Δεν αλλάζει ο εκμεταλλευτικός χαρακτήρας του συστήματος
Ο
ισχυρισμός της συγκυβέρνησης ότι η «κοινωνική οικονομία» αποτελεί ένα
«διαφορετικό μοντέλο οικονομίας», είναι πέρα για πέρα έωλος. Οποιαδήποτε
επιχείρηση, όποια μορφή και αν έχει, από τη στιγμή που λειτουργεί μέσα
στο πλαίσιο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, υπόκειται στις
νομοτέλειές του. Το κυνήγι του μεγαλύτερου δυνατού κέρδους είναι όρος
επιβίωσης για οποιαδήποτε επιχείρηση στον καπιταλισμό.
Ανεξάρτητα από το αν μια επιχείρηση είναι κρατική, ιδιωτική ή συνεταιριστική, οι παραγωγικές σχέσεις παραμένουν εκμεταλλευτικές. Ετσι, και στις συνεταιριστικές επιχειρήσεις έχουμε παραγωγή αξίας και υπεραξίας, έχουμε εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης των εργαζομένων.
Βέβαια, δεν θα φτάσουν όλες οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις στο μέγεθος της «Mondragon», που περιγράφουμε στο σχετικό παράδειγμα, πολύ περισσότερο στην Ελλάδα, όπου οι δυνατότητες και το μέγεθος της οικονομίας της είναι πολύ μικρότερα από αυτό της Ισπανίας, τόσο στη μεταξύ τους σύγκριση, όσο και σε σχέση με τις άλλες καπιταλιστικές οικονομίες που συμμετέχουν στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη.
Αλλες «συνεταιριστικές επιχειρήσεις» θα παίζουν ρόλο συμπληρωματικό στα μονοπώλια, άλλες δε θα επιβιώσουν ούτε ώρα στον ανταγωνισμό και άλλες μπορεί να αναπτυχθούν. Οι «μοίρα» τους, δηλαδή, είναι ίδια με τη μοίρα όλων των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Η ιδιαιτερότητα των συνεταιριστικών επιχειρήσεων είναι ότι σε κάποιο βαθμό οι εργαζόμενοι είναι ταυτόχρονα και εργοδότες του εαυτού τους. Ισχύει δηλαδή ό,τι ισχύει και για τον αυτοαπασχολούμενο ατομικό ιδιοκτήτη μέσων παραγωγής.
Ακόμα πιο πέρα: Ολες οι οικονομικές δραστηριότητες, που πραγματοποιούνται μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού, είναι ενταγμένες στη συνολική διαδικασία της διευρυμένης αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου και δεν αναιρούν την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από την τάξη των καπιταλιστών. Δηλαδή, ο χαρακτήρας του κοινωνικοοικονομικού συστήματος δεν μεταβάλλεται ανάλογα με το πόσες συνεταιριστικές επιχειρήσεις λειτουργούν στο πλαίσιο μιας οικονομίας.
Κι αυτό επειδή η λειτουργία μιας οποιασδήποτε ξεχωριστής επιχείρησης, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος, προδικάζει τη συμμετοχή της στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου συνολικά, ανεξάρτητα από τη θέληση των λιγότερων ή περισσότερων ιδιοκτητών της, ανεξάρτητα από την ειδική μορφή που έχει η κάθε επιχείρηση.
Επίσης, το εργοστάσιο του συνεταιρισμού δεν απαλλάσσεται από την έκθεσή του στον ανταγωνισμό, από την αναγκαιότητα να είναι κερδοφόρο, να είναι ανταγωνιστικό στον ενδοκλαδικό ανταγωνισμό και μάλιστα σε συνθήκες εργασιακής ζούγκλας, με μεροκάματα πείνας.
Επομένως, με την προώθηση της «κοινωνικής οικονομίας», οι πολιτικοί εκπρόσωποι των κεφαλαιοκρατών προσπαθούν να αποπροσανατολίσουν την εργατική τάξη. Είναι βολικό για την αστική εξουσία, οι εργάτες να εγκλωβίζονται σε απομονωμένες και απέλπιδες πολλές φορές προσπάθειες επαναλειτουργίας χρεοκοπημένων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, με στόχο να επιβιώσουν, να βρουν μια προσωρινή διέξοδο από την ανεργία και την ακραία φτώχεια, την ώρα που στους στρατηγικούς κλάδους της παραγωγής κυριαρχούν μεγάλοι μονοπωλιακοί όμιλοι.
Σε τελική ανάλυση, τέτοιου είδους εγχειρήματα προάγουν το συμβιβασμό με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, με την εκμετάλλευση, την άρνηση της αναγκαιότητας της πολιτικής πάλης της εργατικής τάξης για την κατάληψη της εξουσίας. Ευνοούν τον περιορισμό σε μια λογική αναδιανομής, που, τόσο στο παρελθόν και πολύ περισσότερο σήμερα, δεν μπορεί να εξασφαλίσει ούτε στο ελάχιστο την άμβλυνση του βαθμού εκμετάλλευσης.
Ανεξάρτητα από το αν μια επιχείρηση είναι κρατική, ιδιωτική ή συνεταιριστική, οι παραγωγικές σχέσεις παραμένουν εκμεταλλευτικές. Ετσι, και στις συνεταιριστικές επιχειρήσεις έχουμε παραγωγή αξίας και υπεραξίας, έχουμε εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης των εργαζομένων.
Βέβαια, δεν θα φτάσουν όλες οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις στο μέγεθος της «Mondragon», που περιγράφουμε στο σχετικό παράδειγμα, πολύ περισσότερο στην Ελλάδα, όπου οι δυνατότητες και το μέγεθος της οικονομίας της είναι πολύ μικρότερα από αυτό της Ισπανίας, τόσο στη μεταξύ τους σύγκριση, όσο και σε σχέση με τις άλλες καπιταλιστικές οικονομίες που συμμετέχουν στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη.
Αλλες «συνεταιριστικές επιχειρήσεις» θα παίζουν ρόλο συμπληρωματικό στα μονοπώλια, άλλες δε θα επιβιώσουν ούτε ώρα στον ανταγωνισμό και άλλες μπορεί να αναπτυχθούν. Οι «μοίρα» τους, δηλαδή, είναι ίδια με τη μοίρα όλων των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Η ιδιαιτερότητα των συνεταιριστικών επιχειρήσεων είναι ότι σε κάποιο βαθμό οι εργαζόμενοι είναι ταυτόχρονα και εργοδότες του εαυτού τους. Ισχύει δηλαδή ό,τι ισχύει και για τον αυτοαπασχολούμενο ατομικό ιδιοκτήτη μέσων παραγωγής.
Ακόμα πιο πέρα: Ολες οι οικονομικές δραστηριότητες, που πραγματοποιούνται μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού, είναι ενταγμένες στη συνολική διαδικασία της διευρυμένης αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου και δεν αναιρούν την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από την τάξη των καπιταλιστών. Δηλαδή, ο χαρακτήρας του κοινωνικοοικονομικού συστήματος δεν μεταβάλλεται ανάλογα με το πόσες συνεταιριστικές επιχειρήσεις λειτουργούν στο πλαίσιο μιας οικονομίας.
Κι αυτό επειδή η λειτουργία μιας οποιασδήποτε ξεχωριστής επιχείρησης, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος, προδικάζει τη συμμετοχή της στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου συνολικά, ανεξάρτητα από τη θέληση των λιγότερων ή περισσότερων ιδιοκτητών της, ανεξάρτητα από την ειδική μορφή που έχει η κάθε επιχείρηση.
Εγκλωβίζουν τους εργαζόμενους
Οι
εργάτες δεν «απελευθερώνονται» από την καπιταλιστική εκμετάλλευση και
ό,τι αυτή σημαίνει (κρίσεις, απολύσεις, συμπίεση μισθολογικών και
εργασιακών δικαιωμάτων κ.ά.) μέσω της αυτοδιαχείρισης χρεοκοπημένων
επιχειρήσεων, όπως προσπαθεί να το παρουσιάσει η κυβέρνηση. Αντίθετα,
γίνονται οι ίδιοι ως εργοδότες του εαυτού τους και των άλλων πιο
επιρρεπείς σε υποχωρήσεις αναφορικά με τους όρους δουλειάς και αμοιβής.Επίσης, το εργοστάσιο του συνεταιρισμού δεν απαλλάσσεται από την έκθεσή του στον ανταγωνισμό, από την αναγκαιότητα να είναι κερδοφόρο, να είναι ανταγωνιστικό στον ενδοκλαδικό ανταγωνισμό και μάλιστα σε συνθήκες εργασιακής ζούγκλας, με μεροκάματα πείνας.
Επομένως, με την προώθηση της «κοινωνικής οικονομίας», οι πολιτικοί εκπρόσωποι των κεφαλαιοκρατών προσπαθούν να αποπροσανατολίσουν την εργατική τάξη. Είναι βολικό για την αστική εξουσία, οι εργάτες να εγκλωβίζονται σε απομονωμένες και απέλπιδες πολλές φορές προσπάθειες επαναλειτουργίας χρεοκοπημένων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, με στόχο να επιβιώσουν, να βρουν μια προσωρινή διέξοδο από την ανεργία και την ακραία φτώχεια, την ώρα που στους στρατηγικούς κλάδους της παραγωγής κυριαρχούν μεγάλοι μονοπωλιακοί όμιλοι.
Σε τελική ανάλυση, τέτοιου είδους εγχειρήματα προάγουν το συμβιβασμό με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, με την εκμετάλλευση, την άρνηση της αναγκαιότητας της πολιτικής πάλης της εργατικής τάξης για την κατάληψη της εξουσίας. Ευνοούν τον περιορισμό σε μια λογική αναδιανομής, που, τόσο στο παρελθόν και πολύ περισσότερο σήμερα, δεν μπορεί να εξασφαλίσει ούτε στο ελάχιστο την άμβλυνση του βαθμού εκμετάλλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου