Δύσκολες Μέρες
Γράφει η ofisofi //[Λένε πως τον παλιό καιρό ο πάτερ – Κοσμάς έκανε μια περιοδεία. Ήθελε να δει με τα ίδια του τα μάτια μήπως ο πιστός ξώκειλε απ’ το δρόμο του Θεού. Να ακούσει με τ’ αφτιά του αν η προσευχή του χριστιανού βγαίνει απ’ την καρδιά ή απ’ τα χείλη. Μαζί του, όπως πάντα, πήγαινε κι ο διάβολος. Και σ’ όλο το δρόμο τον πάλαιβε, όλο κι αλυχτούσε:
- Πάτερ – Κοσμά! πάτερ – Κοσμά! δος μου ένα κομμάτι γης για νάναι δικό μου.
Ο άγιος σούφρωνε τα φρύδια από παραξενιά, χάιδευε τα γένια του, τα τραβούσε λίγο από γινάτι κι απαντούσε:
- Όλη δική σου είναι!
- Δική μου και δική σου…Όλα δικά μας είναι. Αλλά…εγώ θέλω ένα κομμάτι καταδικό μου, να μην έχεις εσύ να κάνεις.
Πέρασαν βουνά και κάμπους, θάλασσες, ποτάμια και κάποτε ξεμπάρκαραν και σε τούτα τα μέρη. Ανέβηκαν σε μια ραχούλα. Ο άγιος άφησε τη ματιά του ήρεμη και χαϊδευτική να περπατήσει όλη την ορεινή περιοχή, απ’ το ένα ποτάμι ως το άλλο, κι απ’ το μικρό βουνό ως το μεγάλο. Οι ανθρώποι, μ’ όλο που είχαν μάθει τον ερχομό του αγίου, δε σήκωσαν κεφάλι απ’ το χώμα. Κι έσκυψε ο άγιος χαμηλά να του φέρει η γης του πιστού την προσευχή. Κι άκουσε κάτι σα βογγητό, κάτι σα θρήνο, κάτι σαν κατάρα πούβγαινε απ’ του πιστού τα στήθια καθώς παράδερνε στη μέγγενη του κόπου και του πόνου. Έσκυψε πιο χαμηλά, πιο καλά ν’ ακούσει. Κι άκουσε τα σπλάχνα της γης να βογγούν καθώς την έσφιγγε ο δουλευτής στα δυο του χέρια. Κι έκανε η ματιά του ένα γύρο από σπίτι σε σπίτι, από καλύβι σε καλύβι. Και δεν είδε τη λεχώνα που στράγγιξε, ξεράθηκε ο κόρφος της και δεν είχε γάλα να δόσει στο μωρό` δεν είδε το παιδάκι που χόρευε στο τζάκι απ’ τον πυρετό. Δεν είδε τη 17χρονη κοπέλα που χώθηκε στο λόγγο για να κρύψει τα κουρέλια της απ’ το διαβάτη` δεν είδε τη χτικιασμένη που έσκαβε, έφτυνε αίμα, βύζαινε και το παιδί` δεν είδε πως οι ζωντανοί δεν ξεχώριζαν απ’ τους πεθαμένους. Μα είδε πως δεν έκαιγαν καντήλια, και πως τα καντήλια δεν είχαν λάδι. Κι αναστέναξε ο άγιος. Κι ούτε ο διάβολος κατάλαβε αν ήταν από λύπη ή από θυμό. Έκανε μια βόλτα η ματιά του ακόμα, χάιδεψε τον τόπο απαλά, μπορεί και τους ανθρώπους, σήκωσε το χέρι αργά, επιβλητικά και δείχνοντας όλο αυτό το καυκί, είπε:
- Πάρτο! δικό σου είναι.
Κι έτσι ο τόπος έγινε διαβολότοπος]
Σ’ αυτό το σκληρό τόπο, το διαβολότοπο, η φτώχεια και η πείνα είναι η προέκτασή του. Οι άνθρωποι δεν γελούν, δεν χαίρονται γιατί η αγωνία για την επιβίωση τούς «κόβει και συντρίβει τα φτερά και την ορμή». Όλη τους η ζωή μέσα στη δυστυχία, στον καημό και στον πόνο.
Και σα δεν έφτανε τόση φτώχεια, ήρθαν ακόμη πιο δύσκολες μέρες με τον πόλεμο και τους κατακτητές να φέρνουν μαζί τους και τη σκλαβιά. «Πείνα και σκλαβιά. Και φούντωνε η πείνα και κάλπαζε ο χάροντας πάνω σε βαρβάτο άλογο και ταχύτερα απ’ την πείνα και το χάρο έτρεχε ο τρόμος και η αγωνία».
Οι άνθρωποι αγρίεψαν και τα ένστικτα φανερώθηκαν όσο και αν προσπαθούσαν να τα υποτάξουν. Κλέφτες, ληστές, μαυραγορίτες και προδότες σέρνονταν εδώ και εκεί και μεγάλωνε η πείνα και ο φόβος.
«Κι εκεί που η νύχτα έγινε θεοσκότεινη, γιατί ο ουρανός έμεινε χωρίς αστέρια και φεγγάρι, και κει που νόμιζες πως έσβησε μες στη στάχτη η σπίθα, τ’ αγέρι έφερε μια λέξη με τρία γράμματα: ΕΑΜ. Στην αρχή το κουτσομπόλεψαν στις ρούγες οι γριούλες, βάζοντας η μια στην άλλη να πάρει όρκο πως δε θα το πει παρέκει, έπειτα το είπαν στις εκκλησιές κρυφά – κρυφά, κατόπι στους μύλους και στα καφενεία, ώσπου το βροντολάλησαν τα χωνιά και τα τραγούδια απ’ όλες τις κορφές. Ζωντάνεψε η ελπίδα, πούλεγες πως έσβησε. Και σαν ακούστηκε η πρώτη τουφεκιά και δευτέρωσε και τρίτωσε…ε! τότε έγινε πυρκαγιά και πυρπόλησε τις ψυχές του κόσμου.»
Οι καρδιές φτερούγιζαν χαρούμενα στην ελπίδα της νέας μέρας, του ερχομού του καινούριου κόσμου «της δουλιάς και της αγάπης».
Όμως ο ήλιος δεν πρόλαβε να ανατείλει «Κι άξαφνα άστραψε, συννέφιασε, μαύρισε η ανατολή, έγινε ο ουρανός μολύβι και χάθηκεν ο ήλιος προτού να βγει. Μαρμάρωσε ο κόσμος` πάγωσε το χαμόγελο στ’ αχείλη των παιδιών` κρουστάλλιασαν τα δάκρυα καθώς κυλούσαν στα μαραγκιασμένα μάγουλα των γέρων` έμειναν ασάλευτα τα μπράτσα των νέων. Και δεν το χωρούσε ο νους ούτε η καρδιά. Και δεν μπορούσαν τ’ αχείλη να προφέρουν μια μονάχα φράση: « Ν ά ν α ι α λ ή θ ε ι α;!».
«Δύσκολες Μέρες» τιτλοφορείται το μυθιστόρημα του Κώστα Μπόση που εκδόθηκε το 1956 στη Ρουμανία από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις. Ακυκλοφόρητο στην Ελλάδα και σπάνιο βιβλίο. Τύχη αγαθή οδήγησε ένα αντίτυπό του από εκείνα τα πρώτα του 1956 στα χέρια μου.
Πρόκειται για τον α’ τόμο .
Ο Κώστας Μπόσης, δάσκαλος από το χωριό Χώσεψη (Κυψέλη) της Άρτας, μέλος του ΚΚΕ από νεαρή ηλικία, εξόριστος στον Αη – Στράτη, Ελασίτης μαχητής του ΔΣΕ και στη συνέχεια πολιτικός πρόσφυγας, αποδίδει με μεγάλη ρεαλιστικότητα, ζωντάνια και αφηγηματική δεινότητα τις μέρες που ακολούθησαν την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας μέχρι και την πρώτη εποχή της οργάνωσης του δεύτερου αντάρτικου. Αφηγείται την εποχή της τρομοκρατίας κυρίως στην ύπαιθρο και στα ορεινά χωριά αλλά και τη δράση των ληστοσυμμοριών εναντίον των εαμιτών, των μελών του ΚΚΕ και όσων τους υποστήριζαν ή τους βοηθούσαν.
Ζωντανεύει το κλίμα μιας τραγικής εποχής όπου το ΕΑΜ και το ΚΚΕ είναι τυπικά νόμιμα, αλλά διώκονται με κάθε τρόπο όσοι συμμετείχαν και ανέπτυξαν δράση μέσα από τις γραμμές τους. Η ατμόσφαιρα είναι ζοφερή. Το ξύλο, οι επιδρομές σε σπίτια, γραφεία και χωριά καθώς και οι δολοφονικές απόπειρες εντάσσονται στην καθημερινότητα των αριστερών και των κομμουνιστών. Οι συλλήψεις, οι φυλακίσεις και τα βασανιστήρια από τους ληστοσυμμορίτες και τους εθνοφύλακες εντείνονται σε συνδυασμό με τις προβοκάτσιες και τις στημένες δίκες που έχουν στόχο να αποδεκατίσουν το κίνημα και να εξουδετερώσουν κάθε μορφή αντίδρασης προκειμένου οι διάφοροι παράγοντες να δείξουν ότι υπάρχει κράτος και η περίοδος της αναρχίας τελείωσε. Παράλληλα παρουσιάζει την ταυτότητα αυτού του κράτους, πίσω από το οποίο δραστηριοποιούνται πρώτα οι Βρετανοί και μετά οι Αμερικάνοι. Σε πρώτο πλάνο οι συνεργάτες τους, διάφοροι παράγοντες, που έχουν ήδη αρχίζει το μεγάλο φαγοπότι με την εισαγώμενη βοήθεια και ερωτοτροπούν με την εξουσία. Αυτοί λοιπόν θέλοντας να δείξουν πόσο σέβονταν τα αφεντικά τους εξαπολύουν ανηλεές ανθρωποκυνηγητό στα χωριά για να συλλάβουν αγωνιστές, κλέβουν, βιάζουν, βασανίζουν, σκοτώνουν όποιον θεωρούν συνεργάτη των εαμιτών και των κομμουνιστών ή υποπτεύονται ότι τους βοηθούν.
Μέσα από τους ζωντανούς διαλόγους αλλά και τις πολύ παραστατικά αποδοσμένες σκέψεις των αγωνιστών που διώκονται και την ψυχολογική τους κατάσταση ο Κώστας Μπόσης μάς μεταφέρει την αγωνία, την ένταση, το παράπονο και την πίκρα τους για όσα συνέβησαν από το Δεκέμβρη του 1944 μέχρι τις μέρες που περιγράφει.
Στο βουνό κρύβονται κυνηγημένοι αντάρτες και σύντροφοι. Από τα στόματά τους ακούγονται επικριτικά σχόλια τόσο για την παράδοση των όπλων όσο και για τη στάση του Κόμματος. Στην πόλη και στα χωριά άλλοι προσπαθούν να συντονίσουν κάποια αντίδραση, να έρθουν σε επαφή με τον κομματικό μηχανισμό, να προσπαθήσουν να αλλάξει η κατάσταση.
Το Κόμμα δεν θέλει έναν εμφύλιο, η θέση του είναι να υπάρξει συμφιλίωση, να πείσουν τους εδεσίτες και να δείξουν ποιοι είναι εκείνοι που σπρώχνουν την πατρίδα στον εμφύλιο με το κυνηγητό, τις διώξεις και τις θηριωδίες που διαπράττουν.
Μέσα στις φυλακές ο αγώνας είναι ακόμη πιο δύσκολος. Οι αντιλήψεις των κομματικών είναι διαφορετικές μεταξύ τους σχετικά με την οργάνωση του αγώνα και την καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης. Από την άλλη οι κρατούμενοι έχουν να αντιμετωπίσουν την τακτική της διάσπασης που ακολουθεί η διοίκηση των φυλακών.
Σε αυτές τις συνθήκες δεν είχαν όλοι τις ίδιες αντιστάσεις. Κάποιοι μάλιστα δεν είχαν καθόλου. Πολύ εύκολα μεταπήδησαν στην πλευρά του αντιπάλου και αυτή τη στάση τους την εξαργύρωσαν με χρήματα, δουλειά και θέσεις.
Ο Μπόσης δεν παρουσιάζει ωραιοποιημένες καταστάσεις, αλλά δίνει ανάγλυφα τους ανθρώπινους χαρακτήρες με τις αδυναμίες τους, τις κάθε είδους πιέσεις που δέχονταν και τις ιδεολογικές τους συγχύσεις.
Μέσα σε όλους αυτούς τους αδύναμους ανθρώπινους τύπους ξεχωρίζουν όμως οι ιδεολόγοι, οι ευαίσθητοι, οι μαχόμενοι κομμουνιστές. Αυτοί ζουν, δρουν, αγωνίζονται, ονειρεύονται, προσπαθούν να σταθούν όρθιοι, αντιστέκονται και θυσιάζονται. Η συντροφικότητα τούς δυναμώνει. Τέτοιοι είναι ο Θανάσης, η Λενιώ, η Μαρθούλα, ο μπαρμπα – Στέφος και ο Πέτρος Κορφιάτης, ο βασικός ήρωας του μυθιστορήματος.
Εδώ απολογείται στο δικαστήριο με την κατηγορία της απόπειρας δολοφονίας ενός αξιωματούχου τους καθεστώτος:
[…σηκώθηκε να απολογηθεί ο Πέτρος. Στην αίθουσα απλώθηκε απόλυτη ησυχία. Ο κόσμος στριμώχτηκε και ζύγωσε περισσότερο προς την έδρα του δικαστηρίου. Οι πιο πίσω σηκώνονταν στις μύτες των ποδιών τους κι άλλοι έγερναν τα κεφάλια τους δεξιά – αριστερά για να ακούν και να βλέπουν καλύτερα.
- Την «απόπειρα», κύριοι δικαστές, την έκανε μια απ’ τις δυο πολιτικές παρατάξεις και συγκεκριμένα εκείνη η παράταξη που είχε συμφέροντα απ’ αυτή. Τι συμφέρον όμως θα είχαμε εμείς;!.. Είχαμε στρατό και τον διαλύσαμε, είχαμε όπλα και τα παραδόσαμε…
Ο πρόεδρος έβγαλε τα γυαλιά, έσκυψε λίγο μπροστά από την έδρα και κοιτάζοντας τον Πέτρο αυστηρά είπε:
- Άκου να σου πω κατηγορούμενε…Άσε την προπαγάνδα, τους στρατούς και τα όπλα και μίλα για τον εαυτό σου…
- Δεν έχω καμιά διάθεση, κ. πρόεδρε, να κάνω προπαγάνδα. Θέλω να αποδείξω μόνο πως εμείς δεν κάναμε την « απόπειρα». Μέσα σε μισό χρόνο, ύστερ’ από τη Βάρκιζα, δεκάδες είναι οι δολοφονούμενοι εαμίτες, εκατοντάδες οι σακατεμένοι και οι ανάπηροι απ΄τα βασανιστήρια. Δε θα υπάρχει ούτε ένας οπαδός της αριστεράς που να μη δάρθηκε μια φορά. Κανένας δεν ξέρει πόσες είναι οι βιασμένες γυναίκες…Το δράμα της υπαίθρου είναι ασύλληπτο. Δεν μπορεί να το χωρέσει το μυαλό τ’ ανθρώπου. Οικογένειες ξεκληρίστηκαν… Αρπάχτηκαν περιουσίες. Βιάζουν και σφάζουν κοριτσάκια. Κόσμος τρελάθηκε απ’ τα βασανιστήρια, γυρίζει στα λόγγα και ουρλιάζει… Χάθηκε η ησυχία… Στα μάτια των ανθρώπων διαβάζεις τον τρόμο…
- Σταμάτα, κατηγορούμενε, σταμάτα, φώναξε αγριεμένος ο πρόεδρος. Εδώ δεν είναι βουλή, είναι δικαστήριο. Άμα πας στη βουλή μπορείς να βγάλεις όσους λόγους θέλεις. Μίλα για την υπόθεση που εκδικάζουμε.
- Αυτό προσπαθώ να κάνω κι εγώ κύριε πρόεδρε. Στο ίδιο χρονικό διάστημα ούτε μύτη, που λέει ο λόγος, της δεξιάς δε μάτωσε. Γιατί κάναμε και κάνουμε υπομονή και υποφέραμε τόσα. Κάνουμε υπομονή γιατί αγαπούμε την πατρίδα μας και δε θέλουμε να πάμε στον εμφύλιο πόλεμο. Γιατί αν θα φτάσουμε εκεί δε θα μείνει σπίτι που να μη μαυροφορεθεί και τα δάκρυα του λαού θα είναι το ίδιο πικρά σ’ όποια παράταξη κι αν ανήκει. Κι αφού αυτή είναι η πολιτική του κόμματός μας και στο αιματηρό αυτό όργιο δεν απαντήσαμε ούτε με τα ξύλα, τότε τι έννοια θα είχε να πάμε και να ρίξουμε τρεις πιστολιές σ’ έναν άνθρωπο, και μάλιστα να τις ρίξουμε στον αέρα; Αυτό ούτε παιδάκια – για να παίξουν – δε θα το έκαναν κι όχι ένα τέτιο κόμμα σαν το δικό μας. Η πολιτική του κόμματός μας είναι η καλύτερη απόδειξη πως εμείς δεν κάναμε την «απόπειρα» …]
Δύσκολες μέρες στην πόλη, στο χωριό, στη φυλακή, στο σπίτι. Χαφιέδες παντού, παρακολουθήσεις, συλλήψεις, στρατοδικεία και άγριες δολοφονίες αθώων ανθρώπων.
«- Θάρθει κάνας καιρός που οι άνθρωποι διαβάζοντας τα βιβλία ή ακούγοντας τους μεγαλύτερους να λένε ιστορίες θ’ απορούν και δεν θα πιστεύουν πως υπήρχε κάποια εποχή που σκότωναν αθώους ανθρώπους…»
Ακόμη και μέσα στις οικογένειες οι συγκρούσεις ήταν σκληρές. Ο ένας αδελφός στον ΕΛΑΣ και ο άλλος στους ληστοσυμμορίτες. Ανάμεσά τους ο πόνος και η αγωνία των γονιών.
Η τρομοκρατία οδηγεί στην δημιουργία και ανάπτυξη των πρώτων αντάρτικων ομάδων. Οι ελλείψεις σε πυρομαχικά και τρόφιμα είναι τεράστιες. Δεν υπάρχει όμως άλλος δρόμος. Αρχίζει νέα αντίσταση αλλά μέσα σε διαφορετικό κλίμα. Η περιγραφή των μαχών λεπτομερής και οδυνηρή αλλά με πείσμα και υπεράνθρωπη προσπάθεια. Η ζωή και ο θάνατος σε σφιχταγκάλιασμα.
[Τη νύχτα που έκαναν την πορεία Αλωνάκι – Μελίσσι ψιλόβρεχε. Το πρωί ξαστέρωσε και το βραδάκι ο ουρανός σκεπάστηκε με μαύρα – μολυβένια σύννεφα. Στο βάθος – βορειοδυτικά – φαινόταν μια λωρίδα σύννεφα, λεπτή στρωτή και γαλαζόμαυρη κολημένη στον ουρανό. Φυσούσε ένα αεράκι κρύο – φαρμάκι κι έλεγες πως από ώρα σε ώρα θα χιονίσει κι ας ήταν Απρίλης μήνας. Γύρα απ΄το χωριό ο εχθρός συγκέντρωσε δυνάμεις. Μόλις έπεσε το σκοτάδι λοξοδρόμησαν απ’ το μονοπάτι, γιατί δεν ήξεραν αν το σέλωμα το είχαν πιασμένο ή όχι, κι έφυγαν. Όσο ανέβαιναν τόσο το σκοτάδι πύκνωνε και δυνάμωνε το κρύο. Από νωρίς άρχισε να ψιλοβρέχει. Κι όσο προχωρούσε η νύχτα τόσο το νερό γινόταν χιόνι. Αρβύλες κανένας σχεδόν δεν είχε. Οι περισσότεροι φορούσαν τσαρούχια από γιδιές και προβιές κι άλλοι μόνο προπόδια. Τα ρούχα τους ήταν λυωμένα, ένας είχε μια παλιοφανέλα και δεν είχε πουκάμισο κι άλλος είχε πουκάμισο και δεν είχε φανέλα. Αντί για χιτώνια και κυλότες φορούσαν παντελόνια και σακάκια ντρίλινα. Κατά τα μεσάνυχτα ξέσπασε χιονοθύελλα. Ο αγέρας σφύριζε δαιμονισμένα στις κορφές, χτυπούσε με μανία τα τσουγκάρια κι άφηνε μια βαζούρα μες στις βαθιές χαράδρες. Το χιόνι κολούσε πάνω τους και γινόταν νερό, που πότιζε τα ρούχα ως το πετσί και περνούσε το κορμί ως το κόκαλο. Τα χέρια και τα πόδια πάγωσαν κι άρχισαν να ξενεύουν, να μην τα νιώθουν και τα δόντια να χτυπούν. Ανέβαιναν μπουσουλώντας και δεν έβλεπαν ούτε τη μύτη τους. Απ’ τον αυχένα κι έπειτα έγινε κατακλυσμός. Δυνάμωσε ο αγέρας και κινδύνευαν από στιγμή σε στιγμή να τους πάρει σαν πούπουλα. Ως την αυγή δεν προχώρησαν πάνω από 200 μέτρα. Το πρωί η χιονοθύελα δυνάμωσε κι απλώθηκε κάτω μακριά ως τον κάμπο και τα σκέπασε όλα με χιόνι, ως τη θάλασσα.
Τα μεσάνυχτα έφτασαν ξανά στο χωριό Αλωνάκι. Ήταν πεθαμένοι από την κούραση, το κρύο και την πείνα, και μόνο μια ελπίδα πως θα φτάνανε στο χωριό, θα έμπαιναν κάτω από στέγη, θα ξάπλωναν σε στεγνό και θα ξημέρωναν τους έδινε κουράγιο. Κι έτσι έσφιγγαν τα δόντια, στήλωναν στα πόδια και προχωρούσαν. Σ’ ένα διασελάκι, λίγο πιο δω απ’ τα πρώτα σπίτια, τους καρτερούσε η ομάδα, που είχε πάει για ανίχνευση. Και το τμήμα, αντί να μπει στο χωριό, έστριψε δεξιά κι άρχισε να κατεβαίνει την πλαγιά. Κρύωσαν οι καρδιές τους και κόπηκαν ολότελα τα γόνατα. Ένας ψίθυρος πιο κρύος κι απ’ το χιόνι πέταξε από στόμα σε στόμα: «στο χωριό έχει στρατό».
Χαμήλωσαν στη χαράδρα απέναντι απ’ το χωριό Μαυρόγκουρα και χώθηκαν σ’ ένα δασωμένο μέρος. Έψαξαν κι άλλοι βρήκαν σπηλιές, άλλοι μαζεύτηκαν στων ελατιών τις ρίζες και στριμώχτηκαν πλάτη με πλάτη, ο ένας δίπλα στον άλλον, για να ζεσταθούν και να ξημερώσουν, γιατί φωτιά δεν μπορούσαν ν’ ανάψουν.
Ολόγυρα χιόνι, κρύα νύχτα κι εχθρός, πείνα και κούραση. Δεν ήξεραν τι γίνεται δέκα μέτρα πιο πέρα. Εδώ να μείνουν δεν μπορούσανε και πού έχει πέρασμα δεν ήξεραν…]
Μικρές καθημερινές πράξεις αντίστασης στην τρομοκρατία από τους ανθρώπους της περιοχής τις περισσότερες φορές με τίμημα την ίδια τους τη ζωή είναι διάσπαρτες σε όλη την ιστορία.
Δυναμικές περιγραφές μαχών και ανθρώπινων καταστάσεων και συμπεριφορών δείχνουν από τη μια μεριά την αγριότητα και τη μετατροπή των ανθρώπων σε ύαινες που μπροστά τους βλέπουν μόνο θηράματα έτοιμα να τα κατασπαράξουν και να μετατρέψουν τη λεία τους σε εμπόρευμα. Έτσι συμπεριφέρονταν οι ληστοσυμμορίτες που περιφέρονταν με τα κομμένα κεφάλια των ανταρτών και πληρώνονταν με το κομμάτι. Από την άλλη προβάλλεται η αλληλεγγύη, η ανθρωπιά, η συντροφικότητα των ανταρτών.
Χωρίς βέβαια να λείπουν και τα περιστατικά των ανθρώπων που αρνούνται όχι μόνο να προσφέρουν τη βοήθειά τους από το φόβο μην τιμωρηθούν αυτοί και οι οικογένειές τους, αλλά είναι πρόθυμοι να καταγγείλουν τους κυνηγημένους στην αστυνομία.
[Όταν η Λενιώ τα διηγήθηκε αυτά στον Πέτρο και τούκανε παράπονο πως ο κόσμος χάλασε κείνος αποκρίθηκε:
- Οι τέτιες καταστάσεις, Λενιώ έχουν και τέτια πράματα. Πρέπει να πούμε πως περνούμε μια δύσκολη καμπή, ίσως τη δυσκολότερη. Αντί να κυνηγούμε τον εχθρό μάς κυνηγάει κι αυτό καταλαβαίνεις τι επίδραση έχει. Περίμενε ο κόσμος όπως το διψασμένο χώμα τη βροχή, όπως οι πρώτοι Χριστιανοί τη Λαμπρή… Πάθαμε ζημιές. Μεγάλες, μικρές… ποιος ξέρει! Τόσες μέρες τώρα ούτε μια ντουφεκιά δεν ακούστηκε. Βουβαμάρα ολόγυρα. Ο κόσμος πικράθηκε. Μερικοί φοβήθηκαν, άλλοι απογοητεύτηκαν κι άλλοι μούδιασαν και κουμπώθηκαν. Τέτια πράματα πάντα συμβαίνουν μόνο που πρέπει νάναι προσωρινά, γιατί αν γίνουν μόνιμη κατάσταση… Εμείς είμαστε κρυμμένοι μες στο λόγγο, κλεισμένοι σε μια σπηλιά και δεν ξέρουμε τι γίνετια παρέκει κι ούτε μπορούμε να μαντέψουμε πόσον καιρό θα είμαστε αποκομμένοι. Υπάρχει κίνδυνος η μοναξιά κι η απομόνωση να μας βάλουν κάτω και πρέπει ν’ αντιπαλαίψουμε. Πού θα βρούμε την ψυχική δύναμη, τη σωματική αντοχή; Από πού θα τα πάρουμε; Ποιος θα μας τη δόσει; Η Ρηνούλα, ο μπάρμπας της, ο νεολαίος που σου έδοσε τις κότες, ο μπάρμπα – Γρηγόρης… ο λαός. Τέσσερες βρίσκονται στο πλευρό μας κι ένας μόνο μάς γύρισε την πλάτη. Ο κόσμος δε χάλασε. Πάνω από δυο χρόνια τώρα καταπίνει τα δάκρυα, δένει τις πληγές του, μαζεύει μέσα του οργή και μίσος, ελπίζει και παλαίβει όπως μπορεί κι αύριο, πρέπει να ελπίζυμε, θάναι καλύτερα. Μ’ αν το αύριο θάναι χειρότερο – γιατί μπορεί να γίνει κι αυτό – το μεθαύριο θάναι οπωσδήποτε καλύτερο.]
Ο έρωτας δε λείπει από τη ζωή των πρωταγωνιστών. Άλλοτε ως μέσο παρελκυστικό, συμφεροντολογικό σαν του Βάγγου και της Μάχης και άλλοτε ως όνειρο και επιθυμία, ρομαντικός και ανεκπλήρωτος, λουλούδι που δεν προλαβαίνει να ανθίσει, όπως εκείνος της Λενιώς για τον συναγωνιστή της Περικλή και του Πέτρου για τη Μαρθούλα.
Τα πρόσωπα και τα γεγονότα τοποθετούνται μέσα σε περιβάλλον αστικό αλλά και ορεινό. Λεπτομερείς περιγραφές, χαρακτηριστικό της γραφής του Κώστα Μπόση, χρωματίζουν τα τοπία, αισθητοποιούν τον ήχο του ανέμου, τη βουή του νερού, το κελάηδημα των πουλιών, το κρώξιμο των αρπακτικών, τα αρώματα των φυτών, το ταξίδεμα των σύννεφων, τη δύναμη της βροχής, την απαλότητα του χιονιού. Ραχούλες, διάσελα, χαμηλά και ψηλά βουνά, κάμποι, ποτάμια, σπηλιές, δέντρα και θάμνοι αποκτούν μορφή.
Το περίγραμμα της πόλης που περιγράφει στην αρχή του μυθιστορήματος θυμίζει την Άρτα με το γεφύρι, το ποτάμι, τον κάμπο και στο βάθος τη θάλασσα. Λεμονιές, ελιές, ανθισμένοι κήποι. Οι δρόμοι που οδηγούν στα ορεινά, τα χωριά, οι αγροτικές δουλειές, τα σπίτια, οι άνθρωποι μοιάζουν βγαλμένα από την τοπιογραφία της ιδιαίτερης πατρίδας του Κώστα Μπόση.
Οι μορφές, οι κινήσεις και τα συναισθήματα των ανθρώπων ζωντανεύουν με δραματικό τρόπο.
Ανατριχιαστικές οι λεπτομέρειες των ξυλοδαρμών, των θηριωδιών και των δολοφονιών σε συνδυασμό με την απόδοση των πιο ακραίων και κτηνώδικων συμπεριφορών σε σημείο πρόκλησης πόνου και αισθήματος οδύνης.
Όλα αυτά συμβαίνουν πάντα μέσα σε μια φύση εκπληκτικής ομορφιάς, οργιαστικής δύναμης και ζωής σε αντίθεση με τις πράξεις και τις ζωές των ανθρώπων. Αυτές οι αντιθέσεις είναι επίσης από τους πιο εκφραστικούς τρόπους της γραφής του Μπόση.
Η γλώσσα πλούσια και εκφραστική, εμπλουτισμένη με λέξεις από την ντοπιολαλιά του συγγραφέα και προσαρμοσμένοι διάλογοι στα πρόσωπα και στους τόπους. Αν και θίγονται πολιτικά και κομματικά ζητήματα στους διαλόγους και σε διάφορους σχολιασμούς ο λόγος δεν είναι ξύλινος ούτε και ψυχρός. Είναι ανθρώπινος, ευαίσθητος, τρυφερός, συμβολικός ή σκληρός και τραχύς ανάλογα με τους ανθρώπινους τύπους που τον χρησιμοποιούν.
Το τέλος του α’ τόμου αφήνει να εννοηθεί ότι υπάρχει συνέχεια. Άγνωστο αν υπήρξε.
Πόσο άραγε κόστισε η λευτεριά; Με τι μέτρο μπορούν να μετρηθούν οι θυσίες; Τι να αισθάνονταν αυτοί οι άνθρωποι και πώς έβλεπαν το μέλλον τους μέσα σε αυτή τη μαύρη εποχή; Ο Κώστας Μπόσης δίνει την απάντηση με τις σκέψεις του Πέτρου Κορφιάτη:
[Κατά τη βρυσούλα τη μοναχική – μεσάνυχτα θα είναι – ανεβαίνει κάποιος. Κουτσαίνει, κοντανασαίνει, κοντοστέκεται και ξανασαίνει. Κάθεται στο πεζούλι. Το νεράκι πέφτει απ’ την ξυλένια κάνουλα μουρμουριστά και τρέχει στην πλαγιά ανάμεσα σε χαλίκια και χορτάρια. Ατάραχος στέκει ο γέρο – πλάτανος, μόνο τα φύλλα του σαν κάτι να μουρμουρίζουν με του βουνού τ’ αγέρι. Τα έλατα πιο κει, στέκουν ορθά στητά και πότε – πότε γέρνουν τις κορφές αλαφρά και σιγοκουβεντιάζουν. Μοσχοβολάει ο αγέρας από ρετσίνι, ρίγανη, θυμάρι και φρεσκοκομμένο χόρτο. Κάποιος ασβός έπεσε σε παγίδα και σκούζει. Αντηχάει ολόγυρα των τριζονιών η μουσική. Τα χωριουδάκια στις πλαγιές, στις ρεματιές, σκόρπια εδώ κι εκεί, κοιμούνται τυλιγμένα στη νυχτερινή σιγαλιά.
Τσακισμένο είναι το κορμί. Πικραμένη, μα περήφανη η ψυχή. Κι απ’ του μυαλού τη στράτα χείμαρος διαβαίνει η ζωή. Αξέχαστες μορφές που χάθηκαν, αγαπημένα πρόσωπα που παλαίβουν, αγάπες και μίση, χαρά και πόνος, λαχτάρες, πόθοι και καημοί. «Μας πήραν το ψωμί, μουρμουρίζει, τον ήλιο, τον αγέρα… τον ύπνο, τη χαρά και τη γαλήνη… Κούρσεψαν τα χωριά μας… Έσφαξαν τα παιδιά μας… Βίασαν τις γυναίκες, τις αδερφές μας… Σκότωσαν… Πόσα δάκρυα, πόσο αίμα, πόσες θυσίες… Κόλαση φριχτή έκαναν τη ζωή μας… Μα του λαού την ψυχή δεν κατάφεραν να την πατήσουν… Σε βουνοκορφές και βαθίσκιωτα δάση, σε χωριά και πολιτείες, σε μπουντρούμια και σε ξερονήσια στέκη αγέρωχη… Δύσκολες μέρες… μα θάρθουν και χαρούμενες».]
Κ. Μπόση, Δύσκολες Μέρες, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1956
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου