Το Ολοκαύτωμα του Μικροβάλτου
Στις
23 Αυγούστου 1943, ημέρα Σάββατο, απόσπασμα γερμανικού στρατού
αποτελούμενο από 100 περίπου άντρες με αρκετούς ταγματασφαλίτες και
Παοτζήδες του Μιχάλαγα,
που ενεργούσαν εκκαθαριστική επιχείρηση στην περιοχή των Καμβουνίων,
κατεβαίνοντας από το Λιβαδερό για το Τρανόβαλτο συνεπλάκησαν στον Άγιο
Γεώργιο της Βογγόπετρας με ομάδα ανταρτών και άνδρες των δεκαρχιών του εφεδρικού ΕΛΑΣ των γύρω χωριών, που τους είχαν στήσει εκεί ενέδρα.
Στη
μικροσυμπλοκή εκείνη σκοτώθηκε ένας Γερμανός στρατιώτης,
τραυματίστηκαν σοβαρά δυο και άλλοι ελαφρότερα. Οι καταχτητές με αφορμή
το γεγονός αυτό και ακολουθώντας την τακτική των αντιποίνων έκαψαν όλα
τα σπίτια της Βογγόπετρας καθώς και την εκκλησία με το σχολείο. Από τότε
το χωριό αυτό ερημώθηκε και μέχρι σήμερα παραμένει ακατοίκητο.
Ύστερα
από την καταστροφή της Βογγόπετρας οι Γερμανοί βάδισαν για το
Τρανόβαλτο. Όταν οι κάτοικοι του χωριού αυτού πληροφορήθηκαν ότι ο
εχθρός κατευθύνεται στο χωριό τους, φοβηθέντες το εγκατέλειψαν οι
περισσότεροι και έτρεξαν να σωθούν στα δάση της “Βουργάρας”.
Οι
Γερμανοί συνέχισαν και εδώ την ίδια τακτική. Έκαψαν αρκετά σπίτια, την
εκκλησία και το σχολείο, σκότωσαν την Ελένη σύζυγο Κων/ντίνου
Γεωργακόπουλου, την Ελισάβετ σύζυγο του Χαρισίου Καψάλη από το
Προσήλιο, έκαψαν μέσα στο σπίτι της την Βασιλική σύζυγο Ευθυμίου
Αργυρόπουλου το γένος Παπανικοπούλου και συνέλαβαν όσους άνδρες βρήκαν
μέσα στο χωριό. Αυτούς τους οδήγησαν στην τοποθεσία “Φτέρη” - μεταξύ
Τρανόβαλτου και Μικρόβαλτου - και τους εκτέλεσαν.
Οι
εκτελεσθέντες είναι: Αργυρόπουλος Αντώνιος, Γκαραβέλας Νικόλαος,
Δεληβάνης Νικόλαος, Ιωάννης Δανατσόπουλος, Ιωάννης Τζινόπουλος,
Κουζιουκόπουλος Αντώνιος, Κουφονίκας Αντώνιος, Παπανικολάου Γεώργιος,
Πασχόπουλος Πάσχος, οι αδελφοί Χρήστος και Κων/ντίνος Πουλιόπουλοι και ο
Χαρίσιος Καψάλης, κάτοικος Προσήλιου που έτυχε τη μέρα εκείνη να
βρίσκεται με τη σύζυγό του για δουλειές στο Τρανόβαλτο.
Στο
σημείο της εκτέλεσης η κοινότητα Τρανοβάλτου, αποτίοντας φόρο τιμής,
έστησε μνημείο, στο οποίο αναγράφονται τα ονόματα όλων των θυμάτων της
Κατοχής.
Ανάμεσα στους εκτελεσθέντες βρίσκονταν και ο Πανανικόπουλος ή Παπαγιάννης Αντώνιος, ο οποίος διέφυγε ως εκ θαύματος τον θάνατο. με τη ριπή του οπλοπολυβόλου έπεσε λιπόθυμος ανάμεσα στους φονευθέντες κι έτσι σώθηκε.
Στη
συνέχεια, οι Γερμανοί, με οδηγό τον Κων/νο Γεωργακόπουλο, που
εξαιρέθηκε από την εκτέλεση έφθασαν στο Μικρόβαλτο. Και εδώ ένα μέρος
των κατοίκων είχε εγκαταλείπει το χωριό και κατέφυγε σε διάφορες
δασώσεις τοποθεσίες. Έμειναν όμως σ’ αυτό αρκετοί από τους κατοίκους
του και κυρίως γέροι, γριές και παιδιά, οι οποίοι με επικεφαλής τον
Παπαντώνη και τον πρόεδρο Δημήτριο (Μίκα) Σταθόπουλο υποδέχθηκαν τους
καταχτητές, παριστάνοντας τους φιλήσυχους και νομοταγείς πολίτες για να
διασώσουν το χωριό τους.
Οι πληροφορίες που είχαν, έλεγαν πως οι Γερμανοί δεν πειράζουν τα
χωριά εκείνα, στα οποία οι κάτοικοι βρίσκονται στα σπίτια τους και
ασχολούνται με τις εργασίες τους.
Οι
Γερμανοί, αν και είχαν άγριες διαθέσεις, φαίνεται πως ικανοποιήθηκαν
από την υποδοχή που τους έγινε και από την παρουσία στο χωριό τόσων
κατοίκων και στην αρχή δεν πείραξαν κανέναν. Κατά την έξοδό τους όμως
από το χωριό κάποιος απ’ αυτούς έβαλε φωτιά στον αχυρώνα του Νικολάου
Σταθοπούλου του Γεωργίου, που βρίσκονταν στη Ράχη. Στον αχυρώνα όμως
αυτόν ο ιδιοκτήτης του, αντάρτης ο ίδιος του ΕΛΑΣ, είχε κρυμμένα κάτω
από τα άχυρα διάφορα πυρομαχικά, από τον πόλεμο του 1940-41, τα οποία με
τη φωτιά άρχισαν να εκπυρσοκροτούν.
Ο Βαγγέλης Χαρισόπουλος του
Χαρισίου, αντάρτης του ΕΛΑΣ, που μετά τη λήξη του εμφύλιου πολέμου
διαμένει στα Σκόπια, μας διηγήθηκε πως οι Γερμανοί κατά την έξοδό τους
από το χωριό στη θέση “Μπατζιλίκια” βρήκαν όπλα και χειροβομβίδες. Στην
τοποθεσία αυτή ο εφεδρικός ΕΛΑΣ είχε παρατηρητήριο. Οι σκοποί, μόλις
είδαν τους Γερμανούς να πλησιάζουν, εγκατέλειψαν τα όπλα και τις
χειροβομβίδες και τράπηκαν σε φυγή. Βρίσκοντας αυτά οι Γερμανοί,
γύρισαν πίσω αγριεμένοι στο χωριό. Διέταξαν τότε όλοι οι κάτοικοι να
συγκεντρωθούν στο δημόσιο δρόμο, στη νοτιοανατολική άκρη του χωρίου.
Εκεί χώρισαν τους άνδρες από τις γυναίκες και τα παιδιά. Και τα μεν
γυναικόπαιδα τα άφησαν ελεύθερα να φύγουν έξω από το χωριό, τους δε
άνδρες τους κράτησαν στη θέση αυτή. Στο μεταξύ άλλοι Γερμανοί είχαν
αρχίσει να καίνε τα σπίτια του χωριού και να σκοτώνουν όσους εύρισκαν σ’
αυτά. Σε κάθε σπίτι έριχναν μια άσπρη σκόνη, που αναφλέγονταν μ’ ένα
πυροβολισμό και έτσι καίγονταν το σπίτι. Μέσα σε λίγη ώρα ολόκληρο το
χωριό είχε μεταβληθεί σε μια κόλαση φωτιάς.
Μαζί με τα σπίτια αποτεφρώθηκαν και η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και
το διδακτήριο του Σχολείου. Τη φοβερή καταστροφή διέφυγαν μόνο τέσσερα
σπίτια. Αυτά ήταν των Κων/ντίνου Χάϊδάρη, Κων/ντίνου Τζιούτζιου,
Γεωργίου Αλεξοπούλου και Γεωργίου Παλιανόπουλου καθώς και το καμπαναριό
του Αγίου Γεωργίου, που έστεκε για χρόνια στη μέση του χωριού
επιβλητικός και μεγαλοπρεπής φύλακας των θλιβερών ερειπίων.
Παράλληλα με
την πυρπόληση των σπιτιών εκτελέστηκαν τη μέρα αυτή ή κάηκαν ζωντανοί
στα σπίτια τους οι κάτωθι κάτοικοι του Μικροβάλτου:
Αλεξόπουλος
Ευθύμιος, Βέττας ή Ζούλφος Βασίλειος, Γιαννόπουλος Χρηστός, Καβουρίδης ή
Λύκος Παναγιώτης, Λαμπρόπουλος Ιωάννης, Παλιανόπουλος Χρήστος,
Παπανικολάου Νικόλαος, Σταθόπουλος Ιωάννης, Σταθόπουλος Κων/ντίνος,
Τζιώνας Ιωάννης και Τσινίκας ή Λαζαριώτης Αντώνιος.
Εξάλλου
τραυματίστηκαν, ενώ προσπαθούσαν να διαφύγουν για να σωθούν οι
Νατσιόπουλος Ιωάννης, Σταθόπουλος Αθανάσιος, Ζαραβίγκας Βασίλειος και
Γιαννοπούλου Ιωάννα. Οι δύο τελευταίοι πέθαναν λίγο αργότερα από τα
τραύματα που δέχτηκαν, γιατί δε βρέθηκε κανείς να τους δώσει βοήθεια.
Φεύγοντας
οι Γερμανοί, μετά την ολοκλήρωση της καταστροφής, παρέλαβαν μαζί τους
όλους τους άντρες που είχαν συγκεντρώσει και φύλαγαν να μη τους φύγουν
και τους οδήγησαν στην Αιανή.
Με
την αποχώρηση των Γερμανών, άρχισαν να καταφθάνουν στο χωριό,
αναστατωμένοι και κλαίοντες, εκείνοι που είχαν σκορπισθεί και κρυφθεί
στα αμπέλια, τα γύρω υψώματα και τα δάση. Η ατμόσφαιρα κοντά στο χωριό
μύριζε από τις καμένες σάρκες των ανθρώπων και των ζώων. Φτάνοντας στο
χωριό, αντίκρισαν ένα φρικαλέο θέαμα. Εκεί που άλλοτε ήταν τα γραφικά
σπιτάκια τώρα μόνο στάχτες και ερείπια υπήρχαν, που ακόμα κάπνιζαν. Πιο
φρικτό όμως ήταν το θέαμα των νεκρών. Τραγικές εικόνες. Κορμιά πεσμένα
στη γη, πλημμυρισμένα στο αίμα με τα μάτια και τα στόματα ανοιχτά, άλλα
μισοκαμένα, αλλοιωμένα, αγνώριστα.
Μπροστά
στο τρομαχτικό και απάνθρωπο αυτό θέαμα, ο ανθρώπινος πόνος ξέσπασε σ’
ένα ατέλειωτο μοιρολόγι. Έκλαιγαν ασταμάτητα οι γυναίκες και τα παιδιά,
ενώ οι άνδρες ατένιζαν με βουβό πόνο την τρομαχτική καταστροφή. Όλο το
χωριό βυθίστηκε στο πένθος και την οδύνη. Οι θρήνοι και οι οδυρμοί δεν
έπαψαν να ακούονται όλη τη νύχτα που ακολούθησε. Έκλαιγαν για τους
νεκρούς, έκλαιγαν και για το κάψιμο των σπιτιών και την καταστροφή του
νοικοκυριού τους, που με τόσους κόπους και ιδρώτα είχαν κάνει. Τόσο
βαθειά ήταν η επίδραση του πόνου στον οργανισμό τους, που μέσα στη
βραδιά αυτή, πολλών άσπρισαν τα μαλλιά τους.
Τους
νεκρούς έθαψαν την επομένη χωρίς παπά και νεκρώσιμη ακολουθία, γιατί
τον παπά τον είχαν πάρει οι Γερμανοί μαζί με τους άλλους άνδρες του
χωριού και τον είχαν μεταφέρει στην Αιανή. Εκεί τους έκλεισαν στην
εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, που βρίσκεται κοντά στην πλατεία,
όπου τους φύλαγε σκοπός. Στη διάρκεια όμως της νύχτας πολλοί απ’ αυτούς
κατόρθωσαν να δραπετεύσουν και να γυρίσουν στο χωριό τους. Την επομένη
τους μετέφεραν στην Κοζάνη και από κει στη Φλώρινα, για να καταλήξουν
τελικά στη Θεσσαλονίκη, στο στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων του Παύλου
Μελά. Εξαίρεση έκαμαν μόνο για τον ιερέα Αντώνιο Καβουρίδη, τον οποίο
ελευθέρωσαν και επέστρεψε στο Μικρόβαλτο.
Στο στρατόπεδο κλείστηκαν οι
εξής: Γιαννόπουλος Αντώνιος του Γεωργίου, Γιαννόπουλος Ευάγγελος του
Αθανασίου, Καβουρίδης Νικόλαος του Γεωργίου, Μανάδης Γεώργιος του
Χρήστου, Μανάδης Νικόλαος του Χρήστου, ο μετέπειτα ιερέας του χωριού,
Μπατσιάκας Βασίλειος του Αντωνίου, Κωτούλας Χαρίσιος του Νικολάου,
Παπαντωνίου Κων/ντίνος του Αντωνίου, Παλιανόπουλος Ιωάννης του
Δημητρίου, Πιτσιλόπουλος Αθανάσιος του Στεργίου, Σταθόπουλος Βασίλειος
του Ιωάννου, Σταθόπουλος Ευστάθιος του Πέτρου και Χαρισόπουλος Χαρίσιος
του Ιωάννου.
Αυτοί
έζησαν τη ζωή του φοβερού στρατοπέδου για ένα εξάμηνο περίπου με τον
φόβο και την αγωνία στην καρδιά. Καθημερινά έβλεπαν τον καταχτητή να
παίρνει συγκρατουμένους τους και να τους οδηγεί για εκτέλεση στο
Επταπύργιο. Τέλος, αφέθηκαν ελεύθεροι με τη μεσολάβηση του κα- πετάν
Μιχάλαγα, προς τον οποίο είχαν απευθυνθεί με επιστολή τους οι Δημήτριος
Σταθόπουλος και Κων/ντίνος Νατσιόπουλος, πρόεδρος και γραμματέας της
Κοινότητας Μικροβάλτου αντίστοιχα, εκλιπαρώντας τον για τη σωτηρία τους.
Ο Μιχάλαγας
(Μιχάλης Παπαδόπουλος, ζωέμπορος από τα Σέρβια), σημαίνον στέλεχος της
οργάνωσης ΠΑΟ (Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωση) και στενός συνεργάτης
των Γερμανών συγκινηθείς από το δράμα των ανθρώπων αυτών και των
οικογενειών τους πήγε ο ίδιος στη Θεσσαλονίκη, παρουσιάστηκε στις εκεί
στρατιωτικές αρχές Κατοχής και ζήτησε ν’ αφεθούν ελεύθεροι, γιατί, είπε
πως είναι δικοί του άνθρωποι και θα τους ενέτασσε στην ΠΑΟ. Έτσι
ύστερα από τόσα βάσανα και δοκιμασίες κατόρθωσαν να σωθούν και να
γυρίσουν στις οικογένειές τους.
Στις
10 Φεβρουάριου 1944 οι Γερμανοί σε νέα τους εκκαθαριστική επιχείρηση
στην περιοχή των Καμβουνίων ξαναπέρασαν από το Μικρόβαλτο. Οι ελάχιστοι
κάτοικοι που έμειναν σ’ αυτό το εγκατέλειψαν, όταν πληροφορήθηκαν πως ο
εχθρός πλησιάζει. Έτσι όταν οι Γερμανοί μπήκαν στο χωριό το βρήκαν έρημο
και ακατοίκητο. Ξανάβαλαν τότε φωτιά και έκαψαν τα λίγα σπιτάκια που
στο μεταξύ είχαν επισκευαστεί πρόχειρα. Στην επιδρομήν τους αυτή
πυροβόλησαν και σκότωσαν στη θέση “Κρύα βρύση” το Βασίλειο Ζαραβίγκα,
που τον αντιλήφθηκαν να φεύγει για να σωθεί. Ακόμα πυροβόλησαν και
σκότωσαν στη θέση “Ρίζα” τα βόδια του Βασίλη Σταθόπουλου, που βοσκούσαν
εκεί.
Ο
Μικρόβαλτος ύστερα από τη φοβερή αυτή καταστροφή ερημώθηκε τελείως.
Κανένας κάτοικος δεν έμενε πια στο χωριό. Όλοι πανικόβλητοι
διασκορπίστηκαν στις γύρω δασώδεις περιοχές. Εκεί ζούσαν με στερήσεις,
απομονωμένοι από τον άλλο κόσμο, με παρέα τον πόνο και την δυστυχία τους.
Διέμεναν σε καλύβες, που κατασκεύασαν μόνοι κοντά στα ποιμνιοστάσιά
τους. Τα παιδιά τους δεν φοιτούσαν πια σε σχολείο και έμεναν
αναλφάβητα. Ζούσαν πρωτόγονη ζωή με τη συνεχή απειλή μιας νέας
επιδρομής του εχθρού.
Η
κατάσταση αυτή συνεχίστηκε ως την απελευθέρωση (12 Οκτωβρίου 1944).
Τότε μόνο αναθάρρησαν και αποφάσισαν να ξαναγυρίσουν στο
εγκαταλειμμένο χωριό τους και ν' ασχοληθούν με την ανοικοδόμηση των
ερειπωμένων σπιτιών τους.
Πηγή από εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου