«Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις».
Η παροιμία αυτή ταιριάζει γάντι σε όσα ακούγονται αυτές τις μέρες από
τους υποψήφιους του ΣΥΡΙΖΑ σε μεγάλους δήμους, κυρίως σε Αθήνα,
Θεσσαλονίκη και Πειραιά.
Για παράδειγμα, ο Ηλιόπουλος, πρώην υφυπουργός Εργασίας, κλίνει σε όλες τις πτώσεις την «καθημερινότητα» των κατοίκων της Αθήνας. «Ξεχνάει» όμως να πει ότι ανάμεσα στα εκατομμύρια των κατοίκων υπάρχουν μερικές χιλιάδες άνεργοι, η καθημερινότητα των οποίων ορίζεται από το πενιχρό επίδομα ανεργίας - για τους ελάχιστους που το παίρνουν, εξαιτίας των κριτηρίων που βάζει η κυβέρνηση.
Για τους υπόλοιπους, καθημερινότητα είναι το ξεροστάλιασμα στις ουρές του ΟΑΕΔ για κάποια ψευτοπαροχή ή κάποιο πρόγραμμα προσωρινής και «ευέλικτης» απασχόλησης, που αντιπροσωπεύει το 60% όλων των νέων θέσεων, με το αντεργατικό πλαίσιο της σημερινής και των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Αλλά ούτε και για τους Αθηναίους εργαζόμενους των 300 και 400 ευρώ είναι καλύτερη η καθημερινότητα. Αλήθεια, ποιος νέος θα ξεκινήσει μια καινούργια ζωή, θα τολμήσει να εγκαταλείψει το πατρικό του σπίτι, θα αλλάξει ριζικά την καθημερινότητά του, με τους άθλιους μισθούς και τις συνθήκες στην εργασιακή ζούγκλα, με ευθύνη όλων των κυβερνήσεων και της σημερινής του ΣΥΡΙΖΑ;
Από πουθενά δεν προκύπτει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ σκοπεύει να τους εμποδίσει. Αντίθετα, ξιφουλκεί προεκλογικά ενάντια στις συμπράξεις με εργολάβους, πράγμα που δεν έκανε όταν ο Μπουτάρης στη Θεσσαλονίκη παρέδιδε το μηχανουργείο σε εργολάβους και όταν έβγαινε μπροστά για να σπάσει την πολυήμερη απεργία των εργαζομένων, προβάλλοντας τα «καλά» της εργολαβοποίησης υπηρεσιών όπως η καθαριότητα.
Θυμίζουμε ότι αυτή την «προοδευτική» πολιτική για την Τοπική Διοίκηση επιβράβευε ο πρωθυπουργός όταν πρότεινε τον Μπουτάρη να είναι εκ νέου υποψήφιος στη Θεσσαλονίκη με τη στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλωστε, το πλαίσιο της ευρωπαϊκής και της ελληνικής νομοθεσίας για την Τοπική Διοίκηση, το οποίο επεκτείνει η σημερινή κυβέρνηση, δεν επιτρέπει απλώς αλλά ενθαρρύνει τις συμπράξεις με ιδιώτες, απογειώνοντας την ανταποδοτικότητα. Αν ήταν πραγματικά ενάντια στους ιδιώτες, θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να καταργήσει τους νόμους που τους κάνουν συνεταιράκια των δήμων σε βάρος του λαού, να χρηματοδοτήσει αποκλειστικά δημόσιες και δωρεάν υπηρεσίες για όλο το λαό.
Μόνο που για να «ζωντανέψουν» αυτά τα κτίρια ετοιμάζεται ήδη φρέσκο παραδάκι για τους μεγαλοεργολάβους, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα αναλάβουν και τη συνδιαχείρισή τους με τους δήμους, μέσα από «προγραμματικές συμφωνίες», αποσκοπώντας σε κέρδη από την εκμετάλλευσή τους.
Καθόλου τυχαία, την ίδια μέρα που ο Ηλιόπουλος υποσχόταν μια «Αθήνα από την αρχή», με προτάσεις όπως η παραπάνω, το υπουργείο Περιβάλλοντος διαφήμιζε τη σύμπραξη ιδιωτικού και δημόσιου τομέα στο «σχέδιο για τις αναπλάσεις των πόλεων». Κι εκεί που οι εργολάβοι ...βρωμούσαν στη διαχείριση των σκουπιδιών, μετατρέπονται τώρα σε πρώτης τάξης συνδιαχειριστές των άδειων σπιτιών της Αθήνας, ως μέρος ενός κολοσσιαίου προγράμματος ανάπλασης, με μπόλικο χρήμα για τους ομίλους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να ξεχαστεί από το λαό ότι έχει βάλει την υπογραφή του στην ιδιωτικοποίηση όλων των λιμανιών της χώρας και ότι πίσω από τη μάντρα του ΟΛΠ οργιάζει η εκμετάλλευση, με τους δικούς του αντεργατικούς νόμους, όπως και των προηγούμενων.
Τέλος, η Νοτοπούλου στη Θεσσαλονίκη διαπιστώνει ότι «η μάχη που θα δοθεί για το δήμο θα είναι άκρως πολιτική» και ότι «τα οράματα που συγκρούονται είναι αν η Θεσσαλονίκη θα μετεξελιχθεί σε κέντρο της Βαλκανικής και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης ή αν θα παραμείνει κακέκτυπο συμπρωτεύουσας». Ποιες είναι όμως οι προϋποθέσεις για το πρώτο; Να προσδεθεί ακόμα περισσότερο στους αμερικανοΝΑΤΟικούς σχεδιασμούς και στα επιχειρηματικά σχέδια των ΗΠΑ - ΕΕ, ανταγωνιστικά προς άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, βάζοντας το λαό στο επίκεντρο μιας σκληρής διαμάχης, που στο στρατιωτικό της σκέλος παραπέμπει ολοένα και περισσότερο σε προετοιμασία για γενικευμένη αντιπαράθεση.
Για παράδειγμα, ο Ηλιόπουλος, πρώην υφυπουργός Εργασίας, κλίνει σε όλες τις πτώσεις την «καθημερινότητα» των κατοίκων της Αθήνας. «Ξεχνάει» όμως να πει ότι ανάμεσα στα εκατομμύρια των κατοίκων υπάρχουν μερικές χιλιάδες άνεργοι, η καθημερινότητα των οποίων ορίζεται από το πενιχρό επίδομα ανεργίας - για τους ελάχιστους που το παίρνουν, εξαιτίας των κριτηρίων που βάζει η κυβέρνηση.
Για τους υπόλοιπους, καθημερινότητα είναι το ξεροστάλιασμα στις ουρές του ΟΑΕΔ για κάποια ψευτοπαροχή ή κάποιο πρόγραμμα προσωρινής και «ευέλικτης» απασχόλησης, που αντιπροσωπεύει το 60% όλων των νέων θέσεων, με το αντεργατικό πλαίσιο της σημερινής και των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Αλλά ούτε και για τους Αθηναίους εργαζόμενους των 300 και 400 ευρώ είναι καλύτερη η καθημερινότητα. Αλήθεια, ποιος νέος θα ξεκινήσει μια καινούργια ζωή, θα τολμήσει να εγκαταλείψει το πατρικό του σπίτι, θα αλλάξει ριζικά την καθημερινότητά του, με τους άθλιους μισθούς και τις συνθήκες στην εργασιακή ζούγκλα, με ευθύνη όλων των κυβερνήσεων και της σημερινής του ΣΥΡΙΖΑ;
* * *
Κατά τον ίδιο τρόπο, ο υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ
προσπαθεί να χαράξει διαχωριστικές γραμμές απ' αυτόν της ΝΔ στο ζήτημα
της συμμετοχής των ιδιωτών στη διαχείριση των απορριμμάτων,
χαρακτηρίζοντας «αποτυχημένη πολιτική (...) με τραγικά αποτελέσματα» τις
συμπράξεις με εργολάβους. Θα έπρεπε κάποιος να του θυμίσει ότι οι
ιδιώτες κάνουν ήδη «μπίζνες» με τα σκουπίδια, ελέγχοντας τομείς όπως η
ανακύκλωση.Από πουθενά δεν προκύπτει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ σκοπεύει να τους εμποδίσει. Αντίθετα, ξιφουλκεί προεκλογικά ενάντια στις συμπράξεις με εργολάβους, πράγμα που δεν έκανε όταν ο Μπουτάρης στη Θεσσαλονίκη παρέδιδε το μηχανουργείο σε εργολάβους και όταν έβγαινε μπροστά για να σπάσει την πολυήμερη απεργία των εργαζομένων, προβάλλοντας τα «καλά» της εργολαβοποίησης υπηρεσιών όπως η καθαριότητα.
Θυμίζουμε ότι αυτή την «προοδευτική» πολιτική για την Τοπική Διοίκηση επιβράβευε ο πρωθυπουργός όταν πρότεινε τον Μπουτάρη να είναι εκ νέου υποψήφιος στη Θεσσαλονίκη με τη στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλωστε, το πλαίσιο της ευρωπαϊκής και της ελληνικής νομοθεσίας για την Τοπική Διοίκηση, το οποίο επεκτείνει η σημερινή κυβέρνηση, δεν επιτρέπει απλώς αλλά ενθαρρύνει τις συμπράξεις με ιδιώτες, απογειώνοντας την ανταποδοτικότητα. Αν ήταν πραγματικά ενάντια στους ιδιώτες, θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να καταργήσει τους νόμους που τους κάνουν συνεταιράκια των δήμων σε βάρος του λαού, να χρηματοδοτήσει αποκλειστικά δημόσιες και δωρεάν υπηρεσίες για όλο το λαό.
* * *
Ο Ηλιόπουλος δηλώνει επίσης υπερασπιστής
«του δικαιώματος στην κατοικία». Διαπιστώνει ότι «πάνω από 400 ακίνητα
στέκουν άδεια στην Αθήνα» και προτείνει «χρήση με κοινωνική ανταπόδοση
και όφελος για τις γειτονιές και τους ανθρώπους της πόλης», κάτω από το
σύνθημα «Ζωντανεύοντας τα κτίρια, ζωντανεύουμε τις γειτονιές». Ουδέν
μεμπτόν, θα σκεφτεί κανείς.Μόνο που για να «ζωντανέψουν» αυτά τα κτίρια ετοιμάζεται ήδη φρέσκο παραδάκι για τους μεγαλοεργολάβους, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα αναλάβουν και τη συνδιαχείρισή τους με τους δήμους, μέσα από «προγραμματικές συμφωνίες», αποσκοπώντας σε κέρδη από την εκμετάλλευσή τους.
Καθόλου τυχαία, την ίδια μέρα που ο Ηλιόπουλος υποσχόταν μια «Αθήνα από την αρχή», με προτάσεις όπως η παραπάνω, το υπουργείο Περιβάλλοντος διαφήμιζε τη σύμπραξη ιδιωτικού και δημόσιου τομέα στο «σχέδιο για τις αναπλάσεις των πόλεων». Κι εκεί που οι εργολάβοι ...βρωμούσαν στη διαχείριση των σκουπιδιών, μετατρέπονται τώρα σε πρώτης τάξης συνδιαχειριστές των άδειων σπιτιών της Αθήνας, ως μέρος ενός κολοσσιαίου προγράμματος ανάπλασης, με μπόλικο χρήμα για τους ομίλους.
* * *
Αλλά και ο υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ στον Πειραιά
πανηγυρίζει για την απόρριψη του σχεδίου της COSCO να χτίσει Mall, που
«θα αλλοίωνε το τοπόσημο της πόλης». Συνεχίζει όμως να μη λέει κουβέντα
(όπως και η δημοτική αρχή Μόραλη) για το επιχειρηματικό και γεωπολιτικό
παιχνίδι που εξελίσσεται στο λιμάνι, όχι για τα συμφέροντα των
εργαζομένων και του λαού αλλά για το ποιος θα έχει το πάνω χέρι σε
στρατηγικές, κερδοφόρες υποδομές, με τις οποίες συνδέουν την κερδοφορία
τους και ισχυρά τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης.Ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να ξεχαστεί από το λαό ότι έχει βάλει την υπογραφή του στην ιδιωτικοποίηση όλων των λιμανιών της χώρας και ότι πίσω από τη μάντρα του ΟΛΠ οργιάζει η εκμετάλλευση, με τους δικούς του αντεργατικούς νόμους, όπως και των προηγούμενων.
Τέλος, η Νοτοπούλου στη Θεσσαλονίκη διαπιστώνει ότι «η μάχη που θα δοθεί για το δήμο θα είναι άκρως πολιτική» και ότι «τα οράματα που συγκρούονται είναι αν η Θεσσαλονίκη θα μετεξελιχθεί σε κέντρο της Βαλκανικής και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης ή αν θα παραμείνει κακέκτυπο συμπρωτεύουσας». Ποιες είναι όμως οι προϋποθέσεις για το πρώτο; Να προσδεθεί ακόμα περισσότερο στους αμερικανοΝΑΤΟικούς σχεδιασμούς και στα επιχειρηματικά σχέδια των ΗΠΑ - ΕΕ, ανταγωνιστικά προς άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, βάζοντας το λαό στο επίκεντρο μιας σκληρής διαμάχης, που στο στρατιωτικό της σκέλος παραπέμπει ολοένα και περισσότερο σε προετοιμασία για γενικευμένη αντιπαράθεση.
* * *
Αλήθεια, όμως, ποιος από τους υποψήφιους
των άλλων κομμάτων - πλην ΚΚΕ - έχει διαφορετικό «όραμα» για τη
Θεσσαλονίκη απ' αυτό της Νοτοπούλου και του ΣΥΡΙΖΑ; Ποιος αμφισβητεί τη
λειτουργία του ΝΑΤΟικού στρατηγείου στην πόλη, τη μετατροπή του λιμανιού
σε στρατιωτικό προγεφύρωμα των ΗΠΑ; Κανένας. Γι' αυτό πρέπει ο λαός να
μην αναζητεί διαφορές ανάμεσα στους υποψήφιους και την πολιτική των
αστικών κομμάτων, στα ψεύτικα διλήμματα και τους κάλπικους διαχωρισμούς.
Την πραγματική διαφορά για τα συμφέροντα και τις ανάγκες του μπορεί να
την κάνει μόνο ένα πιο ισχυρό ΚΚΕ παντού, και στις τρεις κάλπες του
ερχόμενου Μάη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου