Για τον κοινωνικό χαρακτήρα του θεάτρου και την καινοτόμα συμβολή του Κουν
- Ελεγε, λοιπόν, ο Κ. Κουν σε διάλεξή του το 1943 για τον όμιλο των φίλων του «Θεάτρου Τέχνης»:
Αυτή η τάση, ιδίως στο θέατρο, είναι κάτι το συνηθέστατο. Κατά γενικό κανόνα κανένας ηθοποιός δεν θεωρεί κανένα ρόλο πάνω απ' τις δυνάμεις του. Ετσι σχεδόν μια έμφυτη τόλμη για το κάθε τι, μια τόλμη που πηγάζει από τη βαθύτερη αμάθεια, και τον πιο φτηνό αριβισμό. (...) Το θέατρο, όπως εμφανίζεται, δεν είναι Τέχνη, δεν έχει σκοπό να ανυψώσει το πνευματικό επίπεδο του λαού μας, δεν επιδιώκει να μορφώσει ολοένα περισσότερους ανθρώπους ψυχικά πλατιά. Το θέατρο, όπως είναι, ενδιαφέρεται απλώς να τέρψει και να δημιουργήσει αυτό που λέγεται κοινά "εμπορικές επιτυχίες". (...) Το πλατύ κοινό είναι ναρκωμένο, εμείς το ναρκώσαμε. Κι αν βαθύτερα, όπως κάθε άνθρωπος, ζητά κάτι καλύτερο, δεν έχει συναίσθηση ακόμα όχι το τι ζητά, αλλά μήτε το ότι ζητά κάτι.
Ασφαλώς το θέατρο, όπως υπάρχει σήμερα με το φτηνό βεντετισμό από τη μία μεριά και τον επιχειρηματία από την άλλη, δε θα προσπαθήσει ποτέ να του ξυπνήσει μια τέτοια αίσθηση. Οι καλλιτέχνες για να ενσαρκώσουν κάτι ανώτερο, πρέπει να το καταλάβουν και να το πιστέψουν. (...)
Χρειάζεται απ' αρχής να μορφωθεί ο καλλιτέχνης. Να μάθει να αγαπά, και πρώτα απ' όλα, να σέβεται τη δουλειά του. Να νιώσει το βάρος της αποστολής του. Η Κοινωνία, από την άλλη μεριά, πρέπει να του δώσει τα μέσα να καλλιεργηθεί, να πλουτύνει τον ψυχικό του κόσμο και να του προσφέρει μια υποφερτά άνετη ζωή. (...)
Υπάρχει επιτακτική ανάγκη ενός συνολικού αγώνα, κι ας μη γελιόμαστε, για αγώνα πρόκειται, ενάντια σε κάθε σαθρή εκδήλωση στο θέατρο. Ηθοποιοί, όσοι μπορούν να προσαρμοστούν σε μια πιο υγιή κατάσταση, κριτικοί, θεατές, ας συσπειρωθούνε κι ας αποτελέσουνε ένα αδιάσπαστο σύνολο. Μόνο από τέτοιες συνολικές προσπάθειες που μπορούν να εμπνεύσουν ένα γενικό φανατισμό, θα βρει το θέατρο τη γιατρειά του και θα γλιτώσει από το βραχνά του επιχειρηματία από τη μία μεριά, του βεντετισμού από την άλλη, κι από όλα τα αντικαλλιτεχνικά μέτρα που, ίσως και κάποτε δικαιολογημένα, παίρνουν οι μικρότεροι ηθοποιοί για να προασπίσουν τους εαυτούς τους.
Εμείς, για να εξουδετερώσουμε αυτά τα κακά, δημιουργήσαμε πρώτα πρώτα για να αποφύγουμε την καταστρεπτική επίδραση του επιχειρηματία στη δουλειά μας, το σωματείο "Θέατρο Τέχνης", με σκοπό να αποκλειστεί η ατομική κερδοφορία για κάθε συνδεδεμένο με το θέατρο. Από την άλλη, για την καταπολέμηση του βεντετισμού, θέσαμε σαν αρχή μας ότι το θέατρό μας θα είναι ένα θέατρο συνόλου και οι συνεργάτες του θα αμείβονται σχεδόν ίσα».
- Ο Νίκος Γκάτσος, σε κείμενό του γραμμένο το 1959 με τίτλο «Το αστέρι και η λεοπάρδαλις», γράφει μεταξύ άλλων:
Πρωτοπόρος, γιατί μόνος αυτός στην περιοχή του είχε την τόλμη να ασεβήσει σε δύο μεγάλα είδωλα του κοινού, την ωραιολογία και την ωραιοπάθεια, και ανανεωτής, γιατί στο βάθρο που άφησαν κενό οι φανατικές αυτές εχθρές του Διονύσου έστησε, ζυμωμένη με το αίμα του, την ανησυχία μιας άλλης αλήθειας, πιο φλογερής, πιο δύσκολης, και τελικά πιο ανθρώπινης. Χωρίς τον Κουν, το Ελληνικό θέατρο θα συνέχιζε φυσιολογικά την πορεία του προς την άνοδο και θα πραγματοποιούσε μερικές απ' τις πιο λαμπρές ως τώρα επιτεύξεις του, αλλά δεν θα είχε ποτέ γνωρίσει τον ακατέργαστο θησαυρό μιας αντίληψης που ενσωματώνεται σιγά - σιγά στη θεατρική μας παράδοση και αποτελεί τη μόνη υπολογίσιμη κληρονομιά για το μέλλον. (...)
Αναζητώντας τις ρίζες του σε ένα σκοτεινό κι ανεξερεύνητο δρυμό, με μόνα του τεχνικά εφόδια κάποιες υποδείξεις του Στανισλάβσκι και του Μάγερχολντ, ο Κουν πήρε στα χέρια του έργα και χαρακτήρες πασίγνωστους, και με το πολυδουλεμένο αυτό υλικό έπλασε μια αυθαίρετη κοινωνία ανθρώπων, που, με εξαρθρωμένες κινήσεις, με άναρθρες φράσεις και κωμικούς πολλές φορές μορφασμούς, κατόρθωνε να μας φέρνει πάντοτε σε βαθύτερη επικοινωνία με τους συγγραφείς και σε αμεσότερη επαφή με την ευαισθησία της εποχής μας. (...)
Ο πανικός κι η αγωνία δεν είναι δώρο ή κατάρα του καθενός, κι ο Κουν που, με τη βαθειά του καλλιτεχνική καλλιέργεια, την τέλεια τεχνική του κατάρτιση και την έμφυτη ικανότητά του να ζωντανεύει ανθρώπους πάνω στη σκηνή, θα μπορούσε να συνθηκολογήσει άνετα και να εκμεταλλευτεί όσο κανένας άλλος τη στιλπνή επιφάνεια, προτίμησε την επώδυνη σκοτεινιά του βυθού, την άσκοπη αναζήτηση ενός χαμένου μαργαριταριού μέσα στη λάσπη. (...)
Πίσω από τους πιο ουδέτερους ρόλους, πίσω από τους πιο ασήμαντους ηθοποιούς, παραφυλάνε ανάλλαχτοι οι πρωταγωνιστές του παράδοξου αυτού κόσμου, περιμένοντας, με ένα νόημα του δημιουργού τους, να βγουν από τη σιωπηλή τους αφάνεια και να ξαναρχίσουν την περιπέτεια της ζωής (...) Τον απελπισμένο αυτόν αγώνα τους, την πάλη να συμφιλιωθούν μέσα στην ψυχή του ανθρώπου ο δαίμονας κι ο άγγελος, το περιστέρι κι η λεοπάρδαλις, η τρυφερότητα και το πάθος - κανείς δεν τον έκαμε υπόθεση της ζωής του όπως ο Κουν, και κανείς από τη γενιά του δεν μπόρεσε, όπως αυτός, να τον ζωντανέψει σε όλο το μεγαλείο και τη φρίκη του.
Για όσους θέλουν να βλέπουν και να δέχονται, η προσφορά του Κουν στο Ελληνικό θέατρο δεν είναι προσφορά ενός σπουδαίου ή μέτριου ερμηνευτή, αλλά μοναδική καταβολή ενός καλλιτέχνη, που έρχεται ολόισια από τη μεγάλη γενιά των δημιουργών».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου