Πριν μια βδομάδα περίπου ο 85χρονος σκιτσογράφος Ντίτερ Χάνιτς έχασε
τη θέση του στην εφημερίδα Sueddeutsche Zeitung, μετά τη δημοσίευση
σκίτσου που σατιρίζει το Νετανιάχου με στολή της νικήτριας της
Γιουροβίζιον και έντονα χαρακτηριστικά (αυτιά, μύτη κλπ) να πετάει έναν
πύραυλο με το άστρο του Δαβίδ αναφωνώντας “Του χρόνου στην Ιερουσαλήμ”,
ενώ και το V της λέξης Eurovision έχει αντικατασταθεί από το άστρο του
Δαβίδ.
Το σκίτσο αυτό ερμηνεύθηκε από πολλές πλευρές ως αντισημιτικό, μεταξύ άλλων από τον υπεύθυνο για θέματα αντισημιτισμού της γερμανικής κυβέρνησης, Φέλιξ Κλάιν, αλλά και ορισμένους ιστορικούς, που το συνέκριναν με εκείνα που δημοσίευε το ναζιστικό αντισημιτικό έντυπο “Der Stuermer” την περίοδο της Βαϊμάρης κι επί Χίτλερ. Η εφημερίδα απολογήθηκε και απέλυσε πάραυτα το σκιτσογράφο, ο οποίος θεώρησε “υπερβολική” την αντίδραση, λέγοντας πως “δε μετανιώνει” για το σκίτσο και πως οι συγκρίσεις με ναζιστικά σκίτσα είναι βαθιά προσβλητικές και ψευδείς. Δεν ήταν λίγοι και όσοι, συνάδελφοί του αλλά και ερευνητές του αντισημιτισμού, όπως ο Βόλφγκανγκ Μπεντς, ο οποίος δήλωσε πως δε διακρίνει κανένα από τα συνήθη αντισημιτικά στερεότυπα στο σκίτσο, ενώ το άστρο του Δαβίδ, εκτός από θρησκευτικό, είναι και πολιτικό σύμβολο, αφού εικονίζεται στην ισραηλινή σημαία.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι βαθύτεροι λόγοι της απόλυσης δεν έχουν να κάνουν τόσο με τις κατηγορίες του αντισημιτισμού, που εννοείται βέβαια ότι εξακολουθεί να είναι ένα ευαίσθητο ζήτημα ιδιαίτερα στη Γερμανία, αλλά κυρίως με το γεγονός της άσκησης κριτικής στην πολιτική του Ισραήλ. Είναι πολύ πιθανό δηλαδή μια παρόμοιας έμπνευσης, αλλά διαφορετικής εκτέλεσης καρικατούρα να επεφύλασσε την ίδια στο δημιουργό της, ή τουλάχιστον την έντονη επίκρισή τους.
Αυτό όμως δε σημαίνει την άκριτη ταύτιση με το σκιτσογράφο εν προκειμένω, όχι μόνο γιατί κάθε άλλο παρά αντισυστημικός μπορεί να χαρακτηριστεί κάποιος που έχει παραλάβει σειρά κρατικών “μεγαλόσταυρων” στη Γερμανία, αλλά και γιατί η γραμμή υπεράσπισής που επέλεξε ο ίδιος για τον εαυτό του είναι τουλάχιστον προβληματική. Πρώτον διότι ο ισχυρισμός του πως ζωγράφισε το άστρο σκέτο και όχι ως σημαία στη ρουκέτα επειδή “δεν είχε χώρο” είναι τουλάχιστον φαιδρός. Δεύτερον διότι για να απαλλαγεί από υποψίες ότι δεν τηρεί ίσες αποστάσεις, καμαρώνει για σκίτσα του που προέβαλαν τον Άσαντ ως σφαγέα. Τρίτον γιατί ενώ δηλώνει πως “διατηρεί το δικαίωμά του να ασκεί κριτική στο Ισραήλ, ως Γερμανός” (και γιατί ως Γερμανός δηλαδή κι όχι απλώς ως πολίτης με μισό γραμμάριο συνείδηση;), στην πραγματικότητα σε σχετική δημοσιογραφική ερώτηση αρνείται ότι παρουσιάζει το Ισραήλ ως επιτιθέμενο, κι ότι η ρουκέτα είναι απλώς “σύμβολο του νικητήριου τροπαίου”, το οποίο χρησιμοποιεί προπαγανδιστικά ο Νετανιάχου στην κόντρα του με το Ιράν.
Το σημαντικότερο όμως είναι πως προβαίνει μετά σε έναν συμψηφισμό, που, για όσους έχουν και την παραμικρή εξοικείωση με τη σύγχρονη γερμανική ιστορία, είναι ίδιον ενός ακραία συντηρητικού, αν όχι και καθαρά ακροδεξιού λόγου στη Γερμανία. Έτσι λοιπόν ο Χάνιτς διατείνεται πως δε θα μπορούσε να είναι αντισημίτης, γιατί ως Σουδήτης (μέλος της γερμανικής μειονότητας της Τσεχοσλοβακίας, που στήριξε φανατικά το Χίτλερ κι εκδιώχθηκε γι’αυτό μετά τον πόλεμο) “γνωρίζει πώς είναι να σε καταδιώκουν”, πώς είναι “να σε φτύνουν στο δρόμο” και ότι για ένα χρόνο μετά τον πόλεμο και πριν φύγει για τη Γερμανία, έπρεπε να φέρει “λευκό περιβραχιόνιο”, εξισώνοντάς το εμμέσως πλην σαφώς με το κίτρινο αστέρι που υποχρεούνταν να φορούν οι Εβραίοι στη ναζιστική Γερμανία.
Ο Χάνιτς μπορεί όντως να μην είναι αντισημίτης, αλλά με την ίδια του την επιχειρηματολογία δίνει την καλύτερη τροφή σε όσους προσπαθούν να εξισώνουν κάθε κριτική στην πολιτική του ισραηλινού κράτους με τον αντισημιτισμό. Κι αυτό είναι εξίσου επικίνδυνο με τη λογοκρισία που πολλά αστικά ΜΜΕ της Δύσης εφαρμόζουν με πρόσχημα τον αντισημιτισμό σε οποιονδήποτε τολμήσει να αμφισβητήσει το αφήγημα των φονικών Παλαιστινίων με τους χαρταετούς και τις πέτρες που αναγκάζουν τον Ισραηλινό στρατό να τους ρίχνει στο ψαχνό.
Το σκίτσο αυτό ερμηνεύθηκε από πολλές πλευρές ως αντισημιτικό, μεταξύ άλλων από τον υπεύθυνο για θέματα αντισημιτισμού της γερμανικής κυβέρνησης, Φέλιξ Κλάιν, αλλά και ορισμένους ιστορικούς, που το συνέκριναν με εκείνα που δημοσίευε το ναζιστικό αντισημιτικό έντυπο “Der Stuermer” την περίοδο της Βαϊμάρης κι επί Χίτλερ. Η εφημερίδα απολογήθηκε και απέλυσε πάραυτα το σκιτσογράφο, ο οποίος θεώρησε “υπερβολική” την αντίδραση, λέγοντας πως “δε μετανιώνει” για το σκίτσο και πως οι συγκρίσεις με ναζιστικά σκίτσα είναι βαθιά προσβλητικές και ψευδείς. Δεν ήταν λίγοι και όσοι, συνάδελφοί του αλλά και ερευνητές του αντισημιτισμού, όπως ο Βόλφγκανγκ Μπεντς, ο οποίος δήλωσε πως δε διακρίνει κανένα από τα συνήθη αντισημιτικά στερεότυπα στο σκίτσο, ενώ το άστρο του Δαβίδ, εκτός από θρησκευτικό, είναι και πολιτικό σύμβολο, αφού εικονίζεται στην ισραηλινή σημαία.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι βαθύτεροι λόγοι της απόλυσης δεν έχουν να κάνουν τόσο με τις κατηγορίες του αντισημιτισμού, που εννοείται βέβαια ότι εξακολουθεί να είναι ένα ευαίσθητο ζήτημα ιδιαίτερα στη Γερμανία, αλλά κυρίως με το γεγονός της άσκησης κριτικής στην πολιτική του Ισραήλ. Είναι πολύ πιθανό δηλαδή μια παρόμοιας έμπνευσης, αλλά διαφορετικής εκτέλεσης καρικατούρα να επεφύλασσε την ίδια στο δημιουργό της, ή τουλάχιστον την έντονη επίκρισή τους.
Αυτό όμως δε σημαίνει την άκριτη ταύτιση με το σκιτσογράφο εν προκειμένω, όχι μόνο γιατί κάθε άλλο παρά αντισυστημικός μπορεί να χαρακτηριστεί κάποιος που έχει παραλάβει σειρά κρατικών “μεγαλόσταυρων” στη Γερμανία, αλλά και γιατί η γραμμή υπεράσπισής που επέλεξε ο ίδιος για τον εαυτό του είναι τουλάχιστον προβληματική. Πρώτον διότι ο ισχυρισμός του πως ζωγράφισε το άστρο σκέτο και όχι ως σημαία στη ρουκέτα επειδή “δεν είχε χώρο” είναι τουλάχιστον φαιδρός. Δεύτερον διότι για να απαλλαγεί από υποψίες ότι δεν τηρεί ίσες αποστάσεις, καμαρώνει για σκίτσα του που προέβαλαν τον Άσαντ ως σφαγέα. Τρίτον γιατί ενώ δηλώνει πως “διατηρεί το δικαίωμά του να ασκεί κριτική στο Ισραήλ, ως Γερμανός” (και γιατί ως Γερμανός δηλαδή κι όχι απλώς ως πολίτης με μισό γραμμάριο συνείδηση;), στην πραγματικότητα σε σχετική δημοσιογραφική ερώτηση αρνείται ότι παρουσιάζει το Ισραήλ ως επιτιθέμενο, κι ότι η ρουκέτα είναι απλώς “σύμβολο του νικητήριου τροπαίου”, το οποίο χρησιμοποιεί προπαγανδιστικά ο Νετανιάχου στην κόντρα του με το Ιράν.
Το σημαντικότερο όμως είναι πως προβαίνει μετά σε έναν συμψηφισμό, που, για όσους έχουν και την παραμικρή εξοικείωση με τη σύγχρονη γερμανική ιστορία, είναι ίδιον ενός ακραία συντηρητικού, αν όχι και καθαρά ακροδεξιού λόγου στη Γερμανία. Έτσι λοιπόν ο Χάνιτς διατείνεται πως δε θα μπορούσε να είναι αντισημίτης, γιατί ως Σουδήτης (μέλος της γερμανικής μειονότητας της Τσεχοσλοβακίας, που στήριξε φανατικά το Χίτλερ κι εκδιώχθηκε γι’αυτό μετά τον πόλεμο) “γνωρίζει πώς είναι να σε καταδιώκουν”, πώς είναι “να σε φτύνουν στο δρόμο” και ότι για ένα χρόνο μετά τον πόλεμο και πριν φύγει για τη Γερμανία, έπρεπε να φέρει “λευκό περιβραχιόνιο”, εξισώνοντάς το εμμέσως πλην σαφώς με το κίτρινο αστέρι που υποχρεούνταν να φορούν οι Εβραίοι στη ναζιστική Γερμανία.
Ο Χάνιτς μπορεί όντως να μην είναι αντισημίτης, αλλά με την ίδια του την επιχειρηματολογία δίνει την καλύτερη τροφή σε όσους προσπαθούν να εξισώνουν κάθε κριτική στην πολιτική του ισραηλινού κράτους με τον αντισημιτισμό. Κι αυτό είναι εξίσου επικίνδυνο με τη λογοκρισία που πολλά αστικά ΜΜΕ της Δύσης εφαρμόζουν με πρόσχημα τον αντισημιτισμό σε οποιονδήποτε τολμήσει να αμφισβητήσει το αφήγημα των φονικών Παλαιστινίων με τους χαρταετούς και τις πέτρες που αναγκάζουν τον Ισραηλινό στρατό να τους ρίχνει στο ψαχνό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου