Ανάμεσα στις κοσμοϊστορικές μορφές που ανέδειξε ο 16ος αιώνας, ο
αιώνας της Θρησκευτικής Μεταρρύθμισης, εκείνη του θεολόγου Τόμας
Μίντσερ ήταν χωρίς αμφιβολία η ριζοσπαστικότερη όλων, κάτι που έκανε και
τον Φρήντριχ Ένγκελς να τον αναγνωρίσει στο έργο του “Ο πόλεμος των
χωρικών”, ως έναν πρόδρομο των μεγάλων επαναστατών που ακολούθησαν. Σε
αντίθεση με το Λούθηρο, ο οποίος έκανε ό,τι μπορούσε για να κλείσει τους
κοινωνικούς ασκούς του αιόλου που είχαν αναδείξει οι διδασκαλίες του, ο
Μίντσερ προσπάθησε να εμβαθύνει το κοινωνικό της περιεχόμενο, θεωρώντας
το εξάλλου αδιάσπαστα συνδεδεμένο με το θεολογικό.
Λίγα είναι γνωστά για τα πρώτα χρόνια της ζωής του Μίντσερ, που κατάγεται πιθανά από οικογένεια της ανερχόμενης αστικής τάξης των γερμανικών πόλεων. Ως χρονολογία γέννησής του θεωρείται το 1489, αλλά τα πρώτα ασφαλή στοιχεία για εκείνον βασίζονται στις εγγραφές του στα πανεπιστήμια της Λειψίας και της Φρανκφούρτης-στον-Όντερ το 1506 και το 1512 αντίστοιχα. Ο ίδιος διέκοψε τις σπουδές του, μεταξύ άλλων λόγω των βιοποριστικών του ενασχολήσεων, πχ. ως βοηθού δασκάλου στην πόλη Ασερσλέμπεν. Χειροτονείται ιερέας σε ενορία του Μπράουνσβάιγκ, όπου συναναστρέφεται με επιφανείς οικογένειες αστών, που είχαν επικριτικές για την εκκλησία θέσεις, τις οποίες ο ίδιος μοιραζόταν κι ενίσχυε, ιδιαίτερα σε σχέση με τα λεγόμενα “συγχωροχάρτια”, δηλαδή την αντί αντιτίμου εξαγορά θείας συγχώρεσης ακόμα και για νεκρούς. Μεταξύ 1515 και 1516 εργάστηκε επίσης ως διεθυντής ιδιωτικού σχολείου, στο οποίο πήγαιναν και γιοι γνωστών του από το Μπράουνσβαϊγκ. Το 1517 και κατά διαστήματα ως το 1519 βρισκόταν στη Βιτεμβέργη, όπου συνάντησε το Λούθηρο, συμμετέχοντας στις συζητήσεις που θα οδηγούσαν στη διατύπωση των 95 θέσεων, της ληξιαρχικής πράξης γέννησης της Μεταρρύθμισης. Παράλληλα παρακολουθούσε διαλέξεις κλασικών σπουδών στο τοπικό πανεπιστήμιο. Στην πόλη Γίτερμπογκ υπερασπίστηκε το 1519 τον ιεροκήρυκα Φραντς Γκίντερ στη σύγκρουσή του με τους Φραγκισκανούς μοναχούς. Το κήρυγμα του Μίντσερ εκείνη την περίοδο πιστοποιεί πως ήδη οι απόψεις του ήταν πιο αιχμηρές από εκείνες του Λούθηρου. Ως εξομολόγος Κιστερκιανών μοναχών στο Μπόιντιτς είχε την ευκαιρία να μελετήσει συγγράμματα της αρχαίας γραμματείας, αλλά και κείμενα των Πατέρων της εκκλησίας, μυστικιστών, αλλά και έργα της Μεταρρύθμισης.
Το 1520, όταν αναλαμβάνει τη θέση ιεροκήρυκα στο Τσβίκαου, αρχίζει με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση να διαδίδει δημόσια τις ιδέες του, προκαλώντας την αντίδραση των πιστών στον πάπα Φραγκισκανών μοναχών. Αρχικά οι τοπικές εκκλησιαστικές και πολιτικές αρχές τον καλύπτουν, σύντομα όμως βρίσκεται στο στόχαστρο υποψιών περί υποκίνησης ταραχών και εκδιώκεται από τη θέση του. Ο ίδιος εκείνη την εποχή αρχίζει να υπογράφει τις επιστολές του ως “Δούλος των εκλεκτών του Θεού”, κάτι που δείχνει ότι αντιλαμβανόταν το ρόλο του με όρους Αποκάλυψης.
Πηγαίνει στη Βοημία, όπου συντάσσει την επιστολή “Το Μανιφέστο της Πράγας”, όπου καταγγέλλει την έκπτωση της εκκλησίας ήδη από το θάνατο των Αποστόλων και μετά και την αναγκαιότητα ίδρυσης μιας “νέας αποστολικής εκκλησίας”, αρχικά στη Βοημία και μετά σε όλο τον κόσμο. Ο Μίντσερ γνωρίζει νέες διώξεις και εγκαταλείπει την Πράγα το 1521 για να περιπλανηθεί σε σειρά γερμανικών πόλεων. Λίγο πριν το Πάσχα του 1523 γίνεται κήρυκας στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη στο Άλστεντ. Ο ίδιος διεξάγει τη λειτουργία στη γερμανική γλώσσα, ενώ τα λειτουργικά του κείμενα γνωρίζουν μεγάλη διάδοση σε ευρύτερες περιοχές. Η ευρεία ανταπόκριση του κόσμου τον καθιστά και πάλι στόχο συντηρητικών εκκλησιαστικών κύκλων, που δεν κατορθώνουν ωστόσο να πείσουν το τοπικό συμβούλιο και τον πρίγκηπα της Σαξονίας να παρέμβουν εναντίον του. Ο Μίντσερ εκείνη την εποχή για πρώτη φορά προβληματίζεται σοβαρά για τη σχέση του με την κοσμική εξουσία. Σε κήρυγμά του μπροστά στον πρίγκηπα Ιωάννη της Σαξονίας, τον καλεί ως Χριστιανό ηγέτη να προωθήσει το μεταρρυθμιστικό έργο, γιατί αλλιώς θα χάσει το ξίφος (δηλαδή την εξουσία) του.
Όταν το Μάρτη του 1524 καταστράφηκε το παρεκκλήσι του Μάλερμπαχ στο Άλστεντ, η κατάσταση έγινε έκρυθμη, καθώς οπαδοί του Μίντσερ κατηγορήθηκαν για την πράξη, σε μια περίοδο που η πόλη είχε γίνει πόλος έλξης για διωκόμενους προτεστάντες άλλων πόλεων. Ο Μίντσερ ίδρυσε την “Ένωση για την υπεράσπιση του Ευαγγελίου”, και θεώρησε πως είχε πλέον δικαίωμα αντίστασης στις “άθεες” κοσμικές αρχές. Μετά από ανάκρισή του στη Βαϊμάρη του καιλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, διατάχθηκε να διαλύσει την Ένωσή του και τους τυπογράφους που απασχολούσε. Ο Μίντσερ, νιώθοντας τον κλοιό να στενεύει γύρω του, εγκατέλειψε κρυφά το Άλστεντ λίγες μέρες αργότερα.
Καταφεύγει στην πόλη Μιλχάουζεν, όπου γίνεται ευμενώς δεκτώς ενώ παράλληλα, με αφορμή μια εσωτερική διένεξη των αρχών της πόλης, προτείνει τη δημιουργία ενός νέου τοπικού συμβουλίου “για τη δόξα του Θεού και την ωφέλεια της πόλης”, ενώ παράλληλα συμμετέχει και στη δημιουργία στρατιωτικού συνδέσμου με τίτλο “Αιώνιος Δεσμός του Θεού”. Το κίνημά του αποτυγχάνει και μαζί με έναν ακόμα οπαδό του εκδιώκονται από την πόλη.
Την εποχή εκείνη έχει ήδη ξεσπάσει στα νοτιοδυτικά της χώρας ο πόλεμος των χωρικών, ο ίδιος όμως αρχικά δεν κάνει δημόσιες εμφανίσεις, τυπώνει όμως έργα τα οποία αντιπαρατίθενται κριτικά με τη θεολογία του Λούθηρου, ενώ παράλληλα προειδοποιεί τους πρίγκηπες ότι εξαιτίας της αποτυχίας τους, η εξουσία θα μεταβιβάζονταν στις κοινότητες. Η πρώτη του άμεση επαφή με τον πόλεμο των χωρικών γίνεται στο Κλέτγκαου, χωρίς να είναι όμως γνωστές οι λεπτομέρειες της εμπλοκής του. Το 1525 επιστρέφει ως ιεροκήρυκας στο Μιλχάουζεν, όπου βλέπει τις προτάσεις του πριν την εκδίωξή του να υλοποιούνται με την εκλογή ενός νέου συμβουλίου.
Το κήρυγμα του Μίντσερ βασίζεται στην αντιδιαστολή του “ζωντανού λόγου του Θεού” και των “νεκρών γραμμάτων της Αγίας Γραφής”. Η θεία τάξη είχε διαστρεβλωθεί μετά το προπατορικό αμάρτημα και ο τρόπος ανάκτησης της αληθινής πίστης βρίσκονταν στη μίμηση του Χριστού στα Πάθη του και την ευλάβειά του. Ο άνθρωπος όφειλε να γυρίσει την πλάτη του στους πειρασμούς του κόσμου, την απληστεία των υλικών αγαθών και την αρχομανία. Πίστευε ακράδαντα πως ζει στην “Εποχή της Σοδειάς”, όπου οι άθεοι θα διακρίνονταν από τους εκλεκτούς, για να προετοιμαστεί η Τελική Κρίση και η Βασιλεία του Θεού, ένας κόσμος χωρίς κυριαρχία και εκμετάλλευση. Καθώς οι πρίγκηπες είχαν αποτύχει να προωθήσουν αυτό το σκοπό, ο Θεός χρησιμοποιούσε πλέον ως εργαλείο τους εξεγερμένους χωρικούς, για το λόγο αυτό συνέδεσε τη δράση του με την εξέγερση στη Θουριγγία.
Όταν από την πόλη Φρανκενχάουζεν οι εξεγερμένοι ζήτησαν βοήθεια από το Μίλχαουζεν, ο Μίντσερ μετά από κάποιες αμφιταλαντεύσεις τέθηκε επικεφαλής αποσπάσματος με κατεύθυνση το Φράνκενχάουζεν. Σε ύψωμα γύρω από την πόλη έδειξε στους εξεγερμένους ένα ουράνιο τόξο που ερμήνευσε ως σημάδι ένωσης με το Θεό και κίνητρο για μια μάχη μέχρις εσχάτων με τον πριγκιπικό στρατό. Η αιφνιδιαστική επίθεση του τελευταίου, πιθανότατα παραβιάζοντας την συμφωνημένη εκεχειρία, διέλυσε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού των χωρικών, με λίγους μόνους να καταφεύγουν εντός των τειχών της πόλης. Ο Μίνστερ γίνεται γρήγορα αντιληπτός και παραδίδεται στις πριγκιπικές αρχές για ανάκριση. Εκεί βασανίζεται και συντάσσει μια τελευταία επιστολή, στην οποία αναφέρει μεταξύ άλλων ότι στόχος του ίδιου και των συντρόφων του ήταν η εγκαθίδρυση της κοινοκτημοσύνης των αγαθών: “omnia sunt communia”, παρότι ορισμένοι αστοί μελετητές αποδίδουν τη φράση στους αντιπάλους του που ήθελαν να τον παρουσιάσουν ως ακόμα πιο επικίνδυνο ταραχοποιό απ’ό,τι ήταν, επικαλούμενοι την απουσία άλλων αναφορών στο θέμα στα υπόλοιπα έργα του. Βέβαιη πάντως ήταν η προσήλωσή του στην ιδέα της ανάληψης της εξουσίας από τον απλό λαό καθώς και η πίστη του στην κατάργηση της εκμετάλλευσης. Το γεγονός πως αυτό αρθρωνόταν με θεολογικό μανδύα (χωρίς αυτό να σημαίνει πως ήταν προσχηματικός σε επίπεδο προσωπικών πεποιθήσεων) κι όχι ως κάποιου είδος ολοκληρωμένο κοινωνικοπολιτικό πρόγραμμα έχει να κάνει με τους αντικειμενικούς περιορισμούς της εποχής του Μίντσερ, χωρίς να μειώνει τη μεγάλη του παρακαταθήκη για το επαναστατικό κίνημα.
Ο ριζοσπάστης μεταρρυθμιστής εκτελέστηκε σαν σήμερα το 1525 και τα κεφάλια του ίδιου και του συντρόφου του Πφάιφερ έμειναν εκτεθειμένα προς παραδειγματισμό στα τείχη του Μιλχάουζεν για χρόνια ολόκληρα. Το ενδιαφέρον για το Μίντσερ ήταν μεγάλο από τα πρώτα χρόνια μετά το θανατό του, εκτοξεύτηκε όμως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδιαίτερα όταν ο ίδιος έγινε σύμβολο στην ιστοριογραφία της ΓΛΔ. Αν ως το 1945 είχαν εμφανιστεί συνολικά 520 έργα για τη ζωή του, ως το 1975 δημοσιεύτηκαν άλλα τόσα, ενώ από τότε μέχρι σήμερα το ενδιαφέρον όχι απλώς δε μειώνεται, αλλά εντάθηκε ακόμα περισσότερο, φτάνοντας τα 1800, που περιλαμβάνουν από ακαδημαϊκές μονογραφίες μέχρι ποιήματα και μυθιστορήματα. Το 1956 γυρίστηκε και η φερώνυμη ταινία για τη ζωή του στη ΓΛΔ, ενώ το 1989, λίγο πριν την πτώσει του τείχους, εγκαινιάστηκε στο Φρανκενχάουζεν η μεγαλύτερη ελαιογραφία του κόσμου, με τίτλο “Πανόραμα του πολέμου των χωρικών”, από το ζωγράφο Βέρνερ Τίμπκε, με τον Μίντσερ να καταλαμβάνει κεντρική θέση στη σύνθεση.
Λίγα είναι γνωστά για τα πρώτα χρόνια της ζωής του Μίντσερ, που κατάγεται πιθανά από οικογένεια της ανερχόμενης αστικής τάξης των γερμανικών πόλεων. Ως χρονολογία γέννησής του θεωρείται το 1489, αλλά τα πρώτα ασφαλή στοιχεία για εκείνον βασίζονται στις εγγραφές του στα πανεπιστήμια της Λειψίας και της Φρανκφούρτης-στον-Όντερ το 1506 και το 1512 αντίστοιχα. Ο ίδιος διέκοψε τις σπουδές του, μεταξύ άλλων λόγω των βιοποριστικών του ενασχολήσεων, πχ. ως βοηθού δασκάλου στην πόλη Ασερσλέμπεν. Χειροτονείται ιερέας σε ενορία του Μπράουνσβάιγκ, όπου συναναστρέφεται με επιφανείς οικογένειες αστών, που είχαν επικριτικές για την εκκλησία θέσεις, τις οποίες ο ίδιος μοιραζόταν κι ενίσχυε, ιδιαίτερα σε σχέση με τα λεγόμενα “συγχωροχάρτια”, δηλαδή την αντί αντιτίμου εξαγορά θείας συγχώρεσης ακόμα και για νεκρούς. Μεταξύ 1515 και 1516 εργάστηκε επίσης ως διεθυντής ιδιωτικού σχολείου, στο οποίο πήγαιναν και γιοι γνωστών του από το Μπράουνσβαϊγκ. Το 1517 και κατά διαστήματα ως το 1519 βρισκόταν στη Βιτεμβέργη, όπου συνάντησε το Λούθηρο, συμμετέχοντας στις συζητήσεις που θα οδηγούσαν στη διατύπωση των 95 θέσεων, της ληξιαρχικής πράξης γέννησης της Μεταρρύθμισης. Παράλληλα παρακολουθούσε διαλέξεις κλασικών σπουδών στο τοπικό πανεπιστήμιο. Στην πόλη Γίτερμπογκ υπερασπίστηκε το 1519 τον ιεροκήρυκα Φραντς Γκίντερ στη σύγκρουσή του με τους Φραγκισκανούς μοναχούς. Το κήρυγμα του Μίντσερ εκείνη την περίοδο πιστοποιεί πως ήδη οι απόψεις του ήταν πιο αιχμηρές από εκείνες του Λούθηρου. Ως εξομολόγος Κιστερκιανών μοναχών στο Μπόιντιτς είχε την ευκαιρία να μελετήσει συγγράμματα της αρχαίας γραμματείας, αλλά και κείμενα των Πατέρων της εκκλησίας, μυστικιστών, αλλά και έργα της Μεταρρύθμισης.
Το 1520, όταν αναλαμβάνει τη θέση ιεροκήρυκα στο Τσβίκαου, αρχίζει με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση να διαδίδει δημόσια τις ιδέες του, προκαλώντας την αντίδραση των πιστών στον πάπα Φραγκισκανών μοναχών. Αρχικά οι τοπικές εκκλησιαστικές και πολιτικές αρχές τον καλύπτουν, σύντομα όμως βρίσκεται στο στόχαστρο υποψιών περί υποκίνησης ταραχών και εκδιώκεται από τη θέση του. Ο ίδιος εκείνη την εποχή αρχίζει να υπογράφει τις επιστολές του ως “Δούλος των εκλεκτών του Θεού”, κάτι που δείχνει ότι αντιλαμβανόταν το ρόλο του με όρους Αποκάλυψης.
Πηγαίνει στη Βοημία, όπου συντάσσει την επιστολή “Το Μανιφέστο της Πράγας”, όπου καταγγέλλει την έκπτωση της εκκλησίας ήδη από το θάνατο των Αποστόλων και μετά και την αναγκαιότητα ίδρυσης μιας “νέας αποστολικής εκκλησίας”, αρχικά στη Βοημία και μετά σε όλο τον κόσμο. Ο Μίντσερ γνωρίζει νέες διώξεις και εγκαταλείπει την Πράγα το 1521 για να περιπλανηθεί σε σειρά γερμανικών πόλεων. Λίγο πριν το Πάσχα του 1523 γίνεται κήρυκας στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη στο Άλστεντ. Ο ίδιος διεξάγει τη λειτουργία στη γερμανική γλώσσα, ενώ τα λειτουργικά του κείμενα γνωρίζουν μεγάλη διάδοση σε ευρύτερες περιοχές. Η ευρεία ανταπόκριση του κόσμου τον καθιστά και πάλι στόχο συντηρητικών εκκλησιαστικών κύκλων, που δεν κατορθώνουν ωστόσο να πείσουν το τοπικό συμβούλιο και τον πρίγκηπα της Σαξονίας να παρέμβουν εναντίον του. Ο Μίντσερ εκείνη την εποχή για πρώτη φορά προβληματίζεται σοβαρά για τη σχέση του με την κοσμική εξουσία. Σε κήρυγμά του μπροστά στον πρίγκηπα Ιωάννη της Σαξονίας, τον καλεί ως Χριστιανό ηγέτη να προωθήσει το μεταρρυθμιστικό έργο, γιατί αλλιώς θα χάσει το ξίφος (δηλαδή την εξουσία) του.
Όταν το Μάρτη του 1524 καταστράφηκε το παρεκκλήσι του Μάλερμπαχ στο Άλστεντ, η κατάσταση έγινε έκρυθμη, καθώς οπαδοί του Μίντσερ κατηγορήθηκαν για την πράξη, σε μια περίοδο που η πόλη είχε γίνει πόλος έλξης για διωκόμενους προτεστάντες άλλων πόλεων. Ο Μίντσερ ίδρυσε την “Ένωση για την υπεράσπιση του Ευαγγελίου”, και θεώρησε πως είχε πλέον δικαίωμα αντίστασης στις “άθεες” κοσμικές αρχές. Μετά από ανάκρισή του στη Βαϊμάρη του καιλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, διατάχθηκε να διαλύσει την Ένωσή του και τους τυπογράφους που απασχολούσε. Ο Μίντσερ, νιώθοντας τον κλοιό να στενεύει γύρω του, εγκατέλειψε κρυφά το Άλστεντ λίγες μέρες αργότερα.
Καταφεύγει στην πόλη Μιλχάουζεν, όπου γίνεται ευμενώς δεκτώς ενώ παράλληλα, με αφορμή μια εσωτερική διένεξη των αρχών της πόλης, προτείνει τη δημιουργία ενός νέου τοπικού συμβουλίου “για τη δόξα του Θεού και την ωφέλεια της πόλης”, ενώ παράλληλα συμμετέχει και στη δημιουργία στρατιωτικού συνδέσμου με τίτλο “Αιώνιος Δεσμός του Θεού”. Το κίνημά του αποτυγχάνει και μαζί με έναν ακόμα οπαδό του εκδιώκονται από την πόλη.
Την εποχή εκείνη έχει ήδη ξεσπάσει στα νοτιοδυτικά της χώρας ο πόλεμος των χωρικών, ο ίδιος όμως αρχικά δεν κάνει δημόσιες εμφανίσεις, τυπώνει όμως έργα τα οποία αντιπαρατίθενται κριτικά με τη θεολογία του Λούθηρου, ενώ παράλληλα προειδοποιεί τους πρίγκηπες ότι εξαιτίας της αποτυχίας τους, η εξουσία θα μεταβιβάζονταν στις κοινότητες. Η πρώτη του άμεση επαφή με τον πόλεμο των χωρικών γίνεται στο Κλέτγκαου, χωρίς να είναι όμως γνωστές οι λεπτομέρειες της εμπλοκής του. Το 1525 επιστρέφει ως ιεροκήρυκας στο Μιλχάουζεν, όπου βλέπει τις προτάσεις του πριν την εκδίωξή του να υλοποιούνται με την εκλογή ενός νέου συμβουλίου.
Το κήρυγμα του Μίντσερ βασίζεται στην αντιδιαστολή του “ζωντανού λόγου του Θεού” και των “νεκρών γραμμάτων της Αγίας Γραφής”. Η θεία τάξη είχε διαστρεβλωθεί μετά το προπατορικό αμάρτημα και ο τρόπος ανάκτησης της αληθινής πίστης βρίσκονταν στη μίμηση του Χριστού στα Πάθη του και την ευλάβειά του. Ο άνθρωπος όφειλε να γυρίσει την πλάτη του στους πειρασμούς του κόσμου, την απληστεία των υλικών αγαθών και την αρχομανία. Πίστευε ακράδαντα πως ζει στην “Εποχή της Σοδειάς”, όπου οι άθεοι θα διακρίνονταν από τους εκλεκτούς, για να προετοιμαστεί η Τελική Κρίση και η Βασιλεία του Θεού, ένας κόσμος χωρίς κυριαρχία και εκμετάλλευση. Καθώς οι πρίγκηπες είχαν αποτύχει να προωθήσουν αυτό το σκοπό, ο Θεός χρησιμοποιούσε πλέον ως εργαλείο τους εξεγερμένους χωρικούς, για το λόγο αυτό συνέδεσε τη δράση του με την εξέγερση στη Θουριγγία.
Όταν από την πόλη Φρανκενχάουζεν οι εξεγερμένοι ζήτησαν βοήθεια από το Μίλχαουζεν, ο Μίντσερ μετά από κάποιες αμφιταλαντεύσεις τέθηκε επικεφαλής αποσπάσματος με κατεύθυνση το Φράνκενχάουζεν. Σε ύψωμα γύρω από την πόλη έδειξε στους εξεγερμένους ένα ουράνιο τόξο που ερμήνευσε ως σημάδι ένωσης με το Θεό και κίνητρο για μια μάχη μέχρις εσχάτων με τον πριγκιπικό στρατό. Η αιφνιδιαστική επίθεση του τελευταίου, πιθανότατα παραβιάζοντας την συμφωνημένη εκεχειρία, διέλυσε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού των χωρικών, με λίγους μόνους να καταφεύγουν εντός των τειχών της πόλης. Ο Μίνστερ γίνεται γρήγορα αντιληπτός και παραδίδεται στις πριγκιπικές αρχές για ανάκριση. Εκεί βασανίζεται και συντάσσει μια τελευταία επιστολή, στην οποία αναφέρει μεταξύ άλλων ότι στόχος του ίδιου και των συντρόφων του ήταν η εγκαθίδρυση της κοινοκτημοσύνης των αγαθών: “omnia sunt communia”, παρότι ορισμένοι αστοί μελετητές αποδίδουν τη φράση στους αντιπάλους του που ήθελαν να τον παρουσιάσουν ως ακόμα πιο επικίνδυνο ταραχοποιό απ’ό,τι ήταν, επικαλούμενοι την απουσία άλλων αναφορών στο θέμα στα υπόλοιπα έργα του. Βέβαιη πάντως ήταν η προσήλωσή του στην ιδέα της ανάληψης της εξουσίας από τον απλό λαό καθώς και η πίστη του στην κατάργηση της εκμετάλλευσης. Το γεγονός πως αυτό αρθρωνόταν με θεολογικό μανδύα (χωρίς αυτό να σημαίνει πως ήταν προσχηματικός σε επίπεδο προσωπικών πεποιθήσεων) κι όχι ως κάποιου είδος ολοκληρωμένο κοινωνικοπολιτικό πρόγραμμα έχει να κάνει με τους αντικειμενικούς περιορισμούς της εποχής του Μίντσερ, χωρίς να μειώνει τη μεγάλη του παρακαταθήκη για το επαναστατικό κίνημα.
Ο ριζοσπάστης μεταρρυθμιστής εκτελέστηκε σαν σήμερα το 1525 και τα κεφάλια του ίδιου και του συντρόφου του Πφάιφερ έμειναν εκτεθειμένα προς παραδειγματισμό στα τείχη του Μιλχάουζεν για χρόνια ολόκληρα. Το ενδιαφέρον για το Μίντσερ ήταν μεγάλο από τα πρώτα χρόνια μετά το θανατό του, εκτοξεύτηκε όμως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδιαίτερα όταν ο ίδιος έγινε σύμβολο στην ιστοριογραφία της ΓΛΔ. Αν ως το 1945 είχαν εμφανιστεί συνολικά 520 έργα για τη ζωή του, ως το 1975 δημοσιεύτηκαν άλλα τόσα, ενώ από τότε μέχρι σήμερα το ενδιαφέρον όχι απλώς δε μειώνεται, αλλά εντάθηκε ακόμα περισσότερο, φτάνοντας τα 1800, που περιλαμβάνουν από ακαδημαϊκές μονογραφίες μέχρι ποιήματα και μυθιστορήματα. Το 1956 γυρίστηκε και η φερώνυμη ταινία για τη ζωή του στη ΓΛΔ, ενώ το 1989, λίγο πριν την πτώσει του τείχους, εγκαινιάστηκε στο Φρανκενχάουζεν η μεγαλύτερη ελαιογραφία του κόσμου, με τίτλο “Πανόραμα του πολέμου των χωρικών”, από το ζωγράφο Βέρνερ Τίμπκε, με τον Μίντσερ να καταλαμβάνει κεντρική θέση στη σύνθεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου