10 Απρ 2014

Η ανάκριση

 Η ανάκριση

Κάλλιο αργά παρά ποτέ λέει ο θυμόσοφος λαός. Όταν λοιπόν είδαμε πως ο θίασος του καζάκου έρχεται στα χανιά για να ανεβάσει την ανάκριση του πίτερ βάις, δεν χρειάστηκε δεύτερη κουβέντα για την απόφαση. Στην πορεία μάλιστα νικήθηκαν κι οι όποιοι ενδοιασμοί περί πιθανής… «απεργοσπασίας» (λευκής από την πλευρά μας ως θεατές κι από τη δική τους ως ηθοποιοί), καθώς η παράσταση έδενε άριστα με το απεργιακό κλίμα της χτεσινής ημέρας κι αναδείκνυε μια σημαντική διάσταση για το εργατικό κίνημα και την πάλη του ενάντια στο φασιστικό κίνδυνο.


Η ανάκριση είναι στην ουσία μια ντοκιμαντερίστικη αφήγηση των «ανδραγαθημάτων» των ναζί στο κολαστήριο του άουσβιτς. Και για εμάς τους αμύητους αποτελεί μια καλή εισαγωγή στην κατανόηση της έννοιας της μπρεχτικής αποστασιοποίησης –που με έχει μπερδέψει περισσότερο και από τη διαλεκτική.
Ο βάις καταγγέλλει τη ναζιστική φρίκη και βάζει το θεατή σε μια σκληρή ψυχική δοκιμασία. Δε στοχεύει όμως στο συναίσθημά του, παρά τα πολύ έντονα συναισθήματα που προκαλεί στο κοινό κατά τη διάρκεια του έργου, αλλά στην ενεργοποίηση της συνείδησης και του προβληματισμού του. Δε στοχεύει στα κλαμένα πρόσωπα –και είναι αρκετοί αυτοί που δακρύζουν στην παράσταση- ή στο σφίξιμο της καρδιάς, αλλά στις σφιγμένες γροθιές, που παλεύουν και διεκδικούν. Δεν ενδιαφέρεται για τις καλλιτεχνικές φόρμες, αλλά για την ανάλυση του θέματός του. Δε στέκεται στο προσωπικό δράμα των θυμάτων, αλλά το χρησιμοποιεί ως όχημα για να αναδείξει την ουσία του φασισμού, τα αίτια που τον γεννάνε.

Η ανάκριση δεν αποσκοπεί σε μια προσωρινή ταύτιση του θεατή με τους ήρωες του έργου, που σχεδόν δεν αναφέρονται ονομαστικά. Αλλά στο ταρακούνημά του, δίνοντάς του υλικό να σκεφτεί μετά το τέλος της παράστασης. Με αυτή την έννοια, ο ιστορικός-δημοσιογραφικός (επι)λογος του μπογιόπουλου στο κλείσιμο της παράστασης, δεν έρχεται ως κάτι παράταιρο, αλλά ως επιστέγασμα όσων έχουμε παρακολουθήσει πριν κι επιπλέον τροφή για σκέψη κι επεξεργασία. Το έργο δε θέλει να υποδείξει κάποιο έτοιμο συμπέρασμα στο θεατή, ούτε καταλήγει σε εύκολο από σκηνής διδακτισμό. Αντιθέτως, αποφεύγει το σύνηθες αίσιο τέλος και την πολυπόθητη κάθαρση για το κοινό. Ο θεατής καλείται να αναζητήσει τη λύτρωση έξω από την αίθουσα και το «μύθο», στην πραγματική ζωή με τις πράξεις του και τον αγώνα του.

Ίσως λοιπόν το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της τεχνικής αυτής, ακόμα και αν δεν αποδιδόταν στο υψηλότερο επίπεδο ή δεν απευθυνόταν σε κοινό με θεατρική παιδεία και καλλιέργεια, να ήταν σε κάποια θέατρα της σοβιετικής επαρχίας, όπου όσοι ενσάρκωναν το ρόλο πχ του καπιταλιστή ή του κουλάκου, μόλις και μετά βίας γλίτωναν τις επιθέσεις και το λιντσάρισμα από τους εξαγριωμένους θεατές, που έπαιρναν πολύ στα σοβαρά αυτό που έβλεπαν και σχεδόν κυριολεκτικά τη φράση «πάρε την υπόθεση (του έργου) στα χέρια σου».

Οι μόνοι που αναφέρονται ονομαστικά στο έργο είναι οι βασανιστές κι εκτελεστές του στρατοπέδου. Στις οθόνες της σκηνής εμφανίζεται μάλιστα μια φωτογραφία τους με τις χρονολογίες γέννησης και θανάτου τους και τις ποινές που τους επιβλήθηκαν. Και εκεί διαπιστώνεις δύο πράγματα: αφενός πως πολλά καθάρματα έζησαν αρκετά για να προλάβουν την πτώση του τείχους και την «ενοποίηση» της γερμανίας, για να νιώσουν «ιστορικά δικαιωμένοι» -αν και είχαν ήδη «δικαιωθεί» κι «αποκατασταθεί» από τις αρχές της δυτικής γερμανίας, στελεχώνοντας σε μεγάλο βαθμό τον κρατικό της μηχανισμό*. Κι αφετέρου πως τελικά τους επιβλήθηκαν αστείες ποινές κάθειρξης, ενώ οι πραγματικοί ένοχοι (τα γερμανικά –κι όχι μόνο- μονοπώλια της κρουπ, της μπάγερν, κτλ) απουσίαζαν από το εδώλιο.

(*κι εκεί αναπόφευκτα κάνεις ορισμένες συγκρίσεις με… την πάλη των τάξεων που έμεινε ιστορικά αδικαίωτη και τους δικούς μας ήρωες. Πχ το μολότοφ που έφυγε πλήρης ημερών το 86’ και σχετικά μακάριος, πριν από την τελική εκδήλωση της αντεπανάστασης. Ή τη θρυλική απασιονάρια που έφυγε επίσης πλήρης ημερών, τρεις μέρες μετά την πτώση του τείχους. Και δε γίνεται να μην αναλογιστείς την τρομερή σημειολογία και την επίδραση της είδησης στον οργανισμό της –και βασικά στα ψυχικά της αποθέματα. Και προπαντός τους βετεράνους του κόκκινου στρατού, οι οποίοι έχουν μπει στο στόχαστρο των ναζί και των επίσημων αρχών, που παίρνουν εκδίκηση αντιστρέφοντας τους ρόλους της Ανάκρισης).

Οι βασανιστές του στρατοπέδου είναι εκ των τελευταίων τροχών της αμάξης, εκτελεστικά όργανα μιας μηχανής, που σκοτώνει όχι μόνο από μίσος ή ιδεολογία αλλά κυρίως γιατί απέτυχε να πείσει τον κόσμο ότι έχει κάποιο όραμα. Αμετανόητοι ιδεολόγοι χωρίς όμως ιδιαίτερη ιδεολογική κατάρτιση, καθώς δέχονταν διαταγές, υπακούοντας απλώς το νόμο –και δεν είναι δικό τους λάθος που ο νόμος άλλαξε. Με καρικατουρίστικα στοιχεία και κουσούρια που θυμίζουν σε πολλά σημεία τις σύγχρονες φιγούρες του αντικομμουνιστικού εσμού, οι οποίες πάσχουν από επιλεκτική αμνησία, διαπνέονται από θρασύδειλο κυνισμό και τσαμπουκαλεύονται εκ του ασφαλούς και με άνωθεν προστασία.

Η ανάκριση έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο κενό που ξεκινά ήδη από το σχολείο και τη μισή ιστορία που μαθαίνουμε. Πόσοι γνωρίζουν άραγε τις φρικιαστικές λεπτομέρειες για τους θαλάμους αερίων και τις απεγνωσμένες κραυγές των θυμάτων που συνεχίζονταν κάποιες φορές για αρκετά λεπτά; Ή για τη στενή διασύνδεση του άουσβιτς με τις βιομηχανίες της περιοχής; Για την αδρή χρηματοδότηση των ναζί από τα μεγαλύτερα γερμανικά –και όχι μόνο- μονοπώλια, που επένδυσαν πολιτικά στην επικράτηση του φασισμού; Για τη μεταχείριση των εβραίων και των σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου; Για τα γενετικά πειράματα στις γυναίκες κρατούμενες του στρατοπέδου; Ή κι ευρύτερα για τα ολοκαυτώματα δεκάδων χωριών στη σοβιετική επικράτεια από τους ναζί (βασικό θέμα της ταινίας του κλίμοφ «έλα να δεις»); Και για την πολλαπλάσια ένταση και κλίμακα των πολεμικών επιχειρήσεων στο ανατολικό μέτωπο του β’ παγκόσμιου, με τους σοβιετικούς να σηκώνουν σχεδόν μόνοι τους από τις συμμαχικές δυνάμεις το βάρος της απόκρουσης του ναζισμού;

Αξίζει να συγκρίνουμε αυτό το κενό με τις «γνώσεις» μας, τον καταιγισμό πληροφοριών και έγκυρων ρεπορτάζ για τη σοβιετική ένωση: τα γκουλάγκ, την εξίσωση με το φασισμό, το διαδεδομένο μύθο για τις σφαίρες που περίμεναν όσους πολεμιστές υποχωρούσαν ή επέστρεφαν από την αιχμαλωσία. Και γενικώς με την αστική ευαισθησία για τα «εκατομμύρια θύματα του σταλινισμού» και του «κόκκινου ολοκληρωτισμού», τον χυδαίο συμψηφισμό και τη ντροπαλή αποσιώπηση των ναζιστικών εγκλημάτων.

Ίσως στο μέσο θεατή φανεί το έργο πολύ.. στρατευμένο, γραμμένο από κομμουνιστές για κομμουνιστές. Ο συγγραφέας του ήταν μαθητής του μπρεχτ, οι πρωταγωνιστές-κρατούμενοι του στρατοπέδου μέλη του κκ γερμανίας, ο φασισμός καταγγέλλεται ως η πιο επιθετική κι απροκάλυπτη εκδοχή του καπιταλισμού. Κομμουνιστές είναι εξάλλου κι οι περισσότεροι θεατές κάθε παράστασης, αλλά κι αρκετοί από τους συντελεστές της: ο καζάκος, ο μπογιόπουλος, ο ορκόπουλος ως γιατρός σε προηγούμενες παραστάσεις –που είναι και στο ευρωψηφοδέλτιο του κόμματος που ανακοινώθηκε σήμερα. Ίσως πάλι ένας κόσμος να ψάχνει στις εξόδους του κάτι ανάλαφρο και διασκεδαστικό, ως καταφύγιο από τα προβλήματά του και να αποφεύγει ένα έργο που θεωρεί ότι θα τον ψυχοπλακώσει.

Στην πραγματική ζωή όμως δεν υπάρχουν τέτοιες νησίδες και καταφύγια. Και η φασιστική απειλή ξαναθεριεύει όσο ποτέ άλλοτε τα τελευταία χρόνια. Εφόσον λοιπόν αναγνωρίζουμε την αξία και την επικαιρότητα του έργου, ας αναλογιστούμε τα εξής: ποιος άλλος –αν όχι ο θίασος του κομμουνιστή καζάκου- θα ανέβαζε στις μέρες μας ένα τέτοιο δύσκολο και «αντιεμπορικό» έργο; Ποιος άλλος –αν όχι οι φίλοι του κόμματος- θα γέμιζε τις θεατρικές αίθουσες, με ομαδικά εισιτήρια για συντρόφους και ραντεβού που θυμίζουν προσυγκεντρώσεις; Ποιος άλλος –αν όχι οι κομμουνιστές- θα έδινε μια τέτοια διαλεκτική κι αμφίδρομη σχέση μεταξύ της τέχνης για το λαό και του λαού που στηρίζει από το υστέρημά του αυτούς τους καλλιτέχνες;

Και σε τελική ανάλυση, τι θα ήταν το αντιφασιστικό κίνημα σήμερα, χωρίς τους κομμουνιστές και τη δράση τους, καρφί στο μάτι των αφεντικών και των σκυλιών που τα φυλάνε;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ