Εκπλήσσει
η ευχέρεια, με την οποία η Αριστερά υιοθετεί γλωσσικά –χωρίς αναστόχαση
και με αφελή άγνοια των πραγμάτων– αστικά ιδεολογήματα, όπως «λιτότητα»
«μεταρρυθμίσεις», «εσωτερική υποτίμηση», «διαρθρωτικές αλλαγές»,
«ανθρωπιστική κρίση», «πρωτογενές πλεόνασμα».
Οι
καπιταλιστές και οι εκφραστές των συμφερόντων τους και των απόψεών τους
έχουν κάθε λόγο να ονομάζουν τις περικοπές μισθών, συντάξεων και
κοινωνικών δημοσίων δαπανών προς όφελος των καπιταλιστών «λιτότητα»,
διότι το «λιτότητα», το οποίο υποδηλοί και «συμμάζεμα» και
«νοικοκύρεμα», ηχεί στα αυτιά των εργαζομένων, των συνταξιούχων και των
ωφελούμενων από τις κοινωνικές δαπάνες του Δημοσίου ασφαλώς αθωότερα από
την ωμή κατονομασία των παραπάνω περικοπών.
Η
λέξη «μεταρρύθμιση» ήταν, εάν ακόμη ενθυμείσθε, θετικά φορτισμένη όχι
μόνον για τους προοδευτικά σκεπτόμενους, αλλά σχεδόν για όλους τους
ανθρώπους. Χρησιμοποιήθηκε όμως από τους καπιταλιστές και από τους
δικούς τους για να δώσουν μια συνοπτική γλωσσική έκφραση στην διάλυση
των εργασιακών σχέσεων, στην ασυδοσία των καπιταλιστών στην αγορά
εργασίας, στην προλεταριοποίηση των αυτοαπασχολούμενων, δηλ. στην
μετατροπή τους σε μισθωτούς εργαζόμενους υπαγμένους στο κεφάλαιο, στην
προσπάθεια ιδιωτικοποίησης της δημόσιας παιδείας (ιδίως της ανώτατης),
της διάλυσης του συστήματος της δημόσιας υγείας και άλλων συναφών.
Οι
«διαρθρωτικές αλλαγές» σημαίνουν την εκποίηση ή εκχώρηση δημόσιας
περιουσίας, δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών καθώς και οικονομικών
λειτουργιών του Δημοσίου στους καπιταλιστές.
Όλοι
γνωρίζουμε τι είναι η υποτίμηση, δηλ. η υποτίμηση του εθνικού
νομίσματος. Κατά την υποτίμηση του εθνικού νομίσματος μεταβάλλονται οι
ισοτιμίες του τελευταίου έτσι, που τώρα χρειάζεται κανείς ένα μεγαλύτερο
ποσό εθνικού νομίσματος για να αγοράσει μια μονάδα καθενός άλλου
εθνικού νομίσματος. Στην πραγματικότητα μεταβάλλεται η ισοτιμία του
εθνικού νομίσματος προς το κυρίαρχο στις διεθνείς συναλλαγές νόμισμα,
δηλ. το δολλάριο. Μέσω αυτής της μεταβολής μεταβάλλονται και οι
ισοτιμίες του εθνικού νομίσματος προς όλα τα άλλα εθνικά νομίσματα.
Αυτήν την μεταβολή της ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος προς το δολλάριο
την επιτυγχάνει η Κεντρική Τράπεζα, αγοράζοντας και πουλώντας
οποιαδήποτε ποσό δολλαρίων στην νέα ισοτιμία.
Γιατί
υποτιμάται ένα νόμισμα; Για να αυξηθεί η ζήτηση του Εξωτερικού για τα
προϊόντα που παράγονται στο Εσωτερικό (εξαγωγές), αφού συνεπεία της
υποτίμησης θα μειωθούν οι τιμές τους, και για να μειωθεί η ζήτηση του
Εσωτερικού για προϊόντα του Εξωτερικού (εισαγωγές), αφού συνεπεία της
υποτίμησης θα αυξηθούν οι τιμές τους. Και τα δυο αυτά, εάν επισυμβούν,
οδηγούν σε αύξηση του εθνικού προϊόντος και σε μείωση του ελλείμματος ή,
αντιστοίχως, σε αύξηση του πλεονάσματος του ισοζυγίου των εμπορικών
συναλλαγών της χώρας. Στην χώρα μας, επειδή τώρα πλέον εθνικό νόμισμα
δεν είναι η δραχμή, αλλά το ευρώ, δεν υπάρχει η δυνατότητα υποτίμησης
του εθνικού νομίσματος με απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης.
Λέγεται
ότι μειώσεις μισθών μειώνουν τις τιμές των εγχωρίως παραγομένων
προϊόντων και συνεπώς αυξάνουν την ζήτηση του Εξωτερικού για αυτά τα
προϊόντα και συνεπώς τις εξαγωγές και το εθνικό προϊόν. Συγχρόνως
μειώνουν την ζήτηση για τα εμπορεύματα του Εξωτερικού και συνεπώς τις
εισαγωγές. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τα παραπάνω, οι μειώσεις μισθών
αυξάνουν το εθνικό προϊόν και μειώνουν το έλλειμμα ή αυξάνουν το
πλεόνασμα του εμπορικού ισοζυγίου, δηλ. έχουν τα ίδια αποτελέσματα με
μια αντίστοιχη υποτίμηση του εθνικού νομίσματος. Να λοιπόν: Τι μείωση
μισθών και κουραφέξαλα! Απλώς για μια οιονεί υποτίμηση του εθνικού
νομίσματος πρόκειται — για μιά «εσωτερική υποτίμηση». Δεν ηχεί ωραία;
Ωραίο
ιδεολόγημα είναι κι αυτό με την «ανθρωπιστική κρίση». Το «ανθρωπιστική
κρίση» υποκαθιστά το «οικονομική κρίση», όσον αφορά τις επιπτώσεις της
οικονομικής κρίσης στα οικονομικώς και κοινωνικώς κατώτερα στρώματα του
πληθυσμού, δηλ. στους «ανθρώπους». Το «ανθρωπιστική κρίση» υποκαθιστά το
«οικονομική κρίση».Το «οικονομική κρίση» προτρέπει αυτονοήτως στην
αναζήτηση των αιτίων της κρίσης στην οικονομία. Το «ανθρωπιστική κρίση»
παραπέμπει σε λιμούς, λοιμούς, σεισμούς, καταποντισμούς. Ή σε
τιμωρητικές ενέργειες του Κυρίου του είδους «Και έκανε θραύσιν ο Κύριος
και έθραυσεν χιλιάδας δέκα», όπως διαβάζουμε στην Παλαιά Διαθήκη.
Το
«ανθρωπιστική κρίση» είναι πολύ πιο βολικό από εκείνο το «οικονομική
κρίση». Διότι, ενώ το πρώτο παραπέμπει στην φύση ή στον Κύριον, το
δεύτερο υπενθυμίζει, όπως λέει ο Brecht, ότι σήμερα η μοίρα του ανθρώπου
είναι ο άνθρωπος, δηλ.την κρίση την προκάλεσαν και την συντηρούν
άνθρωποι.
Και
πώς έχει το πράγμα με εκείνα τα διαβόητα «ανθρώπινα δικαιώματα»; [1]
Είναι κάτι σαν τα δικαιώματα των ζώων, των σκύλων π.χ., μιά και ζούμε
μεταξύ πολλών φίλων αυτών των αξιαγάπητων τετράποδων. Όπως τα δικαιώματα
των ζώων προϋποθέτουν την διάκριση μεταξύ ανθρώπων και ζώων, έτσι και
τα «ανθρώπινα δικαιώματα» προϋποθέτουν την διάκριση μεταξύ πολιτών και
«ανθρώπων», δηλ. μεταξύ πολιτών και διαφόρων ειδών αναξιοπαθούντων. Έτσι
για να το πούμε σχηματικά: Για τα «ανθρώπινα δικαιώματα»
των «λαθρομεταναστών», των φυλακισμένων, των ρομά, των αστέγων, των
ανέργων, των απόρων, δηλ. των «ανθρώπων», πρόκειται όχι για τα
δικαιώματα τα δικά σου και των ομοίων σου, δηλ. όχι για δικαιώματα των
αστών πολιτών, — σ΄αυτούς τους τελευταίους αρκούν τα δικαιώματα του
πολίτη. Δικαίωμα στην εργασία, δηλ. στην μισθωτή εργασία, δεν υπάρχει
βέβαια. Πολλοί όμως ομιλούν με ζέση για το δικαίωμα στην εργασία ως για
ανθρώπινο δικαίωμα. Αναλογιστείτε λοιπόν προς στιγμήν όχι τον άνεργο,
αλλά τον κ. Κόκκαλη ή κάποιον όμοιόν του ως φορέα αυτού του ανθρώπινου
δικαιώματος!
Και ερχόμαστε, τέλος και σ΄εκείνο το διαβόητο «πρωτογενές πλεόνασμα».
O
Πρωθυπουργός δήλωσε επανειλημμένα ότι θα μοιράσει εν είδει κοινωνικού
μερίσματος το 70% του πρωτογενούς πλεονάσματος του έτους 2013 σε θύματα
της οικονομικής του πολιτικής.
Το
τρίτο Μνημόνιο επιβάλλει στην ελληνική κυβέρνηση να επιτυγχάνει κάθε
έτος μέχρι το 2016 ένα ορισμένο πρωτογενές πλεόνασμα. Επίσης προβλέπει
ότι, αν σε ένα έτος η κυβέρνηση επιτύχει ένα πρωτογενές πλεόνασμα
μεγαλύτερο του επιβεβλημένου, τότε μπορεί το επόμενο έτος να δαπανήσει
ποσό ίσο μέχρι το 70% της διαφοράς μεταξύ του επιτευχθέντος και του
επιβεβλημένου πρωτογενούς πλεονάσματος πέραν των άλλως επιτρεπομένων από
το Μνημόνιο δαπανών. Για το έτος 2013 το επιβεβλημένο πρωτογενές
πλεόνασμα είναι, σύμφωνα με το Μνημόνιο, «τουλάχιστον» ίσο με μηδέν.[2]
Συνεπώς η, σύμφωνα με το Μνημόνιο και αν αγνοήσουμε αυτό το παραπάνω
«τουλάχιστον», η κυβέρνηση δύναται να δαπανήσει το 2014 πέραν των άλλως
από το Μνημόνιο επιτρεπομένων δαπανών και ποσό ίσο μέχρι το 70% της
προαναθερθείσας διαφοράς μεταξύ επιτευχθέντος και του ίσου με μηδέν
επιβεβλημένου πρωτογενούς πλεονάσματος για το έτος 2013.
Η
αξιωματική αντιπολίτευση αμφισβητεί το ύψος του πρωτογενούς
πλεονάσματος που δίνει κατά καιρούς στην δημοσιότητα η κυβέρνηση,
αντιτείνει στον ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι το 2013 θα έχουμε
πρωτογενές πλεόνασμα, πως ναι μεν θα έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα το
2013, αλλά αυτό θα είναι αποτέλεσμα περικοπών στους μισθούς, στις
συντάξεις και στις κοινωνικές δαπάνες του Δημοσίου και όχι αποτέλεσμα
οικονομικής ανάπτυξης και, τέλος, δηλώνει ότι, όταν ανέλθει στην
εξουσία, θα επιδιώξει να αυξήσει το πρωτογενές πλεόνασμα.
Τι
είναι όμως αυτό το πρωτογενές πλεόνασμα; Πριν απαντήσουμε σε αυτό το
ερώτημα, θεωρούμε αναγκαίο να εκθέσουμε ορισμένα πράγματα για τα έσοδα
και τις δαπάνες του Δημοσίου.
Οι
δαπάνες του Δημοσίου αποτελούνται από τις δαπάνες του Δημοσίου για
μισθούς, για αγαθά και υπηρεσίες και για πληρωμή τόκων. Τα έσοδα του
Δημοσίου αποτελούνται από τα έσοδά του από φόρους, δασμούς, τέλη και
κέρδη από τις δημόσιες επιχειρήσεις, δηλ από τα λεγόμενα τακτικά έσοδα
του, και από τα έσοδα από καθαρό δανεισμό. [3] Δημοσιοοικονομικό
έλλειμμα ονομάζουμε την αρνητική διαφορά μεταξύ των τακτικών εσόδων και
των συνολικών δαπανών, δηλ. των δαπανών για μισθούς, αγαθά και υπηρεσίες
και για πληρωμές τόκων, του Δημοσίου και δημοσιονομικό πλεόνασμα την
θετική διαφορά μεταξύ των παραπάνω δυο μεγεθών. Προφανώς το
δημοσιονομικό έλλειμμα είναι ίσο με τον καθαρό δανεισμό. Και τι
ονομάζεται πρωτογενές πλεόνασμα; Ονομάζεται η θετική διαφορά μεταξύ των
τακτικών εσόδων και των δαπανών του Δημοσίου για μισθούς και για αγαθά
και υπηρεσίες — όχι και για πληρωμή τόκων. Θα δώσουμε τρία αριθμητικά
παραδείγματα για να γίνει παραστατικό το πράγμα.
Έστω ότι σε μια ορισμένη παρελθούσα περίοδο έχουμε τον εξής ισολογισμό:
Έσοδα
|
Δαπάνες
|
1.Τακτικά έσοδα (φόροι, κ.τ.λ.) 90 ΧΜ
|
1. Μισθοί, αγαθά, υπηρεσίες 88 ΧΜ
|
2.Καθαρός δανεισμός…….. 10 ΧΜ
|
2.Τόκοι ………………….. 12 ΧΜ
|
ΣΥΝΟΛΟ ……………… 100 ΧΜ [4]
|
ΣΥΝΟΛΟ ………………. 100 ΧΜ
|
Εδώ έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα ίσο με 90 ΧΜ – 88 ΧΜ=2 ΧΜ. Το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος προκύπτει επίσης ως διαφορά μεταξύ πληρωμών για τόκους και καθαρού δανεισμού, δηλ. εδώ ως 12 ΧΜ – 10 ΧΜ=2 ΧΜ.
Ας δούμε και το ακόλουθο παράδειγμα:
Έσοδα
|
Δαπάνες
|
1.Τακτικά έσοδα (φόροι, κ.τ.λ.) 90 ΧΜ
|
1. Μισθοί, αγαθά, υπηρεσίες 90 ΧΜ
|
2.Καθαρός δανεισμός……. 10 ΧΜ
|
2.Τόκοι…………….. 10 ΧΜ
|
ΣΥΝΟΛΟ …………… 100 ΧΜ
|
ΣΥΝΟΛΟ…………… 100 ΧΜ
|
Εδώ προφανώς το πρωτογενές πλεόνασμα είναι μηδενικό, δηλ. δεν υπάρχει πρωτογενές πλεόνασμα.
Ας δούμε τέλος κι άλλο ένα παράδειγμα:
Έσοδα
|
Δαπάνες
|
1.Τακτικά έσοδα (φόροι, κ.τ.λ.) 90 ΧΜ
|
1. Μισθοί, αγαθά, υπηρεσίες 92 ΧΜ
|
2.Καθαρός δανεισμός………. 10 ΧΜ
|
2.Τόκοι …………….. 8 ΧΜ
|
ΣΥΝΟΛΟ ……………… 100 ΧΜ
|
ΣΥΝΟΛΟ ………….. 100 ΧΜ
|
Εδώ το πρωτογενές πλεόνασμα είναι αρνητικό και ίσο με -2 ΧΜ, δηλ. έχουμε ένα πρωτογενές έλλειμμα ίσο με 2ΧΜ.
Ας
δούμε τώρα τι είναι αυτό το πρωτογενές πλεόνασμα. Και στα τρία
παραδείγματα έχουμε ένα δημοσιονομικό έλλειμμα ίσο με τον καθαρό
δανεισμό που είναι και στα τρία παραδείγματα ίσος με 10 ΧΜ.Επίσης σε όλα
τα παραδείγματα το Δημόσιο πληρώνει τους τόκους με δανεικά. Στο πρώτο
παράδειγμα ενμέρει, στο δεύτερο και στο τρίτο ενόλω. Ας δούμε το πράγμα
εγγύτερα. Στο πρώτο παράδειγμα το Δημόσιο έχει να πληρώσει τόκους ίσους
με 12 ΧΜ. Απ΄αυτές τις 12ΧΜ οι10 ΧΜ προέρχονται από τον καθαρό δανεισμό
και οι 2ΧΜ από τα τακτικά έσοδα του Δημοσίου. Έτσι λοιπόν το πρωτογενές
πλεόνασμα είναι εκείνο το μέρος των πληρωμών για τόκους που προέρχεται
όχι από τον καθαρό δανεισμό, αλλά από τα τακτικά έσοδα του Δημοσίου. Στο
δεύτερο παράδειγμα το ποσό για τις πληρωμές των τόκων προέρχονται
αποκλειστικά και μόνον από τον καθαρό δανεισμό. Στο τρίτο παράδειγμα το
Δημόσιο δανείζεται όχι μόνον για να πληρώσει τους τόκους, που είναι ίσοι
με 8ΧΜ, αλλά και για να χρηματοδοτήσει με ποσό ίσο με 2 ΧΜ τις δαπάνες
του για μισθούς, αγαθά και υπηρεσίες.
Μέχρις
εδώ είδαμε το πράγμα από την μεριά του Δημοσίου. Ας το δούμε τώρα και
από την μεριά των πιστωτών του. Τι κάνουν αυτοί και στα τρία
παραδείγματα; Δίνουν δάνειο στο Δημόσιο, για να μπορεί αυτό να τους
πληρώνει τους τόκους. Ας δούμε πώς έχει το πράγμα, αρχίζοντας από το
τρίτο παράδειγμα. Εδώ οι πιστωτές δίνουν στο Δημόσιο δάνειο τέτοιου
ύψους που αυτό με αυτό το δάνειο όχι μόνο τούς τόκους μπορεί να
πληρώσει, αλλά χρηματοδοτεί και ένα μέρος των δαπανών του για μισθούς,
αγαθά και υπηρεσίες. Στο δεύτερο παράδειγμα το δάνειο φθάνει ακριβώς για
την πληρωμή των τόκων. Και στα δυο παραδείγματα το Δημόσιο έχει ένα
είδος πλεονάσματος. Δηλ., αφού πληρώσει ό,τι πληρώνει για μισθούς, αγαθά
και υπηρεσίες, τού απομένει ένα πλεόνασμα, ώστε να μπορεί να πληρώσει
και τους τόκους. Μόνον που αυτό το πλεόνασμα είναι ένα, ούτως ειπείν,
δευτερογενές πλεόνασμα, διότι προέρχεται από δάνεια που τού χορηγούν οι
πιστωτές του, στους οποίους έχει να πληρώσει τους τόκους που πληρώνει.
Οι πιστωτές λοιπόν είναι σαν να λένε: Έχει, αφού πληρώσει πρώτα για
μισθούς, αγαθά και υπηρεσίες, πλεόνασμα, για να μάς πληρώσει τους τόκους
που μάς οφείλει, αλλά αυτό το πλεόνασμα τού το δανείσαμε εμείς, είναι
δευτερογενές πλεόνασμα. Στο πρώτο παράδειγμα οι πιστωτές δεν χρειάζεται
να δανείσουν στο Δημόσιο όλο το ποσό που αυτό χρειάζεται για την πληρωμή
των τόκων ύψους 12 ΧΜ, αλλά ένα μόνον μέρος ίσο με 10 ΧΜ, το υπόλοιπο
μέρος, ίσο με 2 ΧΜ, το πληρώνει το Δημόσιο από δικά του τακτικά έσοδα.
Εδώ το Δημόσιο έχει, μετά την εκτέλεση των δαπανών για μισθούς, αγαθά
και υπηρεσίες, πλεόνασμα για να πληρώσει τους τόκους, αλλά ένα μέρος
αυτού του πλεονάσματος, ίσο με 10 ΧΜ, προέρχεται από δανεισμό, είναι
δηλ. δευτερογενές, πλεόνασμα και μόνον το υπόλοιπο, ίσο με 2 ΧΜ,
προέρχεται από δικά του τακτικά έσοδα, αποτελεί δηλ. πρωτογενές
πλεόνασμα.
Τώρα
πλέον γνωρίζουμε τι είναι το πρωτογενές πλεόνασμα. Είναι εκείνο το
μέρος του ποσού που πληρώνει το Δημόσιο για τόκους, το οποίο προέρχεται
όχι από δανεισμό, αλλά από τα τακτικά έσοδά του Δημοσίου. Το ότι ένα
μέρος του ποσού για πληρωμή των τόκων προέρχεται από δανεισμό, σημαίνει
ότι έχουμε δημοσιοοικονομικό έλλειμμα ίσο με αυτόν τον δανεισμό, εδώ
συγκεκριμένα δημοσιονομικό έλλειμμα ίσο με 10 ΧΜ. Η ύπαρξη πρωτογενούς
πλεονάσματος δεν σημαίνει λοιπόν ύπαρξη δημοσιονομικού πλεονάσματος,
αλλά αντιθέτως ύπαρξη δημοσιοοικονομικού ελλείμματος. Όταν δεν υπάρχει
δημοσιοοικονομικό έλλειμμα, αλλά ο λογαργιασμός τακτικών εσόδων και
δαπανών του Δημοσίου είναι ισοσκελισμένος ή πλεονασματικός, δεν υπάρχει
πρωτογενές πλεόνασμα ή, ακριβέστερα, δεν δύναται να γίνει λόγος για
πρωτογενές πλεόνασμα ─ για τον απλούστατο λόγο ότι το Δημόσιο δεν έχει
πλέον καθαρό δανεισμό.
Επαναλαμβάνουμε
λοιπόν: Η ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος σημαίνει αυτονοήτως ύπαρξη
δημοσιονομικού ελλείμματος. Τούτου δεδομένου η δήλωση του Πρωθυπουργού
ότι θα διανείμει εν είδει κοινωνικού μερίσματος σε αναξιοπαθούντες το
70% του πρωτογενούς πλεονάσματος συνιστά παπατζηδισμό και εξαπάτηση των
θυμάτων της μνημονιακής οικονομικής πολιτικής. Δεν υπάρχει τίποτε προς
διανομήν, όταν έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα. Αντιθέτως δανειζόμαστε, για
να μπορέσουμε να χρηματοδοτήσουμε ένα μέρος των συνολικών δημοσίων
δαπανών, διότι το πρωτογενές πλεόνασμα προϋποθέτει πάντα την ύπαρξη
δημοσιονομικού ελλείμματος. Και μόνον όταν υπάρχει δημοσιονομικό
πλεόνασμα κι όχι απλώς πρωτογενές πλεόνασμα — μόνον τότε υπάρχει κάτι
που μπορεί να διανεμηθεί. Αν αυτό το δημοσιονομικό πλεόνασμα δεν
χρησιμοποιηθεί σε επόμενες περιόδους για την αποπληρωμή ισόποσου μέρους
του δημοσίου χρέους, αλλά χρησιμοποιηθεί για να χρηματοδοτηθούν αυξήσεις
μισθών και συντάξεων ή και κοινωνικών δαπανών του Δημοσίου, τότε μπορεί
να πει κανείς ότι αυτό το δημοσιονομικό πλεόνασμα διανέμεται εν είδει
κοινωνικού μερίσματος σε μισθωτούς και συνταξιούχους του Δημοσίου ή/και
σε όσους οφελούνται από τις κοινωνικές δαπάνες του Δημοσίου.
Τελικά
η έννοια του πρωτογενούς πλεονάσματος ή ελλείμματος έχει νόημα και
χρησιμότητα μόνον για τους πιστωτές, δηλ. για τον τοκογλύφο, του
Δημοσίου και για κυβερνήσεις που ασκούν οικονομική πολιτική υπέρ των
συμφερόντων του τοκογλύφου του Δημοσίου. Για αυτές τις κυβερνήσεις,
επειδή τις βοηθά να παραπλανούν και να εξαπατούν τα θύματα της
οικονομικής τους πολιτικής. Για τον τοκογλύφο του Δημοσίου, επειδή τού
δείχνει ποιο μέρος των τόκων που πληρώνει το θύμα του δηλ. το Δημόσιο,
προέρχεται εν όλω από δάνεια που τού χορηγεί αυτός ο ίδιος ή εν μέρει
και από άλλα έσοδα του Δημοσίου.
Το
πρωτογενές πλεόνασμα είναι πράγματι πλεόνασμα. Είναι το πλεόνασμα των
τακτικών εσόδων του Δημοσίου πέραν των δαπανών του Δημοσίου για μισθούς,
αγαθά και υπηρεσίες (όχι και για πληρωμές τόκων). Και είναι ελεύθερο
προς διάθεσιν. Δεν δύναται όμως να διανεμηθεί σε μισθωτούς και
συνταξιούχους του Δημοσίου ή/και σε κοινωνικές δραστηριότητες του
Δημοσίου, αλλά διατίθεται αναγκαστικά και αυτομάτως για την πληρωμή
μέρους των τόκων του Δημοσίου. Έτσι η υπόσχεση ότι θα το μοιράσει κανείς
εν είδει κοινωνικού μερίσματος στους μισθωτούς και συνταξιούχους του
Δημοσίου ή/και στις κοινωνικές λειτουργίες του Δημοσίου συνιστά θρασεία
και αναιδή εξαπάτηση του των μισθωτών και συνταξιούχων του Δημοσίου
ή/και των ωφελουμένων από τις κοινωνικές λειτουργίες του Δημοσίου.
Είναι
προφανές ότι η αξιωματική αντιπολίτευση με τις τοποθετήσεις της για το
πρωτογενές πλεόνασμα συντηρεί δυστυχώς την προαναφερθείσα εξαπάτηση των
θυμάτων της μνημονιακής οικονομικής πολιτικής από τον πρωθυπουργό και
την κυβέρνηση του.
Αυτά λοιπόν για την διείσδυση αστικών ιδεολογημάτων στον αριστερό λόγο.
Σημειώσεις
[1]
Αντιπαρερχόμαστε εδώ το ότι χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται από
τις ΗΠΑ και τους συμμάχους των επιθετικά κατά εθνικών κρατών με σκοπό
την υπονόμευση της εθνικής και κρατικής κυριαρχίας τους.
[2] Αυτό
το «τουλάχιστον» είναι προδήλως βλακώδες. Διότι καθιστά αδύνατη την
διαπίστωση μιας διαφοράς μεταξύ επιτευχθέντος και επιβεβλημένου
πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2013, αφού το επιβεβλημένο πρωτογενές
πλεόνασμα του 2013 είναι, ακριβώς συνεπεία αυτού του «τουλάχιστον»
ημιθετικό, δηλ. ίσο ή μεγαλύτερο του μηδενός και συνεπώς στην δεύτερη
περίπτωση αόριστο.
[3] Ένα
μέρος των δανείων που παίρνει το Δημόσιο σε μια ορισμένη περίοδο το
χρησιμοποιεί για να αποπληρώσει λήγοντα παλαιότερα δάνεια. Το υπόλοιπο,
το οποίο δαπανά για άλλους σκοπούς πέραν αυτού της αποπληρωμής ληγόντων
δανείων (δηλ. για πληρωμή μισθών, αγορά αγαθών και υπηρεσιών και για
πληρωμή τόκων), αποτελεί τον καθαρό δανεισμό. Με δάνεια εννοούμε εδώ τα
ποσά που δανείζεται το Δημόσιο, ανεξάρτητα από τον τρόπο του δανεισμού.
[4]ΧΜ = Χρηματικές μονάδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου