» (για τέσσερις σολίστ, μεικτή χορωδία και ορχήστρα), που ο Βέρντι το έγραψε στη μνήμη του Ιταλού συγγραφέα Α. Μαντσόνι. Δεκαπέντε χρόνια μετά την «Αϊντα» γράφει τον «Οθέλο», ένα αριστούργημα δραματικού πάθους και λυρικής έξαρσης. Η τελευταία του όπερα, «Φάλσταφ», βασισμένη στην ιταλική όπερα-μπούφα, παίχτηκε το 1893. Το μεγάλο κεφάλαιο Βέρντι έκλεισε στις 27 του Γενάρη του 1901, που έφυγε για το τελευταίο «ταξίδι» του.

Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ