Έχοντας δει από τις πρώτες μέρες την ταινία, δεν περιμενα να γράψω από
τους τελευταίους σημείωμα για το "τελευταίο σημείωμα" του Βούλγαρη, αλλά
η ζωή δεν έρχεται πάντα όπως την έχεις φανταστεί. Οπότε μπορείς να
κάνεις μια τανία -σαν το Βούλγαρη- για να πάρει εκδίκηση η φαντασία από
τη ζωή και την ιστορική πραγματικότητα, όχι απλά για να συμπληρώσει
δημιουργικά τα κενά της αλλά για να της αλλάξει τα φώτα.
Το πιο σημαντικό σχετικά με την ταινία είναι ότι αποτέλεσε ουσιαστικά πολιτικό γεγονός. Δε θα μπορούσε να μην είναι τέτοιο και δε θα τραβούσε τόσο πολύ την προσοχή μας αν αντιμετωπιζόταν με αμιγώς καλλιτεχνικά κριτήρια. Όταν λέμε πολιτικό γεγονός, εννοούμε κατά βάση το ΚΚΕ, τόσο το παλιό, όσο -πολύ παραπάνω- το σύγχρονο. Αυτό το καταλάβαμε από πρώτο χέρι, πηγαίνοντας στο σινεμά, όπου πετύχαμε στην είσοδο σφους Κνίτες να κάνουν οικονομική εξόρμηση με κουπόνια. Δε θα μπορούσε κανείς άλλος χώρος να είναι εκεί, νιώθοντας/κάνοντας την ταινία δική του υπόθεση. Το αντίθετο θα ήταν πιο περίεργο κι από το να κάνει πολιτικές δηλώσεις ο Μπίγαλης -που ήταν μεταξύ των θεατών και βγήκε μάλλον συγκινημένος από την αίθουσα.
Για να είμαι ειλικρινής, δε συμφωνώ ιδιαίτερα που το κόμμα πήρε στις πλάτες του το Βούλγαρη και την ταινία του -κι είναι κάτι που δε θα έπρεπε να κάνει για καμιά ταινία και κανένα σκηνοθέτη, ούτε τώρα ούτε πολύ περισσότερο μελλοντικά, πχ σε μια άλλη κοινωνία-εξουσία. Καταλαβαίνω απόλυτα όμως γιατί το έκανε, ποιοι λόγοι υπαγόρευσαν αυτήν την κίνηση. Σε αντίθεση με τον -κατανοητό μεν απόλυτα γελοίο δε- ετεροπροσδιορισμό κάποιων διαδικτυακών υπονόμων, που περίμεναν στη γωνία το σεχταριστικό ΚΚΕ που δεν αγκαλιάζει τέτοια έργα, αλλά χάλασε το σχέδιο και βγήκαν κριτικοί από "τα αριστερά", χωρίς να πείθουν ούτε τον εαυτό τους.
Μιλώντας για την ταινία, νιώθω υποχρεωμένος να δανειστώ το σχήμα και τη μέθοδο παρουσίασης του Πουαρώ στο "Έγκλημα στο Όριαν Εξπρές", όπου έδωσε στο τέλος δύο διαφορετικές εκδοχές της υπόθεσης, καλώντας τους ακροατές του να μη βιαστούν να απορρίψουν την πρώτη -παρά τα κενά και τις εμφανείς λογικές ανακολουθίες της- προτού ακούσουν και τη δεύτερη, που μπορεί να μην τους ήταν ιδιαίτερα αρεστή.
Συνοπτικά λοιπόν, και σε σχέση με τα επίμαχα σημεία που απασχόλησαν τη δημόσια συζήτηση για την ταινία και την οπτική του δημιουργού της, η πρώτη εκδοχή είναι πως το "τελευταίο σημείωμα" είναι μια ωραία ταινία, άκρως συγκινητική και χρήσιμη στον καιρό μας, πηγαίνοντας ενάντια στο ρεύμα της ιστορικής αναθεώρησης, ενώ φέρνει παράλληλα τους νέους σε επαφή με το κόμμα, την ηρωική ιστορία του και το πνεύμα αυταπάρνησης των μελών του. Φαίνεται καθαρά μάλιστα πως οι ήρωες της ταινίας ήταν κομμουνιστές, μαζί με την οργάνωση στις φυλακές και την ιδεολογία του βετεράνου που παρέμεινε πιστός ως το τέλος.
Με τη διαφορά πως όλα όσα μας δείχνει είναι εξαιρετικά αδύναμα. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο αν ο Βούλγαρης μένει πιστός στην ιστορική αλήθεια και παίρνει απλώς καλλιτεχνική αδεία μερικές ελευθερίες για να διασκευάσει δημιουργικά τα γεγονότα, ούτε αν μας παρουσιάζει τους ήρωες με... κασκόλ και σημαίες του ΚΚΕ, για να ικανοποιηθεί ο δικός μας οπαδικός "κομματικός πατριωτισμός". Το ζήτημα είναι αν καταφέρνει να αποδώσει όσα γίνονταν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, την πάλη των κρατουμένων απέναντι στα βασανιστήρια και τις ταπεινώσεις, τη μάχη τους για επιβίωση και για αξιοπρέπεια -όπου το πρώτο περνούσε μέσα από το δεύτερο- το ηθικό μεγαλείο που αντιπαρέταξαν ως μοναδικό τους όπλο απέναντι στους φασίστες.
Νομίζω πως όσοι έχουν διαβάσει πχ το Στρατόπεδο Χαϊδαρίου -που είναι βασικά λογοτεχνικό κι όχι ιστορικό έργο- και το έχουν ως μέτρο σύγκρισης, θα απαντούσαν μάλλον αρνητικά στα παραπάνω ερωτήματα. Κι όσοι διαφωνούν με τη δεύτερη εκδοχή που αναπτύσσω στη συνέχεια, σε βαθμό που να μην αποδέχονται την ουσία ή έστω κάποιες επιμέρους θέσεις της, ας κρατήσουν τουλάχιστον αυτό και ας πειστούν να διαβάσουν το βιβλίο του Κορνάρου, που ήταν κι αυτός συγκρατούμενος των 200 στο στρατόπεδο -και από αυτήν την άποψη είναι λογικό να έχει πιο δυνατές, βιωματικές περιγραφές για όσα έζησε από πρώτο χέρι.
Σημειώνω παρεμπιπτόντως για το βιβλίο κι έναν παραλληλισμό που δε δείχνει κάποιες αναλογίες, αλλά το ακριβώς αντίστροφο. Εκατό χρόνια πριν, ο Βλαδίμηρος άφηνε μισή κι ανέσωτη τη μελέτη του "Κράτος κι Επανάσταση", εξαιτίας του κόκκινου Οκτώβρη, γιατί είναι καλύτερο να κάνεις μια επανάσταση παρά να γράφεις για αυτήν. Αντιθέτως, το έργο του Κορνάρου έμεινε ανολοκλήρωτο, χωρίς το τελευταίο κεφάλαιο, που γράφτηκε κανονικά, αλλά καταστράφηκε κατά την παραμονή του σε φυλακές και εξορίες, και το άφησε έτσι, για να θυμίζει το όνειδος και το μίσος των κυβερνήσεων μετά το τέλος του εμφυλίου, που ευθύνονται για αυτό.
Ας επανέλθουμε όμως στο βασικό θέμα, σημειώνοντας συνοπτικά κάποια βασικά σημεία, για να μην ξεφύγει πολύ σε έκταση το κείμενο.
Όπως παρατηρεί ένας σφος, σε αντίθεση με την κυρίαρχη γενική αίσθηση, το "Τελευταίο Σημείωμα" κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με την "Ψυχή Βαθιά" του Βούλγαρη και όχι αντιπαραθετικά προς αυτήν. Εκεί οι Έλληνες ντουφεκούσαν Έλληνες, εξαιτίας των μεγάλων δυνάμεων που συγκρούονταν στον Ψυχρό Πόλεμο. Εδώ έχουμε τους ξένους κατακτητές που βασανίζουν κι εκτελεί τους Έλληνες πατριώτες κρατούμενους. Και στις δυο περιπτώσεις, η Ελλάδα πληρώνει τα σπασμένα των ξένων κι αυτό είναι το νόημα της διαβόητης αλλοίωσης της διαταγής των ναζί για την εκτέλεση διακοσίων κομμουνιστών -κι όχι γενικά πατριωτών- στην Καισαριανή.
-Ποιοι ήταν οι 200 της Καισαριανής; Καταρχάς δεν ήταν κρατούμενοι που επιλέχτηκαν στην τύχη ως αντίποινα για την εκτέλεση του Γερμανού στρατηγού. Ασφαλώς δεν ήταν όλοι μέλη του ΚΚΕ. Ήταν ανάμεσά τους και 13 τροτσκιστές, όπως έχει σημειωθεί, και παλιά στελέχη όπως ο Σκλάβαινας -που τον γνωρίζουμε από το σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα που υπογράφτηκε το 36' σε μια προσπάθεια συγκρότησης λαϊκού μετώπου- που αν δεν κάνω λάθος, είχε υπογράψει δήλωση και δεν ήταν μέλος του κόμματος -μπορεί όμως να είχε επανασυνδεθεί ή να με ξεγελά η μνήμη μου.
Ο πυρήνας τους όμως (170 περίπου άτομα) ήταν επίλεκτα κομματικά στελέχη, που είχαν μεταφερθεί στο Χαϊδάρι από την Ακροναυπλία και είχαν δοκιμαστεί και ψηθεί στην ταξική πάλη. Ήταν ουσιαστικά η ηγετική ομάδα των κρατουμένων, που είχε καταλυτικό ρόλο στο να ηττηθεί η μοιρολατρία και να μεταστραφεί το κλίμα στις τάξεις τους. Κατέστησαν σαφές, με το παράδειγμά τους στην πράξη, πως η μάχη για τη ζωή περνάει μέσα από τον αγώνα για αξιοπρέπεια, ενάντια στους βασανιστές και τις ταπεινώσεις, πως ήταν ζωτικής σημασίας να μην υπάρχουν σκυμμένα κεφάλια, ακόμα κι αν πρόκειται να κοπούν κάποια από αυτά που προεξέχουν, σηκώνοντας ανάστημα. Μια σκληρή καθημερινή μάχη ενάντια στους ανθρωποφύλακες, τους ευτελισμούς, το φόβο, τον πόνο, τις ανθρώπινες αντοχές, την έλλειψη νοήματος στις καταναγκαστικές εργασίες, τους δισταγμούς και την εσωτερική σύγκρουση του κάθε κρατούμενου. Ένας αγώνας που έκανε τους εχθρούς να φτάσουνε σε αυτό το σημείο, ώστε να μην μπορούν να σταθούν παρά μόνο σκοτώνοντας.
Είναι ένα πράγμα να προσπαθείς να βρεις τρόπο να περιγράψεις -ή να αποδώσεις στη μεγάλη οθόνη- αυτό το ψυχικό μεγαλείο, κι άλλο, τελείως διαφορετικό, να το βιώνεις και να το ενσαρκώνεις.
Οι 200 της Καισαριανής ήταν άνθρωποι με αδυναμίες, μα προπαντός ήρωες υπεράνθρωποι, ακριβώς γιατί νίκησαν τις αδυναμίες τους, ξεφτίλισαν το θάνατο, και γιατί τους έκαναν οι συνθήκες τέτοιους.
Αν κάποιος αναδεικνύει μόνο το πρώτο κομμάτι, με τις ανθρώπινες στιγμές και τις ταλαντεύσεις που μπορεί να είχαν, υποβαθμίζοντας το δεύτερο, ουσιαστικά τους ευνουχίζει σαν προσωπικότητες κι όχι μόνο πολιτικά. Ιδίως αν το ντύνει με κάποιες ελάχιστα ρεαλιστικές σκηνές, που φλερτάρουν με το μελό -πχ με την αρραβωνιαστικιά του Σουκατζίδη και μια αγκαλιά τους στα γραφεία των ναζί, ενώ σπάνε τον απαγορευτικό κλοιό.
Κάποιοι θα καταλάβουν από τα παραπάνω πως προτείνω να τους παρουσιάσει με ένα κομματικό φωτοστέφανο, ατσάλινους κι αλύγιστους, που δεν ταλαντεύτηκαν ποτέ, γιατί ήταν πιστοί στο κόμμα και τα ανώτερα ιδανικά του αγώνα, χωρίς ανθρώπινα πάθη κι αδυναμίες. Το ζητούμενο όμως είναι το ακριβώς αντίθετο. Να δείξει πως παρόλες τις δεύτερες σκέψεις, τους πειρασμούς και τις αδυναμίες, τους νικούσαν κάθε λεπτό και δε λύγισαν ποτέ, μηδέ όσο στην κακοκαιριά λυγάει το κυπαρίσσι. Και αν θέλει να δει κανείς πώς γίνεται αυτό, πώς αναδεικνύεται η ανθρώπινη μαζί με την αγωνιστική πλευρά, χωρίς πολιτικά κλισέ και πομπώδεις διακηρύξεις, μπορεί -για να μην παραπέμψω πάλι στον Κορνάρο- να διαβάσει τα λόγια που έγραψε στο δικό του τελευταίο σημείωμα ο Δ. Ρόδας.
Το πιο σημαντικό σχετικά με την ταινία είναι ότι αποτέλεσε ουσιαστικά πολιτικό γεγονός. Δε θα μπορούσε να μην είναι τέτοιο και δε θα τραβούσε τόσο πολύ την προσοχή μας αν αντιμετωπιζόταν με αμιγώς καλλιτεχνικά κριτήρια. Όταν λέμε πολιτικό γεγονός, εννοούμε κατά βάση το ΚΚΕ, τόσο το παλιό, όσο -πολύ παραπάνω- το σύγχρονο. Αυτό το καταλάβαμε από πρώτο χέρι, πηγαίνοντας στο σινεμά, όπου πετύχαμε στην είσοδο σφους Κνίτες να κάνουν οικονομική εξόρμηση με κουπόνια. Δε θα μπορούσε κανείς άλλος χώρος να είναι εκεί, νιώθοντας/κάνοντας την ταινία δική του υπόθεση. Το αντίθετο θα ήταν πιο περίεργο κι από το να κάνει πολιτικές δηλώσεις ο Μπίγαλης -που ήταν μεταξύ των θεατών και βγήκε μάλλον συγκινημένος από την αίθουσα.
Για να είμαι ειλικρινής, δε συμφωνώ ιδιαίτερα που το κόμμα πήρε στις πλάτες του το Βούλγαρη και την ταινία του -κι είναι κάτι που δε θα έπρεπε να κάνει για καμιά ταινία και κανένα σκηνοθέτη, ούτε τώρα ούτε πολύ περισσότερο μελλοντικά, πχ σε μια άλλη κοινωνία-εξουσία. Καταλαβαίνω απόλυτα όμως γιατί το έκανε, ποιοι λόγοι υπαγόρευσαν αυτήν την κίνηση. Σε αντίθεση με τον -κατανοητό μεν απόλυτα γελοίο δε- ετεροπροσδιορισμό κάποιων διαδικτυακών υπονόμων, που περίμεναν στη γωνία το σεχταριστικό ΚΚΕ που δεν αγκαλιάζει τέτοια έργα, αλλά χάλασε το σχέδιο και βγήκαν κριτικοί από "τα αριστερά", χωρίς να πείθουν ούτε τον εαυτό τους.
Μιλώντας για την ταινία, νιώθω υποχρεωμένος να δανειστώ το σχήμα και τη μέθοδο παρουσίασης του Πουαρώ στο "Έγκλημα στο Όριαν Εξπρές", όπου έδωσε στο τέλος δύο διαφορετικές εκδοχές της υπόθεσης, καλώντας τους ακροατές του να μη βιαστούν να απορρίψουν την πρώτη -παρά τα κενά και τις εμφανείς λογικές ανακολουθίες της- προτού ακούσουν και τη δεύτερη, που μπορεί να μην τους ήταν ιδιαίτερα αρεστή.
Συνοπτικά λοιπόν, και σε σχέση με τα επίμαχα σημεία που απασχόλησαν τη δημόσια συζήτηση για την ταινία και την οπτική του δημιουργού της, η πρώτη εκδοχή είναι πως το "τελευταίο σημείωμα" είναι μια ωραία ταινία, άκρως συγκινητική και χρήσιμη στον καιρό μας, πηγαίνοντας ενάντια στο ρεύμα της ιστορικής αναθεώρησης, ενώ φέρνει παράλληλα τους νέους σε επαφή με το κόμμα, την ηρωική ιστορία του και το πνεύμα αυταπάρνησης των μελών του. Φαίνεται καθαρά μάλιστα πως οι ήρωες της ταινίας ήταν κομμουνιστές, μαζί με την οργάνωση στις φυλακές και την ιδεολογία του βετεράνου που παρέμεινε πιστός ως το τέλος.
Με τη διαφορά πως όλα όσα μας δείχνει είναι εξαιρετικά αδύναμα. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο αν ο Βούλγαρης μένει πιστός στην ιστορική αλήθεια και παίρνει απλώς καλλιτεχνική αδεία μερικές ελευθερίες για να διασκευάσει δημιουργικά τα γεγονότα, ούτε αν μας παρουσιάζει τους ήρωες με... κασκόλ και σημαίες του ΚΚΕ, για να ικανοποιηθεί ο δικός μας οπαδικός "κομματικός πατριωτισμός". Το ζήτημα είναι αν καταφέρνει να αποδώσει όσα γίνονταν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, την πάλη των κρατουμένων απέναντι στα βασανιστήρια και τις ταπεινώσεις, τη μάχη τους για επιβίωση και για αξιοπρέπεια -όπου το πρώτο περνούσε μέσα από το δεύτερο- το ηθικό μεγαλείο που αντιπαρέταξαν ως μοναδικό τους όπλο απέναντι στους φασίστες.
Νομίζω πως όσοι έχουν διαβάσει πχ το Στρατόπεδο Χαϊδαρίου -που είναι βασικά λογοτεχνικό κι όχι ιστορικό έργο- και το έχουν ως μέτρο σύγκρισης, θα απαντούσαν μάλλον αρνητικά στα παραπάνω ερωτήματα. Κι όσοι διαφωνούν με τη δεύτερη εκδοχή που αναπτύσσω στη συνέχεια, σε βαθμό που να μην αποδέχονται την ουσία ή έστω κάποιες επιμέρους θέσεις της, ας κρατήσουν τουλάχιστον αυτό και ας πειστούν να διαβάσουν το βιβλίο του Κορνάρου, που ήταν κι αυτός συγκρατούμενος των 200 στο στρατόπεδο -και από αυτήν την άποψη είναι λογικό να έχει πιο δυνατές, βιωματικές περιγραφές για όσα έζησε από πρώτο χέρι.
Σημειώνω παρεμπιπτόντως για το βιβλίο κι έναν παραλληλισμό που δε δείχνει κάποιες αναλογίες, αλλά το ακριβώς αντίστροφο. Εκατό χρόνια πριν, ο Βλαδίμηρος άφηνε μισή κι ανέσωτη τη μελέτη του "Κράτος κι Επανάσταση", εξαιτίας του κόκκινου Οκτώβρη, γιατί είναι καλύτερο να κάνεις μια επανάσταση παρά να γράφεις για αυτήν. Αντιθέτως, το έργο του Κορνάρου έμεινε ανολοκλήρωτο, χωρίς το τελευταίο κεφάλαιο, που γράφτηκε κανονικά, αλλά καταστράφηκε κατά την παραμονή του σε φυλακές και εξορίες, και το άφησε έτσι, για να θυμίζει το όνειδος και το μίσος των κυβερνήσεων μετά το τέλος του εμφυλίου, που ευθύνονται για αυτό.
Ας επανέλθουμε όμως στο βασικό θέμα, σημειώνοντας συνοπτικά κάποια βασικά σημεία, για να μην ξεφύγει πολύ σε έκταση το κείμενο.
Όπως παρατηρεί ένας σφος, σε αντίθεση με την κυρίαρχη γενική αίσθηση, το "Τελευταίο Σημείωμα" κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με την "Ψυχή Βαθιά" του Βούλγαρη και όχι αντιπαραθετικά προς αυτήν. Εκεί οι Έλληνες ντουφεκούσαν Έλληνες, εξαιτίας των μεγάλων δυνάμεων που συγκρούονταν στον Ψυχρό Πόλεμο. Εδώ έχουμε τους ξένους κατακτητές που βασανίζουν κι εκτελεί τους Έλληνες πατριώτες κρατούμενους. Και στις δυο περιπτώσεις, η Ελλάδα πληρώνει τα σπασμένα των ξένων κι αυτό είναι το νόημα της διαβόητης αλλοίωσης της διαταγής των ναζί για την εκτέλεση διακοσίων κομμουνιστών -κι όχι γενικά πατριωτών- στην Καισαριανή.
-Ποιοι ήταν οι 200 της Καισαριανής; Καταρχάς δεν ήταν κρατούμενοι που επιλέχτηκαν στην τύχη ως αντίποινα για την εκτέλεση του Γερμανού στρατηγού. Ασφαλώς δεν ήταν όλοι μέλη του ΚΚΕ. Ήταν ανάμεσά τους και 13 τροτσκιστές, όπως έχει σημειωθεί, και παλιά στελέχη όπως ο Σκλάβαινας -που τον γνωρίζουμε από το σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα που υπογράφτηκε το 36' σε μια προσπάθεια συγκρότησης λαϊκού μετώπου- που αν δεν κάνω λάθος, είχε υπογράψει δήλωση και δεν ήταν μέλος του κόμματος -μπορεί όμως να είχε επανασυνδεθεί ή να με ξεγελά η μνήμη μου.
Ο πυρήνας τους όμως (170 περίπου άτομα) ήταν επίλεκτα κομματικά στελέχη, που είχαν μεταφερθεί στο Χαϊδάρι από την Ακροναυπλία και είχαν δοκιμαστεί και ψηθεί στην ταξική πάλη. Ήταν ουσιαστικά η ηγετική ομάδα των κρατουμένων, που είχε καταλυτικό ρόλο στο να ηττηθεί η μοιρολατρία και να μεταστραφεί το κλίμα στις τάξεις τους. Κατέστησαν σαφές, με το παράδειγμά τους στην πράξη, πως η μάχη για τη ζωή περνάει μέσα από τον αγώνα για αξιοπρέπεια, ενάντια στους βασανιστές και τις ταπεινώσεις, πως ήταν ζωτικής σημασίας να μην υπάρχουν σκυμμένα κεφάλια, ακόμα κι αν πρόκειται να κοπούν κάποια από αυτά που προεξέχουν, σηκώνοντας ανάστημα. Μια σκληρή καθημερινή μάχη ενάντια στους ανθρωποφύλακες, τους ευτελισμούς, το φόβο, τον πόνο, τις ανθρώπινες αντοχές, την έλλειψη νοήματος στις καταναγκαστικές εργασίες, τους δισταγμούς και την εσωτερική σύγκρουση του κάθε κρατούμενου. Ένας αγώνας που έκανε τους εχθρούς να φτάσουνε σε αυτό το σημείο, ώστε να μην μπορούν να σταθούν παρά μόνο σκοτώνοντας.
Είναι ένα πράγμα να προσπαθείς να βρεις τρόπο να περιγράψεις -ή να αποδώσεις στη μεγάλη οθόνη- αυτό το ψυχικό μεγαλείο, κι άλλο, τελείως διαφορετικό, να το βιώνεις και να το ενσαρκώνεις.
Οι 200 της Καισαριανής ήταν άνθρωποι με αδυναμίες, μα προπαντός ήρωες υπεράνθρωποι, ακριβώς γιατί νίκησαν τις αδυναμίες τους, ξεφτίλισαν το θάνατο, και γιατί τους έκαναν οι συνθήκες τέτοιους.
Αν κάποιος αναδεικνύει μόνο το πρώτο κομμάτι, με τις ανθρώπινες στιγμές και τις ταλαντεύσεις που μπορεί να είχαν, υποβαθμίζοντας το δεύτερο, ουσιαστικά τους ευνουχίζει σαν προσωπικότητες κι όχι μόνο πολιτικά. Ιδίως αν το ντύνει με κάποιες ελάχιστα ρεαλιστικές σκηνές, που φλερτάρουν με το μελό -πχ με την αρραβωνιαστικιά του Σουκατζίδη και μια αγκαλιά τους στα γραφεία των ναζί, ενώ σπάνε τον απαγορευτικό κλοιό.
Κάποιοι θα καταλάβουν από τα παραπάνω πως προτείνω να τους παρουσιάσει με ένα κομματικό φωτοστέφανο, ατσάλινους κι αλύγιστους, που δεν ταλαντεύτηκαν ποτέ, γιατί ήταν πιστοί στο κόμμα και τα ανώτερα ιδανικά του αγώνα, χωρίς ανθρώπινα πάθη κι αδυναμίες. Το ζητούμενο όμως είναι το ακριβώς αντίθετο. Να δείξει πως παρόλες τις δεύτερες σκέψεις, τους πειρασμούς και τις αδυναμίες, τους νικούσαν κάθε λεπτό και δε λύγισαν ποτέ, μηδέ όσο στην κακοκαιριά λυγάει το κυπαρίσσι. Και αν θέλει να δει κανείς πώς γίνεται αυτό, πώς αναδεικνύεται η ανθρώπινη μαζί με την αγωνιστική πλευρά, χωρίς πολιτικά κλισέ και πομπώδεις διακηρύξεις, μπορεί -για να μην παραπέμψω πάλι στον Κορνάρο- να διαβάσει τα λόγια που έγραψε στο δικό του τελευταίο σημείωμα ο Δ. Ρόδας.
Να πείτε στους καπνεργάτες μου ότι δεν τους πρόσβαλα.
Απλά κι ανθρώπινα, χωρίς να χάνεται ούτε η συγκίνηση, ούτε το πολιτικό-ταξικό στοιχείο.
Ένα συχνό αντεπιχείρημα είναι πως ο κινηματογράφος δεν είναι και δεν προσπαθεί να κάνει ιστορία, για να τον κρίνουμε ως τέτοιο.
Καταρχάς, μια ταινία που ασχολείται με αυτό το ζήτημα είναι εκ των
πραγμάτων πολιτική και δε θα μπορούσε να είναι απολίτικη η δική μας
ματιά. Αλλά δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Το ζήτημα είναι πως ο Βούλγαρης
άλλαξε, με εντελώς πολιτικό σκεπτικό και για έχει ευρύτερο κοινό
απεύθυνσης, τη διαταγή των Γερμανών. Και μαζί με αυτό, έκανε κάποιες
αλλαγές που όχι μόνο δεν υπηρετούσαν το κινηματογραφικό συναίσθημα -κι
όχι την ιστορική αλήθεια- αλλά πετυχαίνουν μάλλον το αντίθετο.
Προσωπικά θεωρώ εξαιρετικά αδύναμη και ελάχιστα ρεαλιστική τη σκηνή του
αποχαιρετιστήριου χορού στο θάλαμο των μελλοθάνατων, μολονότι πολλοί την
θεωρούν ως την πιο δυνατή στιγμή του έργου, καθώς μας δείχνει σε
αντιπαραβολή τη βουβαμάρα των κατακτητών, που είναι στη θέση του
ισχυρού, αλλά νιώθουν ανήμποροι μπροστά στην ψυχική δύναμη των
φυλακισμένων.
Μόνο που η πραγματικότητα ήταν κάπως διαφορετική και πολύ πιο κινηματογραφική, όπως φαίνεται πχ κι από το χρονικό που παραθέτει ο σαββατοκυριακάτικος Ρίζος.
Η αναγγελία της μαζικής εκτέλεσης βρίσκει τους κρατούμενους
παραταγμένους στην πρωινή αναφορά, να προσπαθούν να μαντέψουν τη μοίρα
τους από τα οχήματα που μπαίνουν στο χώρο και να ψυχανεμίζονται -χωρίς
να γνωρίζουν ακόμα- το ανακοινωθέν που τους προέγραφε. Ακούνε ένας-ένας
τα ονόματά τους και πηγαίνουν σαν ήρωες να συναντήσουν το θάνατο,
βροντοφωνάζοντας το "παρών" για να μη δώσουν στους φασίστες ούτε τη χαρά
μιας στιγμιαίας αδυναμίας, κι ας τους είχε κόψει τα γόνατα το μαντάτο
κι η βασανιστική αναμονή της αναγγελίας των ονομάτων. Περιφρονούν το
θάνατο και τον εξευτελίζουν, στήνουν επί τόπου (κι όχι με όργανα και
ορχήστρα, όπως δείχνει στην ταινία) τον αποχαιρετιστήριο χορό των
μελλοθάνατων. Κι αν δεν κάνω λάθος, τα περισσότερα σημειώματα γράφονται
βιαστικά, στο πόδι, και πολλά πετιούνται από τα κάρα που τους μεταφέρουν
και τα μαζεύουν τα παιδιά που τρέχουν πίσω τους.
Τι φοβερή εσωτερική δύναμη χρειάζεται για να δείξεις τέτοιο θάρρος αυτήν
την ώρα. Τι τρομερή κινηματογραφική σκηνή που θα πρόσφερε η
αναπαράσταση αυτής της υπερβατικής στιγμής. Και πόσο ακατανόητο είναι να
την αλλάζεις και να την καταστρέφεις, παρουσιάζοντας στη θέση της κάτι
άλλο...
Συμπερασματικά: ο Βούλγαρης αποτυγχάνει να δώσει το συναίσθημα και την
ψυχική δύναμη των 200 της Καισαριανής, του αγώνα τους που έφτασε στο
αποκορύφωμά του με την εκτέλεσή τους στο Σκοπευτήριο και την ηρωική τους
στάση, χωρίς να αποφεύγει τους εύκολους συναισθηματισμούς, πχ τη στιγμή
της εκτέλεσης που είναι επιεικώς υπερβολική, και σε αργή κίνηση...
Παράλληλα, αποτυγχάνει να αποδώσει και το πολιτικό-ιστορικό κομμάτι, ή
μάλλον πετυχαίνει συνειδητά κάτι τελείως διαφορετικό, ρηχό κι εύπεπτο,
που ήταν σχεδόν πάντα ο Βούλγαρης, χωρίς να προδίδει όσα μας έδειξε σε
άλλες ταινίες του, όπως η "Ψυχή βαθιά".
Μη βιαστείτε όμως -ακόμα κι αν σας έπεισε- να υιοθετήσετε αυτή τη
δεύτερη εκδοχή. Το "τελευταίο σημείωμα" παραμένει μία χρήσιμη ταινία για
τον καιρό που ζούμε, που μπορεί όντως να φέρει τους νέους σε επαφή με
το κόμμα, την ιστορία και την ιδεολογία του. Με τον ίδιο τρόπο που το
έκανε πχ στη δική μου γενιά "ο άνθρωπος με το γαρίφαλο", χωρίς να έχει
λιγότερα προβλήματα από πολιτική άποψη (η ταινία βγήκε στα πρόθυρα της
"Αλλαγής" και έβγαζε καλό τον Πλαστήρα, την κυβέρνηση που συνέργησε στο
έγκλημα εναντίον του Μπελογιάννη και των συντρόφων του).
Εσείς ποια από τις δύο εκδοχές προτιμάτε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου