Η εξουσία δεν είναι μονοδιάστατη ούτε μονοπολική, καθότι εμπεριέχει
διαβαθμίσεις αναφορικά με την ισχύ και την ένταση του κάθε πόλου που την
συγκροτεί συνολικά (κεφάλαιο, κράτος, ΜΜΕ κλπ). Υπό αυτή την έννοια, η
κυβερνητική εξουσία και η εκλογική κατάληψη της αποτελεί μόνο το ένα
σκέλος, το πολιτικό τμήμα που υψώνεται πάνω στο οικονομικό. Γιατί, στις ταξικά προσδιορισμένες αστικές κοινωνίες η εξουσία κατέχεται από εκείνους που ελέγχουν τα κλειδιά της οικονομίας, που έχουν στην ιδιοκτησία τους τα μέσα παραγωγής και τον κοινωνικό πλούτο που παράγεται.
Σε αυτό το πλέγμα κοινωνικών σχέσεων υπάρχουν οι εκμεταλλευτές και οι εκμεταλλευόμενοι, οι κοινωνικές τάξεις (αστική – εργατική) που συγκροτούνται γύρω από την κεντρική σύγκρουση της αντιθετικής σχέσης κεφαλαίου – εργασίας, Μια εκλογική νίκη, ακόμη και ενός κόμματος που αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερό (όπως του ΣΥΡΙΖΑ το 2015) δεν αρκεί για να μετασχηματιστεί η κοινωνία. Δεν καταργείται η ταξική πάλη, δεν αίρονται οι κοινωνικές τάξεις με την άνοδο του Α ή Β κόμματος στον κυβερνητικό θώκο, ούτε η ταξική σύγκρουση μπορεί απλά να μεταφερθεί από τη οικονομική σφαίρα (χώροι εργασίας, επιχειρήσεις, λιμάνια κ.ά.) στη κρατική σφαίρα (κυβέρνηση, υπουργεία). Το αστικό κράτος δεν μπορεί παρά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να συνιστά την εκτελεστική επιτροπή της άρχουσας τάξης (όπως το έθεσε ο Μαρξ) που το διευθύνει, όπως και το κοινοβούλιο δεν μπορεί παρά για τους κομμουνιστές να αποτελεί ένα πεδίο αξιοποίησης για την απογύμνωση του ως αστικού θεσμού. Συνεπώς, δεν είναι αρκετή η βούληση, η θέληση, η τόλμη κ.ά. μιας «αριστερής» κυβέρνησης για να αλλάξει θεμελιακά η κοινωνία, πόσο μάλλον όταν δεν θέτει καν το ζήτημα εκεί που δημιουργείται, δηλαδή στην παραγωγική διαδικασία (καπιταλισμός), αλλά αποσπασματικά στον τρόπο αναπαραγωγής/διαχείρισης του (αναδιανομή, ανακατανομή).
Σε αυτό το πλαίσιο και στον αστερισμό του επαναπροσδιορισμού του αστικού/καπιταλιστικού διπολισμού όπως χαρτογραφήθηκε στις ελληνικές εθνικές εκλογές μπορούν να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα, με ευρύτερες προεκτάσεις που αφορούν και την Κύπρο, όσον αφορά τη πολιτική ουσία των πραγμάτων:
(α) Το πολιτικό δίπολο (νεοφιλελευθερισμός – σοσιαλδημοκρατία) όπως εξακτινώνεται και σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο διατηρείται με ορισμένες όμως τροποποιήσεις στο εσωτερικό του δεύτερου καθώς αντανακλάται περισσότερο μια μεταμοντέρνα νεοαριστέρα και όχι μια παραδοσιακή-ρεφορμιστική σοσιαλδημοκρατία.
(β) Σε ο,τι αφορά την κομματική εκπροσώπηση του δεύτερου πόλου (σοσιαλδημοκρατία) έχουμε μια εδραιωμένη μετατόπιση αφού ο ΣΥΡΙΖΑ έχει οριστικά πάρει τη θέση του παλιού ΠΑΣΟΚ (νυν ΚΙΝΑΛ) και αυτό αποτυπώνεται στα αποτελέσματα του εκλογικού χάρτη. Το νεοκομματικό δίπολο ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ, εκφράζει το πολιτικό δίπολο νεοφιλελευθερισμού/συντηρητισμού – σοσιαλδημοκρατίας/νεοαριστερας που κυριαρχεί σε εκλογικό επίπεδο.
Είναι ενδιαφέρον να δούμε κατά πόσο οι κινήσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγήσουν σε μια εκ νέου επανεκτίμηση της ταυτότητας του, και μετατροπή του από κινηματική-πολιτισμική νεοαριστερά του «ατομικού δικαιωματισμού», των identity politics, των πλατειών κ.α. (βλ. Ποδέμος, Ντιε Λίνκε) σε μια δεξιά σοσιαλδημοκρατία ευρωπαϊκής κοπής (βλ. συμμαχία S&D σε ευρωκοινοβούλιο). Βέβαια, η κοινωνική βάση στην οποία απευθύνεται παραμένει η ίδια, δηλαδή τα μεσαία αστικά στρώματα θεματοποιώντας κυρίως ζητήματα αισθητικής, ετερότητας, τρόπους ζωής, κατανάλωση κ.ά. και ούτε κατά διάνοια δεν αναφέρεται σε αλλαγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και οργάνωσης της εργασίας (ακόμη και μέσω μεταρρυθμίσεων). Πηγαίνοντας ξανά πίσω στο 2015 και ιχνηλατώντας την πορεία του μέχρι σήμερα, καταδεικνύεται ακόμη εμφατικότερα πως δεν τίθεται κανένα ζήτημα του τύπου «ήθελε, αλλά δεν μπορούσε», «προσπάθησε, αλλά συνθηκολόγησε», «αναγκάστηκε να υποχωρήσει» κ.ά.
Επί του πρακτέου, και σε ο,τι αφορά τον «πόλεμο θέσεων» είναι σημαντικό να καταγραφεί ότι η αστική τάξη έχει καταφέρει σε μεγάλο βαθμό να (επανα)διαμορφώσει και να στήσει το πολιτικό παιχνίδι με τέτοιους όρους όπως καθρεφτίστηκε στις εκλογές ώστε οι κύριοι παίκτες, είτε φορούν ροζ, είτε μπλε, είτε πράσινη φανέλα να βάζουν γκολ για τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Ενώ φαινομενικά εμφανίζονται ως να έχουν διαφορές, αυτές δεν αφορούν καμία ουσιαστική διαφοροποίηση σχετικά με την εξυπηρέτηση, προώθηση και υλοποίηση των συμφερόντων του κεφαλαίου, του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Η αστική τάξη, ως η κυρίαρχη επί των κοινωνικών σχέσεων, έχει οριοθετήσει ηγεμονικά το πεδίο της κοινωνικό-πολιτικής αντιπαράθεσης και κανονικοποιήσει τα όρια του πλαισίου σύγκρουσης, με τρόπο που δεν αμφισβητείται η λογική του καπιταλισμού, ο πυρήνας των εκμεταλλευτικών του σχέσεων (ατομική ιδιοκτησία μέσων παραγωγής / εμπορευματοποίηση εργατικής δύναμης).
Έχει λοιπόν εδραιώσει και θεμελιώσει το αξίωμα που λέει πως σημασία δεν έχει ποιος ασκεί την εξουσία (π.χ. ΝΔ, ή ΣΥΡΙΖΑ, ή ΚΙΝΑΛ), αλλά το ποιος την κατέχει (αστική τάξη) καταφέρνοντας να προβάλει τα συμφέροντας της τόσο μέσω μιας νεοφιλελεύθερης-συντηρητικής κυβέρνησης όσο και μέσω μια σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης (ακόμη και κυβέρνησης της «ριζοσπαστικής αριστεράς, της ρήξης, της ανατροπής κοκ»). Πρέπει δε να τονιστεί, ότι αυτό το δίπολο στην παρούσα συγκυρία δεν ενσαρκώνει καν μια υποτυπώδη αντίθεση ανάμεσα σε διαφορετικές λογικές διαχείρισης του καπιταλισμού καθότι το εύρος των διαχειριστικών επιλογών έχει ουσιαστικά σμικρυνθεί, ενώ σε ο,τι αφορά το γεωπολιτικό κομμάτι (συμμαχίες με ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ, συνεργασία με Ισραήλ, εξωτερική πολιτική) υπάρχει πλήρης και κρυστάλλινη ευθυγράμμιση των αστικών κομμάτων.
Έτσι, είναι επιτακτικό να τονισθεί και να αναδειχθεί ακόμη μια φορά το προφανές (που πολλές φορές μπουρδουκλώνεται από δήθεν «αριστερές ψαγμένες αναλύσεις») πως οι (όποιες) διαφορές ανάμεσα στο πολιτικό/κομματικό προσωπικό της αστικής τάξης είναι αφενός περισσότερο
Δεν είναι τυχαία άλλωστε τα λόγια του κατά πολλούς σκληροπηρυνικά ακροδεξιού Άδωνη Γεωργιάδη στην παράδοση παραλαβή του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, που ενώ ευχαρίστησε τον Γιάννη Δραγασάκη “για την ωραία συζήτηση που είχαν” ανέφερε, “δεν ερχόμαστε εδώ για να γκρεμίσουμε, ερχόμαστε για να χτίσουμε κι εμείς αυτά που θεωρούμε σωστά” ενώ δεν παρέλειψε να αναφέρει πολύ συγκεκριμένα ότι “πολλές από τις δικές σας πρωτοβουλίες έτυχαν και της δικής μας συναίνεσης στη Βουλή”. Κλείνοντας, ευχήθηκε απευθυνόμενος στον κ. Δραγασάκη “κι εγώ να τύχω της δικής σας συναινέσεως εφόσον το κρίνετε στο μέλλον. Έχουμε πολιτική αλλαγή, αλλά το κράτος πρέπει να έχει συνέχεια, δεν έχουμε σκοπό να βγάλει ο ένας το μάτι του άλλου”.
Κλείνοντας, σε ο,τι αφορά την Ελλάδα, αυτόν τον δρόμο, τη λεωφόρο του μέλλοντος, την αναγκαία προοπτική οικοδόμησης του σοσιαλισμού – κομμουνισμού μπορεί να εκφράσει ο ιστορικά διαμορφωμένος, εργασιακά ριζωμένος και συλλογικό πολιτικός φορέας (ΚΚΕ) της εργατικής τάξης και των συμμαχικών της λαϊκών στρωμάτων – τάξη που αποτελεί το επαναστατικό κοινωνικό υποκείμενο, και την εν γένει πολιτικά κινητήριο δύναμη, στις παρούσες ιστορικές συνθήκες του καπιταλιστικού συστήματος.
Σε αυτό το πλέγμα κοινωνικών σχέσεων υπάρχουν οι εκμεταλλευτές και οι εκμεταλλευόμενοι, οι κοινωνικές τάξεις (αστική – εργατική) που συγκροτούνται γύρω από την κεντρική σύγκρουση της αντιθετικής σχέσης κεφαλαίου – εργασίας, Μια εκλογική νίκη, ακόμη και ενός κόμματος που αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερό (όπως του ΣΥΡΙΖΑ το 2015) δεν αρκεί για να μετασχηματιστεί η κοινωνία. Δεν καταργείται η ταξική πάλη, δεν αίρονται οι κοινωνικές τάξεις με την άνοδο του Α ή Β κόμματος στον κυβερνητικό θώκο, ούτε η ταξική σύγκρουση μπορεί απλά να μεταφερθεί από τη οικονομική σφαίρα (χώροι εργασίας, επιχειρήσεις, λιμάνια κ.ά.) στη κρατική σφαίρα (κυβέρνηση, υπουργεία). Το αστικό κράτος δεν μπορεί παρά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να συνιστά την εκτελεστική επιτροπή της άρχουσας τάξης (όπως το έθεσε ο Μαρξ) που το διευθύνει, όπως και το κοινοβούλιο δεν μπορεί παρά για τους κομμουνιστές να αποτελεί ένα πεδίο αξιοποίησης για την απογύμνωση του ως αστικού θεσμού. Συνεπώς, δεν είναι αρκετή η βούληση, η θέληση, η τόλμη κ.ά. μιας «αριστερής» κυβέρνησης για να αλλάξει θεμελιακά η κοινωνία, πόσο μάλλον όταν δεν θέτει καν το ζήτημα εκεί που δημιουργείται, δηλαδή στην παραγωγική διαδικασία (καπιταλισμός), αλλά αποσπασματικά στον τρόπο αναπαραγωγής/διαχείρισης του (αναδιανομή, ανακατανομή).
Σε αυτό το πλαίσιο και στον αστερισμό του επαναπροσδιορισμού του αστικού/καπιταλιστικού διπολισμού όπως χαρτογραφήθηκε στις ελληνικές εθνικές εκλογές μπορούν να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα, με ευρύτερες προεκτάσεις που αφορούν και την Κύπρο, όσον αφορά τη πολιτική ουσία των πραγμάτων:
(α) Το πολιτικό δίπολο (νεοφιλελευθερισμός – σοσιαλδημοκρατία) όπως εξακτινώνεται και σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο διατηρείται με ορισμένες όμως τροποποιήσεις στο εσωτερικό του δεύτερου καθώς αντανακλάται περισσότερο μια μεταμοντέρνα νεοαριστέρα και όχι μια παραδοσιακή-ρεφορμιστική σοσιαλδημοκρατία.
(β) Σε ο,τι αφορά την κομματική εκπροσώπηση του δεύτερου πόλου (σοσιαλδημοκρατία) έχουμε μια εδραιωμένη μετατόπιση αφού ο ΣΥΡΙΖΑ έχει οριστικά πάρει τη θέση του παλιού ΠΑΣΟΚ (νυν ΚΙΝΑΛ) και αυτό αποτυπώνεται στα αποτελέσματα του εκλογικού χάρτη. Το νεοκομματικό δίπολο ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ, εκφράζει το πολιτικό δίπολο νεοφιλελευθερισμού/συντηρητισμού – σοσιαλδημοκρατίας/νεοαριστερας που κυριαρχεί σε εκλογικό επίπεδο.
Είναι ενδιαφέρον να δούμε κατά πόσο οι κινήσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγήσουν σε μια εκ νέου επανεκτίμηση της ταυτότητας του, και μετατροπή του από κινηματική-πολιτισμική νεοαριστερά του «ατομικού δικαιωματισμού», των identity politics, των πλατειών κ.α. (βλ. Ποδέμος, Ντιε Λίνκε) σε μια δεξιά σοσιαλδημοκρατία ευρωπαϊκής κοπής (βλ. συμμαχία S&D σε ευρωκοινοβούλιο). Βέβαια, η κοινωνική βάση στην οποία απευθύνεται παραμένει η ίδια, δηλαδή τα μεσαία αστικά στρώματα θεματοποιώντας κυρίως ζητήματα αισθητικής, ετερότητας, τρόπους ζωής, κατανάλωση κ.ά. και ούτε κατά διάνοια δεν αναφέρεται σε αλλαγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και οργάνωσης της εργασίας (ακόμη και μέσω μεταρρυθμίσεων). Πηγαίνοντας ξανά πίσω στο 2015 και ιχνηλατώντας την πορεία του μέχρι σήμερα, καταδεικνύεται ακόμη εμφατικότερα πως δεν τίθεται κανένα ζήτημα του τύπου «ήθελε, αλλά δεν μπορούσε», «προσπάθησε, αλλά συνθηκολόγησε», «αναγκάστηκε να υποχωρήσει» κ.ά.
Επί του πρακτέου, και σε ο,τι αφορά τον «πόλεμο θέσεων» είναι σημαντικό να καταγραφεί ότι η αστική τάξη έχει καταφέρει σε μεγάλο βαθμό να (επανα)διαμορφώσει και να στήσει το πολιτικό παιχνίδι με τέτοιους όρους όπως καθρεφτίστηκε στις εκλογές ώστε οι κύριοι παίκτες, είτε φορούν ροζ, είτε μπλε, είτε πράσινη φανέλα να βάζουν γκολ για τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Ενώ φαινομενικά εμφανίζονται ως να έχουν διαφορές, αυτές δεν αφορούν καμία ουσιαστική διαφοροποίηση σχετικά με την εξυπηρέτηση, προώθηση και υλοποίηση των συμφερόντων του κεφαλαίου, του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Η αστική τάξη, ως η κυρίαρχη επί των κοινωνικών σχέσεων, έχει οριοθετήσει ηγεμονικά το πεδίο της κοινωνικό-πολιτικής αντιπαράθεσης και κανονικοποιήσει τα όρια του πλαισίου σύγκρουσης, με τρόπο που δεν αμφισβητείται η λογική του καπιταλισμού, ο πυρήνας των εκμεταλλευτικών του σχέσεων (ατομική ιδιοκτησία μέσων παραγωγής / εμπορευματοποίηση εργατικής δύναμης).
Έχει λοιπόν εδραιώσει και θεμελιώσει το αξίωμα που λέει πως σημασία δεν έχει ποιος ασκεί την εξουσία (π.χ. ΝΔ, ή ΣΥΡΙΖΑ, ή ΚΙΝΑΛ), αλλά το ποιος την κατέχει (αστική τάξη) καταφέρνοντας να προβάλει τα συμφέροντας της τόσο μέσω μιας νεοφιλελεύθερης-συντηρητικής κυβέρνησης όσο και μέσω μια σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης (ακόμη και κυβέρνησης της «ριζοσπαστικής αριστεράς, της ρήξης, της ανατροπής κοκ»). Πρέπει δε να τονιστεί, ότι αυτό το δίπολο στην παρούσα συγκυρία δεν ενσαρκώνει καν μια υποτυπώδη αντίθεση ανάμεσα σε διαφορετικές λογικές διαχείρισης του καπιταλισμού καθότι το εύρος των διαχειριστικών επιλογών έχει ουσιαστικά σμικρυνθεί, ενώ σε ο,τι αφορά το γεωπολιτικό κομμάτι (συμμαχίες με ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ, συνεργασία με Ισραήλ, εξωτερική πολιτική) υπάρχει πλήρης και κρυστάλλινη ευθυγράμμιση των αστικών κομμάτων.
Έτσι, είναι επιτακτικό να τονισθεί και να αναδειχθεί ακόμη μια φορά το προφανές (που πολλές φορές μπουρδουκλώνεται από δήθεν «αριστερές ψαγμένες αναλύσεις») πως οι (όποιες) διαφορές ανάμεσα στο πολιτικό/κομματικό προσωπικό της αστικής τάξης είναι αφενός περισσότερο
(α) έκφραση ορισμένων μικροδιαφορων ως προς τον τρόπο και την τακτική επιβολής των ταξικών συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης που ελέγχει τα μέσα παραγωγής και την εξουσία συνολικότερα, και αφετέρουΔεν υπάρχει καμία, επί της ουσίας, αμφισβήτηση της στρατηγικής του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, καθώς το ζήτημα δεν είναι αν θα βρίσκεσαι στην αριστερή ή τη δεξιά λωρίδα αυτού του δρόμου, αλλά το κατά πόσο θα ακολουθήσεις μια διαφορετική στρατηγική, συνεπώς ένα διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης. Αυτόν που δεν θα εδράζεται στο κέρδος και την αδιάκοπη τάση αναζήτησης κερδοφορίας, αλλά θα τοποθετεί τις σύγχρονες ανθρώπινες ανάγκες στο πυρήνα του σχεδιασμού της οικονομίας.
(β) απόρροια ενός ανταγωνισμού σε μικρό-επίπεδο ανάμεσα στο πολιτικό προσωπικό ως προς το δηλαδή ποιο κόμμα θα εξυπηρετήσει καλύτερα το κεφάλαιο (επιχειρηματίες, βιομήχανους, τραπεζίτες, εφοπλιστές κ.α.) διαχειριζόμενο το αστικό κράτος για να απολαύσει και το ίδιο μέρισμα από τη νομή της κυβερνητικής εξουσίας.
Δεν είναι τυχαία άλλωστε τα λόγια του κατά πολλούς σκληροπηρυνικά ακροδεξιού Άδωνη Γεωργιάδη στην παράδοση παραλαβή του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, που ενώ ευχαρίστησε τον Γιάννη Δραγασάκη “για την ωραία συζήτηση που είχαν” ανέφερε, “δεν ερχόμαστε εδώ για να γκρεμίσουμε, ερχόμαστε για να χτίσουμε κι εμείς αυτά που θεωρούμε σωστά” ενώ δεν παρέλειψε να αναφέρει πολύ συγκεκριμένα ότι “πολλές από τις δικές σας πρωτοβουλίες έτυχαν και της δικής μας συναίνεσης στη Βουλή”. Κλείνοντας, ευχήθηκε απευθυνόμενος στον κ. Δραγασάκη “κι εγώ να τύχω της δικής σας συναινέσεως εφόσον το κρίνετε στο μέλλον. Έχουμε πολιτική αλλαγή, αλλά το κράτος πρέπει να έχει συνέχεια, δεν έχουμε σκοπό να βγάλει ο ένας το μάτι του άλλου”.
Κλείνοντας, σε ο,τι αφορά την Ελλάδα, αυτόν τον δρόμο, τη λεωφόρο του μέλλοντος, την αναγκαία προοπτική οικοδόμησης του σοσιαλισμού – κομμουνισμού μπορεί να εκφράσει ο ιστορικά διαμορφωμένος, εργασιακά ριζωμένος και συλλογικό πολιτικός φορέας (ΚΚΕ) της εργατικής τάξης και των συμμαχικών της λαϊκών στρωμάτων – τάξη που αποτελεί το επαναστατικό κοινωνικό υποκείμενο, και την εν γένει πολιτικά κινητήριο δύναμη, στις παρούσες ιστορικές συνθήκες του καπιταλιστικού συστήματος.
Πηγή: Αγκάρρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου