.
Στις 26 του Απρίλη 1963 πέθανε στο Δημοτικό Νοσοκομείο της Αθήνας, με
την ένδειξη άπορος, ο μεγάλος, φωτισμένος και πολύ ταλαιπωρημένος
Χιώτης παιδαγωγός και αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης Μιχάλης
Παπαμαύρος.
Ο Μιχ. Παπαμαύρος ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και του δημοτικισμού και μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Επανειλημμένα διώχτηκε, απολύθηκε, φυλακίστηκε και εκτοπίστηκε για τις ιδέες του. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ στο Εθνικό Συμβούλιο των Κορυσχάδων εκλέχτηκε εθνοσύμβουλος Χίου και μαζί με τον άλλο μεγάλο παιδαγωγό Κώστα Δ. Σωτηρίου ανέλαβε τη διεύθυνση του «Παιδαγωγικού Φροντιστηρίου της Ελεύθερης Ελλάδας». Άφησε πίσω του ένα αξιόλογο επιστημονικό και συγγραφικό έργο (πρωτότυπα παιδαγωγικά έργα, δοκίμια, μελέτες, άρθρα, μεταφράσεις, σχολικά βιβλία).
Με αφορμή την επέτειο παρουσιάζουμε σχεδόν ολόκληρο ένα κείμενο από το βιβλίο του Κώστα Γ. Καλαντζή «Στον αστερισμό του Δημήτρη Γληνού», όπου περιγράφεται όλη η πορεία του Μιχάλη Παπαμαύρου. Ο Καλαντζής (Θεσσαλός) ήταν παιδαγωγός και ο ίδιος και ανήκε στην πιο κοντινή γενιά με τους τρεις Δασκάλους και τους γνώρισε από κοντά, τους άκουσε, τους ακολούθησε και συνέχισε το έργο τους, καθώς υπήρξε μαθητής τους. Επομένως έχει ξεχωριστή αξία η κατάθεσή του.
Μερικοί βιογράφοι του λένε πως στάλθηκε στη Γερμανία για σπουδές με κάποια υποτροφία. Μα εκείνα τα χρόνια του πολέμου και της ταραγμένης ζωής στη Γερμανία ποιος ξένος πήγαινε να σπουδάσει και μάλιστα υπότροφος; Το πιθανότερο είναι – ίσως αργότερα, γιατί ο Παπαμαύρος έμεινε σπουδάζοντας εκεί 4 χρόνια – κάποιος εφοπλιστής Χιώτης να τον βοήθησε. Ο ίδιος δεν ανάφερε ποτέ για το επεισόδιο αυτό της ζωής του. Στεναχωρέθηκε λίγο στο Βόλο, όταν τον ρώτησα αν είναι αλήθεια αυτά που μου είπε ο Κάστανος. Ο Κάστανος – θυμούμαι – μας έλεγε και λεπτομέρειες της πρώτης ζωής τους εκεί: π.χ. ότι οι άλλοι Έλληνες αιχμάλωτοι το σκάγανε, ρήμαζαν τα περιβόλια και κυνηγούσαν κοπέλες. Ο Παπαμαύρος όμως κι αυτός – με τη λαχτάρα που είχαν να σπουδάσουν – πηγαίνανε κρυφά στην πόλη κι ακούγανε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο. Αυτό έγινε αφορμή να τους δώσει ο Γερμανός διοικητής την πρώτη άδεια να φοιτήσουν στο Πανεπιστήμιο.
Στη Γερμανία ο Παπαμαύρος παντρεύτηκε μια Γερμανίδα. Φαίνεται πως από νέος δεν τα πήγαινε καλά με τους παπάδες. Αφού έγινε κάπου ο ορθόδοξος γάμος, πήγανε – ύστερα από επιθυμία της γυναίκας του – να τους ευλογήσει κι ένας καθολικός παπάς. Εκείνος όμως πεισματικά αρνήθηκε. Τότε ο Παπαμαύρος διαμαρτυρήθηκε: «Μα κι εγώ είμαι χριστιανός», είπε. Ο παπάς του έδωσε την καταπληκτική αυτή απάντηση: «Ναι αλλά είσαι Έλληνας χριστιανός». Ζώντας τώρα κοντά στις πόλεις με τα φημισμένα Πανεπιστήμια, τη Γιένα, τη Λειψία, τη Δρέσδη κ.λ.π. ξεπλήρωσε και το μεγάο του όνειρο, να σπουδάσει παιδαγωγικά. Στο Πανεπιστήμιο της Γιένας βρήκε και Έλληνες. Παλιότερα φοίτησαν εκεί ο Γεώργιος Σκληρός, ο Δημήτρης Γληνός, ο Φώτος Πολίτης και άλλοι. Ο πρώτος πανεπιστημιακός δάσκαλος του Παπαμαύρου ήταν ο παιδαγωγός Hermann Lietz, ένας μεταρρυθμιστής της Παιδείας, κήρυκας του «Ενιαίου Εθνικού Σχολείου» και ιδρυτής των «Εξοχικών Παιδαγωγείων» και των μαθητικών κοινοτήτων. Τα παιδιά εκεί (κάτι που θύμιζε Ρουσσώ και Πεσταλότσι), έξω από τη διδασκαλία βοηθούσαν τους αγρότες στο όργωμα, το φύτεμα, το πότισμα, τις εργασίες της κοινότητας (ταχυδρομείο, αγορά τροφίμων κ.λ.π.)! Έπειτα ψυχαγωγία, εκδρομές κλπ. Σ’ ένα τέτοιο Παιδαγωγείο, στο δάσος της Θουριγγίας στη Χαουμπίντα, έκανε καθηγητής για ένα διάστημα κι ο Παπαμαύρος. Ήταν «ζηλευτή θέση», όπως θα γράψει στη Διδακτική του και θα εξελισσόταν σε Πανεπιστημιακό καθηγητή κοντά στο Lietz. Αλλά η νοσταλγία του τόπου του τον έφερε στην Ελλάδα «για να την υπηρετήσει». Στον αγαπημένο του δάσκαλο θα αφιερώσει τη μελέτη «Ο Lietz και το έργο του» και θα τη δημοσιέψει μόλις γυρίσει στην Ελλάδα το 1919 στο «Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου».
Στη Γιένα άκουσε κι άλλους μεγάλους παιδαγωγούς, όπως το Wyneken συνεργάτη του Lietz, θεωρητικό και υπεύθυνο για τη νεολαιίστικη κίνηση, που κι αυτού το έργο «Σχολείο και Νεολαία» το μεταφράζει το 1926.
Ο Παπαμαύρος ήταν μέλισσα στις σπουδές του, ένα πραγματικό «Bucherwurm», ένα σκουλήκι του βιβλίου, όπως λένε οι Γερμανοί. Μελέτησε όσο λίγοι τους νέους αλλά και τους παλιούς μεγάλους παιδαγωγούς. Απ’ τους προδρόμους η μεγάλη του αγάπη ήταν ο Πεσταλότσι που γι’ αυτόν θα γράψει αργότερα, ένα απ’ τα πιο δυνατά και ώριμα έργα του, μια σύνθεση της ζωής και της δράσης του Πεσταλότσι στη μορφή της «ρομαντικής βιογραφίας».
Στη Φιλοσοφική Σχολή της Γιέννας υποβάλλει το 1917 τη διατριβή του «Vorschlage zu einer Reform der Griechischen Schulverwaltung (Προτάσεις για μια μεταρρύθμιση στη Διοίκηση της Ελληνικής Εκπαίδευσης») και παίρνει το δίπλωμα του διδάκτορα φιλοσοφίας με κύριο κλάδο τα παιδαγωγικά.
Στο μεταξύ ο Παπαμαύρος μυήθηκε στις σοσιαλιστικές ιδέες, έγινε μέλος του σοσιαλιστικού Ομίλου του Πανεπιστημίου, μελέτησε μαρξιστές φιλοσόφους και επαναστάτες συγγραφείς και έζησε με την ήττα της Γερμανίας όλη την επαναστατική ατμόσφαιρα με τις μεγάλες λαϊκές διαδηλώσεις και τις μάχες στα οδοφράγματα.
Έτσι όταν γύρισε στην Ελλάδα το 1919 ήταν επιστημονικά και ιδεολογικά έτοιμος. Αμέσως γνωρίστηκε με το Γληνό και πλάι του πήρε τώρα μέρος στη μάχη για την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση. Ο Γληνός το 1919 ήταν Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας. Τότε διορίστηκε κι ο Παπαμαύρος Ανώτερος Επόπτης Παιδείας στην Ανατολική Θράκη με έδρα την Αδριανούπολη. Από κει, πολύ σύντομα, έφυγε με το δράμα της Μικρασιατικής καταστροφής. Οι συνθήκες τότε μες στις οποίες κινείται και δρα ο Παπαμαύρου είναι κείνες που περιγράφει ο ίδιος (πρόλογος στον ΠΕΣΤΑΛΟΤΣΙ ): «…Βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη καμπή της εθνικής μας ζωής. Μια εξωτερική πολεμική περιπέτεια μας ανάγκασε επί τέλους να στρέψουμε την προσοχή μας λίγο στον εαυτό μας, για να αντικρίσουμε τα προβλήματα που θα μας προβάλει αμείλιχτα από δω και πέρα η ζωή…
Άρχισε η κίνηση, τόσο στην πνευματική μας, όσο και στην κοινωνική μας ζωή. Η κοινωνική κίνηση ογκώνεται όλο και περισσότερο. Η κραυγή του «κάτω λαού» μας ζώνει από παντού και ζητά την καλυτέρευση της ζωής του».
Αυτή την «κραυγή του λαού» (« Mich jammert das Volk», έλεγε παλιά ο Πεσταλότσι) θα την ακούσει και ο Παπαμαύρος και θα δοθεί κι αυτός στον αγώνα για την καλυτέρευση της ζωής βασανισμένου «κάτω λαού» (όπως τον λέει), δηλαδή της εργατικής Τάξης, του Προλεταριάτου. Το 1923 βγάζουν μαζί με το Γληνό (που είναι τώρα Εκπαιδευτικός Σύμβουλος) το περιοδικό «ΕΡΓΑΣΙΑ» και που τη διεύθυνσή του τελικά αναλαμβάνει ο Παπαμαύρος (τόμοι 3, 1923 – 1925). Περίφημη ήταν εκεί η αρθρογραφία του και οι αγώνες του για τη «μιχτή εκπαίδευση» κ.λ.π.
Την ίδια χρονιά δημιουργείται στο Μαράσλειο το «Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπάιδευσης» με Διευθυντή τον Αλέξανδρο Δελμούζο. Εκεί ο Παπαμαύρος διορίζεται υποδιευθυντής και προσπαθεί να κάνει πράξη τις προοδευτικές παιδαγωγικές του ιδέες, κυρίως να εφαρμόσει σωστά στη διδακτική πράξη τις αρχές του «Σχολείου Εργασίας» και να οργανώσει τις πρώτες «Σχολικές Κοινότητες». Το φθινόπωρο του 1924 έρχεται η δικτατορία του Πάγκαλου, ξεσπάν τα «Μαρασλειακά»(…)
Ο Δελμούζος κι ο Παπαμάυρος απολύθηκαν απ’ τους πρώτους(…)
Πολλά πρωτότυπα προγράμματα που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα για πρώτη φορά στο Μαράσλειο Διδασκαλείο (1923 – 25) – κι ήταν έργο του Δελμούζου και του Παπαμαύρου -, όπως το Σχολείο εργασίας και οι Μαθητικές κοινότητες, δεν μπόρεσαν να ολοκληρωθούν. Ειδικά για τις μαθητικές κοινότητες που για αυτές πρωτοστάτησε ο Παπαμαύρος, έμειναν σαν πρώτη ωραία πειραματική δουλειά και παράδειγμα. Όπως ο ίδιος γράφει «η εφαρμογή τους δεν ήταν αντιγραφή, ούτε απομίμηση των γερμανικών μοντέλων (των Σχολικών κοινοτήτων του Δρα Lietz ή άλλων), αλλά μια προσαρμογή στις ελληνικές συνθήκες. Ήταν μια απ’ τις σπουδαίες παιδαγωγικές προσπάθειες της εποχής εκείνης στην Ελλάδα. Βέβαια έμεινε πρώτη δοκιμή, δεν ολοκληρώθηκε. Αυτό χρειάζεται πολλά χρόνια…Ενώ εμείς ξέρουμε πως το Διδασκαλείο μας το κλείσανε στον τρίτο χρόνο».
Μετά την απόλυσή του, ο Παπαμαύρος δραστηριοποιείται στον Εκπαιδευτικό Όμιλο, βοηθάει το Γληνό στην έκδοση των περιοδικών «ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ» και «ΣΧΟΛΙΚΗ ΠΡΑΞΗ» , μεταφράζει και γράφει διάφορα άρθρα, μελέτες, βιβλία. Το 1927 με τη διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου και τη «Διακήρυξη» του Γληνού, βρίσκεται κι αυτός στην πρωτοπορία της αριστερής παράταξης μαζί με το Σωτηρίου, τη Ρόζα Ιμβριώτη και άλλους.
Το 1928 μια κάπως ομαλότερη πολιτικά περίοδος (Κυβέρνηση Βενιζέλου, Υπουργός Παιδείας Γ. Παπανδρέου κ.λ.π.) που βαστάει ως το 1935. Βέβαια υπάρχει το ιδιώνυμο και στις λεγόμενες δημοκρατικές κυβερνήσεις επικρατούν ακόμα, π.χ. στο Υπουργείο Παιδείας, ορισμένα δεξιά συντηρητικά στοιχεία του δημοτικισμού, οι «συμβιβασίες και οι προοδόφοβοι» όπως τους είπαν ο Γληνός και ο Σωτηρίου. Και αυτοί ήταν οι χειρότεροι. Γι’ αυτό, όταν το 1928 επανήλθαν στην υπηρεσία, ο Παπαμαύρος, ο Σωτηρίου και άλλοι, όλα γύρω δείχνανε …τι τους περίμενε. Οι γλωσσαμύντορες κι οι σκοταδιστές πνίγουν κάθε προοδευτική φωνή(…)
Έτσι μόλις διορίστηκε κι ο Παπαμαύρος μπήκε κι αυτός αμέσως στο στόχαστρο της μαύρης αντίδρασης.
Εκεί, στο Διδασκαλείο Λαμίας, με την παιδαγωγική προσφορά του ο Παπαμάυρος αναδείχνεται ο πρωτοπόρος επιστήμονας παιδαγωγός, αλλά και από κει αρχίζει ο προσωπικός Γολγοθάς του. Εκεί ολοκληρώνει το διδακτικό έργο του πάνω στο «Σχολείο Εργασίας» που άρχισε στο Μαράσλειο (1923 -25) και συστηματοποιεί την οργάνωση των Μαθητικών Κοινοτήτων, όπως την έζησε ο ίδιος στη Χαουμπίντα της Θουριγγίας. Η παιδαγωγική του εργασία στο Μαράσλειο Διδασκαλείο, στο Διδασκαλείο Λαμίας καθώς και οι πρωτότυπες μελέτες του γύρω από μεθοδολογικά προβλήματα διδασκαλίας, τον ανάδειξαν «κορυφαίο Διδακτικό» παιδαγωγό της χώρας μας. Το Διδασκαλείο έγινε το Πνευματικό και Πολιτιστικό Κέντρο της Λαμίας. Απ’ τη Λαμία στέλνει στους δεκάδες χιλιάδες δασκάλους της Ελλάδας το παιδαγωγικό μανιφέστο του, το αξεπέραστο διδακτικό του έργο: «Διδακτικές αρχές του Σχολείου Εργασίας. Είκοσι Γράμματα στον Έλληνα Δάσκαλο» (1930). Το έργο αυτό, γνώρισε πολλές εκδόσεις με συμπληρώσεις και αγαπήθηκε απ’ τους δασκάλους, έγινε το Ευαγγέλιο της διδακτικής πράξης τους.
Η ράθυμη επαρχιακή ζωή της Λαμίας του 30 τρικυμίζεται απ’ τα νιάτα, η συντηρητική κλειστή κοινωνία της αναστατώνεται απ’ τη ζωντάνια και τις προοδευτικές ιδέες που συζητιένται στο Διδασκαλείο. Η μαύρη αντίδραση παραμονεύει σαν την «ιοβόλο αράχνη» κι αρπάζει τον Παπαμαύρο στα δίχτυα της. Το τι του…σύρανε είναι αφάνταστο. Μόνο που δεν…τον διαπομπέψανε και δεν του κάνανε ανάθεμα!…Τον κυνηγάνε άγρια. Κανένας δε χτυπήθηκε με τόση εμπάθεια και σε κανένα δε ρίξανε τόση βρώμικη λάσπη. Εκτός απ’ τις γνωστές κατηγορίες – κλισέ (αθεΐα, έλλειψη εθνικής συνείδησης, διδασκαλία ελεύθερου έρωτα) του κολλάνε ακόμα το πως στις μαθητικές κοινότητες «εισάγει» σαν οπαδός του Wyneken,…τις «συνήθειες» των Wandervogeln (των νεολαιίστικων οργανώσεων του μεσοπολέμου). Στη Γερμανία το κατεστημένο κατηγόρησε τις οργανώσεις αυτές για «ομοφυλοφιλικές τάσεις». Βέβαια αυτό έγινε αργότερα στη Χιτλερική Νεολαία, όπως και στη δική μας ΕΟΝ.
Εδώ θα πρέπει να ιδούμε τα γεγονότα και την αλήθεια τους. Δεν πρόκειται να ανοίξουμε…το βόθρο των συκοφαντιών. Μερικά χαρακτηριστικά για το επίπεδο των κατηγοριών θα αναφέρουμε. Ένας π.χ. απ’ αυτούς ήταν ο αξιωματικός Χ. που κατέθεσε, ότι σε μια εκδρομή του Διδασκαλείου στη Λάρισα, όλοι οι φοιτητές – αγόρια και κορίτσια – κοιμήθηκαν στο ίδιο….ξενοδοχείο!
Πάντως στη Λαμία και στις δίκες που έγιναν δεν μπόρεσε να ευσταθήσει καμιά τέτοια κατηγορία. Ο ίδιος ο Παπαμαύρος θα θυμηθεί αργότερα το Μακαρένκο που έγραψε, πως στην «Αποικία Γκόρκι» «οι σεξουαλικές σχέσεις ήταν άγνωστες». Θα πει κι αυτός: «Μα και στη δική μας υπηρεσία, τόσο στο Πρότυπο Μαράσλειο Διδασκαλείο, όσο και στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Λαμίας, που είχαμε συνεκπαίδευση, ποτέ δε μας παρουσιάστηκε ηθικό κρούσμα».
Όσο για τα μαθήματα των Θρησκευτικών και της Ιστορίας, που τόσο τα καπηλεύτηκαν για να τον χτυπήσουν οι αντιδραστικοί και οι σκοταδιστές, ο Παπαμαύρος δεν έκανε τίποτα το προκλητικό. Αντίθετα απ’ ό,τι τον κατηγορούσαν και προσευχή κάνανε στο Σχολείο και ερμηνεία του Ευαγγελίου και εκλησιάζονταν Κυριακές και γιορτές. Ακόμα το Διδασκαλείο οργάνωσε κι ένα «Κόρο» από φοιτητές που ψέλνανε στη Μητρόπολη της Λαμίας.
Το ίδιο και για το μάθημα της ιστορίας και της εθνικής αγωγής. Οι σχολικές γιορτές στις εθνικές επετείους, οι θεατρικές παραστάσεις και οι παρελάσεις, ήταν κάτι το εντυπωσιακό και καινούργιο για τη μικρή πρωτεύουσα της Ρούμελης.
Ο Παπαμαύρος, λοιπόν, δεν κατάργησε κανένα μάθημα, ακολούθησε το… «ισχύον Αναλυτικό Πρόγραμμα». Το σφάλμα του, φαίνεται, ήταν ότι δεν τα διατήρησε έτσι «μουσειακά και μουμιοποιημένα» αλλά θέλησε να τους δώσει ζωή, περνώντας τα μέσα από νέα διδακτικά κανάλια – φίλτρα…
Ο ίδιος όμως σαν παιδαγωγός επιστήμονας και συγγραφέας, διακήρυξε στα βιβλία του και στην απολογία του το «πιστεύω» του. Είπε π.χ. πως ο κύριος σκοπός του μαθήματος των θρησκευτικών είναι η «καλλιέργεια του θρησκευτικού συναισθήματος». Να κάνει δηλ. τα παιδιά ευσεβέστερα, ηθικότερα και αγνότερα. Αυτά δεν πετυχαίνονται με το ποσό των θρησκευτικών γνώσεων». Παρακάτω θα πει: «Ζητούσα την κατάργηση «του τυπικού» μαθήματος των θρησκευτικών, όχι όμως την (πραγματική) «θρησκευτική Αγωγή». Εκείνοι που τον έκριναν και τον απέλυσαν – ενώ λέγονταν Ερβαρτιανοί και μαθητές του Ράιν – δε διάβασαν, φαίνεται, τους μεγάλους αυτούς παλιούς δασκάλους τους, που ήταν «βαθύτατα θρησκευτικοί» αλλά και παιδαγωγοί, έβλεπαν δηλ. τι χρειάζονται τα παιδιά. Ο Έρβαρτος, όπως είναι γνωστό, ήθελε να διώξει τα «Θρησκευτικά» απ’ το Σχολείο και να αναθέσει τη θρησκευτική μόρφωση στην Οικογένεια. Ο Ράιν πάλι έλεγε, πως η Κατήχηση δε χρειάζεται στα σχολεία. Αυτή να την κάνει η εκκλησία. Έπειτά ζητούσε περιορισμό της ύλης, κατάργηση των εξετάσεων των Θρησκευτικών και διδασκαλία του μαθήματος από την Ε΄ τάξη και πέρα. Όσο για την ιστορία, ο Παπαμαύρος έλεγε, πως αυτή θα πρέπει να μας βοηθήσει να καταλάβουμε το παρόν. Όχι μεροληπτική εξέταση της ιστορίας (εμείς π.χ. είμαστε ο περιούσιος λαός, ό,τι κάνουμε είναι μέγα, ενώ οι άλλοι λαοί δεν αξίζουν τίποτα). Αυτά δεν οδηγούν στην αληθινή «εθνική αγωγή», δεν κάνουν τον καλό πολίτη, τον καλόν Έλληνα και άνθρωπο. Φιλοπατρία ναι, μισαλλοδοξία όχι. Δημοκρατικός πατριωτισμός δηλ. αγάπη στο λαό μας και περηφάνεια για την πρόοδό του, φιλία προς όλους τους ειρηνικούς λαούς. Να ο αληθινός σκοπός του μαθήματος της Ιστορίας. Όχι εκμετάλλευση του μαθήματος αυτού για την καλλιέργεια του σωβινισμού, ούτε ταύτιση της έννοιας του έθνους με τα συμφέροντα της αστικής τάξης.
Εξάλλου ο Παπαμαύρος δεν έκανε τίποτα περισσότερο παρά πίστευε στις θέσεις του Εκπαιδευτικού ομίλου (Διακήρυξη Γληνού). Τις θέσεις αυτές, που σαν ελεύθερος επιστήμονας και παιδαγωγός, είχε δικαίωμα να τις διακηρύξει ο Παπαμαύρος, τις διαστρέβλωσαν οι αντίπαλοί του κι άρχισαν το παλιό τροπάρι «περί εθνικών κινδύνων», πανσλαβισμού, μπολσεβικισμού κ.λ.π. Τον κατηγόρησαν μάλιστα, ότι τις εφάρμοσε κιόλας από την πρώτη μέρα και στο Μαράσλειο Διδασκαλείο και στη Λαμία.
Τον Παπαμαύρο τον χτυπούσαν ανοιχτά όχι οι γνωστοί αντίπλαοί του σκοταδιστές, αλλά (όπως έγραφε ο ίδιος) και όσοι παλιότερα του κάνανε το φίλο, όπως ο Χαντέλης και ο Λούβαρης, ο κατοπινός υπουργός Παιδείας στην προδοτική Κυβέρνηση της κατοχής. Ο μεγάλος διώκτης του δημοτικισμού, ο υπουργός Παιδείας Θ. Τουρκοβασίλης («Τουρκοεμάδα» τον βγάλανε οι δάσκαλοι) του διεμήνυσε: «Θα σου κάνω να στρίψουν τα μηνίγγια σου». Κι ο Λούβαρης φώναζε υστερικά στο βιβλιοπωλείο του Ζηκάκη, όπου σύχναζε: «Πρέπει να φύγει οπωσδήποτε ο Παπαμαύρος!…»
Έτσι η ψευτοδημοκρατική Κυβέρνηση Τσαλδάρη τον απέλυσε το 1933 και από τότε δεν ξαναγύρισε στην υπηρεσία. Εδώ προσπάθησα να βρω, εάν στις δεκαετίες του 20 και του 30 και κάπου αλλού – εκτός απ’ το Μαράσλειο και τη Λαμία – δίδαξε ο Παπαμαύρος. Το μόνο που υπάρχει είναι αυτό που γράφει στο Σύστημα Νέας Παιδαγωγικής, πως κάποτε στα πρώτα χρόνια, (χωρίς χρονολογία…Φυσικά όχι τότε που υπηρετούσε στο Μαράσλειο. Θα ’ταν μάλλον μετά το 1925, τον καιρό που ήταν απολυμένος) το υπουργείο της «Περίθαλψης» του ανάθεσε να κάνει ένα «Παιδαγωγικό Σχολείο». Του έδωσε παιδιά μικρά και μεγάλα του Βρεφοκομείου κι έτσι ίδρυσε τη «Στέγη αδελφών» στο Παλαιό Φάληρο. Εκεί, περιγράφει, πως εφάρμοσε νέες μεθόδους διαπαιδαγώγησης. Άφηνε π.χ. τα παιδιά ελεύθερα. Καμιά πόρτα δεν κλείδωνε και τα παιδιά δε φεύγανε κ.λ.π. Εδώ θα πει πως εφάρμοσε αυτά που έκανε ο Μακαρένκο στην «Αποικία Γκόρκι». Ώστε λοιπόν, έχουμε και μια άλλη πλευρά του Παπαμαύρου ως «Ειδικού Παιδαγωγού». Γενικά η μόνη δουλειά που είναι μετά το 1933 – απ’ τη χρονιά δηλαδή που απολύθηκε και δώθε ως το θάνατό του, εκτός της ολιγόμηνης δραστηριότητας του στο Παιδαγωγικό Φροντιστήριο των βουνών – ήταν το καταναγκαστικό συγγραφιλίκι και το «πλασάρισμα βιβλίων». Έτσι τον πρωτογνώρισα στο Βόλο, όταν ήρθε το 1934. Εκεί τον φιλοξενήσαμε 15 μέρες μαζί με το μαθητή του, τον αείμνηστο ήρωα και μάρτυρα δάσκαλο απ’ την Αργαλαστή Βόλου Τάσο Τσαλίκη, που εκτελέστηκε το 44 στο Σκοπευτήρι της Καισαριανής. Τότε θα μας πει ο ίδιος τι έγινε στο Διδασκαλείο Λαμίας. Ένα βράδυ τον πήρε το παράπονο, μας μίλησε για τη ζωή του που είχε «περισσότερες πίκρες παρά χαρές». Ιδιαίτερα για το Διδασκαλείο: «Έκανα παιδαγωγική κυψέλη χαράς και δημιουργίας το Διδασκαλείο Λαμίας. Εφάρμοσα όσα μελέτησα, είδα και πίστεψα, κέρδισα τους νέους, τους έδωσα ελευθερία σκέψης, δημιουργίας και ζωής. Άλλο τώρα τι κατάλαβαιναν οι απλοϊκοί Λαμιώτες του 30, όταν στο δρόμο βλέπανε κανένα διδασκαλιστή να μιλάει με μια συμμαθήτρια του ή νέους να διασκεδάζουν σε ταβερνούλες. Και το τρομερό ήταν, ότι…ο Διευθυντής ο ίδιος συνόδευε στο δρόμο καμιά φορά και κουβέντιαζε με μαθητές και μαθήτριες ή καθόταν μαζί τους σε κάποιο ζαχαροπλαστείο ή καφενείο. Η…υψηλή κοινωνία της πόλης δε συγχωρούσε το Διευθυντή του Διδασκαλείου γιατί ήταν «κλειστός» στις κοινωνικές σχέσεις μαζί της και δεν έκανε, λέει, παρέα…ούτε με τον κ. Διοικητή Χωροφυλακής και τον κ. Νομάρχη!»
Η τότε φοιτήτρια του Διδασκαλείου Λαμίας, δασκάλα Ι.Π. θυμάται: «Οι μεγαλοαστοί της Λαμίας, θεωρούσαν πρόκληση την απλή ζωή που έκανε. Κάθε Σάββατο π.χ. ο Παπαμαύρος πήγαινε, μόνος του ή με τη γυναίκα του, για ψώνια στο βδομαδιάτικο παζάρι. Όταν λοιπόν τον βλέπανε να κουβαλάει ο ίδιος τις τσάντες στο σπίτι λέγανε: «μα δεν ντρέπεται κοτζάμ Διευθυντής να φορτώνεται τα ψώνια; Δε βρήκε κάποιο χαμάλη να πληρώσει;» Φαίνεται πως οι καθωσπρέπει νοικοκυραίοι δεν καταδέχονταν να κουβαλάνε πράγματα στο σπίτι. Θέλανε και βαστάζο. Άλλο πάλι κουτσομπολιό ήτανε, πως τα Χριστούγεννα έστελνε το μικρό του γιο το Γιαννάκη να πει τα Κάλαντα! Αυτά μόνο τα φτωχά παιδιά τα λέγανε…»κ.λ.π.
Πολλοί μιλάνε μόνο για το θεωρητικό και πρακτικό «Διδακτικό» του έργο, σταματούν κυρίως στις «Διδακτικές Αρχές του Σχολείου Εργασίας». Για την ιστορία των εκδόσεων του βιβλίου αυτού θα πούμε κι εμείς λίγα λόγια. Το τύπωνε με δικά του έξοδα, το ξανατύπωνε, απ’ αυτό ζούσε. Κυκλοφόρησε ή μάλλον το πούλησε χέρι με χέρι σε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα. Αρχικά πρωτογράφτηκε στη μορφή «20 γραμμάτων στον Έλληνα δάσκαλο» τον καιρό που υπηρετούσε στο Πρότυπο Διδασκαλείο του Μαρασλείου. Ύστερα από παράκληση της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας δημοσιεύτηκαν σε μια σειρά 20 άρθρων στο «Διδασκαλικό Βήμα». Από κει η Διδασκαλική Ομοσπονδία τα έβγαλε σε βιβλίο, πρώτη έκδοση. Το 1930 και το 1953 το ξανατυπώνει. Τελευταία τα Γράμματα γίνονται 24 και η έκδοση λέγεται Β΄. Δεν ξέρω εάν τα μπερδεύει και ο ίδιος, όταν βιβλιογραφεί την έκδοση του 53 στο Σύστημα Ν.Π.: «Διδακτικές Αρχές του Σχολείου Εργασίας, 24 γράμματα στον Έλληνα δάσκαλο» κ.λ.π. Τέλος το 1955 το επανεκδίδει με άλλο τίτλο και με 20 γράμματα: «Ειδική Διδακτική του Σχολείου Εργασίας, 20 γράμματα στον Έλληνα Εκπαιδευτικό» έκδ. Β΄. Πάντως η τελευταία έκδοση είναι επιμελημένη, πλουτισμένη και συγχρονισμένη, έλαβε λέει ο ίδιος «υπόψη και τις διδακτικές ανάγκες και της Μέσης Παιδείας». Πάντως το βιβλίο αυτό, όπως γράφει και ο ίδιος, ήταν «μια επανάσταση στο παλιό Σχολείο…Εδώ ξεκαθάρισε την έννοια του Σχολείου Εργασίας. (Ενιαία Διδασκαλία, αυτενέργεια, δημιουργική εργασία, πνευματική και σωματική, ομαδικό – κοινοτικό πνεύμα, συνεργατικότητα, κατάργηση της έδρας, παιδαγωγική αγάπη κ.λ.π). Ο Παπαμαύρος αγαπάει τόσο το παιδί, είναι γεννημένος δάσκαλος. Το γράψιμό του έχει τόση αμεσότητα, θέρμη και ζωντάνια, είναι το ίδιο του το βίωμα, σαν να διδάσκει ο ίδιος μέσα στην Τάξη ή να παίζει με το παιδομάνι στην αυλή. Καμιά φορά έλεγε: «Όταν περνάω απέξω από σχολεία κι ακούω το κρυστάλλινο γέλιο και τα χαρούμενα ξεφωνητά, μου ’ρχεται να πηδήσω τη μάντρα και να παίξω με τα παιδιά το «αλογάκι» έτσι όπως έπαιζε κι ο Τολστόι στη Γιάσναγια Πολιάνα με τα παιδιά των μουζίκων…».
Στον Παπαμαύρο πρέπει να ιδούμε τον πρωτοϊδρυτή στην Ελλάδα των Μαθητικών Κοινοτήτων (Μαράσλειο και Διδασκαλείο Λαμίας). Ο Παπαμαύρος, όπως είπαμε και πιο πάνω, προσπάθησε να εφαρμόσει μέσα στις δυνατότητες της ελληνικής πραγματικότητας τις ιδέες των μεγάλων δασκάλων του. Ο ίδιος, όπως ξέρουμε, είχε δουλέψει στα «Εξοχικά Παιδαγωγεία» του Lietz στη Θουριγγία κι είχε μελετήσει το Wyneken. Το νεολαιίστικο κίνημα τότε στη Γερμανία δημιουργήθηκε από την τάση να απελευθερωθεί η εφηβική ηλικία κυρίως, απ’ την κλειστή αυταρχική αστική πρωσσική οικογένεια. Ο πιο επαναστάτης στο θέμα αυτό ήταν ο Wyneken που σήκωσε σάλο στη Γερμανία του μεσοπολέμου και κόστισε τόσο στον Παπαμαύρο, στον Κουντουρά κ.λ.π. Ο Wyneken ζητούσε για τους έφηβους «που λατρεύουν την κίνηση και τη δράση» να απομακρυνθούν απ’ την ανίκανη παιδαγωγικά οικογένεια. Το κήρυγμα των Γερμανών παιδαγωγών τότε ήταν ιδεαλιστικό και ρομαντικό, επηρεασμένο περισσότερο απ’ τις ιδέες του Πεσταλότσι και του Ρουσσώ: «Μακριά απ’ τους μεγάλους κι απ’ την αστική ζωή της μεγαλούπολης. Έξω στα δάση, στη φύση για…ένα νεολαιίστικο πολιτισμό που θα…ανανέωνε τη σάπια κοινωνία των μεγάλων». Ξέρουμε βέβαια πού κατάντησε το Νεολαιίστικο αυτό κίνημα, όταν έπεσε στα χέρια του Χίτλερ…
Ο Παπαμαύρος συμφωνούσε με το Wyneken, όταν έλεγε «θέλουμε να βγάλουμε τη νεολαία στο μεϊντάνι των κοινωνικών και πνευματικών αγώνων» αλλά δε συμφωνούσε στην άρνηση του παιδαγωγικού χαρακτήρα της οικογένειας. Γι’ αυτό έγραψε: «Δεν μπορούμε να καταργήσουμε την οικογένεια σαν παράγοντα αγωγής, επειδή πολλές οικογένειες δεν ενδιαφέρονται για τη δημόσια κίνηση της ζωής, με τα προβλήματά της…». Και τονίζει παρακάτω: «Η σοσιαλιστική Παιδαγωγική αναγνωρίζει την οικογένεια σαν παράγοντα αγωγής».
Γι’ αυτό κι αυτός θα γράψει το 1959 το βιβλίο «Οι γονείς και τα παιδιά τους» έκδ. « ΔΙΦΡΟΣ». Είναι ένα αριστούργημα, τόσο απλό και βαθύ γραμμένο από ένα σοφό δάσκαλο. Θυμίζει Πεσταλότσι και Ρουσσώ (Γετρούδη, Αιμίλιος)(…)
Ο Παπαμαύρος δεν ήταν «αφ’ υψηλού» συγγραφέας, ερασιτέχνης. Είναι επαγγελματίας συγγραφέας. Τα περισσότερά του χρόνια γράφει για να ζήσει. Κι εδώ είναι το μεγαλείο του. Δεν κάνει εμπόρευμα αλλά περνάει μέσα σ’ αυτό τις ιδέες του. Και γι’ αυτό κυνηγήθηκε και πείνασε. Ήταν πολυγραφότατος. Έγραψε πρωτότυπα παιδαγωγικά έργα, δοκίμια, μελέτες, άρθρα, μεταφράσεις. Έγραψε ακόμα και πολλά σχολικά βιβλία (Αναγνωστικά και κυρίως βοηθητικά, βιβλία «Διδακτέας ύλης» κ.λ.π. που πολλά απ’ αυτά τα αγοράζανε οι εκδότες για μια δεκάρα, βάζανε τ’ όνομά τους, πλούτιζαν κι αυτός δε χόρταινε ψωμί. Είχε πάντα πολλές…μεγαλεπήβολες ιδέες κι έκανε σχέδια για εκδόσεις (περιοδικά, πολύτομα έργα, λεξικά, εγκυκλοπαίδειες κλπ.) που πολλά απ’ αυτά ή έμειναν ανεφάρμοστα ή σταμάταγαν στη μέση γιατί πάντα σκόνταφταν στην πολιτική δίωξή του και στη φτώχεια του. Έτσι έμεινε στη μέση το λεξικό «ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ» που έβγαζε σε φυλλάδια με την εφημερίδα «ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ» του Πουρνάρα. Πολλά γραφτά του έχουν (τελευταία) την εικόνα του άγχους, της πίεσης του χρόνου και της κούρασης. Παρόλα αυτά και χωρίς να έχουν τη στέρεα δομή του γραφτού λόγου του Γληνού ή του Σωτηρίου, δε χάνουν το παλαιό πάθος της γραφής του, την ιδεολογική πιστότητα, την επιστημονική σαφήνεια, την απλότητα και την εκλαΐκευση. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε και την πλούσια βιβλιογραφική ενημέρωσή του. Εκεί που απέτυχε ο Παπαμαύρος ήταν το εμπόριο. Σαν δεν είχε εμπιστοσύνη στους διάφορους εκδότες και βιβλιοπώλες αποφάσισε να γίνει ο ίδιος εκδότης και πλασιέ των βιβλίων του.
Τον θυμάμαι πάντα (1935 -40) με μια μεγάλη τσάντα να γυρνάει στα σχολειά πλασάροντας μαζί με τα δικά του κι άλλα βιβλία του Κοντομάρη, του Ράλλη κ.λ.π. Στα σχολεία που γύριζε – έκανε και περιοδείες σε επαρχίες – παλιοί μαθητές του κι άλλοι δημοκράτες δάσκαλοι του αγοράζανε βιβλία. Πολλές φορές κρυφά γιατί φοβούνταν να τα ’χουν στη σχολική βιβλιοθήκη. Υπάρχουν περιπτώσεις που δάσκαλοι κλήθηκαν σ’ απολογία και τιμωρήθηκαν γιατί αγόρασαν βιβλία του Παπαμαύρου. Υπήρχαν ακόμα κι εγκύκλιοι επιθεωρητών που απαγόρευαν τα βιβλία του. Στην Αθήνα πολλές φορές τον έβρισκες στο καφενείο « ΚΟΡΑΗΣ», στη γωνιά Πανεπιστημίου και Κοραή, όπου σύχναζαν πολλοί δάσκαλοι. Συνήθως καθότανε μόνος κι έμοιαζε τότε με τον Παπαδιαμάντη, ένα δικό μας όμως παιδαγωγό Παπαδιαμάντη χωρίς τον καλογερισμό εκείνου. Φορούσε πάντα ένα ταλαιπωρημένο σκούρο κοστούμι, με το κλασσικό παπιγιόν στο λαιμό, με το τσιγάρο να μην ξεκολλάει απ’ τα χείλια του, πάντα με οικογενειακές έγνοιες και οικονομικές δυσκολίες, συλλογισμένο και μελαγχολικό…Από κοντά όταν μιλούσες μαζί του, γνώριζες το βαθύ στοχαστή, το διαλεκτικό ήρεμο ομιλητή, το στωικό απέναντι στις αντιξοότητες της ζωής αλλά και τον κοινωνικό οραματιστή.
Στην κατοχή η Γερμανίδα γυναίκα του του δημιουργεί μεγάλα προβλήματα. Πολλοί λέγανε πως εκείνη δούλευε σε γερμανική υπηρεσία. Αυτό έκανε…τους φίλους να κουμπώνονται και τους καλοθελητές να λασπώνουν. Ωστόσο εκείνος δεν ξέχασε το λαό που διπλά σπάραζε τώρα κάτω απ’ την μπότα του καταχτητή, δεν ξέχασε τον ιδεολόγο, το μαρξιστή, τους πνευματικούς του αγώνες, τους συντρόφους του παιδαγωγούς, τα κυνηγητά απ’ τη μαύρη αντίδραση. Έφυγε απ’ το σπίτι του, πέρασε στην παρανομία και προσχώρησε στο Εαμικό κίνημα. Κατά το τέλος της Άνοιξης του 44 ύστερα από πρόσκληση της ΠΕΕΑ ανέβηκε στα ανταρτοκρατούμενα βουνά της Ευρυτανίας και της Θεσσαλίας, στην Ελεύθερη Ελλάδα. Οι δάσκαλοι τότε είχαν μπει στον αγώνα και τα σχολεία έμειναν κλειστά. Έπρεπε να τα επανδρώσουν με νέους επονίτες που θα τους εκπαίδευαν γι’ αυτό. Έτσι με απόφαση της Γραμματείας (Υπουργείου) της Παιδείας της ΠΕΕΑ ιδρύθηκαν, για την ταχύρρυθμη εκπαίδευση νέων δασκάλων, δυο Παιδαγωγικά Φροντιστήρια, το ένα στο Καρπενήσι με συνδιευθυντές το Σωτηρίου και τον Παπαμαύρο και το άλλο στην Τύρνα της ορεινής Θεσσαλίας με τη Ρόζα Ιμβριώτη.
Ο Παπαμαύρος είναι γεμάτος χαρά, ξανανιώνει. Πραγματοποιεί το όνειρο της ζωής του. Κι είναι πάλι στην καρδιά της Ρούμελης, κοντά στη Λαμία απ’ όπου τον έδιωξε το αστικό κράτος δω και δέκα χρόνια. Θα κάνει δασκάλους «μορφωτές και πλάστες του λαού, δημιουργούς της κοινωνίας, πλάστες νέων ανθρώπων». Τα παιδαγωγικά φροντιστήρια βάσταξαν δυο μήνες ανάμεσα Ιούλιο και Σεπτέμβριο του 44. Όσοι δίδαξαν εκεί μπορεί να μην μπόρεσαν να καλύψουν ….την ύλη των Παιδαγωγικών Ακαδημιών, πέτυχαν όμως, κι αυτό είναι το σπουδαιότερο, να μεταδώσουν στους νέους αγωνιστές δασκάλους την «ιερή φλόγα».
Γύρω φούντωνε ο ανταρτοπόλεμος και ξαφνικά άρχιζαν πολυήμερες, επικίνδυνες και πολύπονες μετακινήσεις του πληθυσμού, όπως εκείνη στις 6 Αυγούστου του 44 απ’ το Καρπενήσι. Τότε ήταν που το Παιδαγωγικό Φροντιστήριο του Καρπενησιού μεταφέρθηκε στο ορεινό χωριό της Ευρυτανίας Τροβάτο. Τις περιπέτειες αυτές που απαιτούσαν σωματική αντοχή και σκληραγώγηση, τις ξεπέρασαν οι ηλικιωμένοι, ταλαιπωρημένοι και αμάθητοι απ’ τα βουνά μεγάλοι παιδαγωγοί μας, μόνο με τη βαθιά πίστη τους στον αγώνα. «Ούτε κι εγώ ξέρω πώς μπόρεσα να τα βγάλω πέρα», θα πει ο Παπαμαύρος. Για το ανέβασμά του στα λεύτερα βουνά και την εκεί αγωνιστική παιδαγωγική δράση του ίδιου, του Σωτηρίου και των συνεργατών του, θα γράψει στο περιοδικό «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ». Εκεί στο τέλος θα μας πει ο ίδιος:
«…Μετά την απόλυση των σπουδαστών (μέσα περίπου του Σ/βρη) εγώ έμεινα στο Τροβάτο κι έγραψα το Αναγνωστικό βιβλίο της Ε’ και ΣΤ΄τάξης « Ελεύθερη Ελλάδα».
Μόνο ένας «τρομερός γραφιάς», όπως ήταν ο Παπαμαύρος θα μπορούσε να γράψει (έστω και με τη μικρή βοήθεια δύο νεαρών μαθητών του) σε χρόνο ρεκόρ αυτό το βιβλίο. Τέλος του Σεπτέμβρη του 44 το εγκρίνει η ΠΕΕΑ. Το βιβλίο αυτό είναι ένα μνημείο – ντοκουμέντο του αγώνα. Η Επιτροπή που το ενέκρινε από μέρος της ΠΕΕΑ γράφει στον Πρόλογο: «Το βιβλίο τούτο προορίζεται για Αναγνωστικό της Ε’ και ΣΤ ΄τάξης του Δημοτικού Σχολείου. Μπορεί όμως να διαβαστεί και από τα παιδιά Μέσης Παιδείας σαν ελεύθερο Ανάγνωσμα. Συντάχτηκε από τον παιδαγωγό Μ. Παπαμαύρο με τη συνεργασία και άλλων εκπαιδευτικών συνεργατών του στο Παιδαγωγικό Φροντιστήριο του Καρπενησιού. Εγκρίθηκε με ελαφρές τροποποιήσεις απ’ τις αρμόδιες υπηρεσίες της ΠΕΕΑ. Είναι ένα βιβλίο του Αγώνα. Βγήκε μέσα απ’ τον Εθνικοαπελευθερωτικό και Λαολυτρωτικόν αγώνα του Ελληνικού Λαού και απηχεί το ηρωικό πνεύμα του, τον πόθο για τη λευτεριά, τη θυσία και την παλληκαριά. Είναι ένα βιβλίο που εκφράζει πολύμορφα την ψυχή του επαναστατημένου λαού μας…Πιστεύουμε πως το βιβλίο τούτο θα φωτίσει και θα φρονηματίσει την ελληνική νεολαία και θα της φανερώσει το βαθύ νόημα του αγώνα του λαού μας…». Αυτό το βιβλίο μαζί με τα «ΑΕΤΟΠΟΥΛΑ» της Ρόζας Ιμβριώτη τα αποκάλεσε ο Δελμούζος το 1946 « εγκληματικά»!(…)
Με την απελευθέρωση γύρισε στην Αθήνα. Εκεί βρέθηκε πάλι μπλεγμένος με νέα προβλήματα εξαιτίας της γυναίκας του που ακολουθώντας τα στρατεύματα κατοχής έφυγε για την Γερμανία. Κανένας δεν ξέρει τι απέγινε, εάν ξαναγύρισε αργότερα κ.λ.π., ούτε και για το γιο του που διαδόθηκε πως σκοτώθηκε. Ο ίδιος απέφευγε να πει κάτι γι’ αυτά κι όταν μερικοί φίλοι τον συναντήσαμε ύστερα από λίγα χρόνια. Πάντως τον πρώτο καιρό, αντιθετικές και θολές, ύποπτες και προβοκατόρικες πληροφορίες και φήμες κυκλοφορούν γι’ αυτόν. Πότε τον κυνηγάνε για «δοσίλογο» εξαιτίας της γυναίκας του και πότε για «εαμοκομμουνιστή» για τη δράση του στο βουνό και για το προοδευτικό έργο του. Περνάει από δίκες, γεύεται τις φυλακές και την εξορία στα ξερονήσια (Χατζηκώστα, Αίγινα, Γιούρα κλπ.). Από την κατηγορία του «δοσιλογισμού» που ήταν πολύ χοντροστημένη, απαλλάχτηκε, αλλά για τα άλλα ακολούθησε τη μοίρα των αγωνιστών του λαού μας ως το τέλος του εμφύλιου. Κι όταν γυρίζει δεν τον αφήνουν ήσυχο. Η μεγάλη δοκιμασία που πέρασε και η «ενδημική» πια φτώχεια του κοντεύουν να τον γονατίσουν. Τραγικό είναι το κείμενο στη Β’ έκδοση της Διδακτικής του (1955, σελ 122- 126). Μερικοί θα το περάσουν – επιφανειακά ή σκόπιμα ιδωμένο – σαν εξομολόγηση ή δήλωση ενός ηθικά ηττημένου αγωνιστή. Το κείμενο αυτό όμως είναι ένα ντοκουμέντο της δραματική πάλης ενός ιδεολόγου με τους εφιάλτες των διωγμών του, με τη φτώχεια και την ανημπόρια. Στο ίδιο κείμενο βλέπει κανείς και τη νίκη του, ακούει την κραυγή της χαράς, όταν ξεπερνάει την κρίση του και ξαναβρίσκει τον αληθινό εαυτό του: «…Τους μισώ αυτούς τους ανθρώπους; Ποτέ δεν τους μίσησα. Ένα διάστημα τους περιφρονούσα, τους αηδίαζα. Τώρα τους ευγνωμονώ. Μ’ έκαναν να βρω το σωστό δρόμο σαν πνευματικός άνθρωπος, που ως τότε που με απέλυσαν δεν τον είχα βρει, έστω κι αν στα μεταξύ χρόνια έκλαψα πολλές φορές…»
Αρπάζει πάλι την τσάντα του πλασιέ. Φίλοι και δημοκράτες που δουλεύουν ακόμα στα Σχολεία του αγοράζουν βιβλία – κρυφά πάντα. Μια συγγενής του, λένε, τον παράστεκε στο σπίτι. Στο μεταξύ έχει συνδεθεί και με την ΕΔΑ και πολλοί συναγωνιστές του – όσο μπορούν – τον βοηθούν. Η εικόνα στο καφενείο «ΚΟΡΑΗΣ» πιο σκοτεινή, της ανέχειας πάντα, του αβέβαιου μεροκάματου και των πρόωρων γερατειών. Η ίδια όμως περηφάνεια της φτώχειας, το αταλάντευτο της ιδεολογίας. Και το συγγραφιλίκι πάθος και πάλη για το ψωμί και για τις ιδέες. Έτσι το 1956 μεταφράζει του Μακαρένκο «Ο δρόμος προς τη ζωή. Ένα παιδαγωγικό ποίημα» και το 1959 του βγάζει ο «ΔΙΦΡΟΣ» το βιβλίο «Οι γονείς και τα παιδιά τους». Στο μεταξύ γράφει και στην εφημερίδα «ΑΥΓΗ». Σημειώνω ένα άρθρο του (23 Ιουνίου 1959) όπου κρίνει τα Νομοσχέδια της Παιδείας.
Το 1961 δημοσιεύει το παιδαγωγικό κύκνειο άσμα του, το βιβλίο «ΣΥΣΤΗΜΑ ΝΕΑΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ» (σελ. 670). Το πώς το κατάφερε τόσο τρομερά καταπονημένος και σχεδόν άρρωστος είναι ένας άθλος. Είναι το μεγάλο έργο της ζωής του που το ονειρευόταν χρόνια, η παιδαγωγική και ιδεολογική διαθήκη του(…)
Στόχος του είναι να γράψει, όπως λέει, την παιδαγωγική της ελληνικής σοσιαλιστικής κοινωνίας(…)
Το βιβλίο αυτό, λέει, είναι γραμμένο «με την υλιστική Παιδαγωγική, στηριγμένο πάνω στη μαρξιστική – λενινιστική θεωρία του διαλεκτικού υλισμού…»(…)
Το 21 Κεφάλαιο ειδικά το αφιερώνει στην αγαπημένη του νεολαία. Ξεκινάει απ’ τα νεολαιίστικα κινήματα που έζησε ο ίδιος προπολεμικά στην Κεντρική Ευρώπη (και που τα βλέπει τώρα πόσο ιδεαλιστικά και ρομαντικά ήταν) και φτάνει στις σύγχρονες οργανώσεις των νέων στις σοσιαλιστικές χώρες και ειδικά στην Κομσομόλ της Σοβιετικής Ένωσης. Σ’ αντίθεση με τα αστικά εκείνα κινήματα που ήθελα να απομονώσουν τη νεολαία (ή να την κάνουν αντιλαϊκό όργανο, όπως αργότερα ο φασισμός), λέει: «η σοσιαλιστική οργάνωση της νεολαίας αποβλέπει στο να κάνει τη νεολαία ικανή να συνεργαστεί με τους ηλικιωμένους ανθρώπους και να συμβάλει έτσι στη δημιουργία του σοσιαλιστικού πολιτισμού του λαού της».
Εδώ θα σταθεί πολλές φορές στη δική μας ΕΠΟΝ, στους αγώνες της, στον ηρωισμό της, την προσφορά της στο σκλαβωμένο λαό για την απελευθέρωσή του απ’ το φασιστικό ζυγό, την επιβίωσή του και τη μόρφωση του. «Το ελληνικό κράτος αντί να βραβεύσει αυτά τα παλληκάρια της Ελλάδας νέους και νέες, τα ’ριξε στις φυλακές και τις εξορίες και τ’ άφησε να σαπίζουν μέσα στα ανήλιαγα μπουντρούμια, σαν να ’καναν προδοτική πράξη επειδή πολέμησαν τον κατακτητή της χώρας». Παρακάτω περιγράφει, πώς οι επονίτες μας στις φυλακές ίδρυσαν σχολές αναλφάβητων και οι ίδιοι φρόντιζαν για την ανώτερη μόρφωσή τους (ξένες γλώσσες κ.λ.π.). Μ’ αυτούς «τους νέους και τις νέες της Ελλάδας που πιασμένοι χέρι χέρι πηγαίνανε για χάρη της Πατρίδας στο θάνατο τραγουδώντας», μ’ αυτά τα παλληκάρια που έζησε στα βουνά πλάθοντας τους νέους δασκάλους, θα ξαναζήσει μαζί τους τώρα στα μπουντρούμια και στα ξερονήσια: Εκεί θα θυμηθεί και ο ίδιος το δάσκαλο της ΕΠΟΝ, θα τους κάνει μαθήματα διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, ακόμα και Παιδαγωγικά και Ψυχολογία. Έτσι θα νιώθει (και το γράφει) πως…έκανε μια νέα Παιδαγωγική Ακαδημία (!) κι έβγαζε δασκάλους! Στο βιβλίο αυτό αφιερώνει και μια μελέτη στη μνήμη του μεγάλου του δασκάλου Δημήτρη Γληνού. Τελειώνει με λόγια ευγνωμοσύνης και θαυμασμού: «Εμείς οι παιδαγωγοί που νομίζομε πως προχωρούμε επίσης προς τα αριστερά, αναγνωρίζουμε το Δημήτρη Γληνό σαν το δάσκαλο και αρχηγό μας και βαδίζουμε στ’ αχνάρι του. Είναι το μόνο που μπορούμε να του προσφέρουμε σαν ευγνωμοσύνη για όσα μάθαμε κοντά του ή κάτω από την επίδρασή του». Το βιβλίο αυτό δεν το σηκώνει το κλίμα του 1961. Με τις καθαρά επαναστατικές του ιδέες και το… «βεβαρυμένο πολιτικό μητρώο» του συγγραφέα είναι σωστό κόκκινο πανί. Εκείνος όμως το κυκλοφορεί, το φορτώνει στην τσάντα του κι αρχίζει τις περιοδείες του φτάνοντας στο Αγρίνι. Οι εφημερίδες είχαν στο μεταξύ ξεσηκώσει θόρυβο. Τον πιάσανε, του κατασχέσαν τα βιβλία και τον ρίξανε στη φυλακή. Λένε, πως κάποιοι παρακάλεσαν μερικές μεγάλες φίρμες του αστικού δημοτικισμού, να πάνε μάρτυρες υπεράσπισης του Παπαμαύρου. Αρνήθηκαν και πρώτος πρώτος ο Παπανούτσος. Συναγωνιστές του απ’ την ΕΔΑ κι άλλοι φίλοι του παραστάθηκαν. Η δίκη έγινε στην Πάτρα. Αθωώθηκε μα τώρα ήταν βαριά άρρωστος. Πήγε στη Σοβιετική Ένωση για θεραπεία κι είχε τη χαρά να τον δεξιωθεί και να τον τιμήσει η «Ακαδημία Παιδαγωγικών Επιστημών».
Ο Παπαμαύρος πέθανε στην Καλλιθέα το 1963 σε ηλικία 70 χρονών. Στην κηδεία του πήγε κι η μαθήτριά του Ι.Π. μαζί με τη Ζ.Α. Τον είχαν στο Νεκροταφείο της Καλλιθέας. Λίγοι άνθρωποι βρεθήκανε να τον προπέμψουνε για τον άλλο κόσμο. Κάποια γυναίκα μαυροντυμένη έκλαιγε. Εκεί μάθανε πως ήταν μια συγγενής του και πως εκείνη τον φρόντιζε, όσο μπορούσε. Πάντως στον κόσμο έκανε εντύπωση το πόσο και νεκρός ακόμα ήταν τόσο παραμελημένος. Έτσι άγνωστος, ταπεινός και καταφρονεμένος έφυγε. Εάν ήθελε να γράψει κανένας δυο λόγια στο μνήμα του, θα’ γραφε αυτά που ο ίδιος είπε για τον Πεσταλότσι: «…Έβλεπε τη δυστυχία του λαού και πονούσε κι αυτός περισσότερο, και μάλιστα σε στιγμές, που ο ίδιος ήταν ο πιο δυστυχισμένος απ’ τους δυστυχισμένους».
Ο Μιχ. Παπαμαύρος ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και του δημοτικισμού και μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Επανειλημμένα διώχτηκε, απολύθηκε, φυλακίστηκε και εκτοπίστηκε για τις ιδέες του. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ στο Εθνικό Συμβούλιο των Κορυσχάδων εκλέχτηκε εθνοσύμβουλος Χίου και μαζί με τον άλλο μεγάλο παιδαγωγό Κώστα Δ. Σωτηρίου ανέλαβε τη διεύθυνση του «Παιδαγωγικού Φροντιστηρίου της Ελεύθερης Ελλάδας». Άφησε πίσω του ένα αξιόλογο επιστημονικό και συγγραφικό έργο (πρωτότυπα παιδαγωγικά έργα, δοκίμια, μελέτες, άρθρα, μεταφράσεις, σχολικά βιβλία).
Με αφορμή την επέτειο παρουσιάζουμε σχεδόν ολόκληρο ένα κείμενο από το βιβλίο του Κώστα Γ. Καλαντζή «Στον αστερισμό του Δημήτρη Γληνού», όπου περιγράφεται όλη η πορεία του Μιχάλη Παπαμαύρου. Ο Καλαντζής (Θεσσαλός) ήταν παιδαγωγός και ο ίδιος και ανήκε στην πιο κοντινή γενιά με τους τρεις Δασκάλους και τους γνώρισε από κοντά, τους άκουσε, τους ακολούθησε και συνέχισε το έργο τους, καθώς υπήρξε μαθητής τους. Επομένως έχει ξεχωριστή αξία η κατάθεσή του.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΜΑΥΡΟΣ
(1893 -1963)
Ο Μιχάλης Παπαμαύρος γεννήθηκε στη
Βολισσό της Χίου το 1893. Ήταν φτωχό αγροτόπαιδο. Κάποτε θα θυμηθεί τις
πίκρες της παιδικής του ηλικίας και θα γράψει ακόμα τι υπέφερε απ’ τον
αυταρχικό ερβαρτιανό δάσκαλο του χωριού του: «Είχα τη δυστυχία, όταν
ήμουν μαθητής του Δημοτικού Σχολείου του χωριού μου, να δοκιμάσω στον
εαυτό μου τις παιδαγωγικές συνέπειες της φυλάκισης στο Σχολείο. Ο
δάσκαλός μου που διάβαζε και εφάρμοζε Έρβαρτο, μας φυλάκιζε κάτω απ’ την
έδρα του που ήταν ένα τετράγωνο διαμέρισμα 2Χ1,45μ. και 40 πόντους
ψηλότερο από το δάπεδο του Σχολείου. Στο μέρος αυτό ρίχναμε και τα
σκουπίδια του Σχολείου. Πολλές φορές μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό κλουβί
είμασταν 4-5 κακούργοι μαθητές!! Πολλοί λιποθυμούσαμε μέσα. Μα ο
προνοητικός μας δάσκαλος είχε έτοιμο ένα λαγήνι νερό και μόλις μας
έβγαζε μας ράντιζε στο πρόσωπο και ξελιποθυμούσαμε. Ακολουθούσε την
Κυβερνητική του Ερβάρτου…». Ωστόσο μπόρεσε να σπουδάσει δάσκαλος, να
αριστέψει και για λίγον καιρό να δουλέψει σε σχολειό. Με τον Α’
παγκόσμιο πόλεμο, όταν άνοιξε το Μακεδονικό Μέτωπο (1915-16), βρέθηκε
εκεί στρατιώτης. Όπως μου είπε το 1929 ο αείμνηστος δάσκαλός μου
διευθυντής του Διδασκαλείου Καρπενησίου Θεόδωρος Κάστανος,
επιστρατεύτηκαν μαζί με το συμπατριώτη του Μιχάλη Παπαμαύρο και μαζί
μεταφέρθηκαν το 1916 αιχμάλωτοι των Γερμανών στο Gorlitz της Ν.
Σιλεσίας. (Ίσως με το Δ’ Σώμα στρατού που μεταφέρθηκε το 1916 απ’ το
Μακεδονικό Μέτωπο στη Γερμανία). Το ίδιο μου το επιβεβαίωσε κι ο ίδιος ο
Παπαμαύρος, όταν ανταμώσαμε στο Βόλο το 1934, λίγο μετά την απόλυσή του
απ’ την Παιδαγωγική Ακαδημία της Λαμίας.(1893 -1963)
Μερικοί βιογράφοι του λένε πως στάλθηκε στη Γερμανία για σπουδές με κάποια υποτροφία. Μα εκείνα τα χρόνια του πολέμου και της ταραγμένης ζωής στη Γερμανία ποιος ξένος πήγαινε να σπουδάσει και μάλιστα υπότροφος; Το πιθανότερο είναι – ίσως αργότερα, γιατί ο Παπαμαύρος έμεινε σπουδάζοντας εκεί 4 χρόνια – κάποιος εφοπλιστής Χιώτης να τον βοήθησε. Ο ίδιος δεν ανάφερε ποτέ για το επεισόδιο αυτό της ζωής του. Στεναχωρέθηκε λίγο στο Βόλο, όταν τον ρώτησα αν είναι αλήθεια αυτά που μου είπε ο Κάστανος. Ο Κάστανος – θυμούμαι – μας έλεγε και λεπτομέρειες της πρώτης ζωής τους εκεί: π.χ. ότι οι άλλοι Έλληνες αιχμάλωτοι το σκάγανε, ρήμαζαν τα περιβόλια και κυνηγούσαν κοπέλες. Ο Παπαμαύρος όμως κι αυτός – με τη λαχτάρα που είχαν να σπουδάσουν – πηγαίνανε κρυφά στην πόλη κι ακούγανε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο. Αυτό έγινε αφορμή να τους δώσει ο Γερμανός διοικητής την πρώτη άδεια να φοιτήσουν στο Πανεπιστήμιο.
Στη Γερμανία ο Παπαμαύρος παντρεύτηκε μια Γερμανίδα. Φαίνεται πως από νέος δεν τα πήγαινε καλά με τους παπάδες. Αφού έγινε κάπου ο ορθόδοξος γάμος, πήγανε – ύστερα από επιθυμία της γυναίκας του – να τους ευλογήσει κι ένας καθολικός παπάς. Εκείνος όμως πεισματικά αρνήθηκε. Τότε ο Παπαμαύρος διαμαρτυρήθηκε: «Μα κι εγώ είμαι χριστιανός», είπε. Ο παπάς του έδωσε την καταπληκτική αυτή απάντηση: «Ναι αλλά είσαι Έλληνας χριστιανός». Ζώντας τώρα κοντά στις πόλεις με τα φημισμένα Πανεπιστήμια, τη Γιένα, τη Λειψία, τη Δρέσδη κ.λ.π. ξεπλήρωσε και το μεγάο του όνειρο, να σπουδάσει παιδαγωγικά. Στο Πανεπιστήμιο της Γιένας βρήκε και Έλληνες. Παλιότερα φοίτησαν εκεί ο Γεώργιος Σκληρός, ο Δημήτρης Γληνός, ο Φώτος Πολίτης και άλλοι. Ο πρώτος πανεπιστημιακός δάσκαλος του Παπαμαύρου ήταν ο παιδαγωγός Hermann Lietz, ένας μεταρρυθμιστής της Παιδείας, κήρυκας του «Ενιαίου Εθνικού Σχολείου» και ιδρυτής των «Εξοχικών Παιδαγωγείων» και των μαθητικών κοινοτήτων. Τα παιδιά εκεί (κάτι που θύμιζε Ρουσσώ και Πεσταλότσι), έξω από τη διδασκαλία βοηθούσαν τους αγρότες στο όργωμα, το φύτεμα, το πότισμα, τις εργασίες της κοινότητας (ταχυδρομείο, αγορά τροφίμων κ.λ.π.)! Έπειτα ψυχαγωγία, εκδρομές κλπ. Σ’ ένα τέτοιο Παιδαγωγείο, στο δάσος της Θουριγγίας στη Χαουμπίντα, έκανε καθηγητής για ένα διάστημα κι ο Παπαμαύρος. Ήταν «ζηλευτή θέση», όπως θα γράψει στη Διδακτική του και θα εξελισσόταν σε Πανεπιστημιακό καθηγητή κοντά στο Lietz. Αλλά η νοσταλγία του τόπου του τον έφερε στην Ελλάδα «για να την υπηρετήσει». Στον αγαπημένο του δάσκαλο θα αφιερώσει τη μελέτη «Ο Lietz και το έργο του» και θα τη δημοσιέψει μόλις γυρίσει στην Ελλάδα το 1919 στο «Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου».
Στη Γιένα άκουσε κι άλλους μεγάλους παιδαγωγούς, όπως το Wyneken συνεργάτη του Lietz, θεωρητικό και υπεύθυνο για τη νεολαιίστικη κίνηση, που κι αυτού το έργο «Σχολείο και Νεολαία» το μεταφράζει το 1926.
Ο Παπαμαύρος ήταν μέλισσα στις σπουδές του, ένα πραγματικό «Bucherwurm», ένα σκουλήκι του βιβλίου, όπως λένε οι Γερμανοί. Μελέτησε όσο λίγοι τους νέους αλλά και τους παλιούς μεγάλους παιδαγωγούς. Απ’ τους προδρόμους η μεγάλη του αγάπη ήταν ο Πεσταλότσι που γι’ αυτόν θα γράψει αργότερα, ένα απ’ τα πιο δυνατά και ώριμα έργα του, μια σύνθεση της ζωής και της δράσης του Πεσταλότσι στη μορφή της «ρομαντικής βιογραφίας».
Στη Φιλοσοφική Σχολή της Γιέννας υποβάλλει το 1917 τη διατριβή του «Vorschlage zu einer Reform der Griechischen Schulverwaltung (Προτάσεις για μια μεταρρύθμιση στη Διοίκηση της Ελληνικής Εκπαίδευσης») και παίρνει το δίπλωμα του διδάκτορα φιλοσοφίας με κύριο κλάδο τα παιδαγωγικά.
Στο μεταξύ ο Παπαμαύρος μυήθηκε στις σοσιαλιστικές ιδέες, έγινε μέλος του σοσιαλιστικού Ομίλου του Πανεπιστημίου, μελέτησε μαρξιστές φιλοσόφους και επαναστάτες συγγραφείς και έζησε με την ήττα της Γερμανίας όλη την επαναστατική ατμόσφαιρα με τις μεγάλες λαϊκές διαδηλώσεις και τις μάχες στα οδοφράγματα.
Έτσι όταν γύρισε στην Ελλάδα το 1919 ήταν επιστημονικά και ιδεολογικά έτοιμος. Αμέσως γνωρίστηκε με το Γληνό και πλάι του πήρε τώρα μέρος στη μάχη για την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση. Ο Γληνός το 1919 ήταν Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας. Τότε διορίστηκε κι ο Παπαμαύρος Ανώτερος Επόπτης Παιδείας στην Ανατολική Θράκη με έδρα την Αδριανούπολη. Από κει, πολύ σύντομα, έφυγε με το δράμα της Μικρασιατικής καταστροφής. Οι συνθήκες τότε μες στις οποίες κινείται και δρα ο Παπαμαύρου είναι κείνες που περιγράφει ο ίδιος (πρόλογος στον ΠΕΣΤΑΛΟΤΣΙ ): «…Βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη καμπή της εθνικής μας ζωής. Μια εξωτερική πολεμική περιπέτεια μας ανάγκασε επί τέλους να στρέψουμε την προσοχή μας λίγο στον εαυτό μας, για να αντικρίσουμε τα προβλήματα που θα μας προβάλει αμείλιχτα από δω και πέρα η ζωή…
Άρχισε η κίνηση, τόσο στην πνευματική μας, όσο και στην κοινωνική μας ζωή. Η κοινωνική κίνηση ογκώνεται όλο και περισσότερο. Η κραυγή του «κάτω λαού» μας ζώνει από παντού και ζητά την καλυτέρευση της ζωής του».
Αυτή την «κραυγή του λαού» (« Mich jammert das Volk», έλεγε παλιά ο Πεσταλότσι) θα την ακούσει και ο Παπαμαύρος και θα δοθεί κι αυτός στον αγώνα για την καλυτέρευση της ζωής βασανισμένου «κάτω λαού» (όπως τον λέει), δηλαδή της εργατικής Τάξης, του Προλεταριάτου. Το 1923 βγάζουν μαζί με το Γληνό (που είναι τώρα Εκπαιδευτικός Σύμβουλος) το περιοδικό «ΕΡΓΑΣΙΑ» και που τη διεύθυνσή του τελικά αναλαμβάνει ο Παπαμαύρος (τόμοι 3, 1923 – 1925). Περίφημη ήταν εκεί η αρθρογραφία του και οι αγώνες του για τη «μιχτή εκπαίδευση» κ.λ.π.
Την ίδια χρονιά δημιουργείται στο Μαράσλειο το «Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπάιδευσης» με Διευθυντή τον Αλέξανδρο Δελμούζο. Εκεί ο Παπαμαύρος διορίζεται υποδιευθυντής και προσπαθεί να κάνει πράξη τις προοδευτικές παιδαγωγικές του ιδέες, κυρίως να εφαρμόσει σωστά στη διδακτική πράξη τις αρχές του «Σχολείου Εργασίας» και να οργανώσει τις πρώτες «Σχολικές Κοινότητες». Το φθινόπωρο του 1924 έρχεται η δικτατορία του Πάγκαλου, ξεσπάν τα «Μαρασλειακά»(…)
Ο Δελμούζος κι ο Παπαμάυρος απολύθηκαν απ’ τους πρώτους(…)
Πολλά πρωτότυπα προγράμματα που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα για πρώτη φορά στο Μαράσλειο Διδασκαλείο (1923 – 25) – κι ήταν έργο του Δελμούζου και του Παπαμαύρου -, όπως το Σχολείο εργασίας και οι Μαθητικές κοινότητες, δεν μπόρεσαν να ολοκληρωθούν. Ειδικά για τις μαθητικές κοινότητες που για αυτές πρωτοστάτησε ο Παπαμαύρος, έμειναν σαν πρώτη ωραία πειραματική δουλειά και παράδειγμα. Όπως ο ίδιος γράφει «η εφαρμογή τους δεν ήταν αντιγραφή, ούτε απομίμηση των γερμανικών μοντέλων (των Σχολικών κοινοτήτων του Δρα Lietz ή άλλων), αλλά μια προσαρμογή στις ελληνικές συνθήκες. Ήταν μια απ’ τις σπουδαίες παιδαγωγικές προσπάθειες της εποχής εκείνης στην Ελλάδα. Βέβαια έμεινε πρώτη δοκιμή, δεν ολοκληρώθηκε. Αυτό χρειάζεται πολλά χρόνια…Ενώ εμείς ξέρουμε πως το Διδασκαλείο μας το κλείσανε στον τρίτο χρόνο».
Μετά την απόλυσή του, ο Παπαμαύρος δραστηριοποιείται στον Εκπαιδευτικό Όμιλο, βοηθάει το Γληνό στην έκδοση των περιοδικών «ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ» και «ΣΧΟΛΙΚΗ ΠΡΑΞΗ» , μεταφράζει και γράφει διάφορα άρθρα, μελέτες, βιβλία. Το 1927 με τη διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου και τη «Διακήρυξη» του Γληνού, βρίσκεται κι αυτός στην πρωτοπορία της αριστερής παράταξης μαζί με το Σωτηρίου, τη Ρόζα Ιμβριώτη και άλλους.
Το 1928 μια κάπως ομαλότερη πολιτικά περίοδος (Κυβέρνηση Βενιζέλου, Υπουργός Παιδείας Γ. Παπανδρέου κ.λ.π.) που βαστάει ως το 1935. Βέβαια υπάρχει το ιδιώνυμο και στις λεγόμενες δημοκρατικές κυβερνήσεις επικρατούν ακόμα, π.χ. στο Υπουργείο Παιδείας, ορισμένα δεξιά συντηρητικά στοιχεία του δημοτικισμού, οι «συμβιβασίες και οι προοδόφοβοι» όπως τους είπαν ο Γληνός και ο Σωτηρίου. Και αυτοί ήταν οι χειρότεροι. Γι’ αυτό, όταν το 1928 επανήλθαν στην υπηρεσία, ο Παπαμαύρος, ο Σωτηρίου και άλλοι, όλα γύρω δείχνανε …τι τους περίμενε. Οι γλωσσαμύντορες κι οι σκοταδιστές πνίγουν κάθε προοδευτική φωνή(…)
Έτσι μόλις διορίστηκε κι ο Παπαμαύρος μπήκε κι αυτός αμέσως στο στόχαστρο της μαύρης αντίδρασης.
Εκεί, στο Διδασκαλείο Λαμίας, με την παιδαγωγική προσφορά του ο Παπαμάυρος αναδείχνεται ο πρωτοπόρος επιστήμονας παιδαγωγός, αλλά και από κει αρχίζει ο προσωπικός Γολγοθάς του. Εκεί ολοκληρώνει το διδακτικό έργο του πάνω στο «Σχολείο Εργασίας» που άρχισε στο Μαράσλειο (1923 -25) και συστηματοποιεί την οργάνωση των Μαθητικών Κοινοτήτων, όπως την έζησε ο ίδιος στη Χαουμπίντα της Θουριγγίας. Η παιδαγωγική του εργασία στο Μαράσλειο Διδασκαλείο, στο Διδασκαλείο Λαμίας καθώς και οι πρωτότυπες μελέτες του γύρω από μεθοδολογικά προβλήματα διδασκαλίας, τον ανάδειξαν «κορυφαίο Διδακτικό» παιδαγωγό της χώρας μας. Το Διδασκαλείο έγινε το Πνευματικό και Πολιτιστικό Κέντρο της Λαμίας. Απ’ τη Λαμία στέλνει στους δεκάδες χιλιάδες δασκάλους της Ελλάδας το παιδαγωγικό μανιφέστο του, το αξεπέραστο διδακτικό του έργο: «Διδακτικές αρχές του Σχολείου Εργασίας. Είκοσι Γράμματα στον Έλληνα Δάσκαλο» (1930). Το έργο αυτό, γνώρισε πολλές εκδόσεις με συμπληρώσεις και αγαπήθηκε απ’ τους δασκάλους, έγινε το Ευαγγέλιο της διδακτικής πράξης τους.
Η ράθυμη επαρχιακή ζωή της Λαμίας του 30 τρικυμίζεται απ’ τα νιάτα, η συντηρητική κλειστή κοινωνία της αναστατώνεται απ’ τη ζωντάνια και τις προοδευτικές ιδέες που συζητιένται στο Διδασκαλείο. Η μαύρη αντίδραση παραμονεύει σαν την «ιοβόλο αράχνη» κι αρπάζει τον Παπαμαύρο στα δίχτυα της. Το τι του…σύρανε είναι αφάνταστο. Μόνο που δεν…τον διαπομπέψανε και δεν του κάνανε ανάθεμα!…Τον κυνηγάνε άγρια. Κανένας δε χτυπήθηκε με τόση εμπάθεια και σε κανένα δε ρίξανε τόση βρώμικη λάσπη. Εκτός απ’ τις γνωστές κατηγορίες – κλισέ (αθεΐα, έλλειψη εθνικής συνείδησης, διδασκαλία ελεύθερου έρωτα) του κολλάνε ακόμα το πως στις μαθητικές κοινότητες «εισάγει» σαν οπαδός του Wyneken,…τις «συνήθειες» των Wandervogeln (των νεολαιίστικων οργανώσεων του μεσοπολέμου). Στη Γερμανία το κατεστημένο κατηγόρησε τις οργανώσεις αυτές για «ομοφυλοφιλικές τάσεις». Βέβαια αυτό έγινε αργότερα στη Χιτλερική Νεολαία, όπως και στη δική μας ΕΟΝ.
Εδώ θα πρέπει να ιδούμε τα γεγονότα και την αλήθεια τους. Δεν πρόκειται να ανοίξουμε…το βόθρο των συκοφαντιών. Μερικά χαρακτηριστικά για το επίπεδο των κατηγοριών θα αναφέρουμε. Ένας π.χ. απ’ αυτούς ήταν ο αξιωματικός Χ. που κατέθεσε, ότι σε μια εκδρομή του Διδασκαλείου στη Λάρισα, όλοι οι φοιτητές – αγόρια και κορίτσια – κοιμήθηκαν στο ίδιο….ξενοδοχείο!
Πάντως στη Λαμία και στις δίκες που έγιναν δεν μπόρεσε να ευσταθήσει καμιά τέτοια κατηγορία. Ο ίδιος ο Παπαμαύρος θα θυμηθεί αργότερα το Μακαρένκο που έγραψε, πως στην «Αποικία Γκόρκι» «οι σεξουαλικές σχέσεις ήταν άγνωστες». Θα πει κι αυτός: «Μα και στη δική μας υπηρεσία, τόσο στο Πρότυπο Μαράσλειο Διδασκαλείο, όσο και στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Λαμίας, που είχαμε συνεκπαίδευση, ποτέ δε μας παρουσιάστηκε ηθικό κρούσμα».
Όσο για τα μαθήματα των Θρησκευτικών και της Ιστορίας, που τόσο τα καπηλεύτηκαν για να τον χτυπήσουν οι αντιδραστικοί και οι σκοταδιστές, ο Παπαμαύρος δεν έκανε τίποτα το προκλητικό. Αντίθετα απ’ ό,τι τον κατηγορούσαν και προσευχή κάνανε στο Σχολείο και ερμηνεία του Ευαγγελίου και εκλησιάζονταν Κυριακές και γιορτές. Ακόμα το Διδασκαλείο οργάνωσε κι ένα «Κόρο» από φοιτητές που ψέλνανε στη Μητρόπολη της Λαμίας.
Το ίδιο και για το μάθημα της ιστορίας και της εθνικής αγωγής. Οι σχολικές γιορτές στις εθνικές επετείους, οι θεατρικές παραστάσεις και οι παρελάσεις, ήταν κάτι το εντυπωσιακό και καινούργιο για τη μικρή πρωτεύουσα της Ρούμελης.
Ο Παπαμαύρος, λοιπόν, δεν κατάργησε κανένα μάθημα, ακολούθησε το… «ισχύον Αναλυτικό Πρόγραμμα». Το σφάλμα του, φαίνεται, ήταν ότι δεν τα διατήρησε έτσι «μουσειακά και μουμιοποιημένα» αλλά θέλησε να τους δώσει ζωή, περνώντας τα μέσα από νέα διδακτικά κανάλια – φίλτρα…
Ο ίδιος όμως σαν παιδαγωγός επιστήμονας και συγγραφέας, διακήρυξε στα βιβλία του και στην απολογία του το «πιστεύω» του. Είπε π.χ. πως ο κύριος σκοπός του μαθήματος των θρησκευτικών είναι η «καλλιέργεια του θρησκευτικού συναισθήματος». Να κάνει δηλ. τα παιδιά ευσεβέστερα, ηθικότερα και αγνότερα. Αυτά δεν πετυχαίνονται με το ποσό των θρησκευτικών γνώσεων». Παρακάτω θα πει: «Ζητούσα την κατάργηση «του τυπικού» μαθήματος των θρησκευτικών, όχι όμως την (πραγματική) «θρησκευτική Αγωγή». Εκείνοι που τον έκριναν και τον απέλυσαν – ενώ λέγονταν Ερβαρτιανοί και μαθητές του Ράιν – δε διάβασαν, φαίνεται, τους μεγάλους αυτούς παλιούς δασκάλους τους, που ήταν «βαθύτατα θρησκευτικοί» αλλά και παιδαγωγοί, έβλεπαν δηλ. τι χρειάζονται τα παιδιά. Ο Έρβαρτος, όπως είναι γνωστό, ήθελε να διώξει τα «Θρησκευτικά» απ’ το Σχολείο και να αναθέσει τη θρησκευτική μόρφωση στην Οικογένεια. Ο Ράιν πάλι έλεγε, πως η Κατήχηση δε χρειάζεται στα σχολεία. Αυτή να την κάνει η εκκλησία. Έπειτά ζητούσε περιορισμό της ύλης, κατάργηση των εξετάσεων των Θρησκευτικών και διδασκαλία του μαθήματος από την Ε΄ τάξη και πέρα. Όσο για την ιστορία, ο Παπαμαύρος έλεγε, πως αυτή θα πρέπει να μας βοηθήσει να καταλάβουμε το παρόν. Όχι μεροληπτική εξέταση της ιστορίας (εμείς π.χ. είμαστε ο περιούσιος λαός, ό,τι κάνουμε είναι μέγα, ενώ οι άλλοι λαοί δεν αξίζουν τίποτα). Αυτά δεν οδηγούν στην αληθινή «εθνική αγωγή», δεν κάνουν τον καλό πολίτη, τον καλόν Έλληνα και άνθρωπο. Φιλοπατρία ναι, μισαλλοδοξία όχι. Δημοκρατικός πατριωτισμός δηλ. αγάπη στο λαό μας και περηφάνεια για την πρόοδό του, φιλία προς όλους τους ειρηνικούς λαούς. Να ο αληθινός σκοπός του μαθήματος της Ιστορίας. Όχι εκμετάλλευση του μαθήματος αυτού για την καλλιέργεια του σωβινισμού, ούτε ταύτιση της έννοιας του έθνους με τα συμφέροντα της αστικής τάξης.
Εξάλλου ο Παπαμαύρος δεν έκανε τίποτα περισσότερο παρά πίστευε στις θέσεις του Εκπαιδευτικού ομίλου (Διακήρυξη Γληνού). Τις θέσεις αυτές, που σαν ελεύθερος επιστήμονας και παιδαγωγός, είχε δικαίωμα να τις διακηρύξει ο Παπαμαύρος, τις διαστρέβλωσαν οι αντίπαλοί του κι άρχισαν το παλιό τροπάρι «περί εθνικών κινδύνων», πανσλαβισμού, μπολσεβικισμού κ.λ.π. Τον κατηγόρησαν μάλιστα, ότι τις εφάρμοσε κιόλας από την πρώτη μέρα και στο Μαράσλειο Διδασκαλείο και στη Λαμία.
Τον Παπαμαύρο τον χτυπούσαν ανοιχτά όχι οι γνωστοί αντίπλαοί του σκοταδιστές, αλλά (όπως έγραφε ο ίδιος) και όσοι παλιότερα του κάνανε το φίλο, όπως ο Χαντέλης και ο Λούβαρης, ο κατοπινός υπουργός Παιδείας στην προδοτική Κυβέρνηση της κατοχής. Ο μεγάλος διώκτης του δημοτικισμού, ο υπουργός Παιδείας Θ. Τουρκοβασίλης («Τουρκοεμάδα» τον βγάλανε οι δάσκαλοι) του διεμήνυσε: «Θα σου κάνω να στρίψουν τα μηνίγγια σου». Κι ο Λούβαρης φώναζε υστερικά στο βιβλιοπωλείο του Ζηκάκη, όπου σύχναζε: «Πρέπει να φύγει οπωσδήποτε ο Παπαμαύρος!…»
Έτσι η ψευτοδημοκρατική Κυβέρνηση Τσαλδάρη τον απέλυσε το 1933 και από τότε δεν ξαναγύρισε στην υπηρεσία. Εδώ προσπάθησα να βρω, εάν στις δεκαετίες του 20 και του 30 και κάπου αλλού – εκτός απ’ το Μαράσλειο και τη Λαμία – δίδαξε ο Παπαμαύρος. Το μόνο που υπάρχει είναι αυτό που γράφει στο Σύστημα Νέας Παιδαγωγικής, πως κάποτε στα πρώτα χρόνια, (χωρίς χρονολογία…Φυσικά όχι τότε που υπηρετούσε στο Μαράσλειο. Θα ’ταν μάλλον μετά το 1925, τον καιρό που ήταν απολυμένος) το υπουργείο της «Περίθαλψης» του ανάθεσε να κάνει ένα «Παιδαγωγικό Σχολείο». Του έδωσε παιδιά μικρά και μεγάλα του Βρεφοκομείου κι έτσι ίδρυσε τη «Στέγη αδελφών» στο Παλαιό Φάληρο. Εκεί, περιγράφει, πως εφάρμοσε νέες μεθόδους διαπαιδαγώγησης. Άφηνε π.χ. τα παιδιά ελεύθερα. Καμιά πόρτα δεν κλείδωνε και τα παιδιά δε φεύγανε κ.λ.π. Εδώ θα πει πως εφάρμοσε αυτά που έκανε ο Μακαρένκο στην «Αποικία Γκόρκι». Ώστε λοιπόν, έχουμε και μια άλλη πλευρά του Παπαμαύρου ως «Ειδικού Παιδαγωγού». Γενικά η μόνη δουλειά που είναι μετά το 1933 – απ’ τη χρονιά δηλαδή που απολύθηκε και δώθε ως το θάνατό του, εκτός της ολιγόμηνης δραστηριότητας του στο Παιδαγωγικό Φροντιστήριο των βουνών – ήταν το καταναγκαστικό συγγραφιλίκι και το «πλασάρισμα βιβλίων». Έτσι τον πρωτογνώρισα στο Βόλο, όταν ήρθε το 1934. Εκεί τον φιλοξενήσαμε 15 μέρες μαζί με το μαθητή του, τον αείμνηστο ήρωα και μάρτυρα δάσκαλο απ’ την Αργαλαστή Βόλου Τάσο Τσαλίκη, που εκτελέστηκε το 44 στο Σκοπευτήρι της Καισαριανής. Τότε θα μας πει ο ίδιος τι έγινε στο Διδασκαλείο Λαμίας. Ένα βράδυ τον πήρε το παράπονο, μας μίλησε για τη ζωή του που είχε «περισσότερες πίκρες παρά χαρές». Ιδιαίτερα για το Διδασκαλείο: «Έκανα παιδαγωγική κυψέλη χαράς και δημιουργίας το Διδασκαλείο Λαμίας. Εφάρμοσα όσα μελέτησα, είδα και πίστεψα, κέρδισα τους νέους, τους έδωσα ελευθερία σκέψης, δημιουργίας και ζωής. Άλλο τώρα τι κατάλαβαιναν οι απλοϊκοί Λαμιώτες του 30, όταν στο δρόμο βλέπανε κανένα διδασκαλιστή να μιλάει με μια συμμαθήτρια του ή νέους να διασκεδάζουν σε ταβερνούλες. Και το τρομερό ήταν, ότι…ο Διευθυντής ο ίδιος συνόδευε στο δρόμο καμιά φορά και κουβέντιαζε με μαθητές και μαθήτριες ή καθόταν μαζί τους σε κάποιο ζαχαροπλαστείο ή καφενείο. Η…υψηλή κοινωνία της πόλης δε συγχωρούσε το Διευθυντή του Διδασκαλείου γιατί ήταν «κλειστός» στις κοινωνικές σχέσεις μαζί της και δεν έκανε, λέει, παρέα…ούτε με τον κ. Διοικητή Χωροφυλακής και τον κ. Νομάρχη!»
Η τότε φοιτήτρια του Διδασκαλείου Λαμίας, δασκάλα Ι.Π. θυμάται: «Οι μεγαλοαστοί της Λαμίας, θεωρούσαν πρόκληση την απλή ζωή που έκανε. Κάθε Σάββατο π.χ. ο Παπαμαύρος πήγαινε, μόνος του ή με τη γυναίκα του, για ψώνια στο βδομαδιάτικο παζάρι. Όταν λοιπόν τον βλέπανε να κουβαλάει ο ίδιος τις τσάντες στο σπίτι λέγανε: «μα δεν ντρέπεται κοτζάμ Διευθυντής να φορτώνεται τα ψώνια; Δε βρήκε κάποιο χαμάλη να πληρώσει;» Φαίνεται πως οι καθωσπρέπει νοικοκυραίοι δεν καταδέχονταν να κουβαλάνε πράγματα στο σπίτι. Θέλανε και βαστάζο. Άλλο πάλι κουτσομπολιό ήτανε, πως τα Χριστούγεννα έστελνε το μικρό του γιο το Γιαννάκη να πει τα Κάλαντα! Αυτά μόνο τα φτωχά παιδιά τα λέγανε…»κ.λ.π.
Πολλοί μιλάνε μόνο για το θεωρητικό και πρακτικό «Διδακτικό» του έργο, σταματούν κυρίως στις «Διδακτικές Αρχές του Σχολείου Εργασίας». Για την ιστορία των εκδόσεων του βιβλίου αυτού θα πούμε κι εμείς λίγα λόγια. Το τύπωνε με δικά του έξοδα, το ξανατύπωνε, απ’ αυτό ζούσε. Κυκλοφόρησε ή μάλλον το πούλησε χέρι με χέρι σε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα. Αρχικά πρωτογράφτηκε στη μορφή «20 γραμμάτων στον Έλληνα δάσκαλο» τον καιρό που υπηρετούσε στο Πρότυπο Διδασκαλείο του Μαρασλείου. Ύστερα από παράκληση της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας δημοσιεύτηκαν σε μια σειρά 20 άρθρων στο «Διδασκαλικό Βήμα». Από κει η Διδασκαλική Ομοσπονδία τα έβγαλε σε βιβλίο, πρώτη έκδοση. Το 1930 και το 1953 το ξανατυπώνει. Τελευταία τα Γράμματα γίνονται 24 και η έκδοση λέγεται Β΄. Δεν ξέρω εάν τα μπερδεύει και ο ίδιος, όταν βιβλιογραφεί την έκδοση του 53 στο Σύστημα Ν.Π.: «Διδακτικές Αρχές του Σχολείου Εργασίας, 24 γράμματα στον Έλληνα δάσκαλο» κ.λ.π. Τέλος το 1955 το επανεκδίδει με άλλο τίτλο και με 20 γράμματα: «Ειδική Διδακτική του Σχολείου Εργασίας, 20 γράμματα στον Έλληνα Εκπαιδευτικό» έκδ. Β΄. Πάντως η τελευταία έκδοση είναι επιμελημένη, πλουτισμένη και συγχρονισμένη, έλαβε λέει ο ίδιος «υπόψη και τις διδακτικές ανάγκες και της Μέσης Παιδείας». Πάντως το βιβλίο αυτό, όπως γράφει και ο ίδιος, ήταν «μια επανάσταση στο παλιό Σχολείο…Εδώ ξεκαθάρισε την έννοια του Σχολείου Εργασίας. (Ενιαία Διδασκαλία, αυτενέργεια, δημιουργική εργασία, πνευματική και σωματική, ομαδικό – κοινοτικό πνεύμα, συνεργατικότητα, κατάργηση της έδρας, παιδαγωγική αγάπη κ.λ.π). Ο Παπαμαύρος αγαπάει τόσο το παιδί, είναι γεννημένος δάσκαλος. Το γράψιμό του έχει τόση αμεσότητα, θέρμη και ζωντάνια, είναι το ίδιο του το βίωμα, σαν να διδάσκει ο ίδιος μέσα στην Τάξη ή να παίζει με το παιδομάνι στην αυλή. Καμιά φορά έλεγε: «Όταν περνάω απέξω από σχολεία κι ακούω το κρυστάλλινο γέλιο και τα χαρούμενα ξεφωνητά, μου ’ρχεται να πηδήσω τη μάντρα και να παίξω με τα παιδιά το «αλογάκι» έτσι όπως έπαιζε κι ο Τολστόι στη Γιάσναγια Πολιάνα με τα παιδιά των μουζίκων…».
Στον Παπαμαύρο πρέπει να ιδούμε τον πρωτοϊδρυτή στην Ελλάδα των Μαθητικών Κοινοτήτων (Μαράσλειο και Διδασκαλείο Λαμίας). Ο Παπαμαύρος, όπως είπαμε και πιο πάνω, προσπάθησε να εφαρμόσει μέσα στις δυνατότητες της ελληνικής πραγματικότητας τις ιδέες των μεγάλων δασκάλων του. Ο ίδιος, όπως ξέρουμε, είχε δουλέψει στα «Εξοχικά Παιδαγωγεία» του Lietz στη Θουριγγία κι είχε μελετήσει το Wyneken. Το νεολαιίστικο κίνημα τότε στη Γερμανία δημιουργήθηκε από την τάση να απελευθερωθεί η εφηβική ηλικία κυρίως, απ’ την κλειστή αυταρχική αστική πρωσσική οικογένεια. Ο πιο επαναστάτης στο θέμα αυτό ήταν ο Wyneken που σήκωσε σάλο στη Γερμανία του μεσοπολέμου και κόστισε τόσο στον Παπαμαύρο, στον Κουντουρά κ.λ.π. Ο Wyneken ζητούσε για τους έφηβους «που λατρεύουν την κίνηση και τη δράση» να απομακρυνθούν απ’ την ανίκανη παιδαγωγικά οικογένεια. Το κήρυγμα των Γερμανών παιδαγωγών τότε ήταν ιδεαλιστικό και ρομαντικό, επηρεασμένο περισσότερο απ’ τις ιδέες του Πεσταλότσι και του Ρουσσώ: «Μακριά απ’ τους μεγάλους κι απ’ την αστική ζωή της μεγαλούπολης. Έξω στα δάση, στη φύση για…ένα νεολαιίστικο πολιτισμό που θα…ανανέωνε τη σάπια κοινωνία των μεγάλων». Ξέρουμε βέβαια πού κατάντησε το Νεολαιίστικο αυτό κίνημα, όταν έπεσε στα χέρια του Χίτλερ…
Ο Παπαμαύρος συμφωνούσε με το Wyneken, όταν έλεγε «θέλουμε να βγάλουμε τη νεολαία στο μεϊντάνι των κοινωνικών και πνευματικών αγώνων» αλλά δε συμφωνούσε στην άρνηση του παιδαγωγικού χαρακτήρα της οικογένειας. Γι’ αυτό έγραψε: «Δεν μπορούμε να καταργήσουμε την οικογένεια σαν παράγοντα αγωγής, επειδή πολλές οικογένειες δεν ενδιαφέρονται για τη δημόσια κίνηση της ζωής, με τα προβλήματά της…». Και τονίζει παρακάτω: «Η σοσιαλιστική Παιδαγωγική αναγνωρίζει την οικογένεια σαν παράγοντα αγωγής».
Γι’ αυτό κι αυτός θα γράψει το 1959 το βιβλίο «Οι γονείς και τα παιδιά τους» έκδ. « ΔΙΦΡΟΣ». Είναι ένα αριστούργημα, τόσο απλό και βαθύ γραμμένο από ένα σοφό δάσκαλο. Θυμίζει Πεσταλότσι και Ρουσσώ (Γετρούδη, Αιμίλιος)(…)
Ο Παπαμαύρος δεν ήταν «αφ’ υψηλού» συγγραφέας, ερασιτέχνης. Είναι επαγγελματίας συγγραφέας. Τα περισσότερά του χρόνια γράφει για να ζήσει. Κι εδώ είναι το μεγαλείο του. Δεν κάνει εμπόρευμα αλλά περνάει μέσα σ’ αυτό τις ιδέες του. Και γι’ αυτό κυνηγήθηκε και πείνασε. Ήταν πολυγραφότατος. Έγραψε πρωτότυπα παιδαγωγικά έργα, δοκίμια, μελέτες, άρθρα, μεταφράσεις. Έγραψε ακόμα και πολλά σχολικά βιβλία (Αναγνωστικά και κυρίως βοηθητικά, βιβλία «Διδακτέας ύλης» κ.λ.π. που πολλά απ’ αυτά τα αγοράζανε οι εκδότες για μια δεκάρα, βάζανε τ’ όνομά τους, πλούτιζαν κι αυτός δε χόρταινε ψωμί. Είχε πάντα πολλές…μεγαλεπήβολες ιδέες κι έκανε σχέδια για εκδόσεις (περιοδικά, πολύτομα έργα, λεξικά, εγκυκλοπαίδειες κλπ.) που πολλά απ’ αυτά ή έμειναν ανεφάρμοστα ή σταμάταγαν στη μέση γιατί πάντα σκόνταφταν στην πολιτική δίωξή του και στη φτώχεια του. Έτσι έμεινε στη μέση το λεξικό «ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ» που έβγαζε σε φυλλάδια με την εφημερίδα «ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ» του Πουρνάρα. Πολλά γραφτά του έχουν (τελευταία) την εικόνα του άγχους, της πίεσης του χρόνου και της κούρασης. Παρόλα αυτά και χωρίς να έχουν τη στέρεα δομή του γραφτού λόγου του Γληνού ή του Σωτηρίου, δε χάνουν το παλαιό πάθος της γραφής του, την ιδεολογική πιστότητα, την επιστημονική σαφήνεια, την απλότητα και την εκλαΐκευση. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε και την πλούσια βιβλιογραφική ενημέρωσή του. Εκεί που απέτυχε ο Παπαμαύρος ήταν το εμπόριο. Σαν δεν είχε εμπιστοσύνη στους διάφορους εκδότες και βιβλιοπώλες αποφάσισε να γίνει ο ίδιος εκδότης και πλασιέ των βιβλίων του.
Τον θυμάμαι πάντα (1935 -40) με μια μεγάλη τσάντα να γυρνάει στα σχολειά πλασάροντας μαζί με τα δικά του κι άλλα βιβλία του Κοντομάρη, του Ράλλη κ.λ.π. Στα σχολεία που γύριζε – έκανε και περιοδείες σε επαρχίες – παλιοί μαθητές του κι άλλοι δημοκράτες δάσκαλοι του αγοράζανε βιβλία. Πολλές φορές κρυφά γιατί φοβούνταν να τα ’χουν στη σχολική βιβλιοθήκη. Υπάρχουν περιπτώσεις που δάσκαλοι κλήθηκαν σ’ απολογία και τιμωρήθηκαν γιατί αγόρασαν βιβλία του Παπαμαύρου. Υπήρχαν ακόμα κι εγκύκλιοι επιθεωρητών που απαγόρευαν τα βιβλία του. Στην Αθήνα πολλές φορές τον έβρισκες στο καφενείο « ΚΟΡΑΗΣ», στη γωνιά Πανεπιστημίου και Κοραή, όπου σύχναζαν πολλοί δάσκαλοι. Συνήθως καθότανε μόνος κι έμοιαζε τότε με τον Παπαδιαμάντη, ένα δικό μας όμως παιδαγωγό Παπαδιαμάντη χωρίς τον καλογερισμό εκείνου. Φορούσε πάντα ένα ταλαιπωρημένο σκούρο κοστούμι, με το κλασσικό παπιγιόν στο λαιμό, με το τσιγάρο να μην ξεκολλάει απ’ τα χείλια του, πάντα με οικογενειακές έγνοιες και οικονομικές δυσκολίες, συλλογισμένο και μελαγχολικό…Από κοντά όταν μιλούσες μαζί του, γνώριζες το βαθύ στοχαστή, το διαλεκτικό ήρεμο ομιλητή, το στωικό απέναντι στις αντιξοότητες της ζωής αλλά και τον κοινωνικό οραματιστή.
Στην κατοχή η Γερμανίδα γυναίκα του του δημιουργεί μεγάλα προβλήματα. Πολλοί λέγανε πως εκείνη δούλευε σε γερμανική υπηρεσία. Αυτό έκανε…τους φίλους να κουμπώνονται και τους καλοθελητές να λασπώνουν. Ωστόσο εκείνος δεν ξέχασε το λαό που διπλά σπάραζε τώρα κάτω απ’ την μπότα του καταχτητή, δεν ξέχασε τον ιδεολόγο, το μαρξιστή, τους πνευματικούς του αγώνες, τους συντρόφους του παιδαγωγούς, τα κυνηγητά απ’ τη μαύρη αντίδραση. Έφυγε απ’ το σπίτι του, πέρασε στην παρανομία και προσχώρησε στο Εαμικό κίνημα. Κατά το τέλος της Άνοιξης του 44 ύστερα από πρόσκληση της ΠΕΕΑ ανέβηκε στα ανταρτοκρατούμενα βουνά της Ευρυτανίας και της Θεσσαλίας, στην Ελεύθερη Ελλάδα. Οι δάσκαλοι τότε είχαν μπει στον αγώνα και τα σχολεία έμειναν κλειστά. Έπρεπε να τα επανδρώσουν με νέους επονίτες που θα τους εκπαίδευαν γι’ αυτό. Έτσι με απόφαση της Γραμματείας (Υπουργείου) της Παιδείας της ΠΕΕΑ ιδρύθηκαν, για την ταχύρρυθμη εκπαίδευση νέων δασκάλων, δυο Παιδαγωγικά Φροντιστήρια, το ένα στο Καρπενήσι με συνδιευθυντές το Σωτηρίου και τον Παπαμαύρο και το άλλο στην Τύρνα της ορεινής Θεσσαλίας με τη Ρόζα Ιμβριώτη.
Ο Παπαμαύρος είναι γεμάτος χαρά, ξανανιώνει. Πραγματοποιεί το όνειρο της ζωής του. Κι είναι πάλι στην καρδιά της Ρούμελης, κοντά στη Λαμία απ’ όπου τον έδιωξε το αστικό κράτος δω και δέκα χρόνια. Θα κάνει δασκάλους «μορφωτές και πλάστες του λαού, δημιουργούς της κοινωνίας, πλάστες νέων ανθρώπων». Τα παιδαγωγικά φροντιστήρια βάσταξαν δυο μήνες ανάμεσα Ιούλιο και Σεπτέμβριο του 44. Όσοι δίδαξαν εκεί μπορεί να μην μπόρεσαν να καλύψουν ….την ύλη των Παιδαγωγικών Ακαδημιών, πέτυχαν όμως, κι αυτό είναι το σπουδαιότερο, να μεταδώσουν στους νέους αγωνιστές δασκάλους την «ιερή φλόγα».
Γύρω φούντωνε ο ανταρτοπόλεμος και ξαφνικά άρχιζαν πολυήμερες, επικίνδυνες και πολύπονες μετακινήσεις του πληθυσμού, όπως εκείνη στις 6 Αυγούστου του 44 απ’ το Καρπενήσι. Τότε ήταν που το Παιδαγωγικό Φροντιστήριο του Καρπενησιού μεταφέρθηκε στο ορεινό χωριό της Ευρυτανίας Τροβάτο. Τις περιπέτειες αυτές που απαιτούσαν σωματική αντοχή και σκληραγώγηση, τις ξεπέρασαν οι ηλικιωμένοι, ταλαιπωρημένοι και αμάθητοι απ’ τα βουνά μεγάλοι παιδαγωγοί μας, μόνο με τη βαθιά πίστη τους στον αγώνα. «Ούτε κι εγώ ξέρω πώς μπόρεσα να τα βγάλω πέρα», θα πει ο Παπαμαύρος. Για το ανέβασμά του στα λεύτερα βουνά και την εκεί αγωνιστική παιδαγωγική δράση του ίδιου, του Σωτηρίου και των συνεργατών του, θα γράψει στο περιοδικό «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ». Εκεί στο τέλος θα μας πει ο ίδιος:
«…Μετά την απόλυση των σπουδαστών (μέσα περίπου του Σ/βρη) εγώ έμεινα στο Τροβάτο κι έγραψα το Αναγνωστικό βιβλίο της Ε’ και ΣΤ΄τάξης « Ελεύθερη Ελλάδα».
Μόνο ένας «τρομερός γραφιάς», όπως ήταν ο Παπαμαύρος θα μπορούσε να γράψει (έστω και με τη μικρή βοήθεια δύο νεαρών μαθητών του) σε χρόνο ρεκόρ αυτό το βιβλίο. Τέλος του Σεπτέμβρη του 44 το εγκρίνει η ΠΕΕΑ. Το βιβλίο αυτό είναι ένα μνημείο – ντοκουμέντο του αγώνα. Η Επιτροπή που το ενέκρινε από μέρος της ΠΕΕΑ γράφει στον Πρόλογο: «Το βιβλίο τούτο προορίζεται για Αναγνωστικό της Ε’ και ΣΤ ΄τάξης του Δημοτικού Σχολείου. Μπορεί όμως να διαβαστεί και από τα παιδιά Μέσης Παιδείας σαν ελεύθερο Ανάγνωσμα. Συντάχτηκε από τον παιδαγωγό Μ. Παπαμαύρο με τη συνεργασία και άλλων εκπαιδευτικών συνεργατών του στο Παιδαγωγικό Φροντιστήριο του Καρπενησιού. Εγκρίθηκε με ελαφρές τροποποιήσεις απ’ τις αρμόδιες υπηρεσίες της ΠΕΕΑ. Είναι ένα βιβλίο του Αγώνα. Βγήκε μέσα απ’ τον Εθνικοαπελευθερωτικό και Λαολυτρωτικόν αγώνα του Ελληνικού Λαού και απηχεί το ηρωικό πνεύμα του, τον πόθο για τη λευτεριά, τη θυσία και την παλληκαριά. Είναι ένα βιβλίο που εκφράζει πολύμορφα την ψυχή του επαναστατημένου λαού μας…Πιστεύουμε πως το βιβλίο τούτο θα φωτίσει και θα φρονηματίσει την ελληνική νεολαία και θα της φανερώσει το βαθύ νόημα του αγώνα του λαού μας…». Αυτό το βιβλίο μαζί με τα «ΑΕΤΟΠΟΥΛΑ» της Ρόζας Ιμβριώτη τα αποκάλεσε ο Δελμούζος το 1946 « εγκληματικά»!(…)
Με την απελευθέρωση γύρισε στην Αθήνα. Εκεί βρέθηκε πάλι μπλεγμένος με νέα προβλήματα εξαιτίας της γυναίκας του που ακολουθώντας τα στρατεύματα κατοχής έφυγε για την Γερμανία. Κανένας δεν ξέρει τι απέγινε, εάν ξαναγύρισε αργότερα κ.λ.π., ούτε και για το γιο του που διαδόθηκε πως σκοτώθηκε. Ο ίδιος απέφευγε να πει κάτι γι’ αυτά κι όταν μερικοί φίλοι τον συναντήσαμε ύστερα από λίγα χρόνια. Πάντως τον πρώτο καιρό, αντιθετικές και θολές, ύποπτες και προβοκατόρικες πληροφορίες και φήμες κυκλοφορούν γι’ αυτόν. Πότε τον κυνηγάνε για «δοσίλογο» εξαιτίας της γυναίκας του και πότε για «εαμοκομμουνιστή» για τη δράση του στο βουνό και για το προοδευτικό έργο του. Περνάει από δίκες, γεύεται τις φυλακές και την εξορία στα ξερονήσια (Χατζηκώστα, Αίγινα, Γιούρα κλπ.). Από την κατηγορία του «δοσιλογισμού» που ήταν πολύ χοντροστημένη, απαλλάχτηκε, αλλά για τα άλλα ακολούθησε τη μοίρα των αγωνιστών του λαού μας ως το τέλος του εμφύλιου. Κι όταν γυρίζει δεν τον αφήνουν ήσυχο. Η μεγάλη δοκιμασία που πέρασε και η «ενδημική» πια φτώχεια του κοντεύουν να τον γονατίσουν. Τραγικό είναι το κείμενο στη Β’ έκδοση της Διδακτικής του (1955, σελ 122- 126). Μερικοί θα το περάσουν – επιφανειακά ή σκόπιμα ιδωμένο – σαν εξομολόγηση ή δήλωση ενός ηθικά ηττημένου αγωνιστή. Το κείμενο αυτό όμως είναι ένα ντοκουμέντο της δραματική πάλης ενός ιδεολόγου με τους εφιάλτες των διωγμών του, με τη φτώχεια και την ανημπόρια. Στο ίδιο κείμενο βλέπει κανείς και τη νίκη του, ακούει την κραυγή της χαράς, όταν ξεπερνάει την κρίση του και ξαναβρίσκει τον αληθινό εαυτό του: «…Τους μισώ αυτούς τους ανθρώπους; Ποτέ δεν τους μίσησα. Ένα διάστημα τους περιφρονούσα, τους αηδίαζα. Τώρα τους ευγνωμονώ. Μ’ έκαναν να βρω το σωστό δρόμο σαν πνευματικός άνθρωπος, που ως τότε που με απέλυσαν δεν τον είχα βρει, έστω κι αν στα μεταξύ χρόνια έκλαψα πολλές φορές…»
Αρπάζει πάλι την τσάντα του πλασιέ. Φίλοι και δημοκράτες που δουλεύουν ακόμα στα Σχολεία του αγοράζουν βιβλία – κρυφά πάντα. Μια συγγενής του, λένε, τον παράστεκε στο σπίτι. Στο μεταξύ έχει συνδεθεί και με την ΕΔΑ και πολλοί συναγωνιστές του – όσο μπορούν – τον βοηθούν. Η εικόνα στο καφενείο «ΚΟΡΑΗΣ» πιο σκοτεινή, της ανέχειας πάντα, του αβέβαιου μεροκάματου και των πρόωρων γερατειών. Η ίδια όμως περηφάνεια της φτώχειας, το αταλάντευτο της ιδεολογίας. Και το συγγραφιλίκι πάθος και πάλη για το ψωμί και για τις ιδέες. Έτσι το 1956 μεταφράζει του Μακαρένκο «Ο δρόμος προς τη ζωή. Ένα παιδαγωγικό ποίημα» και το 1959 του βγάζει ο «ΔΙΦΡΟΣ» το βιβλίο «Οι γονείς και τα παιδιά τους». Στο μεταξύ γράφει και στην εφημερίδα «ΑΥΓΗ». Σημειώνω ένα άρθρο του (23 Ιουνίου 1959) όπου κρίνει τα Νομοσχέδια της Παιδείας.
Το 1961 δημοσιεύει το παιδαγωγικό κύκνειο άσμα του, το βιβλίο «ΣΥΣΤΗΜΑ ΝΕΑΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ» (σελ. 670). Το πώς το κατάφερε τόσο τρομερά καταπονημένος και σχεδόν άρρωστος είναι ένας άθλος. Είναι το μεγάλο έργο της ζωής του που το ονειρευόταν χρόνια, η παιδαγωγική και ιδεολογική διαθήκη του(…)
Στόχος του είναι να γράψει, όπως λέει, την παιδαγωγική της ελληνικής σοσιαλιστικής κοινωνίας(…)
Το βιβλίο αυτό, λέει, είναι γραμμένο «με την υλιστική Παιδαγωγική, στηριγμένο πάνω στη μαρξιστική – λενινιστική θεωρία του διαλεκτικού υλισμού…»(…)
Το 21 Κεφάλαιο ειδικά το αφιερώνει στην αγαπημένη του νεολαία. Ξεκινάει απ’ τα νεολαιίστικα κινήματα που έζησε ο ίδιος προπολεμικά στην Κεντρική Ευρώπη (και που τα βλέπει τώρα πόσο ιδεαλιστικά και ρομαντικά ήταν) και φτάνει στις σύγχρονες οργανώσεις των νέων στις σοσιαλιστικές χώρες και ειδικά στην Κομσομόλ της Σοβιετικής Ένωσης. Σ’ αντίθεση με τα αστικά εκείνα κινήματα που ήθελα να απομονώσουν τη νεολαία (ή να την κάνουν αντιλαϊκό όργανο, όπως αργότερα ο φασισμός), λέει: «η σοσιαλιστική οργάνωση της νεολαίας αποβλέπει στο να κάνει τη νεολαία ικανή να συνεργαστεί με τους ηλικιωμένους ανθρώπους και να συμβάλει έτσι στη δημιουργία του σοσιαλιστικού πολιτισμού του λαού της».
Εδώ θα σταθεί πολλές φορές στη δική μας ΕΠΟΝ, στους αγώνες της, στον ηρωισμό της, την προσφορά της στο σκλαβωμένο λαό για την απελευθέρωσή του απ’ το φασιστικό ζυγό, την επιβίωσή του και τη μόρφωση του. «Το ελληνικό κράτος αντί να βραβεύσει αυτά τα παλληκάρια της Ελλάδας νέους και νέες, τα ’ριξε στις φυλακές και τις εξορίες και τ’ άφησε να σαπίζουν μέσα στα ανήλιαγα μπουντρούμια, σαν να ’καναν προδοτική πράξη επειδή πολέμησαν τον κατακτητή της χώρας». Παρακάτω περιγράφει, πώς οι επονίτες μας στις φυλακές ίδρυσαν σχολές αναλφάβητων και οι ίδιοι φρόντιζαν για την ανώτερη μόρφωσή τους (ξένες γλώσσες κ.λ.π.). Μ’ αυτούς «τους νέους και τις νέες της Ελλάδας που πιασμένοι χέρι χέρι πηγαίνανε για χάρη της Πατρίδας στο θάνατο τραγουδώντας», μ’ αυτά τα παλληκάρια που έζησε στα βουνά πλάθοντας τους νέους δασκάλους, θα ξαναζήσει μαζί τους τώρα στα μπουντρούμια και στα ξερονήσια: Εκεί θα θυμηθεί και ο ίδιος το δάσκαλο της ΕΠΟΝ, θα τους κάνει μαθήματα διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, ακόμα και Παιδαγωγικά και Ψυχολογία. Έτσι θα νιώθει (και το γράφει) πως…έκανε μια νέα Παιδαγωγική Ακαδημία (!) κι έβγαζε δασκάλους! Στο βιβλίο αυτό αφιερώνει και μια μελέτη στη μνήμη του μεγάλου του δασκάλου Δημήτρη Γληνού. Τελειώνει με λόγια ευγνωμοσύνης και θαυμασμού: «Εμείς οι παιδαγωγοί που νομίζομε πως προχωρούμε επίσης προς τα αριστερά, αναγνωρίζουμε το Δημήτρη Γληνό σαν το δάσκαλο και αρχηγό μας και βαδίζουμε στ’ αχνάρι του. Είναι το μόνο που μπορούμε να του προσφέρουμε σαν ευγνωμοσύνη για όσα μάθαμε κοντά του ή κάτω από την επίδρασή του». Το βιβλίο αυτό δεν το σηκώνει το κλίμα του 1961. Με τις καθαρά επαναστατικές του ιδέες και το… «βεβαρυμένο πολιτικό μητρώο» του συγγραφέα είναι σωστό κόκκινο πανί. Εκείνος όμως το κυκλοφορεί, το φορτώνει στην τσάντα του κι αρχίζει τις περιοδείες του φτάνοντας στο Αγρίνι. Οι εφημερίδες είχαν στο μεταξύ ξεσηκώσει θόρυβο. Τον πιάσανε, του κατασχέσαν τα βιβλία και τον ρίξανε στη φυλακή. Λένε, πως κάποιοι παρακάλεσαν μερικές μεγάλες φίρμες του αστικού δημοτικισμού, να πάνε μάρτυρες υπεράσπισης του Παπαμαύρου. Αρνήθηκαν και πρώτος πρώτος ο Παπανούτσος. Συναγωνιστές του απ’ την ΕΔΑ κι άλλοι φίλοι του παραστάθηκαν. Η δίκη έγινε στην Πάτρα. Αθωώθηκε μα τώρα ήταν βαριά άρρωστος. Πήγε στη Σοβιετική Ένωση για θεραπεία κι είχε τη χαρά να τον δεξιωθεί και να τον τιμήσει η «Ακαδημία Παιδαγωγικών Επιστημών».
Ο Παπαμαύρος πέθανε στην Καλλιθέα το 1963 σε ηλικία 70 χρονών. Στην κηδεία του πήγε κι η μαθήτριά του Ι.Π. μαζί με τη Ζ.Α. Τον είχαν στο Νεκροταφείο της Καλλιθέας. Λίγοι άνθρωποι βρεθήκανε να τον προπέμψουνε για τον άλλο κόσμο. Κάποια γυναίκα μαυροντυμένη έκλαιγε. Εκεί μάθανε πως ήταν μια συγγενής του και πως εκείνη τον φρόντιζε, όσο μπορούσε. Πάντως στον κόσμο έκανε εντύπωση το πόσο και νεκρός ακόμα ήταν τόσο παραμελημένος. Έτσι άγνωστος, ταπεινός και καταφρονεμένος έφυγε. Εάν ήθελε να γράψει κανένας δυο λόγια στο μνήμα του, θα’ γραφε αυτά που ο ίδιος είπε για τον Πεσταλότσι: «…Έβλεπε τη δυστυχία του λαού και πονούσε κι αυτός περισσότερο, και μάλιστα σε στιγμές, που ο ίδιος ήταν ο πιο δυστυχισμένος απ’ τους δυστυχισμένους».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου