Φθινόπωρο 1990. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εξαγγέλλει την απόφασή της να
μεταρρυθμίσει την παιδεία και ο αρμόδιος υπουργός Βασίλης
Κοντογιαννόπουλος ανακοινώνει ότι θα φέρει στην βουλή προς ψήφιση
πολυνομοσχέδιο που θα περιλαμβάνει σωρεία μέτρων, άλλων πρωτοφανών
(λειτουργία ιδιωτικών ΑΕΙ, κατάργηση της δωρεάν παροχής συγγραμμάτων,
επιβολή χρονικού ορίου στις σπουδές, περιορισμός του
πανεπιστημιακού ασύλου κλπ) αλλά και άλλων προ πολλού πεθαμένων και
αναχρονιστικών (πειθαρχικός έλεγχος της εξωσχολικής ζωής, επιβολή
ομοιόμορφης ενδυμασίας, υποχρεωτική έπαρση σημαίας, υποχρεωτική
προσευχή, υποχρεωτικός εβδομαδιαίος εκκλησιασμός κλπ)
Εννοείται ότι σύμπασα η εκπαιδευτική κοινότητα ξεσηκώνεται. Οι πρώτες καταλήψεις ξεκινούν στα τέλη Οκτωβρίου του 1990 ενώ, μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, τα υπό κατάληψη γυμνάσια και λύκεια φτάνουν το 70% του συνόλου. Ταυτόχρονα γίνονται πολλές πορείες διαμαρτυρίας με συμμετοχή μεταξύ 10.000 και 30.000 ατόμων, σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής. Η κυβέρνηση ελπίζει ότι το κλίμα θα εκτονωθεί με τις διακοπές των Χριστουγέννων, ενώ ο υπουργός παιδείας δηλώνει ότι τα προεδρικά διατάγματα δεν θα εφαρμοστούν για ένα τρίμηνο, έως ότου "γίνουν πλήρως κατανοητά από μαθητές και καθηγητές". Μάταιη προσπάθεια. Το τρίμηνο δεν αρκεί για να εκτονωθεί η κατάσταση. Με τον νέο χρόνο, οι καταλήψεις συνεχίζονται σε περισσότερα από 1.800 γυμνάσια και λύκεια (από τα 3.000 της χώρας).
Ο Κοντογιαννόπουλος αγριεύει και δηλώνει ότι όσοι συμπληρώσουν 50 αδικαιολόγητες απουσίες λόγω των καταλήψεων θα χάσουν τη χρονιά. Παράλληλα, όμως, επεκτείνει το τρίμηνο σε δωδεκάμηνο και δέχεται να επιφέρει ορισμένες αλλαγές στο νομοσχέδιο, πλην όμως αυτές οι αλλαγές είναι τελείως επουσιώδεις. Ο χώρος της παιδείας παραμένει καζάνι που βράζει εκτός ελέγχου ενώ η κυβέρνηση δέχεται πυρά όχι μόνο από σύσσωμη την αντιπολίτευση αλλά και από δικά της στελέχη. Οι διαδηλώσεις κατά του νομοσχεδίου γίνονται όλο και πιο μαχητικές ενώ, από την πλευρά της, η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί να κινητοποιήσει τόσο τις οργανώσεις της όσο και αντιδιαδηλώσεις "αγαναχτισμένων γονέων", οι οποίοι ζητούν τον τερματισμό των καταλήψεων.
Στις 7 Ιανουαρίου 1991, ημέρα επανέναρξης των μαθημάτων μετά τις γιορτές, οι καταλήψεις συνεχίζονται ενώ η Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ) κηρύσσει στάση εργασίας και καλεί τους καθηγητές να βρίσκονται έξω από τα σχολεία "για να συμβάλουν στην αποτροπή προκλήσεων που ίσως επιχειρηθεί να δημιουργηθούν", καθώς έχει γίνει αντιληπτή η κυβερνητική μεθόδευση των "αγαναχτισμένων γονέων". Από νωρίς το πρωί σημειώνονται μικροεπεισόδια μεταξύ γονέων και καταληψιών, καθηγητών και δημοτικών συμβούλων. Οι καθηγητές αρνούνται να βάλουν απουσίες στους μαθητές και ο υπουργός αποφασίζει την πειθαρχική δίωξή τους ενώ ομάδες ροπαλοφόρων εισβάλλουν για πρώτη φορά σε σχολεία και τραυματίζουν μαθητές, υπό τα απαθή βλέμματα των αστυνομικών οργάνων.
Στην Πάτρα, το απόγευμα της επόμενης μέρας και ενώ έχει πέσει ήδη το σκοτάδι, καμμιά τριανταριά στελέχη τής τοπικής ΟΝΝεΔ, με μπροστάρη τον πρόεδρό τους και δημοτικό σύμβουλο Γιάννη Καλαμπόκα και με ρόπαλα και λοστάρια στα χέρια, προσπαθούν να σπάσουν την κατάληψη στο Πολυκλαδικό Λύκειο αλλά συναντούν σθεναρή αντίσταση και αναγκάζονται να φύγουν. Κατευθύνονται προς το σχολικό συγκρότημα μεταξύ των πλατειών Υψηλών Αλωνίων και Βουδ, όπου στεγάζονται το Γ' και το Δ' Γυμνάσιο και Λύκειο. Εδώ τα καταφέρνουν καλύτερα. Η ομάδα περιφρούρησης των μαθητών είναι ολιγάριθμη και οι οννεδίτες την διαλύουν σχετικά εύκολα και καταλαμβάνουν οι ίδιοι τον χώρο.
Το νέο διαδίδεται γρήγορα και σε μικρό χρονικό διάστημα συρρέει πλήθος κόσμου έξω από την είσοδο του σχολικού συγκροτήματος. Εκτός από δεκάδες μαθητές και πολλούς καθηγητές, ανάμεσα στους συγκεντρωμένους βρίσκονται δημοτικοί σύμβουλοι της πλειοψηφίας με πρώτο τον δήμαρχο Ανδρέα Καράβολα (ΠαΣοΚ) και ο βουλευτής Αχαΐας του ΠαΣοΚ (και κατοπινός δήμαρχος) Ανδρέας Φούρας. Οι συγκεντρωμένοι ζητούν από τους καταληψίες οννεδίτες να αποχωρήσουν αλλά εκείνοι απαντούν ότι θα παρατείνουν την "αντικατάληψη" του χώρου μέχρι να ξαναλειτουργήσουν κανονικά τα σχολεία.
Σύντομα, τα πνεύματα οξύνονται και αρχίζουν οι εκσφενδονίσεις αντικειμένων μεταξύ των δυο πλευρών ενώ σημειώνονται οι πρώτοι τραυματισμοί. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, μια ομάδα γονέων και καθηγητών παραβιάζει την καγκελόπορτα του συγκροτήματος και επιχειρεί να μπει στο προαύλιο. Οι ταμπουρωμένοι οννεδίτες τούς υποδέχονται με πέτρες και κομμάτια τσιμεντόπλινθων και μαρμάρων, ενώ κάποιοι απ' αυτούς δημιουργούν γραμμή ανάσχεσης, κραδαίνοντας ρόπαλα και σιδερολοστούς. Ο σιδερολοστός που κρατάει ο Γιάννης Καλαμπόκας πετυχαίνει (τυχαία ή όχι;) στο κεφάλι τον καθηγητή μαθηματικών και μέλος του Εργατικού Αντι-ιμπεριαλιστικού Μετώπου (ΕΑΜ) Νίκο Τεμπονέρα και του το ανοίγει. Ουσιαστικά, ο Τεμπονέρας πέφτει νεκρός εκείνη την στιγμή. Τυπικά, αφήνει την τελευταία του πνοή λίγες ώρες αργότερα, στο νοσοκομείο όπου μεταφέρεται αμέσως. Μαζί του μεταφέρονται άλλοι τέσσερις σοβαρά τραυματισμένοι και δεκάδες με ελαφρύτερα τραύματα.
Μέχρι να φτάσει η αστυνομία στον χώρο του φονικού, οι οννεδίτες εξαφανίζονται. Όμως οι αυτόπτες μάρτυρες έχουν αναγνωρίσει ως φυσικό αυτουργό του φονικού χτυπήματος τον Γιάννη Καλαμπόκα και ως φυσικούς αυτουργούς άλλων τραυματισμών τούς γνωστούς στην πατραϊκή κοινωνία τραμπούκους οννεδίτες Αλέκο Μαραγκό και Σωκράτη Σπίνο. Στην δίκη που ακολουθεί, γελάει το πανελλήνιο με τα καμώματα των οννεδιτών. Ο Πριονάς ισχυρίζεται ότι ο Καλαμπόκας ήταν μακρυά από την όλη φάση ενώ είδε τον Μαραγκό να χτυπάει κάποιον στο κεφάλι με ένα σίδερο... ο Καλαμπόκας επιβεβαιώνει τον Πριονά... ο Μαραγκός κάνει μήνυση και στους δυο για ψευδομαρτυρία... οι Κωνσταντινίδης και Μπούτος κατονομάζουν τον Πριονά ως αυτουργό... Κι όλα αυτά, με τον Βασίλη Μιχαλολιάκο να εξυμνεί τον Καλαμπόκα ως "υποδειγματικό χαρακτήρα"(!).
Τελικά, ο Καλαμπόκας καταδικάζεται σε 16,5 χρόνια για ανθρωποκτονία και 3 μήνες για οπλοχρησία και σωματικές βλάβες. Έχοντας εκτίσει τα 3/5 της ποινής του, αποφυλακίζεται στις 2 Φεβρουαρίου 1998 και λίγο αργότερα διορίζεται στην Εθνική Τράπεζα, φτάνοντας να γίνει διευθυντής σε υποκατάστημα του Βόλου. Ο Αλέκος Μαραγκός απαλλάσσεται με βούλευμα, αν και ο Καλαμπόκας εξακολουθεί να υποδεικνύει αυτόν ως φυσικό αυτουργό του εγκλήματος.
Οι πολιτικές εξελίξεις μετά την δολοφονία τού καθηγητή Τεμπονέρα είναι καταιγιστικές. Πρωί-πρωί της 9ης Ιανουαρίου παραιτείται ο Κοντογιαννόπουλος και πέφτει σε κομματική δυσμένεια, βρίσκοντας αργότερα πολιτική στέγη στο ΠαΣοΚ. Τον διαδέχεται στο υπουργείο ο δημοφιλέστερος Γιώργος Σουφλιάς, όμως, η εξέγερση της εκπαιδευτικής κοινότητας και της ευρύτερης νεολαίας συνεχώς κλιμακώνεται. Σε Πάτρα, Αθήνα και Θεσσαλονίκη χιλιάδες διαδηλωτών συγκρούονται με τα ΜΑΤ. Στο κέντρο τής Αθήνας, τα ΜΑΤ δεν διστάζουν να επιτεθούν σε διαδήλωση 30.000 ατόμων, προσπαθώντας να τα απωθήσουν προς την περιοχή του Πολυτεχνείου, πλην όμως ο όγκος των διαδηλωτών είναι τόσο συμπαγής ώστε η επιχείρηση αποτυγχάνει.
Εκνευρισμένοι οι αστυνομικοί δεν αποφεύγουν μια από τις ηλιθιωδέστερες και εγκληματικώτερες ενέργειές τους. Στην γωνία Πανεπιστημίου και Θεμιστοκλέους ρίχνουν ασφυξιογόνες οβίδες μέσα στο γνωστό κατάστημα ρούχων "Κάπα Μαρούσης", το οποίο παίρνει φωτιά. Κι όταν καταφθάνουν οι πυροσβέστες, δέχονται βροχή χημικών από τους μπάτσους, με αποτέλεσμα να σωριαστούν και να μη μπορούν να βοηθήσουν στην κατάσβεση. Τελικά, η φωτιά θα σβήσει μετά τα μεσάνυχτα, αφήνοντας πίσω της τα καρβουνιασμένα πτώματα τεσσάρων πολιτών. Η λαϊκή κατακραυγή της κυβέρνησης γίνεται πλέον ουρανομήκης και ο Σουφλιάς αναγκάζεται να αποσύρει συνολικά το νομοσχέδιο, εξαγγέλοντας την έναρξη διαλόγου για την παιδεία από μηδενική βάση.
Εννοείται ότι σύμπασα η εκπαιδευτική κοινότητα ξεσηκώνεται. Οι πρώτες καταλήψεις ξεκινούν στα τέλη Οκτωβρίου του 1990 ενώ, μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, τα υπό κατάληψη γυμνάσια και λύκεια φτάνουν το 70% του συνόλου. Ταυτόχρονα γίνονται πολλές πορείες διαμαρτυρίας με συμμετοχή μεταξύ 10.000 και 30.000 ατόμων, σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής. Η κυβέρνηση ελπίζει ότι το κλίμα θα εκτονωθεί με τις διακοπές των Χριστουγέννων, ενώ ο υπουργός παιδείας δηλώνει ότι τα προεδρικά διατάγματα δεν θα εφαρμοστούν για ένα τρίμηνο, έως ότου "γίνουν πλήρως κατανοητά από μαθητές και καθηγητές". Μάταιη προσπάθεια. Το τρίμηνο δεν αρκεί για να εκτονωθεί η κατάσταση. Με τον νέο χρόνο, οι καταλήψεις συνεχίζονται σε περισσότερα από 1.800 γυμνάσια και λύκεια (από τα 3.000 της χώρας).
Οι εφημερίδες της 9ης Ιανουαρίου 1991 αναγγέλλουν τον θάνατο του Νίκου Τεμπονέρα |
Ο Κοντογιαννόπουλος αγριεύει και δηλώνει ότι όσοι συμπληρώσουν 50 αδικαιολόγητες απουσίες λόγω των καταλήψεων θα χάσουν τη χρονιά. Παράλληλα, όμως, επεκτείνει το τρίμηνο σε δωδεκάμηνο και δέχεται να επιφέρει ορισμένες αλλαγές στο νομοσχέδιο, πλην όμως αυτές οι αλλαγές είναι τελείως επουσιώδεις. Ο χώρος της παιδείας παραμένει καζάνι που βράζει εκτός ελέγχου ενώ η κυβέρνηση δέχεται πυρά όχι μόνο από σύσσωμη την αντιπολίτευση αλλά και από δικά της στελέχη. Οι διαδηλώσεις κατά του νομοσχεδίου γίνονται όλο και πιο μαχητικές ενώ, από την πλευρά της, η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί να κινητοποιήσει τόσο τις οργανώσεις της όσο και αντιδιαδηλώσεις "αγαναχτισμένων γονέων", οι οποίοι ζητούν τον τερματισμό των καταλήψεων.
Στις 7 Ιανουαρίου 1991, ημέρα επανέναρξης των μαθημάτων μετά τις γιορτές, οι καταλήψεις συνεχίζονται ενώ η Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ) κηρύσσει στάση εργασίας και καλεί τους καθηγητές να βρίσκονται έξω από τα σχολεία "για να συμβάλουν στην αποτροπή προκλήσεων που ίσως επιχειρηθεί να δημιουργηθούν", καθώς έχει γίνει αντιληπτή η κυβερνητική μεθόδευση των "αγαναχτισμένων γονέων". Από νωρίς το πρωί σημειώνονται μικροεπεισόδια μεταξύ γονέων και καταληψιών, καθηγητών και δημοτικών συμβούλων. Οι καθηγητές αρνούνται να βάλουν απουσίες στους μαθητές και ο υπουργός αποφασίζει την πειθαρχική δίωξή τους ενώ ομάδες ροπαλοφόρων εισβάλλουν για πρώτη φορά σε σχολεία και τραυματίζουν μαθητές, υπό τα απαθή βλέμματα των αστυνομικών οργάνων.
Στην Πάτρα, το απόγευμα της επόμενης μέρας και ενώ έχει πέσει ήδη το σκοτάδι, καμμιά τριανταριά στελέχη τής τοπικής ΟΝΝεΔ, με μπροστάρη τον πρόεδρό τους και δημοτικό σύμβουλο Γιάννη Καλαμπόκα και με ρόπαλα και λοστάρια στα χέρια, προσπαθούν να σπάσουν την κατάληψη στο Πολυκλαδικό Λύκειο αλλά συναντούν σθεναρή αντίσταση και αναγκάζονται να φύγουν. Κατευθύνονται προς το σχολικό συγκρότημα μεταξύ των πλατειών Υψηλών Αλωνίων και Βουδ, όπου στεγάζονται το Γ' και το Δ' Γυμνάσιο και Λύκειο. Εδώ τα καταφέρνουν καλύτερα. Η ομάδα περιφρούρησης των μαθητών είναι ολιγάριθμη και οι οννεδίτες την διαλύουν σχετικά εύκολα και καταλαμβάνουν οι ίδιοι τον χώρο.
Μνημείο στον χώρο του φονικού, δίπλα στην είσοδο του σχολικού συγκροτήματος |
Το νέο διαδίδεται γρήγορα και σε μικρό χρονικό διάστημα συρρέει πλήθος κόσμου έξω από την είσοδο του σχολικού συγκροτήματος. Εκτός από δεκάδες μαθητές και πολλούς καθηγητές, ανάμεσα στους συγκεντρωμένους βρίσκονται δημοτικοί σύμβουλοι της πλειοψηφίας με πρώτο τον δήμαρχο Ανδρέα Καράβολα (ΠαΣοΚ) και ο βουλευτής Αχαΐας του ΠαΣοΚ (και κατοπινός δήμαρχος) Ανδρέας Φούρας. Οι συγκεντρωμένοι ζητούν από τους καταληψίες οννεδίτες να αποχωρήσουν αλλά εκείνοι απαντούν ότι θα παρατείνουν την "αντικατάληψη" του χώρου μέχρι να ξαναλειτουργήσουν κανονικά τα σχολεία.
Σύντομα, τα πνεύματα οξύνονται και αρχίζουν οι εκσφενδονίσεις αντικειμένων μεταξύ των δυο πλευρών ενώ σημειώνονται οι πρώτοι τραυματισμοί. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, μια ομάδα γονέων και καθηγητών παραβιάζει την καγκελόπορτα του συγκροτήματος και επιχειρεί να μπει στο προαύλιο. Οι ταμπουρωμένοι οννεδίτες τούς υποδέχονται με πέτρες και κομμάτια τσιμεντόπλινθων και μαρμάρων, ενώ κάποιοι απ' αυτούς δημιουργούν γραμμή ανάσχεσης, κραδαίνοντας ρόπαλα και σιδερολοστούς. Ο σιδερολοστός που κρατάει ο Γιάννης Καλαμπόκας πετυχαίνει (τυχαία ή όχι;) στο κεφάλι τον καθηγητή μαθηματικών και μέλος του Εργατικού Αντι-ιμπεριαλιστικού Μετώπου (ΕΑΜ) Νίκο Τεμπονέρα και του το ανοίγει. Ουσιαστικά, ο Τεμπονέρας πέφτει νεκρός εκείνη την στιγμή. Τυπικά, αφήνει την τελευταία του πνοή λίγες ώρες αργότερα, στο νοσοκομείο όπου μεταφέρεται αμέσως. Μαζί του μεταφέρονται άλλοι τέσσερις σοβαρά τραυματισμένοι και δεκάδες με ελαφρύτερα τραύματα.
Μέχρι να φτάσει η αστυνομία στον χώρο του φονικού, οι οννεδίτες εξαφανίζονται. Όμως οι αυτόπτες μάρτυρες έχουν αναγνωρίσει ως φυσικό αυτουργό του φονικού χτυπήματος τον Γιάννη Καλαμπόκα και ως φυσικούς αυτουργούς άλλων τραυματισμών τούς γνωστούς στην πατραϊκή κοινωνία τραμπούκους οννεδίτες Αλέκο Μαραγκό και Σωκράτη Σπίνο. Στην δίκη που ακολουθεί, γελάει το πανελλήνιο με τα καμώματα των οννεδιτών. Ο Πριονάς ισχυρίζεται ότι ο Καλαμπόκας ήταν μακρυά από την όλη φάση ενώ είδε τον Μαραγκό να χτυπάει κάποιον στο κεφάλι με ένα σίδερο... ο Καλαμπόκας επιβεβαιώνει τον Πριονά... ο Μαραγκός κάνει μήνυση και στους δυο για ψευδομαρτυρία... οι Κωνσταντινίδης και Μπούτος κατονομάζουν τον Πριονά ως αυτουργό... Κι όλα αυτά, με τον Βασίλη Μιχαλολιάκο να εξυμνεί τον Καλαμπόκα ως "υποδειγματικό χαρακτήρα"(!).
Τελικά, ο Καλαμπόκας καταδικάζεται σε 16,5 χρόνια για ανθρωποκτονία και 3 μήνες για οπλοχρησία και σωματικές βλάβες. Έχοντας εκτίσει τα 3/5 της ποινής του, αποφυλακίζεται στις 2 Φεβρουαρίου 1998 και λίγο αργότερα διορίζεται στην Εθνική Τράπεζα, φτάνοντας να γίνει διευθυντής σε υποκατάστημα του Βόλου. Ο Αλέκος Μαραγκός απαλλάσσεται με βούλευμα, αν και ο Καλαμπόκας εξακολουθεί να υποδεικνύει αυτόν ως φυσικό αυτουργό του εγκλήματος.
Τέσσερα χρόνια μετά το φινικό. Οι αμετανόητοι ΟΝΝεΔίτες μιλούν για τον "αγωνιστή" Καλαμπόκα. |
Οι πολιτικές εξελίξεις μετά την δολοφονία τού καθηγητή Τεμπονέρα είναι καταιγιστικές. Πρωί-πρωί της 9ης Ιανουαρίου παραιτείται ο Κοντογιαννόπουλος και πέφτει σε κομματική δυσμένεια, βρίσκοντας αργότερα πολιτική στέγη στο ΠαΣοΚ. Τον διαδέχεται στο υπουργείο ο δημοφιλέστερος Γιώργος Σουφλιάς, όμως, η εξέγερση της εκπαιδευτικής κοινότητας και της ευρύτερης νεολαίας συνεχώς κλιμακώνεται. Σε Πάτρα, Αθήνα και Θεσσαλονίκη χιλιάδες διαδηλωτών συγκρούονται με τα ΜΑΤ. Στο κέντρο τής Αθήνας, τα ΜΑΤ δεν διστάζουν να επιτεθούν σε διαδήλωση 30.000 ατόμων, προσπαθώντας να τα απωθήσουν προς την περιοχή του Πολυτεχνείου, πλην όμως ο όγκος των διαδηλωτών είναι τόσο συμπαγής ώστε η επιχείρηση αποτυγχάνει.
Εκνευρισμένοι οι αστυνομικοί δεν αποφεύγουν μια από τις ηλιθιωδέστερες και εγκληματικώτερες ενέργειές τους. Στην γωνία Πανεπιστημίου και Θεμιστοκλέους ρίχνουν ασφυξιογόνες οβίδες μέσα στο γνωστό κατάστημα ρούχων "Κάπα Μαρούσης", το οποίο παίρνει φωτιά. Κι όταν καταφθάνουν οι πυροσβέστες, δέχονται βροχή χημικών από τους μπάτσους, με αποτέλεσμα να σωριαστούν και να μη μπορούν να βοηθήσουν στην κατάσβεση. Τελικά, η φωτιά θα σβήσει μετά τα μεσάνυχτα, αφήνοντας πίσω της τα καρβουνιασμένα πτώματα τεσσάρων πολιτών. Η λαϊκή κατακραυγή της κυβέρνησης γίνεται πλέον ουρανομήκης και ο Σουφλιάς αναγκάζεται να αποσύρει συνολικά το νομοσχέδιο, εξαγγέλοντας την έναρξη διαλόγου για την παιδεία από μηδενική βάση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου