1 Δεκ 2014

ΟΙ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΟ ΡΕΥΜΑ

   ΟΙ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΟ ΡΕΥΜΑ



Η καπιταλιστική οικονομική κρίση και η οξυμένη εκδήλωσή της στην ελληνική οικονομία, η προώθηση με εντατικούς ρυθμούς των αναγκαίων για την ανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων και η σημαντική πτώση του πραγματικού λαϊκού εισοδήματος που ακολούθησε οδήγησαν το αστικό κομματικό σύστημα σε μια σειρά σοβαρές αναταράξεις. Αυτές εκφράστηκαν με φαινόμενα όπως η παγίωση σχηματισμού συμμαχικών κυβερνήσεων, οι συχνές «ανεξαρτητοποιήσεις» βουλευτών με αφορμή την ψήφιση του ενός ή του άλλου αντιδραστικού νομοθετήματος, η εμφάνιση νέων πολιτικών σχημάτων και η σημαντική μείωση της εκλογικής επιρροής των κομμάτων του πάλαι ποτέ δικομματισμού. Το τελευταίο αφορά πρώτα και κύρια την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ, την κατεξοχήν δύναμη που είχε επωμιστεί το καθήκον της ενσωμάτωσης λαϊκών μαζών στις δεκαετίες μετά από τη Μεταπολίτευση.
Οι αναταράξεις στον παραδοσιακό δικομματισμό δε σηματοδοτούν κάποιο αδιέξοδο της αστικής τάξης σε πολιτικό επίπεδο. Η ιστορική εμπειρία καταδεικνύει, μέσα από έναν πλούτο παραδειγμάτων σε πολλές χώρες, ότι η αστική τάξη αξιοποιεί διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις ως κυβερνητικούς διαχειριστές, ανάλογα με τις κάθε φορά αναγκαιότητες του μονοπωλιακού κεφαλαίου και τις αντίστοιχες επιλογές πολιτικής. Οι δυνάμεις αυτές καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα από το φιλελεύθερο χώρο ως την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία και τα οπορτουνιστικά δεκανίκια της, αλλά και τις ανοιχτά εθνικιστικές και φασιστικές δυνάμεις ως τελευταίο καταφύγιο.
Ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής κρίσης, η ρευστότητα του αστικού κομματικού συστήματος και οι έντονες διεργασίες στους διάφορους χώρους αντανακλούν και αντικρουόμενες πολιτικές επιλογές στο πλαίσιο της αστικής τάξης, π.χ., σχετικά με τις αποτελεσματικότερες μεθόδους διαχείρισης της κρίσης ή σχετικά με τις αναγκαίες για το κεφάλαιο διεθνείς συμμαχίες.
Ανεξάρτητα από τις όποιες προσπάθειες εξελίσσονται τη στιγμή αυτή για την αναμόρφωση - αναπαλαίωση του παραδοσιακού σοσιαλδημοκρατικού χώρου («Ελιά», «Κίνηση των 58» κλπ.), με ισχνά μέχρι τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές οργανωτικά αποτελέσματα, φαίνεται ότι η σκυτάλη της ενσωμάτωσης εργατικών και λαϊκών στρωμάτων στην αστική στρατηγική περνάει, για την ώρα τουλάχιστον, στο ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για τον πολιτικό εκείνο φορέα που μπορεί να ικανοποιήσει ταυτόχρονα μια σειρά βασικές προϋποθέσεις για την αποτελεσματική προώθηση της αστικής στρατηγικής: α) Αποδέχεται τους βασικούς πυλώνες της ΕΕ και της προώθησης της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού, β) ενσωματώνει σε επίπεδο στελεχικού δυναμικού τόσο στελέχη που προέρχονται από το χώρο του κομμουνιστικού κινήματος όσο και στελέχη με πλούσια εμπειρία στον κυβερνητικό κι εργοδοτικό συνδικαλισμό, γ) διαθέτει μια επίφαση «πρότερου έντιμου βίου» λόγω μη εμπλοκής του στην κεντρική κυβερνητική διαχείριση. Το τελευταίο αποτελεί επίφαση, γιατί τα στελέχη του σε όλα τα επίπεδα έχουν βάλει πλάτη εδώ και δεκαετίες στην προώθηση της αντεργατικής πολιτικής και στο συνδικαλιστικό κίνημα και στην τοπική διοίκηση.
Το πρόβλημα του κλονισμού της εμπιστοσύνης λαϊκών στρωμάτων προς το αστικό πολιτικό σύστημα θα ήταν πιο εύκολα διαχειρίσιμο αν βρισκόταν υπό αμφισβήτηση μόνο ο ένας πόλος του κομματικού σκηνικού. Το γεγονός όμως ότι ο άλλος πόλος, η ΝΔ, έχει επωμιστεί σήμερα το κύριο βάρος προώθησης της αντιλαϊκής πολιτικής, σε συνδυασμό με το ότι η συγκεκριμένη πολιτική δύναμη διαμόρφωσε μετά από την πτώση της Χούντας ισχυρούς οργανωτικούς δεσμούς με εργατικές δυνάμεις, επεκτείνει το πρόβλημα λαϊκής «νομιμοποίησης» σε ολόκληρο το αστικό πολιτικό φάσμα. Και στο χώρο αυτό είχαμε τα τελευταία χρόνια την προσπάθεια διαμόρφωσης καινούργιων πολιτικών σχημάτων, που είτε διέγραψαν μια σύντομη αυτοτελή πορεία κι επανήλθαν στην κοίτη της ΝΔ («Δημοκρατική Συμμαχία» - Μπακογιάννη) είτε προώθησαν μια πιο διακριτή πολιτική γραμμή (με έμφαση σε μια ψευδεπίγραφη αντίθεση στο μνημόνιο, στο μεταναστευτικό και στον εθνικισμό), αλλά γρήγορα συρρικνώθηκαν λόγω ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών (ΛΑΟΣ), είτε δεν μπόρεσαν μέχρι σήμερα ν’ αποκτήσουν μια στοιχειώδη μαζική επιρροή.
Το πρόβλημα, λοιπόν, αναμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού στον πόλο αυτό και δημιουργίας δυνάμεων που να εξασφαλίζουν στέρεες κυβερνητικές λύσεις, σε μακροπρόθεσμη βάση, παραμένει ανοιχτό για την αστική τάξη. Η κατάσταση το τελευταίο διάστημα εμφανίζεται εξαιρετικά ρευστή. Είναι χαρακτηριστικά φαινόμενα οι οργανωτικές αποχωρήσεις από τη ΝΔ προβεβλημένων στελεχών της (Κακλαμάνης, Ψωμιάδης κλπ.) και η υποβολή ξεχωριστών υποψηφιοτήτων στις επερχόμενες εκλογές, τα υπόγεια κανάλια επικοινωνίας ΝΔ - «Χρυσής Αυγής», τα οποία δεν αποτελούν μια αντικομμουνιστική ιδιορρυθμία κάποιου στελέχους, αλλά αποδεικνύουν την ευθεία στήριξη της ναζιστικής οργάνωσης από τους μηχανισμούς του συστήματος, και άλλα. Τα επιτελεία της αστικής τάξης κατανοούν πολύ καλά ότι η ταξική διαχωριστική γραμμή της αστικής κοινωνίας διαπερνά και τα λαϊκά στρώματα που μέχρι πρότινος ψήφιζαν τη ΝΔ: Κομμάτια της εργατικής τάξης με παραδοσιακά συντηρητικό προσανατολισμό -κυρίως λόγω οικογενειακών καταβολών και ανατροφής- και κατώτερα μικροαστικά στρώματα στην ύπαιθρο και στις πόλεις.
Δεν πρέπει λοιπόν ν’ αφεθούν αυτά τα στρώματα να προσεγγίσουν τα οξυμένα προβλήματά τους στη βάση του ταξικού τους συμφέροντος, δεν πρέπει να τους επιτραπεί να ξεπεράσουν τους ψευδεπίγραφους (και σε τελική ανάλυση συντηρητικούς) διαχωρισμούς σε «αριστερούς» και «δεξιούς». Από τη σκοπιά της αστικής τάξης δεν πρέπει να γίνει κάτι τέτοιο, γιατί στο βάθος μιας τέτοιας διαφορετικής προσέγγισης ελλοχεύει ο πραγματικός κίνδυνος ριζοσπαστικοποίησης αυτών των στρωμάτων, προσέγγισής τους με την πολιτική πρόταση του ΚΚΕ για την αντικαπιταλιστική-αντιμονοπωλιακή συμμαχία, την εργατική εξουσία, το σοσιαλισμό.
Στη βάση αυτή στηρίζονται πολύπλευρα από την αστική τάξη, με φανερούς και κρυφούς μηχανισμούς, πολιτικές δυνάμεις που, από τη μια μεριά, εμφανίζονται ως φανατικοί πολέμιοι των αντεργατικών πολιτικών που εφαρμόζονται με αιχμή τα μεσοπρόθεσμα προγράμματα και, από την άλλη μεριά, επιχειρούν να προσεταιριστούν παραδοσιακά σταθερές αντιλήψεις των ψηφοφόρων της ΝΔ - πρώτα και κύρια την αντίληψη υπεράσπισης της ατομικής ιδιοκτησίας και των «εθνικών συμφερόντων» και την απαίτηση «ηρεμίας και ασφάλειας» στην καθημερινή ατομική και οικογενειακή ζωή. Οι κύριες δυνάμεις που φαίνεται να παίζουν σήμερα ένα διακριτό ρόλο σε μια τέτοια κατεύθυνση είναι οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» του Π. Καμμένου και η φασιστική «Χρυσή Αυγή» (ή η όποια μετεξέλιξή της).
Η κοινή κατάταξη αυτών των δυνάμεων δεν παραγνωρίζει τις ουσιαστικές διαφορές τους, δεν ταυτίζει την εγκληματική δράση της ΧΑ με τους ΑΝΕΛ, αλλά στηρίζεται στο ότι και οι δύο απευθύνονται, σε σημαντικό βαθμό, σε παραδοσιακούς ψηφοφόρους της ΝΔ, επιχειρώντας να τους εγκλωβίσουν στην ιδεολογική κατεύθυνση που αναφέρθηκε παραπάνω. Φυσικά, οι εντατικές διεργασίες του διαστήματος αυτού μπορεί να οδηγήσουν στην εμφάνιση και άλλων πολιτικών δυνάμεων στον ευρύτερο εθνικιστικό - ακροδεξιό χώρο (κινήσεις Μπαλτάκου, υποψηφιότητα και «κόμμα» Ψωμιάδη κλπ.). Εξάλλου, υπάρχει ήδη μια πλούσια και συχνά ταραχώδης ιστορία διαμόρφωσης πολιτικών κομμάτων και κινήσεων στα δεξιά της ΝΔ (ενδεικτικά σημειώνουμε την «Πολιτική Άνοιξη» του Α. Σαμαρά το διάστημα 1993-2004 και το «Δίκτυο 21», που ιδρύθηκε το 1997, με κεντρικά πρόσωπα ανάμεσα σε άλλα τους σημερινούς πρωθυπουργικούς συμβούλους Φ. Κρανιδιώτη και Χ. Λαζαρίδη) και στήριξης ανάλογων πολιτικών αντιλήψεων από μέσα του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου (εφημερίδα «Δημοκρατία», «Antinews.gr», «DefenceNet» κλπ.).
Η παρακολούθηση από το επαναστατικό εργατικό κίνημα των θέσεων αυτών των πολιτικών δυνάμεων και της τακτικής τους απέναντι στις εξελίξεις δεν αποτελεί ακαδημαϊκό ζήτημα. Είναι αναγκαίο στοιχείο της προσπάθειας να παρακολουθούμε τις διεργασίες που γίνονται στη συνείδηση λαϊκών στρωμάτων μπροστά στην όξυνση της επίθεσης του κεφαλαίου, να επιχειρούμε να παρέμβουμε και ν’ ακυρώσουμε προσπάθειες του ταξικού αντιπάλου να τα εγκλωβίσει στην αστική στρατηγική. Σε τελική ανάλυση, το Κομμουνιστικό Κόμμα κρίνεται από την ικανότητά του να προσεγγίζει τους καημούς και τις αγωνίες του εργατόκοσμου –ακόμα κι αν αυτός προσανατολιζόταν μέχρι τώρα σε αντιδραστική - συντηρητική κατεύθυνση– να τον τραβήξει σ’ ένα δρόμο σύγκρουσης με τους μεγάλους μονοπωλιακούς ομίλους και την πολιτική εξουσία τους.
Οι θέσεις των διάφορων πολιτικών δυνάμεων πάνω στα μεγαλύτερα ή μικρότερα ζητήματα δεν μπορούν παρά να κριθούν μέσα από το πρίσμα της σχέσης οικονομίας - πολιτικής. Με άλλα λόγια, η κριτική μας προσέγγιση θα είναι επιφανειακή κι άγονη αν δεν εστιάσει σε δύο άμεσα αλληλένδετους στόχους που βρίσκονται στο υπόβαθρο κάθε πολιτικής θέσης των αστικών κομμάτων: α) Την ανάγκη ενσωμάτωσης των εκμεταλλευόμενων τάξεων στη συνολική αστική πολιτική διατήρησης και αύξησης της εκμετάλλευσης και β) την προώθηση των συμφερόντων της μιας ή της άλλης πτέρυγας του κεφαλαίου στο πλαίσιο και των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Σκοπός του συγκεκριμένου άρθρου είναι να διερευνήσουμε το πώς οι πολιτικές θέσεις και προτάσεις των δυνάμεων του εθνικιστικού χώρου εντάσσονται κι εξυπηρετούν τους σχεδιασμούς μερίδων του μονοπωλιακού κεφαλαίου στην Ελλάδα και τις αντίστοιχες συμμαχίες τους σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Σε προηγούμενο άρθρο εξετάσαμε πιο ολοκληρωμένα το συνολικό πλαίσιο θέσεων και προτάσεων της «Χρυσής Αυγής», καταλήγοντας στη βασική εκτίμηση ότι «η ΧΑ αποτελεί κομμάτι του αστικού πολιτικού συστήματος, όχημα για να διεισδύσουν σ’ εργατικά και λαϊκά στρώματα τα αστικά ιδεολογήματα κι επιχειρήματα, προσαρμοσμένα και πασπαλισμένα με την “αντιπλουτοκρατική” χρυσόσκονη που απαιτούν οι συνθήκες της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και της οξυμένης αντιλαϊκής επίθεσης»1.
Επιπλέον, οι οξυνόμενοι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί σχετικά με την πορεία οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης στην ΕΕ, οι συγκρούσεις μερίδων του κεφαλαίου στην Ελλάδα σχετικά με το μίγμα διαχείρισης της κρίσης και οι αυξανόμενες δυσκολίες ενσωμάτωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας αντανακλώνται στην ενίσχυση ενός πολύχρωμου, αστικού «ευρωσκεπτικιστικού» ρεύματος. Το ρεύμα αυτό, που δεν περιορίζεται στον εθνικιστικό χώρο και που γι’ αυτό είναι πολλαπλά ωφέλιμο στη συσκότιση της πραγματικής, ταξικής διαχωριστικής γραμμής, λειτουργώντας και ως συγκολλητική ουσία - «μίνιμουμ πρόγραμμα» για τη διαμόρφωση νέων συμμαχιών στο αστικό κομματικό σύστημα, αποτέλεσε ξεχωριστό αντικείμενο πρόσφατου άρθρου2 από τις σελίδες του περιοδικού.
Χρειάζεται να σημειώσουμε εδώ ότι η ίδια η ανισοτιμία των σχέσεων των αστικών κρατών στο πλαίσιο της ΕΕ, στο έδαφος της άνισης οικονομικής και πολιτικής δύναμης, θρέφει μέσα σε λαϊκά στρώματα κι ένα είδος αυθόρμητου εθνικισμού. Φυσικά τέτοια ιδεολογήματα τροφοδοτούνται και πολλαπλασιάζονται από την κυρίαρχη αστική ιδεολογία, αξιοποιούνται για να ενσωματώσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια στους ενδοαστικούς ανταγωνισμούς.

«ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ» ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η «Χρυσή Αυγή» (ή η όποια ονομαστική μετεξέλιξή της, π.χ., σε «Εθνική Αυγή», μπροστά στην πιθανότητα απαγόρευσής της στις επερχόμενες εκλογές), ανεξάρτητα από το πώς η ίδια αυτοπροσδιορίζεται, αποτελεί, στη βάση των πολιτικοϊδεολογικών αντιλήψεών της και της πρακτικής της, μια εθνικοσοσιαλιστική - φασιστική οργάνωση.
Καθοδηγητικό νήμα στη διαμόρφωση της τακτικής του εργατικού κινήματος απέναντι στο φασισμό οφείλει ν’ αποτελεί η θεμελιώδης ιστορική εκτίμηση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος ότι ο φασισμός αποτελεί γέννημα-θρέμμα του ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Ο χαρακτηρισμός αυτός του φασισμού ως αστικής πολιτικής δύναμης δεν αποτελεί μια αυθαίρετη εκτίμηση των κομμουνιστών που δήθεν επιθυμούν να τσουβαλιάσουν κάθε άλλη πολιτική δύναμη στο αντίπαλο στρατόπεδο. Αποτελεί ιστορικά τεκμηριωμένο γεγονός, με κορυφαίο παράδειγμα το ρόλο του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού στο χτύπημα τόσο του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στο εσωτερικό της Γερμανίας όσο και στη λυσσαλέα και γενοκτονική επίθεση ενάντια στην πρωτοπορία του διεθνούς εργατικού κινήματος, τη Σοβιετική Ένωση. (Τα αποτελέσματα μάλιστα της επιθετικής αυτής στρατηγικής του κεφαλαίου στο εσωτερικό της Γερμανίας και παγκόσμια αποδείχτηκε ότι υπήρξαν πολύ πιο μακροχρόνια και αρνητικά για το διεθνές εργατικό κίνημα από την ίδια την ύπαρξη του ναζισμού ως κυβερνητική εξουσία: Σκληρό χτύπημα του ΚΚ Γερμανίας, εκατομμύρια απώλειες έμπειρων στελεχών και μελών του ΚΚΣΕ στα πεδία των μαχών, τεράστιες υλικές καταστροφές στη Σοβιετική Ένωση).
Παρά τις κορόνες των ιδεολογικών κειμένων της «Χρυσής Αυγής» ενάντια στη «μεγάλη κι εκμεταλλευτική ιδιοκτησία», στις «ολιγαρχίες του χρήματος»3 και στον «απάνθρωπο καπιταλισμό μιας διεθνούς ολιγαρχίας»4, δεν υπάρχει στις πολιτικές της θέσεις η παραμικρή αναφορά σε κατάργηση της μεγάλης καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Αντίθετα, τονίζεται σε αυτές εμφαντικά ότι «πιστεύουμε στην ιδιοκτησία, πιστεύουμε στην ιδιωτική πρωτοβουλία, όχι όμως στην ανήθικη και ασύδοτη κερδοσκοπία εις βάρος της Λαϊκής Κοινότητας και τον παράνομο θησαυρισμό». Οι φραστικές περικοκλάδες που προηγήθηκαν για να χαϊδέψουν τ’ αφτιά ενός λαϊκού ακροατηρίου καταλήγουν σε μια ελάχιστα πρωτότυπη αντίληψη που, σημειωτέον, η «Χρυσή Αυγή» την μοιράζεται με αρκετές άλλες πολιτικές δυνάμεις διάφορων πολιτικών αποχρώσεων: Το κεφάλαιο μπορεί να διαχωριστεί σε υγιές, παραγωγικό, εγκρατές και σε κερδοσκοπικό, ασύδοτο.
Δεν πρόκειται για ιστορικά καινοφανείς αντιλήψεις. Το Ναζιστικό Κόμμα στη Γερμανία του Μεσοπολέμου χρησιμοποίησε συστηματικά παρόμοια ρητορική προκειμένου να εγκλωβίσει μικροαστικά στρώματα, αλλά και κομμάτια της εργατικής τάξης, που χτυπιούνταν από τ’ αποτελέσματα της μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης του 1929-1933, και να τ’ απομακρύνει από την πολιτική πρόταση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας. Στόχος, και τότε και τώρα, είναι να καλλιεργηθούν αυταπάτες σχετικά με το δήθεν φιλολαϊκό χαρακτήρα των φασιστικών δυνάμεων και σχετικά με την υποτιθέμενη δυνατότητα να λειτουργήσει το αστικό κράτος ως υπερασπιστής των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων, θέτοντας περιορισμούς στην «ασυδοσία» των μονοπωλίων. Η ίδια η ιστορική εξέλιξη της ναζιστικής εξουσίας απέδειξε την ξεκάθαρη αυτή προπαγανδιστική στόχευση· η εργατική τάξη της Γερμανίας, αμέσως μετά από την κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί την άνοιξη του 1933, βρέθηκε κυριολεκτικά σ’ ένα καθεστώς «αναγκαστικής εργασίας» για την εξυπηρέτηση των προτεραιοτήτων των μονοπωλιακών ομίλων και οι συνδικαλιστικές και πολιτικές της οργανώσεις απαγορεύτηκαν ή μετατράπηκαν σε σκιές του προηγούμενου εαυτού τους, απογυμνωμένες από κάθε διεκδικητικό ρόλο. Πολύ σύντομα δε, εκατομμύρια Γερμανοί, εργάτες και αγρότες στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ρίχτηκαν βορά στα πεδία των μαχών, στην πάλη του γερμανικού κεφαλαίου για το ξαναμοίρασμα των αγορών και των σφαιρών επιρροής.
Στη χώρα μας, το τελευταίο δίχρονο, η κοινοβουλευτική και μη δράση της «Χρυσής Αυγής» έχει δώσει σαφή δείγματα για το πώς οι φασιστικές δυνάμεις χρησιμοποιούν ως προκάλυμμα μια αντιπλουτοκρατική συνθηματολογία προκειμένου ν’ αποκτήσουν μαζικό ακροατήριο, προωθώντας ταυτόχρονα, μεθοδικά και συχνά αθόρυβα, μια γραμμή στήριξης μερίδων του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Είναι εξαιρετικά ενδεικτική η επιμονή της κοινοβουλευτικής ομάδας της «Χρυσής Αυγής» στην κατεύθυνση στήριξης των συμφερόντων του εφοπλιστικού κεφαλαίου· στο διάστημα αυτό έχουν κατατεθεί περισσότερες από 140 ερωτήσεις, αναφορές κι αιτήσεις κατάθεσης εγγράφων για τα ζητήματα των ναυτιλιακών εταιριών και της ελληνικής ακτοπλοΐας.
Ανάμεσα σε άλλες φιλοεφοπλιστικές προτάσεις, οι βουλευτές της «Χρυσής Αυγής» ζητούν με τις ερωτήσεις τους να γίνει «λελογισμένη ενίσχυση των ναυτιλιακών εταιριών υπό όρους από τη μεριά του κράτους» και «να δοθούν εγγυητικές επιστολές από το κράτος για να μπορέσουν να λύσουν το πρόβλημα ρευστότητας οι ναυτιλιακές εταιρίες»5.
Από το Νοέμβρη του 2012, ο βουλευτής της «Χρυσής Αυγής» Παναγιώταρος είχε ήδη στρώσει το δρόμο, όταν στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής έλεγε ανάμεσα σε άλλα «αντιπλουτοκρατικά»: «...βλέπουμε στον προϋπολογισμό που λέτε ότι από φορολόγηση των πλοίων υπό ελληνική σημαία θα αποκομίσουμε 80 εκατ. ευρώ... ε, το πιο εύκολο που θα κάνουν οι Έλληνες πλοιοκτήτες είναι να αλλάξουν τη σημαία για να γλιτώσουν τα λεφτά, αντί να βρεθεί μια χρυσή τομή κι από δυο-τρεις Έλληνες που είναι μάξιμουμ σε κάθε πλήρωμα, ο καπετάνιος και ο πρώτος μηχανικός, να δοθούν κίνητρα για να είναι και οι υπόλοιποι ναύτες Έλληνες...».
Τι προτείνει δηλαδή το φασιστικό κόμμα, ο δήθεν πολέμιος κρατικοδίαιτου κεφαλαίου; Να επιδοτηθούν οι εφοπλιστές από το κράτος με νέες, ακόμα πιο πλουσιοπάροχες φοροαπαλλαγές, προκειμένου να μη διώξουν και τους όποιους Έλληνες ναυτεργάτες διατηρούν στα πλοία τους.
Ο χώρος της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης στο Πέραμα αποτέλεσε αγαπημένο πεδίο παρέμβασης της ναζιστικής οργάνωσης, προφανώς λόγω της συνεπούς παρουσίας του ταξικού Συνδικάτου Μετάλλου και της μακρόχρονης αγωνιστικής παράδοσης των μεταλλεργατών στο συγκεκριμένο χώρο. Στόχος του εφοπλιστικού κεφαλαίου και των μεγαλοεργολάβων ήταν και παραμένει να χτυπηθεί το Συνδικάτο, αν είναι δυνατό να διωχτεί από τη Ζώνη, να συμπιεστεί στα όρια της εξαθλίωσης το μεροκάματο, να τσαλαπατηθεί η τήρηση των μέτρων υγείας και ασφάλειας σ’ έναν κλάδο με τεράστιους κινδύνους. Πολιορκητικός κριός σ’ αυτήν την προσπάθεια προσπαθεί ν’ αναδειχτεί η ναζιστική συμμορία.
Το στίγμα δόθηκε από το Γενάρη του 2013, όταν ο βουλευτής Λαγός κατέθεσε ερώτηση για την «ανάπτυξη» της Επισκευαστικής Ζώνης στο Πέραμα, με την οποία ζητούσε να μειωθεί η γραφειοκρατία για την ίδρυση μιας ναυπηγοεπισκευαστικής επιχείρησης, αλλά και να υπάρξει μείωση της γραφειοκρατίας προκειμένου ένα σκάφος να μπορεί να μπαίνει σε διαδικασία επισκευής, μετασκευής κλπ. Τα θέματα που έθετε η «Χρυσή Αυγή» στην κυβέρνηση ήταν βασικά δύο: «Μείωση των δικαιολογητικών και της γραφειοκρατίας» και «δημιουργία νέου σύγχρονου μητρώου ναυπηγοεπισκευαστικών επιχειρήσεων, στο οποίο θα περιέχονται οι υγιείς επιχειρήσεις». Τα πράγματα δεν μπορούσαν όμως να μείνουν στο πεδίο της κοινοβουλευτικής αβρότητας· οι εφοπλιστές και η κυβέρνησή τους είχαν απέναντί τους στο συγκεκριμένο χώρο μια οργανωμένη παρέμβαση της εργατικής τάξης και των κομμουνιστών. Απαιτούνταν μια πιο δραστική παρέμβαση προκειμένου να τσακιστούν οι αντιστάσεις.
Έτσι από τον Αύγουστο του 2013 κλιμάκια κρανοφόρων του φασιστικού κόμματος, μ’ επικεφαλής βουλευτές, επιχείρησαν να βάλουν σταθερό πόδι στη Ζώνη, με ομιλίες κι εμπρηστικές δηλώσεις6, αναπαράγοντας όλη τη σάπια αστική προπαγάνδα που κυκλοφορεί εδώ και χρόνια (και από δημοσιογράφους όπως ο Τέλλογλου7). Κορύφωση της παρέμβασης της «Χρυσής Αυγής» ενάντια στο εργατικό κίνημα στην περιοχή αποτέλεσε η προσχεδιασμένη δολοφονική επίθεση ενάντια σε συνεργείο του ΚΚΕ τον περασμένο Σεπτέμβρη. Η αποφασιστική αντίδραση των μεταλλεργατών της Ζώνης, αλλά και οι εξελίξεις με τις προφυλακίσεις ορισμένων πρωτοπαλίκαρων των φασιστών, έβαλαν μόνο ένα προσωρινό φρένο στους μακρόπνοους σχεδιασμούς των εφοπλιστών.
Επιμείναμε αναλυτικά στην προσπάθεια της «Χρυσής Αυγής» να παρέμβει, στη «θεωρία» και στην πράξη, υπέρ των συμφερόντων του εφοπλιστικού κεφαλαίου, όχι απλά ως παράδειγμα του πως η ψευδεπίγραφη αντιπλουτοκρατική ρητορεία χρησιμοποιείται ως χρυσόσκονη για να καλύψει μια πραγματική δράση υπέρ της πλουτοκρατίας. Το εφοπλιστικό κεφάλαιο δεν είναι μια δύναμη που μπορεί ν’ αγνοηθεί σε περιφερειακό, ακόμα και σε διεθνές επίπεδο. Οι Έλληνες εφοπλιστές ελέγχουν πάνω από το 46% της χωρητικότητας του εμπορικού στόλου σε επίπεδο ΕΕ, ενώ έχουν προνομιακές σχέσεις με το αμερικανικό κεφάλαιο, μεταφέροντας με τα πλοία τους ένα μεγάλο μέρος των εμπορευματικών ανταλλαγών των ΗΠΑ παγκόσμια. Ταυτόχρονα, τμήματα του κεφαλαίου αυτού φαίνεται ότι ποντάρουν σε νέα πεδία που διαπλέκονται με τον ενεργειακό τομέα (μεταφορά υγροποιημένου φυσικού αερίου, θαλάσσιες γεωτρήσεις πετρελαίου κλπ.). Είναι χαρακτηριστικό ότι Έλληνες εφοπλιστές έχουν παραγγείλει 38 νέα πλοία μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) μέχρι το 2015.
Με μια τέτοια ήδη κατακτημένη δύναμη, σ’ εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο, είναι κατανοητό ότι οι Έλληνες εφοπλιστές δεν μπορεί ν’ αγνοηθούν στις διαβουλεύσεις, διαπραγματεύσεις και συμφωνίες που γίνονται μέσα στη χώρα και σε επίπεδο ΕΕ, ιδιαίτερα μπροστά στην προοπτική εξόδου από την κρίση και ανάκαμψης (όσο αναιμική κι αν είναι αυτή), και την προσπάθεια των διαφόρων μερίδων του κεφαλαίου να πάρουν κεφάλι από τους ανταγωνιστές τους. Θέτουν τους όρους τους, παζαρεύουν, συγκρούονται με «μνημονιακές πολιτικές» που εκτιμούν ότι αντιτίθενται στα συμφέροντά τους, επιζητούν συνεργασίες είτε με παραδοσιακούς γεωστρατηγικούς συμμάχους της ελληνικής αστικής τάξης (ΗΠΑ) είτε με ισχυροποιούμενες ενεργειακές δυνάμεις (Ρωσία). Θα ήταν φυσικά λάθος να περιορίσουμε τέτοιες εναλλακτικές αναζητήσεις συμμαχιών, στο πλαίσιο των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που οξύνονται σε καιρό οικονομικής κρίσης, μόνο στους κόλπους μερίδων του εφοπλιστικού κεφαλαίου. Ανάλογες κατευθύνσεις θα μπορούσαμε ν’ αναζητήσουμε και σε άλλα τμήματα του κεφαλαίου, π.χ., αυτά που είναι τοποθετημένα στους κλάδους της ενέργειας, της χερσαίας μεταφοράς εμπορευμάτων, στον τουρισμό κλπ..
Στο πλαίσιο αυτό, τα συγκεκριμένα τμήματα του μονοπωλιακού κεφαλαίου αξιοποιούν (και, προφανώς, παρασκηνιακά ενισχύουν) και πολιτικές δυνάμεις που παρουσιάζονται με αντιμνημονιακή ρητορική, που προβάλλουν ως αναγκαιότητα τον αναπροσανατολισμό ή τη διαφοροποίηση των γεωστρατηγικών συμμαχιών του ελληνικού καπιταλισμού, χωρίς βέβαια να θέτουν υπό αμφισβήτηση τους ενιαίους στόχους του κεφαλαίου για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του.
Πώς όμως αποτυπώνονται οι αναγκαιότητες των συγκεκριμένων τμημάτων του κεφαλαίου στις πολιτικές προτάσεις των κομμάτων του εθνικιστικού χώρου (η ανάλογη έκφραση στο άλλο άκρο του αστικού πολιτικού φάσματος, της νεόκοπης σοσιαλδημοκρατίας του ΣΥΡΙΖΑ περιλαμβανομένης, δε θ’ απασχολήσει αναλυτικά το παρόν άρθρο); Ενδεικτικό είναι το ακόλουθο κομμάτι από τις «Πολιτικές Θέσεις» της «Χρυσής Αυγής»: «Απαιτείται επίσης άμεση αναστροφή του γεωπολιτικού μας προσανατολισμού και επανεξέταση των συμμαχιών μας, οι οποίες δεν έχουν προσφέρει απολύτως τίποτα στα εθνικά συμφέροντα. Άμεση στροφή, επενδυτική και ενεργειακή καταρχάς, προς τη Ρωσία. Μία εμπορική και αμυντική συμφωνία με τους Ρώσους θα απαλλάξει τη χώρα από το θανάσιμο εναγκαλισμό των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Από το μοιραίο θέρος του 1974, μέχρι την κρίση των Ιμίων το 1996, η Πατρίδα μας έχει υποστεί τεράστιες απώλειες από την παρασκηνιακή δράση των αμερικανοσιωνιστών. Μια στροφή του γεωπολιτικού μας προσανατολισμού και ένα άνοιγμα στο ρωσικό παράγοντα, ο οποίος παραμένει 100% αποκλεισμένος από τον ελλαδικό χώρο, θα ήταν μια κίνηση που οπωσδήποτε θα ευνοούσε το εθνικό συμφέρον»8. Επιπλέον, η Ρωσία αναγορεύεται σε «καθοριστικό παράγοντα» για την άμεση επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας στα 12 ναυτικά μίλια και για την έναρξη της διαδικασίας εξόρυξης ενεργειακών κοιτασμάτων.
Αξίζει βέβαια να τονίσουμε ότι, παρά τις διακηρύξεις αυτές για «γεωστρατηγική στροφή» και τους άσφαιρους βερμπαλισμούς ότι «το ευρώ απεδείχθη η καταστροφή μας», όταν «ο κόμπος φτάνει στο χτένι» της πολιτικής πρότασης για το αύριο, η «Χρυσή Αυγή» ψελλίζει στο ίδιο κείμενο ότι «το κόστος ενδεχόμενης εξόδου της Ελλάδος από την Ευρωζώνη θα είναι ολέθριο για την παγκόσμια οικονομία […] ολόκληρος ο πλανήτης θα βυθιζόταν σε ύφεση. Η απειλή της βίαιης αποπομπής της χώρας μας από το ευρώ λοιπόν είναι ανύπαρκτη, καθώς οι συνέπειές της είναι μη διαχειρίσιμες από το διεθνές τοκογλυφικό σύστημα. […] Το παραπάνω γεγονός είναι ένα τεράστιο όπλο για την ελληνική πλευρά, που μόνο μια αληθινά εθνική ηγεσία μπορεί να χρησιμοποιήσει». Έμμεση δηλαδή στήριξη της παραμονής στην Ευρωζώνη, με αξιοποίηση της εξόδου αποκλειστικά ως διαπραγματευτικού χαρτιού. Αντίστοιχα, παρά τις πομπώδεις φράσεις για «αποδέσμευση από διεθνείς οργανισμούς που δεν εξυπηρετούν τα εθνικά μας συμφέροντα», δε γίνεται καμία ρητή αναφορά σ’ έναν τέτοιο κεντρικό πυλώνα των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών της αστικής Ελλάδας όπως το ΝΑΤΟ ή οι αμερικανικές βάσεις.
Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ουκρανία, με τη σύγκρουση μερίδων του κεφαλαίου και με την ανοιχτή παρέμβαση του ευρωενωσιακού και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, για τη βίαιη αλλαγή του διαχειριστή της αστικής εξουσίας και τη στήριξη φασιστικών δυνάμεων, έδωσαν ακόμα μια ευκαιρία στη «Χρυσή Αυγή» για να πάρει θέση υπέρ μιας διαφοροποιημένης πολιτικής διεθνών συμμαχιών της αστικής τάξης.
Παρουσιάζοντας αναλυτικά σχετικό άρθρο του Κίσινγκερ που εμφανίζει την Ουκρανία ως μια χώρα διαιρεμένη στα δύο στη βάση θρησκευτικών κι εθνοτικών διαφορών, η ιστοσελίδα της ναζιστικής οργάνωσης επιχαίρει για το ότι οι εξελίξεις στην Κριμαία συνιστούν «άλλη μία νίκη της στρατηγικής του Πούτιν, η οποία φρενάρει τα επεκτατικά σχέδια των ΗΠΑ για περικύκλωση της Ρωσίας […] και τη διάσπαση της Ρωσικής Συνομοσπονδίας σε μικρότερα κρατίδια». Εκτιμάται ότι «η ένταξη στην ΕΕ θα οδηγούσε την Ουκρανία σε μια μειονεκτική θέση τύπου κράτους-αποικίας, υπό τον έλεγχο των ευρωπαϊκών μονοπωλίων και υπό ασφυκτική οικονομική πίεση της ευρωπαϊκής συστημικής γραφειοκρατίας».9
Διαπιστώνεται ότι η παρέμβαση των ΗΠΑ και της ΕΕ στην Ουκρανία εντάσσεται σε μια συνολικότερη προσπάθεια αποδυνάμωσης -εν τη γενέσει του- ενός «γεωστρατηγικού παράγοντα με παγκόσμια επιρροή», της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης. Το άρθρο σημειώνει ότι και άλλες χώρες (Κίνα, Ιράν κλπ.) βλέπουν επίσης με ανησυχία τις εξελίξεις, συνδέοντάς τες με συμφωνίες και σχεδιαζόμενες κινήσεις της προηγούμενης ουκρανικής ηγεσίας, όπως την υπογραφή το Δεκέμβρη του 2013 στρατηγικής εταιρικής συμφωνίας με την Κίνα10 και το ξεκίνημα διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Ουκρανίας στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης.
Πώς όμως πρέπει να σταθεί, κατά τη «Χρυσή Αυγή», η Ελλάδα απέναντι στη σύγκρουση αυτή; Άρθρο - ανάλυση στην ιστοσελίδα της τονίζει αποκαλυπτικά τ’ ακόλουθα:
«Η Ελλάδα ως “θαλάσσια δύναμη”, είναι μοιραίο και πρέπει να συνασπιστεί με μία “χερσαία δύναμη”, ίδιας ή μεγαλύτερης ισχύος. Αυτή στην παρούσα φάση είναι η Ρωσία. Οι σχέσεις μας με τους Αμερικανούς μοιραία μας τοποθετούν σε δεύτερη μοίρα, αφού τα συμφέροντά τους είναι ανταγωνιστικά προς τα δικά μας. […]
Η Ρωσία θέλει τουλάχιστον να ανακτήσει τη γεωστρατηγική θέση που είχε στην Ανατολική Μεσόγειο πριν τη διάλυση της ΕΣΣΔ […] και να δημιουργήσει μία συμμαχία, σε συνεργασία πλέον σήμερα με το Ιράν και τη Συρία, που θα υποσκάψει και θα ακυρώσει το ρόλο της Τουρκίας και κατ’ επέκταση των ΗΠΑ και του Ισραήλ στην Ανατολική Μεσόγειο […] Η απώλεια αυτή θα έχει επακόλουθο και τη μείωση της επιρροής των ΗΠΑ συνολικά στην Ευρώπη […]
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Σαμαράς συνεχίζει την πολιτική της απόλυτης υποταγής στις ΗΠΑ, η οποία είναι επιβλαβής για την Ελλάδα, διότι την προσδένει σε ένα γεωπολιτικό σχήμα που επιθυμεί τη διχοτόμηση του Αιγαίου και την προώθηση των τουρκικών διπλωματικών θέσεων. Η συγκυβέρνηση του μνημονίου θέλει μια Ελλάδα προτεκτοράτο των Αμερικανοσιωνιστών»11.
Πίσω από το πέπλο της αντιτουρκικής και της ψευδεπίγραφης εθνικοανεξαρτησιακής ρητορικής (βλ. «προτεκτοράτο») δύσκολα κρύβεται ο καημός της «Χρυσής Αυγής» για την προώθηση των συμφερόντων των ελληνικών μονοπωλίων μέσα από τη σύμπραξή τους και με τα αντίστοιχα ρωσικά μονοπώλια.
Αξίζει ν’ αναφέρουμε μία ακόμα πλευρά: Ο πρωταγωνιστικός ρόλος στην Ουκρανία όμορων φασιστικών - εθνικιστικών δυνάμεων και η συμμετοχή τους στο νέο «κυβερνητικό» σχήμα αξιοποιήθηκε από τη «Χρυσή Αυγή» σε μια προσπάθεια να πετάξει από πάνω της τη ρετσινιά του ναζισμού. Είναι χαρακτηριστικές οι δηλώσεις του Παναγιώταρου στο ρωσικό κανάλι RT ότι «η “Χρυσή Αυγή” δεν είναι το ίδιο με τη δεξιά, εξτρεμιστική, φασιστική ουκρανική αντιπολίτευση, γιατί αυτοί έχουν μια πολύ καλή επικοινωνία με την αμερικανοεβραϊκή κοινότητα, η οποία είναι αυτή που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της επίθεσης εναντίον μας στην Ελλάδα». Εκτιμήθηκε ότι ο φασιστικός «Δεξιός Τομέας» στην Ουκρανία «έδωσε μια ένοπλη μάχη υπέρ των αμερικανοσιωνιστικών συμφερόντων - ηθελημένα ή άθελα, αδιάφορο» και ότι η διαφοροποιημένη αντιμετώπισή του σε σχέση με τη «Χρυσή Αυγή» (συνάντηση με τους μεν, καταδίκη των δε) έχει να κάνει με την «εξυπηρέτηση γεωπολιτικών συμφερόντων»12. Από τη μεριά του ο «Δεξιός Τομέας», εκφράζοντας την απογοήτευσή του για τις τοποθετήσεις αυτές της «Χρυσής Αυγής», αφήνει ανοιχτά υπονοούμενα για χρηματοδότησή της από τη Ρωσία.13
Δεν πρέπει να εκπλήσσει μια τέτοια αντιπαράθεση ή να θεωρείται υποκριτική, στο όνομα του ότι οι πολιτικές αυτές δυνάμεις σε Ουκρανία και Ελλάδα έχουν κοινή ιδεολογική αναφορά ή διατηρούσαν στο παρελθόν κάποιες επαφές. Σε τελική ανάλυση, αποστολή του κάθε φασιστικού/εθνικιστικού μορφώματος είναι να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της αστικής τάξης της χώρας του. Η αποστολή αυτή μπορεί να φέρει τέτοιες δυνάμεις σε σύγκρουση ή ακόμα και σε ανοιχτή αντιπαράθεση μεταξύ τους, όταν τα συμφέροντα των αντίστοιχων αστικών τάξεων δεν ταυτίζονται ή βρεθούν σε σημείο ρήξης.

Ο ΔΕΞΙΟΣ ΑΝΤΙΜΝΗΜΟΝΙΑΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» (ΑΝΕΛ) του Π. Καμμένου δεν αυτοπροσδιορίζονται βέβαια ως εθνικιστική δύναμη, αλλά τα προγραμματικά τους κείμενα σηματοδοτούνται από μια σειρά βασικές ιδεολογικές σταθερές που παραδοσιακά χαρακτηρίζουν το χώρο της συντηρητικής παράταξης, όπως αυτός διαμορφώθηκε μεταπολεμικά: «Προστασία» της ελληνικής οικογένειας, αξίες και διαχρονικότητα της Ορθοδοξίας, ανάγκη υπεράσπισης του «εθνικού χώρου» ώστε «να μη θρηνήσουμε και πάλι για χαμένες πατρίδες». Είναι σταθερά προσανατολισμένοι στην ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού, με μια «αγορά που δεν υπονομεύεται και δε συκοφαντείται από τη σημερινή οικονομική τρομοκρατία, των τοκογλύφων και των καιροσκόπων»14.
Θεωρούν ως «ραχοκοκαλιά της οικονομίας» τη μεσαία κι ευέλικτη επιχείρηση που «συνθλίβεται κάτω από την πίεση των μνημονιακών πολιτικών που στοχεύουν στην παράδοση τομέων ολόκληρων της οικονομίας σε ξένες πολυεθνικές», ενώ το κράτος δεν πρέπει να λειτουργεί ως επιχειρηματίας, αλλά οφείλει να «παρεμβαίνει αποφασιστικά προκειμένου να προστατεύεται το ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, η ελεύθερη πρόσβαση στα βασικά αγαθά, η άμυνα της χώρας, η ασφάλεια των πολιτών, η απρόσκοπτη πρόσβαση στις πηγές της γνώσης και της μόρφωσης και η στοιχειώδης ασφαλιστική ιατρική και κοινωνική περίθαλψη».15
Οι ΑΝΕΛ τάσσονται υπέρ του «ευρωπαϊκού προσανατολισμού» της Ελλάδας, αλλά δίχως ομοσπονδιοποίηση, δίχως την «κατάλυση των εθνών-κρατών» και «την εξάρτηση που οδηγεί στη διεθνή απομόνωση και στερεί από τη χώρα άλλες γεωπολιτικές συμμαχίες»16. Τοποθετούμενοι στο πλαίσιο των ενδομονοπωλιακών ανταγωνισμών, τάσσονται υπέρ της συνεργασίας - συμμαχίας των χωρών του Νότου «προκειμένου ν’ αντιμετωπιστεί ο “πόλεμος” από τις ευρωπαϊκές χώρες του Βορρά»17. Αναπτύσσουν επαφές και με «ευρωσκεπτικιστικές» δυνάμεις, όπως το «Κόμμα Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου» του Νάιτζελ Φάρατζ.
Αντιπαραθέτουν στην πολιτική της κυβέρνησης μια πολιτική «που προτάσσει την καταγγελία των μνημονίων, την καταγγελία των δανειακών συμβάσεων και ουσιαστικά την ανάπτυξη μέσα από την εκμετάλλευση του ορυκτού μας πλούτου, όχι όμως κάτω από την μπότα των κατακτητών - δανειστών, αλλά με διεθνείς συνεργασίες, όπως αυτές με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, με τη Ρωσική Ομοσπονδία, και παράλληλα πολιτικές, οι οποίες θα διώξουν από την Ελλάδα τους επιτρόπους των υπουργείων και θα σταματήσουν τον κ. Σόιμπλε και την κ. Μέρκελ να επιβάλλουν πολιτικές σε ένα εθνικά κυρίαρχο κράτος»18.
Συνδέοντας τις διεθνείς συμμαχίες με το ζήτημα της εκμετάλλευσης των ενεργειακών πλουτοπαραγωγικών πηγών της Ελλάδας, ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ ανέφερε κατά τη συζήτηση του Προϋπολογισμού: «Το σχέδιο Μάρσαλ είναι αυτό το οποίο χρειαζόμαστε, και μάλιστα χρησιμοποιώντας τους φυσικούς μας πόρους. Αντί να κατασχεθούν ουσιαστικά τα πετρέλαιά μας και το φυσικό μας αέριο από τους δανειστές, όπως επιδιώκουν να κάνουν, θα πρέπει τώρα να διαπραγματευτούμε με τις δύο δυνάμεις -οι οποίες έχουν και τη δυνατότητα αμυντικής ισχύος- τη Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη δυνατότητα εκδόσεως ομολόγων μελλοντικών κερδών για τον ορυκτό πλούτο της χώρας, προκειμένου να προχωρήσουμε σε διαγραφή του χρέους […] να προχωρήσουμε ουσιαστικά σε ένα new deal και ενωμένος ο ελληνικός λαός να προχωρήσει στην ανασύνταξη της κοινωνίας και της εθνικής οικονομίας»19.
Οι εξελίξεις στην Ουκρανία αποτέλεσαν μια καλή αφορμή για να εκφραστούν ξανά οι θέσεις αυτές των ΑΝΕΛ για διαφοροποιήσεις στους προσανατολισμούς της εξωτερικής πολιτικής στη βάση των «εθνικών» γεωστρατηγικών συμφερόντων της Ελλάδας.
Σε πρόσφατη ομιλία του στο Ινστιτούτο Γεωπολιτικών Μελετών, ο Π. Καμμένος αντιπαρέθεσε τον τρόπο δράσης των δυνάμεων της «νέας τάξης πραγμάτων» στην Ουκρανία (χωρίς διπλωματία, με προβοκάτσιες) με τις συνομιλίες στη Γιάλτα μετά από τον πόλεμο, που στόχο είχαν την επόμενη μέρα στον κόσμο που δε θα ήταν «η εκδίκηση απέναντι στον ηττημένο, δηλαδή τη Γερμανία, αλλά ο τρόπος που θα μπορούσαν να συμβιώσουν οι λαοί, ιδίως στην Ευρώπη, για να χτίσουμε το αύριο»20.
Δεν είναι χωρίς σημασία το σχόλιο του Π. Καμμένου στο λογαριασμό του στο Facebook ότι «οι ίδιοι “παίχτες” που συναντήσαμε στην Ελλάδα σήμερα στην Ουκρανία. Στόχος η κατάργηση της εθνικής κυριαρχίας και η υποταγή στους τραπεζίτες και στη Γερμανία […] ΔΕΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΑΝ ΟΜΩΣ ΤΟΝ ΟΜΟΔΟΞΟ ΠΟΥΤΙΝ»21, καθώς και η παραπομπή που κάνει σε άρθρο του ιστότοπου «NEWSBOMB.GR» με τίτλο «Ρωσία και Πούτιν η μόνη λύση για την Ευρώπη και την Ελλάδα», όπου αναφέρεται ότι «είναι περισσότερο από ποτέ άλλοτε φανερός και άμεσα απαιτητός ένας νέος γεωπολιτικός αναπροσανατολισμός των ελληνικών στόχων […] Η σπουδαία αυτή γεωστρατηγική θέση [της Ελλάδας], ως αντικείμενο σοβαρής διαπραγμάτευσης με τη Μεγάλη και Ορθόδοξη Ρωσία, δε χωρά άλλη αναβολή, αποτελεί μονόδρομο για την επιβίωση της χώρας μας και της “απεμπλοκής” μας από τα Μνημόνια»22.
Οι θέσεις αυτές για την αναγκαιότητα μιας διαφοροποίησης στους γεωστρατηγικούς προσανατολισμούς και συμμαχίες της Ελλάδας δεν αποτελούν φυσικά, όπως ήδη αναφέραμε προηγούμενα, κάποια ιδιαιτερότητα των ΑΝΕΛ. Αναπτύσσονται εδώ και αρκετά χρόνια, κάτω από το ιδεολογικό σχήμα της «πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής», από πολιτικές δυνάμεις διάφορων, συχνά φαινομενικά αντίθετων, ιδεολογικών κατευθύνσεων, από δημοσιολόγους και δημοσιολογούντες, από εκλαϊκευτικά διαδικτυακά μέσα. Αποτέλεσαν μια πλευρά της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης της ΝΔ υπό τον Κ. Καραμανλή, η οποία εκφράστηκε και στα ζητήματα των ενεργειακών συμφωνιών με τη Ρωσία και τη Βουλγαρία.
Στο υπόβαθρό τους βρίσκονται οι αναγκαιότητες μερίδων του μονοπωλιακού κεφαλαίου στη χώρα μας, οι διαφοροποιούμενες συνεργασίες και συμπλεύσεις τους με αντίστοιχους μονοπωλιακούς ομίλους στην ΕΕ κι ευρύτερα. Η όξυνση των ανταγωνισμών μεταξύ των αστικών κρατών και των αντίστοιχων μονοπωλίων, ιδιαίτερα σε μια περίοδο παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, σε συνδυασμό με τη διαφαινόμενη ενίσχυση της θέσης της Ρωσίας, αλλά και άλλων ανερχόμενων δυνάμεων, στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων, επαναφέρουν με μεγαλύτερη ένταση στο προσκήνιο τέτοιους προβληματισμούς και σχεδιασμούς.
Έχει σημασία να τονιστεί ότι παρόμοιοι προσανατολισμοί προωθήθηκαν από διάφορα αστικά επιτελεία αρκετό καιρό πριν την εκδήλωση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί άρθρο του αντιστράτηγου ε.α. Χ. Μουστάκη στο περιοδικό «Προβληματισμοί» του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών το 2006. Ο συγγραφέας διαβλέπει ήδη από τότε μια ραγδαία αναβάθμιση της Ρωσίας στη διεθνή σκηνή και σημειώνει την προσπάθεια των ΗΠΑ ν’ αντιδράσουν σ’ αυτή, με την εγκατάσταση ενός δικτύου στρατιωτικών εγκαταστάσεων από τις ακτές της Βαλτικής μέχρι τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και με την επιλογή της Ουκρανίας «ως αιχμής του δόρατος».
Μέσα σε αυτό το πλέγμα των αντιπαραθέσεων προτείνεται η Ελλάδα «να εκμεταλλευτεί την ευνοϊκή συγκυρία και να αναδείξει τη γεωστρατηγική της αξία, όσον αφορά στη διακίνηση της ρωσικής ενέργειας προς την Ευρώπη. Πρέπει να πείσει τη Ρωσία ότι μόνον με την κατασκευή του αγωγού Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολης θα αποτραπεί η ενεργειακή ισχυροποίηση της Τουρκίας, όπως επιδιώκουν οι ΗΠΑ, και θα αποφευχθεί ο κίνδυνος της δημιουργίας μιας δεύτερης Ουκρανίας σε βάρος των συμφερόντων της. Βέβαια η Ελλάδα καλείται να αντιμετωπίσει και την απαίτηση της Ρωσίας να πάρει ένα μέρος από την πίτα του νέου εξοπλιστικού προγράμματος, γεγονός που, αν συμβεί, θα προκαλέσει τη δυσαρέσκεια των ΗΠΑ κυρίως, αλλά και των λοιπών Ευρωπαίων»23.
Πρόσφατη εκτίμηση του καθηγητή Κ. Φίλη, διευθυντή ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Παντείου, τονίζοντας ότι, παρά τους φραστικούς κομπασμούς του παρελθόντος, οι ελληνορωσικές σχέσεις ποτέ δεν υπήρξαν στρατηγικές, σημειώνει την ανάγκη οι δύο χώρες να θέσουν «επιτέλους σε μία ορθή και ρεαλιστική βάση τις σχέσεις τους, χωρίς τις υπερβολές του παρελθόντος» στη βάση του αμοιβαίου οφέλους. Η Ελλάδα οφείλει να κινηθεί σ’ αυτήν την κατεύθυνση με γνώμονα το ότι «το διαχρονικό δίδαγμα για την ελληνική εξωτερική πολιτική είναι ότι η προώθηση των εθνικών μας θέσεων καθίσταται αποτελεσματικότερη όσο διευρύνονται οι συμμαχίες μας» και αποφεύγοντας να θυσιάσει την εμβάθυνση των σχέσεων με μια υπολογίσιμη δύναμη στο όνομα της προσήλωσης στους ευρωατλαντικούς θεσμούς.24
Πρέπει να σημειωθεί ότι η προσέγγιση του συγκεκριμένου στο ζήτημα των σχέσεων της Ελλάδας με τη Ρωσία δεν είναι μονοδιάστατη. Εντάσσεται σε μια ευρύτερη οπτική για το χώρο της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και το πώς τα μικρότερα αστικά κράτη πρέπει να ενταχτούν στους γενικότερους σχεδιασμούς. Είναι χαρακτηριστική η ακόλουθη τοποθέτηση: «…η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει λόγο και ρόλο. Να αναλάβει πρωτοβουλίες με ευρωπαϊκό πρόσημο, καταδεικνύοντας αφενός την προσήλωσή της στις ανάγκες της Ένωσης, αφετέρου την ικανότητά της να συνδιαμορφώνει τις περιφερειακές εξελίξεις προς όφελος της ΕΕ. […] Η προχωρημένη συνεργασία ενός κράτους-μέλους, όπως η Κύπρος, σε πρώτη φάση με το Ισραήλ και ακολούθως με άλλα κράτη της περιοχής (π.χ. Λίβανος), καθιστά την Κύπρο έναν ελκυστικό προμηθευτή, ενώ η “προβλέψιμη” Ελλάδα αποδυναμώνει αισθητά το μονοπωλιακό ρόλο της Τουρκίας ως κόμβου μεταφοράς για όλα τα μη ρωσικά σχέδια του νότιου ευρωπαϊκού ενεργειακού διαδρόμου, δημιουργώντας μια περισσότερο αξιόπιστη εναλλακτική διαδρομή για τη διαμετακόμιση αερίου»25.
Η αναγκαιότητα ουσιαστικής ενίσχυσης των σχέσεων της Ελλάδας με τη Ρωσία τονίζεται σταθερά και από τον Β. Μαρκεζίνη, έναν από τους ισχυρούς «άσους στο μανίκι» της αστικής τάξης στη διαδικασία αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού σκηνικού. Σε συνέντευξή του στον «Ελεύθερο Τύπο», που σημειωτέον προβλήθηκε μετά πολλών επαίνων από την ιστοσελίδα της «Χρυσής Αυγής», υποστηρίζει: «Η πολιτική μας πρέπει να είναι μια πολιτική που θα κρατάει συνέχεια ισορροπίες, που δε θα εγκαταλείψει, δε θα αδυνατήσει, δε θα μειώσει τις σχέσεις μας με την Αμερική, αλλά θα δημιουργήσει παράλληλα σχέσεις με άλλες χώρες, μεταξύ των οποίων τη Ρωσία […] όλη η δύναμη, όλο το κέντρο βάρους κινείται προς την Ανατολή και σε μερικές χώρες της Νότιας Αμερικής […] Η Αμερική θα παραμείνει σημαντική χώρα, εκείνο που σας λέω είναι ότι δε θα είναι η πρώτη χώρα. Δε θα είναι πια η πρώτη χώρα. Ο κόσμος θα είναι πολυπολικός. Τι σημαίνει αυτό; Θα υπάρχουν πολλά κέντρα. Τι σημαίνει αυτό; Για τις μικρότερες χώρες, το συμφέρον τους απαιτεί να παίζουν σε πολλά ταμπλό, όσο μπορούν». Και αφήνοντας ν’ αχνοφανούν τα πραγματικά οικονομικά συμφέροντα που βρίσκονται πίσω από την όλη συζήτηση, αναφέρει: «Τη Ρωσία την χάσαμε και εμείς στο θέμα της ΔΕΠΑ. Διότι μας επέβαλε η κοινή αγορά και οι Αμερικάνοι να μην την δώσουμε. Ήταν το καλύτερο συμβόλαιο που μας προτείνανε. Είχε προβλήματα αυτό το συμβόλαιο, που αφορούσαν και την κοινή αγορά, είχε προβλήματα να διακοπεί η τροφοδότηση αερίου στη Δύση, αλλά όλα αυτά τα προβλήματα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν».26
Στον αντίποδα αυτών των απόψεων, εξίσου «εμβριθείς» αναλύσεις, που αντανακλούν διαφορετικές προτεραιότητες στον ανταγωνισμό των μονοπωλιακών ομίλων, προβάλλουν ως πρωταρχική την αναγκαιότητα συμπόρευσης με τον αγγλοσαξονικό άξονα, ο οποίος ευνοεί «την ανάπτυξη του ενεργειακού διαδρόμου μέσω Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, καλύπτοντας το χρόνο που απαιτείται για την ολοκλήρωσή του, “εκκαθαρίζοντας” γεωστρατηγικά αγκάθια (βλ. Συρία και Ιράν)». Σύμφωνα με αυτήν την ανάλυση27, το γεωστρατηγικό ζεύγος Ρωσία-Γερμανία, που αντιπαρατίθεται στους Αγγλοσάξονες, αποβλέπει στην περιοχή σε μια αποσταθεροποίηση Ελλάδας-Κύπρου με τη «σχεδίαση και εκτέλεση οικονομικών χτυπημάτων», προκειμένου να μη θιγούν τα ενεργειακά συμφέροντα της Ρωσίας από τη μελλοντική εξόρυξη υδρογονανθράκων στην περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.
Οι τοποθετήσεις αυτές αστικών πολιτικών δυνάμεων και δημοσιολόγων για την ανάγκη διαφοροποίησης των διεθνών συμμαχιών της χώρας δεν πρέπει να ιδωθούν ως αντανάκλαση της σύγκρουσης δύο πλήρως διαμορφωμένων πόλων - στρατοπέδων της αστικής τάξης, που το ένα στρέφεται προς τις ΗΠΑ-ΕΕ και το άλλο προς τη Ρωσία. Τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω δείχνουν ότι δυνάμεις όπως η «Χρυσή Αυγή» και οι ΑΝΕΛ διατηρούν μια ευλυγισία στον προσανατολισμό, μη θέλοντας προφανώς να έρθουν σε ανοιχτή σύγκρουση με ισχυρά ιμπεριαλιστικά κέντρα που αποτελούν «παραδοσιακούς» συμμάχους. Οι μικρές σχετικά διαστάσεις της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας και η γεωστρατηγική θέση της χώρας πιθανά εξηγούν μια τέτοια επαμφοτερίζουσα προσέγγιση. Δεν πρέπει, σε τελική ανάλυση, να λησμονιέται ότι κάθε πολιτική δύναμη που επιζητεί να διαδραματίσει έναν κεντρικό ρόλο στο αστικό σύστημα οφείλει να συνταιριάζει τα συμφέροντα και τους αντίστοιχους προσανατολισμούς όλων των βασικών μερίδων του μονοπωλιακού κεφαλαίου.

Η ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΕΝΔΟΪΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ

Ο προσανατολισμός μερίδων του ελληνικού κεφαλαίου προς την ανάπτυξη διαφορετικών συμμαχιών σε διεθνές επίπεδο ή, τουλάχιστον, προς τον εμπλουτισμό και τη διαφοροποίηση αυτών των συμμαχιών, έτσι ώστε να συμπεριλάβουν και ανερχόμενες καπιταλιστικές δυνάμεις (όπως η Ρωσία και η Κίνα), στη βάση των οικονομικών συμφωνιών τους με τους αντίστοιχους μονοπωλιακούς ομίλους αυτών των χωρών, δεν εκφράζεται μόνο από δυνάμεις του φασιστικού - εθνικιστικού χώρου. Αποτυπώνεται και στις πολιτικές προτάσεις και αναλύσεις δυνάμεων με φαινομενικά αντιδιαμετρικές ιδεολογικές κατευθύνσεις, δυνάμεων που εμφανίζονται ως «αριστερές» και αντιιμπεριαλιστικές. Δεν είναι σκοπός του παρόντος άρθρου να παρουσιάσει αναλυτικά τις αντίστοιχες αντιλήψεις28. Πρέπει όμως να σκιαγραφήσουμε τις βασικές πλευρές του μαρξισμού-λενινισμού πάνω στο ζήτημα, καθώς τέτοιες απόψεις «ντύνονται» ορισμένες φορές μ’ έναν ψευτολενινιστικό μανδύα, εμφανιζόμενες ως οι συνεπείς υπερασπιστές της τακτικής της εκμετάλλευσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, σε διάκριση από το ΚΚΕ που, υποτίθεται, έχει πετάξει αυτήν την τακτική στο καλάθι των αχρήστων.
Κοινό χαρακτηριστικό τέτοιων τοποθετήσεων, παρά τις επιμέρους διαφορές τους, είναι ότι αντιμετωπίζουν την τακτική της εκμετάλλευσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων ως μια αρχή του εργατικού κινήματος, που τα χαρακτηριστικά της και οι μορφές εφαρμογής της είναι ανεξάρτητα από την εποχή ανάπτυξης του καπιταλισμού και των παραγωγικών του δυνάμεων. Την προσαρμόζουν μάλιστα, με διαφορετική δοσολογία σε κάθε περίπτωση, στις αναγκαιότητες είτε ενός υπερταξικού κράτους (δηλαδή του σημερινού αστικού κράτους που, κατά τον Αλαβάνο, μπορεί να εξασφαλίσει τη «λαϊκή συνοχή» και τη γεωστρατηγική ασφάλεια) είτε μιας μελλοντικής «αριστερής» κυβέρνησης στο έδαφος του αστικού κοινοβουλίου και της διατήρησης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, είτε ενός ασαφούς «Μετώπου» και της κυβέρνησής του. Σε τελική ανάλυση, συνιστούν στις σημερινές συνθήκες μια γελοιογραφία της λενινιστικής τακτικής, που, ανεξάρτητα από προθέσεις, ακυρώνει τη διαχρονική αναγκαιότητα αυτοτελούς προλεταριακής πολιτικής και, αντίθετα, υποτάσσει την εργατική τάξη στην αστική στρατηγική και τις ανάγκες των μονοπωλιακών ομίλων.
Το ζήτημα σχετικά με το πώς το επαναστατικό εργατικό κίνημα οφείλει να τοποθετείται απέναντι στις συγκρούσεις και αντιθέσεις των αστικών κρατών δεν αποτελεί φυσικά ένα καινούργιο ζήτημα. Απασχολεί το κίνημα από την εποχή των Μαρξ-Ένγκελς κι επανήλθε με ιδιαίτερη οξύτητα την περίοδο του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν οι βασικοί ηγέτες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της εποχής, τσαλαπατώντας τις προπολεμικές κοινές αποφάσεις τους για αντίθεση στον επερχόμενο ιμπεριαλιστικό πόλεμο και για συντονισμένες ενέργειες του εργατικού κινήματος για μετατροπή του σε αγώνα για την ανατροπή της αστικής τάξης σε κάθε χώρα, τάχτηκαν ο καθένας με την πλευρά της «δικής του» αστικής τάξης, στήριξαν τις πολεμικές προσπάθειες της μιας ή της άλλης χώρας. Οι προσπάθειες των ηγετών αυτών να στηρίξουν την ανοιχτή προδοσία τους στις υποτιθέμενες παρακαταθήκες της τακτικής του ίδιου του Μαρξ γνώρισαν την αμείλικτη κριτική του Β. Ι. Λένιν. Το σχετικό λενινιστικό έργο μπορεί και σήμερα να καθοδηγήσει μεθοδολογικά τη σκέψη του επαναστατικού κινήματος, να το βοηθήσει να προσανατολιστεί σωστά, σε μια εποχή που οι αντεπαναστατικές ανατροπές σπρώχνουν συχνά, ακόμα και τίμιους αγωνιστές, να «πιάνονται από τα μαλλιά» και να χάνουν τον ταξικό μπούσουλα.
Στο έργο του «Κάτω από ξένη σημαία»29 το 1915, αντιπαρατιθέμενος με το μενσεβίκο Πότρεσοφ, ο Λένιν απορρίπτει την αντίληψη ότι σε ΚΑΘΕ δεδομένη στιγμή το εργατικό κίνημα οφείλει να καθορίζει ποιας πλευράς στη διεθνή πολιτική σκακιέρα «πρέπει να εύχεται κανείς πιο πολύ την επιτυχία». Οι Πότρεσοφ και Σία παρέπεμπαν στις σκέψεις του Μαρξ το 1859, ότι στον τότε ιταλικό πόλεμο έπρεπε κανείς να τασσόταν υπέρ εκείνης της πλευράς που η συμμετοχή ή η νίκη της στον πόλεμο θα προωθούσε πιο αποτελεσματικά το λαϊκό κίνημα. Ο Λένιν χαρακτηρίζει χοντροκομμένο και σοφιστικό το συμπέρασμα που βγαίνει από την αντίληψη του Πότρεσοφ ότι «μια και ο Μαρξ το 1859 έλυσε το πρόβλημα ποιας αστικής τάξης πρέπει να εύχεται κανείς πιο πολύ την επιτυχία, γι’ αυτό και εμείς, ύστερα από μισό αιώνα και πάνω, πρέπει να λύσουμε ένα πρόβλημα απόλυτα ταυτόσημο».
Ποια είναι η ριζική διαφορά μεταξύ 1859 και 1915; Το 1859 στα σπουδαιότερα κράτη της Ευρώπης «βρίσκονταν στο προσκήνιο του ιστορικού προτσές […] αναμφισβήτητα προοδευτικά αστικά κινήματα». Τότε «δεν μπορούσε να γίνει λόγος για καμιά πραγματικά αυτοτελή δράση» της εργατικής τάξης στις προηγμένες χώρες του καπιταλισμού, δεν μπορούσε δηλαδή να τεθεί ως άμεσο στρατηγικό καθήκον η προλεταριακή επανάσταση. Το λαϊκό κίνημα στις κυριότερες χώρες που αγκάλιαζε ο πόλεμος ήταν αστικοδημοκρατικό, στο οικονομικό και ταξικό του περιεχόμενο.
Αντίθετα, στα 1915, σε μια εποχή που ο μονοπωλιακός καπιταλισμός είχε κυριαρχήσει στις ανεπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού, «θα ήταν γελοίο και να σκεφτεί κανείς για προοδευτική αστική τάξη και για προοδευτικό αστικό κίνημα προκειμένου για τέτοιες αναμφισβήτητα κεντρικές και σπουδαιότερες φιγούρες […] όπως είναι λόγου χάρη η Αγγλία και η Γερμανία». Δηλαδή, σύμφωνα με τον Λένιν, το πρόβλημα στήριξης από το εργατικό κίνημα της μιας ή της άλλης πλευράς σε μια πολεμική σύγκρουση δεν μπορούσε να λυθεί με τον ίδιο τρόπο όπως το έλυσε ο Μαρξ σε μια προγενέστερη εποχή. Η ιμπεριαλιστική εποχή, μια εποχή που η αστική τάξη στις ανεπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού είχε ήδη γίνει αντιδραστική, δεν μπορούσε να υποκατασταθεί με την εποχή των αστικοπροοδευτικών κινημάτων.
Ποιο είναι το βασικό συμπέρασμα που βγάζει ο Λένιν και που πρέπει και σήμερα να καθοδηγεί μεθοδολογικά τη σκέψη μας; «Η μέθοδος του Μαρξ συνίσταται πρώτα απ’ όλα στο να παίρνεται υπόψη το αντικειμενικό περιεχόμενο του ιστορικού προτσές σε μια δοσμένη συγκεκριμένη ΣΤΙΓΜΗ, σε μια δοσμένη συγκεκριμένη ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, για να κατανοηθεί, πριν απ’ όλα, ποιας τάξης το κίνημα αποτελεί το κύριο ελατήριο μιας ενδεχόμενης προόδου μέσα σ’ αυτήν τη συγκεκριμένη κατάσταση».
Αλλά και, από τότε που ο Λένιν έκανε την παραπάνω αμφίπλευρη κριτική σχετικά με το ζήτημα του πώς το εργατικό κίνημα πρέπει να στέκεται απέναντι στις ενδοαστικές αντιθέσεις και συγκρούσεις, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός πλάτυνε και βάθυνε την ανάπτυξή του στη γήινη σφαίρα, ο εθνικοαπελευθερωτικός και αντιαποικιακός αγώνας, με την αποφασιστική βοήθεια και στήριξη της Σοβιετικής Ένωσης, οδήγησε στην κατάρρευση του παγκόσμιου αποικιακού συστήματος, άλυτα αστικοδημοκρατικά ζητήματα βρήκαν την έστω και καθυστερημένη λύση τους μέσα από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης, αλλά και με την εξέλιξη του ίδιου του καπιταλισμού.
Οι αντεπαναστατικές ανατροπές στις χώρες του σοσιαλισμού δεν τροποποιούν την αντικειμενική αυτή εικόνα της διεθνούς κατάστασης, που θεμελιώνεται στην υλική πραγματικότητα της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Δεν μπορούν ν’ ακυρώσουν την αναγκαιότητα χάραξης αυτοτελούς στρατηγικής και τακτικής του επαναστατικού κινήματος, στο όνομα της ύπαρξης μιας προσωρινής ασφυκτικής κυριαρχίας της «μονοκρατορίας» των ΗΠΑ-ΕΕ και ενός ψευδεπίγραφου στόχου συνδιαμόρφωσης ενός «πολυπολικού κόσμου». Τέτοιες αντιλήψεις στην ουσία υποτιμούν τον προσωρινό χαρακτήρα των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών και αξόνων, την αναπόδραστη αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων μεταξύ των αστικών κρατών (άρα και το σπάσιμο του «μονοπολισμού») στη βάση της ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού.
Παρά τις προσπάθειες λαθροχειρίας από διάφορες μεριές, οι κομμουνιστές και η εργατική τάξη οφείλουν να κρατάνε σταθερό το νήμα της λενινιστικής σκέψης. Να κατανοούν ότι η εκμετάλλευση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών απαιτεί ένα Κόμμα πολιτικοϊδεολογικά ατσαλωμένο, προκειμένου το επαναστατικό κίνημα να καταφέρει να προχωρήσει προς τα μπρος και όχι να γίνει ουρά της μιας ή της άλλης αστικής τάξης. Μόνο η εργατική εξουσία, ελέγχοντας τους βασικούς παραγωγικούς μοχλούς της οικονομίας, είναι πραγματικά σε θέση να συγκεντρώσει την απαραίτητη δύναμη προκειμένου να ελιχθεί ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δίχως να συνθλιβεί.
Η εκμετάλλευση των ανταγωνισμών των ισχυρών αστικών κρατών από μικρότερες καπιταλιστικές δυνάμεις και τις κυβερνήσεις τους, προς όφελος των δικών τους αστικών τάξεων, δεν αποτελεί ζήτημα στο οποίο πρέπει να εμπλακεί το επαναστατικό εργατικό κίνημα, προσαρμόζοντας την πολιτική του γραμμή στους σχεδιασμούς της «δικής του» αστικής τάξης. Ανάλογα, μια κυβέρνηση της «Αριστεράς», καθώς δε θα συγκρούεται με τους μονοπωλιακούς ομίλους παίρνοντας τα κλειδιά της οικονομίας στα χέρια της, δεν μπορεί να εξασφαλίσει μια εκμετάλλευση των αντιθέσεων προς όφελος των εργατικών συμφερόντων. Θα υποτάσσεται αναγκαστικά στις σκοπιμότητες και τα συμφέροντα του εγχώριου μονοπωλιακού κεφαλαίου, θα παραχωρεί «γη και ύδωρ» στη μια ή την άλλη ιμπεριαλιστική δύναμη, στο όνομα των υποτιθέμενα αναγκαίων ελιγμών.
Το ΚΚΕ, στη βάση της λενινιστικής διδασκαλίας, στέκεται σταθερά αντιμέτωπο με όλες τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, όπως ήταν και είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, που αποτελούν την άλλη όψη των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, συγκρούσεων και πολέμων. Δεν καλλιεργεί αυταπάτες ότι οι αντιδραστικές αυτές συμμαχίες μπορούν να μετεξελιχτούν σε προοδευτικές ενώσεις λαών στη βάση μιας άλλης διαχειριστικής πολιτικής. Εξοπλίζει το εργατικό κίνημα με την αναγκαία αντίληψη ότι σε αυτές τις συμμαχίες οι φυγόκεντρες τάσεις αποτελούν την άλλη όψη των κεντρομόλων τάσεων, συνιστούν και αυτές νομοτελειακή εξέλιξη, καρπό της ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού και της ανάγκης ξαναμοιράσματος της πίτας. Το εργατικό κίνημα δεν έχει τίποτα να κερδίσει με το να συνταχτεί μ’ εκείνες τις χώρες (π.χ., τις λεγόμενες «χώρες του Νότου») ή μ’ εκείνες τις μερίδες της αστικής τάξης που, στο πλαίσιο αυτού του ξαναμοιράσματος, επιζητούν μια πιο χαλαρή ή μια εντελώς διαφορετική συμμαχία. Οι αναγκαιότητες της καπιταλιστικής κερδοφορίας έχουν ένα σταθερό χαμένο και στη μια και στην άλλη περίπτωση: Την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα.
Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ουκρανία, με την απροκάλυπτη εμπλοκή της ΕΕ, από κοινού με τις ΗΠΑ, «στις εσωτερικές υποθέσεις της Ουκρανίας, για την άμεση στήριξη που παρείχαν και παρέχουν στις ένοπλες φασιστικές ομάδες, στηρίζοντας έναν ιστορικό ρεβανσισμό, σε βάρος των αποτελεσμάτων του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, μετατρέποντας τον αντικομμουνισμό σε επίσημη πολιτική τους, όπως και τον εξωραϊσμό των φασιστικών ομάδων, της εγκληματικής ιδεολογίας και δράσης τους, προωθώντας τη διαίρεση του λαού της Ουκρανίας με τις σχεδιαζόμενες διώξεις σε βάρος του ρωσόφωνου πληθυσμού της Ουκρανίας»30 αποκάλυψαν, από μια ακόμα σκοπιά, το βαθιά αντιδραστικό χαρακτήρα της ευρωενωσιακής συμμαχίας.
Η στάση των μη φασιστικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων πριν την άνοδο του Χίτλερ στην κυβέρνηση, αλλά και όλο το διάστημα από το 1933 μέχρι το ανοιχτό ξέσπασμα του πολέμου το 1939, έχει αποκαλύψει εδώ και πάρα πολλά χρόνια μια μεγάλη αλήθεια: Τα καπιταλιστικά κράτη συνάπτουν τις μεταξύ τους συμμαχίες και συμφωνίες με βάση το πώς εξυπηρετούνται καλύτερα οι στόχοι της εξωτερικής τους πολιτικής και τα συμφέροντα των μονοπωλιακών τους ομίλων σε κάθε δεδομένη συγκυρία ΚΑΙ ΟΧΙ ανάλογα με το πολιτικό ρεύμα και την απόχρωση της αστικής ιδεολογίας των κομμάτων που βρίσκονται στο τιμόνι της διακυβέρνησης. Ανοιχτά φασιστικές ή εθνικιστικές δυνάμεις στο τιμόνι της αστικής διακυβέρνησης δεν αποτελούν πραγματικό εμπόδιο στη σύναψη συμφωνιών, αν εξασφαλίζονται οι όροι μοιρασιάς της λείας ή το χτύπημα του εργατικού κινήματος.
Το διεθνές εργατικό κίνημα δεν είναι αδιάφορο απέναντι στην ιμπεριαλιστική επέμβαση ΗΠΑ-ΕΕ στην Ουκρανία, στον ανταγωνισμό τους με την ανερχόμενη Ρωσία, στους ενδοαστικούς ανταγωνισμούς στο εσωτερικό της Ουκρανίας. Δε στέκεται ουδέτερος εξωτερικός παρατηρητής των γεγονότων. Πρώτο και κύριο μέλημά του είναι η συμπαράσταση και η αλληλεγγύη στους κομμουνιστές και στην εργατική τάξη της Ουκρανίας που βρίσκονται στο στόχαστρο «της ιδεολογικής εκκαθάρισης της Ιστορίας που επιχειρούν οι εθνικιστικές - φασιστικές ένοπλες ομάδες». Η λαϊκή μνήμη των πολύχρονων κοινών αγώνων των λαών της Σοβιετικής Ένωσης ενάντια στο φασισμό και για την κοινωνική απελευθέρωση αποτελεί καρφί στο μάτι της αστικής τάξης. Γι’ αυτό και η προσπάθεια να επικρατήσουν εθνοτικά, γλωσσικά και θρησκευτικά κριτήρια που θα διαιρούν τους λαούς Ρωσίας και Ουκρανίας, αντί του κοινού ταξικού συμφέροντος.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

Ο Βασίλης Όψιμος είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.
1. Βασίλη Όψιμου: «Ο αστικός χαρακτήρας των εθνικιστικών δυνάμεων», ΚΟΜΕΠ, τ. 3/2012.
2. Μάκη Παπαδόπουλου: «Για τον “ευρωσκεπτικισμό” και το Σχέδιο Β΄», ΚΟΜΕΠ, τ. 2/2014.
3. «Ταυτότητα. Είμαι Χρυσαυγίτης σημαίνει».
4. «Χρυσή Αυγή: Ένα κίνημα ιδεολογικό».
5. Ερώτηση βουλευτή Νικόλαου Κούζηλου, «Λύση στη χρηματοδότηση των ναυτιλιακών εταιριών», Μάρτης 2013.
6. «Ύμνοι από χρυσαυγίτες βουλευτές στους εφοπλιστές», «Ριζοσπάστης», 10 Αυγούστου 2013.
7. Ρεπορτάζ Τ. Τέλλογλου στις 24 Οκτώβρη 2013 στο «STAR». Δες και «Ριζοσπάστη», 24 Νοέμβρη 2013.
8. «Πολιτικές Θέσεις: Για τη Χρυσή Αυγή του Ελληνισμού».
9. «Τα αίτια του Αμερικανοσιωνιστικού πραξικοπήματος στην Ουκρανία», 2 Μάρτη 2014.
11. «Οι τελευταίες εξελίξεις στην Ουκρανία, και τα συμφέροντα που κρύβονται πίσω από αυτές», 5 Μάρτη 2014.
12. «Συνάντηση του πρέσβη του Ισραήλ με τους Ουκρανούς “νεοναζί”», 28 Φλεβάρη 2014.
14. Ιδρυτική διακήρυξη ΑΝΕΛ.
15. Παρουσίαση Κόμματος ΑΝΕΛ.
16. Ιδρυτική διακήρυξη ΑΝΕΛ.
17. Κυβερνητικό Πρόγραμμα ΑΝΕΛ - Τομέας Εξωτερικών.
18. Δήλωση Π. Καμμένου για τη συνάντηση Σαμαρά-Ομπάμα, 9 Αυγούστου 2013.
19. Ομιλία Π. Καμμένου κατά τη συζήτηση του Προϋπολογισμού 2014, 7 Δεκέμβρη 2013.
20. Ομιλία Π. Καμμένου στην ημερίδα του Ινστιτούτου Γεωπολιτικών Μελετών, «Εθνική Αναδημιουργία», 5 Μάρτη 2014.
21. Σχόλιο του Π. Καμμένου στο Facebook, 6 Μάρτη 2014.
24. Κωνσταντίνου Φίλη: «Ελλάδα-Ρωσία, μια στρατηγική σχέση ή… έτσι μας φαίνεται; Υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης και εμβάθυνσης».
25. Κωνσταντίνου Φίλη: «Η Ελλάδα σε αναζήτηση ρόλου στο νέο περιφερειακό περιβάλλον», http://www.foreignaffairs.gr/articles/69299/konstantinos-filis/i-ellada-se-anazitisi-roloy-sto-neo-perifereiako-periballon?page=show
26. Συνέντευξη Β. Μαρκεζίνη στον «Τύπο της Κυριακής», 20 Οκτώβρη 2013.
27. Ιωάννη Θεοδωράτου: «Τακτική συμμαχία Ρωσίας-Τουρκίας-Γερμανίας: Στρατηγική αναμονή εμείς», http://www.defence-point.gr/news/?p=71973, Institute for Security and Defence Analysis (ISDA).
28. Ορισμένα ενδεικτικά πρόσφατα παραδείγματα τέτοιων αντιλήψεων: Η συνέντευξη του Αλ. Αλαβάνου στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 9 Μάρτη 2014, Β. Μακρίδη: «Ουκρανία: Συμφέρον της Ελλάδας η γεωστρατηγική ήττα της Δύσης», http://www.iskra.gr
/index.php?option=com_content&view=article&id=15502:makridis-disi&catid=81:kivernisi&Itemid=198, Τ. Φωτόπουλου: «Μέτωπο και γεωστρατηγικές αλλαγές», http://inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grE/gre2014/ 2014_
01_05.html
29. Β. Ι. Λένιν: «Κάτω από ξένη σημαία», Άπαντα, τ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 141-147.

30. Κοινή ανακοίνωση Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων για τις εξελίξεις στην Ουκρανία, http://www.kke.gr/diethnh/koinh_anakoinosh_kommoynistikon_kai_ ergatikon_kommaton_gia_thn_oykrania?morf=1&tab=1

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ