Περί κυβερνητισμού
Στο τρέχον προεκλογικό τεύχος της κομεπ, δημοσιεύεται ένα
άρθρο του χρήστου μπαλωμένου για τον κυβερνητισμό των ομάδων του «εργατικού
αγώνα» και της «νέας σποράς». Περιέχει όμως μερικές καίριες επισημάνσεις με
γενικότερη αξία σχετικά με το ζήτημα της κυβέρνησης ως κρίκου που θα ανοίξει
κάποια ρήγματα και το δρόμο για συνολικούς, ριζοσπαστικούς κοινωνικούς
μετασχηματισμούς. Η κε του μπλοκ επιλέγει και αντιγράφει μερικά χαρακτηριστικά
αποσπάσματα απ’ το άρθρο, με την προτροπή να πάρετε και να μελετήσετε την
κομεπ.
Η ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΣΤΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΟ
ΑΓΩΝΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΕΑ ΣΠΟΡΑ
Ας περάσουμε όμως στον τρόπο με τον οποίο τίθεται το
ζήτημα της διεκδίκησης της διακυβέρνησης σε άρθρα των δύο ιστοσελίδων. Γράφει ο
«ΕΑ»: «Στις σημερινές ελληνικές συνθήκες, η διεκδίκηση της ανάδειξης μίας
εργατικής κυβέρνησης, κατά την ανάλυση της ΚΔ σημαίνει την επιδίωξη συγκρότησης
ενός μετώπου και μίας κυβέρνησης των αντιμονοπωλιακών αντιιμπεριαλιστικών
δυνάμεων».
Η «ΝΣ» θέτει με τη σειρά της ως εξής το ζήτημα:
«Το γεγονός αυτό στέρησε από το Κόμμα, με ευθύνη της
ηγεσίας του τη δυνατότητα να καταθέσει μια πρόταση διεξόδου από την οικονομική
κρίση και την χρεοκοπία [...] μία πρόταση που θα έβαζε στους εργαζόμενους και
γενικότερα τον ελληνικό λαό ώριμους στόχους προς επίλυση, που θα αντιστοιχούσαν
στην πολιτική και ταξική συνείδηση των λαϊκών μαζών, που θα τη βάθυνε ακόμα
περισσότερο, που θα ανήγαγε το Κόμμα σε εθνικό εκφραστή γενικά του ελληνικού
λαού και που την ίδια στιγμή θα είχε στόχο την αλλαγή των τάξεων στην εξουσία
και τη δημιουργία κυβέρνησης του ΑΑΔΜ».
Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου άρθρου δεν μπορούν να
σχολιαστούν ούτε οι διατυπώσεις περί μετατροπής του ΚΚΕ «σε εθνικό εκφραστή
γενικά του ελληνικού λαού», ούτε ο ανιστόρητος παραλληλισμός των στρατηγικών
επεξεργασιών και επαναστατικών πειραματισμών της ΚΔ στις συνθήκες του 1922 με
τη διεκδίκηση κυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού στις σημερινές συνθήκες
(σ.σ.: Πέρα από τους ανιστόρητους οπορτουνιστικούς παραλληλισμούς, το ΚΚΕ
μελετά την ιστορία εξέλιξης της στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού
κινήματος, τις συνθήκες στις οποίες διατυπώθηκε η μία ή η άλλη επεξεργασία,
συμπεριλαμβανομένης της επεξεργασίας της ΚΔ για τις εργατικές κυβερνήσεις κατά
την περίοδο 1921-22).
Οι παραπάνω διατυπώσεις –παρά τις επιμέρους διαφορές τους
στις οποίες θα αναφερθούμε στη συνέχεια- συναντώνται στο θεμελιώδες ζήτημα της
διεκδίκησης της κυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού. Είτε αυτή
χαρακτηρίζεται ως «κυβέρνηση των ανιμονοπωλιακών αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων»
είτε ως «κυβέρνηση του ΑΑΔΜ», πρόκειται για μια διακυβέρνηση η οποία δε
λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της εργατικής εξουσίας, της δικτατορίας του
προλεταριάτου.
Πώς συνδυάζεται όμως η παραπάνω διεκδίκηση με την
επίκληση και από τις δύο ομάδες του σοσιαλισμού ως «στρατηγικού στόχου» τους;
Όσον αφορά τον «ΕΑ», η απάντηση στο ερώτημα αυτό απορρέει αβίαστα αν δούμε πώς
προσεγγίζει το ζήτημα της σοσιαλιστικής επανάστασης: «Σε γενικές γραμμές με
βάση τους κλασικούς και κυρίως την ιστορική πείρα του Κομμουνιστικού κι
επαναστατικού κινήματος, η επανάσταση είναι δυνατόν σε πολύ γενικές γραμμές να
ακολουθήσει δύο δρόμους: Α. έναν άμεσα επαναστατικό, ο οποίος προϋποθέτει
επαναστατική κατάσταση, σύγκρουση των επαναστατικών δυνάμεων με την εξουσία του
κεφαλαίου, ανατροπή του καπιταλισμού και εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας.
[...] Β. Μία πιο μακρόχρονη σχετικά διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει διάφορα
μεταβατικά στάδια και φάσεις, ώσπου να διαμορφωθεί επαναστατική κατάσταση και η
οριστική σύγκρουση των δύο στρατοπέδων, αυτού της εργατικής τάξης και από την
άλλη της αστικής, να δώσει την τελική λύση στο θέμα της εξουσίας».
Είναι φανερό ότι η διακυβέρνηση στο έδαφος του
καπιταλισμού ανήκει στο «δεύτερο δρόμο». Με λίγα λόγια, η διακυβέρνηση στο
έδαφος του καπιταλισμού ανήκει στα «μεταβατικά στάδια», στα οποία δεν έχει
λυθεί ακόμα το ζήτημα της εξουσίας. Έτσι, αυτή η «κυβέρνηση των
αντιμονοπωλιακών αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων» θα κατακτηθεί σε συνθήκες στις
οποίες όχι μόνο παραμένει ως κυρίαρχη η αστική τάξη, αλλά ούτε καν έχει
κλονιστεί αυτή η κυριαρχία της, δεδομένου ότι αυτός ο «δεύτερος δρόμος»
αναφέρεται σε μη επαναστατική περίοδο. Όπως ξεκαθαρίζει ο «ΕΑ»:
«Μια τέτοια κυβέρνηση θα είναι αποτέλεσμα του αγώνα των
εργαζομένων και θα στηρίζεται σε αυτόν, σε συνθήκες που δεν έχει διαμορφωθεί
ακόμα επαναστατική κατάσταση».
Πώς θα συμβάλει όμως η κατάκτηση μιας τέτοιας κυβέρνησης
στην «προσέγγιση της επανάστασης»; Αυτό φαίνεται από τα καθήκοντα που αποδίδει
ο «ΕΑ» σε αυτήν: «Η κυβέρνηση αυτή πρέπει αποφασιστικά να στηρίξει την ανάπτυξη
του αγωνιζόμενου εργατικού κινήματος και του αντιιμπεριαλιστικού
αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου, παίρνοντας μέτρα που φέρνουν σε δύσκολη
θέση την αστική τάξη και βελτιώνουν τη ζωή των εργαζομένων, προωθούν τον έλεγχο
των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους, στην ουσία οξύνει την αντιπαράθεση με
την αστική τάξη, διαμορφώνοντας τις προϋποθέσεις της τελικής ρήξης και της
νίκης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Η κυβέρνηση αυτή στις σημερινές
συνθήκες μπορεί να γίνει παράγοντας που θα συμβάλει ουσιαστικά στην προσέγγιση
της επανάστασης».
Όσον αφορά τώρα τη «ΝΣ», η αντίληψή της για τη σχέση
μεταξύ κατάληψης της κυβέρνησης και της επανάστασης είναι λίγο διαφορετική. Η
«ΝΣ» ταυτίζει την επαναστατική αλλαγή και την αλλαγή τάξης στην εξουσία με την
κατάκτηση της κυβέρνησης από το ΑΑΔΜ. Αυτή η... επαναστατική αλλαγή όμως και η
αλλαγή τάξης στην εξουσία δε σημαίνει τη δικτατορία του προλεταριάτου:
«Επαναστατική αλλαγή πρέπει να θεωρείται, πριν απ’ όλα, η εκδίωξη της αστικής
τάξης από την εξουσία και η κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη και
τους συμμάχους της. Το εάν η πάλη του επαναστατικού κινήματος θα οδηγήσει στον
άμεσο σοσιαλισμό είτε θα ανοίξει το δρόμο αποφασιστικά για το σοσιαλισμό, θα
εξαρτηθεί από τους συγκεκριμένους συσχετισμούς δυνάμεων, που επικρατούν στη
δοσμένη περίοδο και τις συγκεκριμένες κοινωνικές συμμαχίες της εργατικής τάξης
[...] κάθε προλεταριακή επανάσταση (με τους αντίστοιχους συμμάχους της) δεν
οδηγεί στον άμεσο σοσιαλισμό».
Ενώ όσον αφορά τον χαρακτήρα της κυβέρνησης του ΑΑΔΜ,
σημειώνει: «Το ΑΑΔΜ από την άποψη του χαρακτήρα κράτους θα οικοδομήσει ένα άλλο
κράτος. Ένα επαναστατικό κράτος που, όπως έχουμε αναφέρει πολλές φορές από τα
άρθρα μας στη «Νέα Σπορά», δε θα είναι ένα αστικό κράτος, αλλά δε θα είναι και
η δικτατορία του προλεταριάτου. Θα είναι ένα κράτος, το οποίο θα αντιστοιχεί
–προσαρμοσμένη στις σημερινές συνθήκες- στη λενινιστική θέση για τη
«δημοκρατική δικτατορία της εργατικής τάξης και της αγροτιάς», ένα κράτος
«τύπου Κομμούνας».
Η «ΝΣ» θεωρεί λοιπόν ότι μπορεί να υπάρξει «επαναστατική
αλλαγή» χωρίς ταυτόχρονα να έχουμε αυτό που χαρακτηρίζει ως «άμεσο σοσιαλισμό»,
χωρίς δηλαδή κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής στην οικονομία
και οικοδόμηση των νέων θεσμών του εργατικού κράτους στο εποικοδόμημα. Ρητά
σημειώνει ότι η «επαναστατική αλλαγή» δε συνεπάγεται τη δικτατορία του
προλεταριάτου. Η αστική τάξη έχει εκδιωχθεί, η «εργατική τάξη και οι σύμμαχοί
της» έχουν καταλάβει την εξουσία, αλλά παρόλα αυτά ο χαρακτήρας του κράτους δεν
είναι αυτός της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Για να αιτιολογήσει αυτούς τους θεωρητικούς και λεκτικούς
ακροβατισμούς, η «ΝΣ» προχωρά σε δύο λαθροχειρίες: η πρώτη λαθροχειρία έγκειται
στην επίκληση της στρατηγικής επεξεργασίας της «επαναστατική δικατορίας του
προλεταριάτου και της αγροτιάς» στην οποία είχε προχωρήσει ο Λένιν και οι
μπολσεβίκοι το 1905, σε συνθήκες που δεν είχε διαμορφωθεί το αστικό κράτος και
υπήρχε ακόμα τσαρική εξουσία. Παρά το γεγονός ότι ο Λένιν άλλαξε αυτή τη
στρατηγική επεξεργασία μετά από την επανάσταση του Φλεβάρη του 1917 και τη
συγκρότηση του αστικού κράτους θεωρώντας την ξεπερασμένη, η «ΝΣ» τη θεωρεί
ακόμα ισχύουσα –έναν αιώνα μετά- σε συνθήκες συγκροτημένου εδώ και πολλές
δεκαετίες αστικού κράτους.
Η δεύτερη λαθροχειρία έχει να κάνει με το «κράτος τύπου
Κομμούνας». Ο Λένιν χρησιμοποίησε αυτόν τον όρο για να περιγράψει ακριβώς τα
νέα χαρακτηριστικά που φέρνει μαζί της η οικοδόμηση του εργατικού κράτους σε
αντιδιαστολή με το αστικό. Τον χρησιμοποίησε για να περιγράψει τη δικτατορία
του προλεταριάτου και όχι σε αντιπαράθεση με αυτήν. Οι «μεταβατικές» στιγμές
του ιστορικού χρόνου που πιθανώς προκύψουν κατά το πέρασμα στο σοσιαλισμό και
οι αντίστοιχοι ελιγμοί σε συγκεκριμένες συνθήκες δεν πρέπει να συγχέονται με
τον χαρακτήρα της εξουσίας, ο οποίος δεν μπορεί παρά να είναι είτε δικτατορία
της αστικής τάξης, είτε δικτατορία του προλεταριάτου. Με αυτές τις δύο
λαθροχειρίες η «ΝΣ» προσπαθεί να εισάγει μια ενδιάμεση μορφή εξουσίας ανάμεσα
στην αστική και την εργατική.
Παρά τις επιμέρους διαφορές τους, και τα δύο παραπάνω
«σχήματα» αποδέχονται, πρώτον, ότι μπορούν να αναδειχθούν μέσω των αστικών
θεσμών πολιτικές δυνάμεις που έχουν στόχο την ανατροπή του καπιταλισμόυ και,
δεύτερον, ότι η κατάκτηση της αστικής κυβέρνησης από αυτές τις δυνάμεις μπορεί
να λειτουργήσει προς όφελος της επανάστασης..
Πριν μελετήσουμε κατά πόσο ισχύουν αυτές οι αποδοχές,
πρέπει να ξεκαθαριστεί ένα σημαντικό σημείο: Οι συγκεκριμένες ομάδες,
παρουσιάζουν τους εαυτούς τους, ως υπερασπιστές του Προγράμματος του 15ου
Συνεδρίου του ΚΚΕ. Στο ζήτημα της κυβέρνησης επικαλούνται μάλιστα, για να
στηρίξουν τις επεξεργασίες τους, μια φράση του Προγράμματος αυτού, σύμφωνα με
την οποία σε περίπτωση που η ταξική πάλη ανέβαινε σε πρωτοφανέρωτα επίπεδα και
τα αστικά κόμματα αποδυναμώνονταν, θα εμφανιζόταν η πιθανότητα σχηματισμού μέσω
εκλογών, κυβέρνησης με τμήματα των αντιμονοπωλιακών, αντιμπεριαλιστικών
δυνάμεων. Ας δούμε όμως πώς απαντά στην παραπάνω λαθροχειρία, η Εισήγηση του 19ου
Συνεδρίου του ΚΚΕ, που αναφέρεται στη συγκεκριμένη φράση: «Πολύ καθαρά γινόταν
λόγος όχι για επιδίωξη του ΚΚΕ και πολιτικό στόχο, αλλά για ενδεχόμενο να
αποκρυσταλλωθεί με αυτόν τον τρόπο η απότομη αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων,
για μια στιγμή, που μάλιστα υπογραμμιζόταν ότι αυτή δεν θα μπορούσε να κρατήσει
για πολύ, είτε θα ξέσπαγε ανοιχτά επαναστατική κατάσταση είτε θα γινόταν
πισωγύρισμα [...] γινόταν λόγος για κυβέρνηση αντιμονοπωλιακών
αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων και όχι για κυβέρνηση του ΑΑΔΜ, δεν αναφερόταν η
συμμετοχή του ΚΚΕ, ούτε η δέσμευση του ΚΚΕ, απέναντί της. Η μελέτη της
σοσιαλιστικής επανάστασης του 20ου αιώνα, η ωρίμανση του κόμματος,
το 18ο Συνέδριο ανέδειξε την ανάγκη να αποσαφηνιστεί προγραμματικά η
θέση του ΚΚΕ, στο ζήτημα των συμμαχιών, η σχέση του Κόμματος με τη Λαϊκή
Συμμαχία, η στάση του Κόμματος σε κυβερνήσεις στο έδαφος του καπιταλισμού, η
εξέλιξη της συμμαχίας σε επαναστατική κατάσταση [...] η φράση του 15ου
Συνεδρίου, που δεν είχε καμία σχέση με κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, βόλεψε
εκείνους που στηρίζουν πρόταση κυβέρνησης διαχείρισης, αφού βεβαίως διέστρεψαν
το περιεχόμενό της. Η προβολή ως στόχου, μιας κυβέρνησης στο έδαφος του
καπιταλισμού, έρχεται σε αντίθεση, αποπροσανατολίζει από το κύριο ζήτημα, που
είναι η καλλιέργεια της αντίληψης, σε ευρύτερες εργατικές λαϊκές μάζες, ότι
χρειάζεται όχι εναλλαγή διακυβέρνησης στο έδαφος της αστικής εξουσίας, αλλά η
αλλαγή τάξης στην εξουσία. Άλλωστε αυτό επιδίωξε να λύσει και η προβολή του
συνθήματος της Λαϊκής Εξουσίας από το 16ο Συνέδριο».
-Στην αυριανή ανάρτηση θα αντιγραφεί και θα
αναδημοσιευτεί το υποκεφάλαιο για τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες των δύο
οπορτουνιστικών ομάδων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου