Μέρες που είναι.... και "μεταξύ σοβαρού και αστείου", σας παρουσιάζουμε ένα ξεχωριστό ηθογραφικό πορτρέτο από τον αείμνηστο Ευρυτάνα συγγραφέα Δημοσθένη Γ. Γούλα (1916-1990). Το ιχνηλατήσαμε από το περίφημο βιβλίο του υπό τον τίτλο "Οι χωριανοί μου" (εκδ. Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1978, ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1953).
Να σημειώσουμε εδώ ότι το βιβλίο του συμπατριώτη μας Δ. Γούλα, προλόγιζε τον Φλεβάρη του 1953 ο ανεπανάληπτος Ρήγας Γκόλφης, ο οποίος, μεταξύ άλλων, έγραφε:
"...Με την απέριττη αφήγηση που τα διακρίνει, με την αφέλεια της
περιγραφής, τη ζωντάνια, το ελαφρό χιούμορ, τη γλωσσικά απλότητα που
φανερώνει τη χάρη της δημοτικής μας, ιστορούν τη φυσιογνωμία και το
χαρακτήρα των λογίς συμβολικών τύπων που αποτελούν την ηγετική και
εξέχουσα τάξη του ιδιαίτερου επαρχιακού πολιτισμού. Και ο πολιτισμός
αυτός έχει γνήσια ιστορική παράδοση, μ' όλη τη μεταβολή που μπορεί να
φέρνει ως εκεί, η επίδραση και η απήχηση του τρόπου ζωής των αστικών
κέντρων. Και οι ζωντανεμένοι αυτοί πίνακες, ζωγραφισμένοι σε γλήγορες
και αδρές πινελιές με την τέχνη του λόγου, παρουσιάζουν παραστατικά τις
ειδυλλιακές λεπτομέρειες για τις δραματικές περοιπέτειες του ριζωμένου
στα βουνά πληθυσμού μας, που ο βίος τους, με όλες τις εναλλαγές, δεν
είναι διόλου ρομαντικός, όπως τον πλάθει η φαντασία όλων εμάς, που τον
παρατηρούμε με μεταμορφωμένη προοπτική...."
Σας αφήνουμε, όμως, να απολαύσετε τη γλαφυρή περιγραφή του χαρτοπαίχτη των ορεινών χωριών.
Ιδού:
=============
Ανάμεσα στους τύπους των χωριών, ο χαρτοπαίχτης κατέχει αναμφισβήτητα
μια απ' τις πρωτεύουσες θέσεις. Και με το δίκιο του. Γιατί δεν είναι δα
και μικρό πράμα να καθηλώνεσαι μερόνυχτα στο ξυλοτράπεζο του
χωριατομάγαζου και ν' αφοσιώνεσαι ώρες ολάκαιρες στις λερωμένες
κουτσάφτικες τράπουλες.
Και μη νομίσετε πως είναι μοναχά ντόπιο κι ευρωπαϊκό το προϊόν αυτό. Ο
τύπος μας πληροφορεί πως στην Αμερική μετά απ' την Αγία Γραφή, που
κρατάει την πρώτη θέση στην κυκλοφορία, έρχεται το βιβλίο και κανόνες
του χαρτοπαιγνίου που κυκλοφορεί σε 400.000 αντίτυπα κάθε χρόνο (!) και
περιλαμβάνει τα σπουδαιότερα παιγνίδια της τράπουλας, ενώ τα εργοστάσια
παράγουν 67-75 εκατομμύρια τράπουλες το χρόνο!
Μπάτε, λοιπόν, σ' οποιοδήποτε χωριό και ζητήστε να δήτε τους
χαρτοπαίχτες. Ίδιοι κι απαράλλαχτοι. Αδυνατισμένοι τις πιο πολλές φορές.
Ολοφάνερη στα μάτια τους η άνομη πλεονεξία. Το πάθος τους κυρίεψε και
τους σκότωσε την ψυχή και το σώμα.
Κινήσεις νευρώδικες και σπασμωδικές. Η μανία του εύκολου πλουτισμού τους
συνέχει. Έγιναν χαρτομανείς, ψυχικά άρρωστοι κι εξουθενωμένοι, όμοια
όπως οι τοξικομανείς.
Το κακό παραγίνεται τις γιορτές των Χριστουγέννων που "το καλούν οι
μέρες", και την Κυριακή πούναι σύναξη στο χωριό. Τότε είναι που δεν
φτάνουν τα τραπέζια. Έξω τότε στις πεζούλες, κάτω από τον πλάτανο των
μαγαζιών ή πάρα πέρα στις πλαγιές, στο χώμα, στρώνονται ομάδες-ομάδες
και αφιερώνονται με κατάνυξη σε μια δεύτερη τελετουργία, στο χαρτί.
Καμιά φορά και στην εξοχή που συναντιούνται οι τύποι έχουν την τράπουλα στο μανικοκάπι ή στο πέτσινο σελάχι.
Σαν παίζουν, νοιώθεις όλη τους την αγωνία. Ιδρώνουν, ξεϊδρώνουν,
μηχανεύονται πλείστα όσα κόλπα χαρτοπαιχτικά, μετράν με τον δικό τους
τρόπο και βρίσκουν το τελευταίο χαρτί του αντιπάλου στα σίγουρα.
Είναι πολύ προληπτικοί. Μπορεί το πέσιμο ενός χαρτιού, η αλλαγή της
σειράς, το ανώμαλο κόψιμο ή το να κάτσει κανένας σαββατογεννημένος...
δίπλα τους να το θεωρήσουν γρουσουζιά. Ποιος μπορεί να σκύψει και να
μελετήσει τις δαιμονισμένες ψυχές αυτών των ανθρώπων;
Πολλές σπουδαίες προσωπικότητες σ' όλο τον κόσμο και στον τόπο μας έχουν το πάθος της χαρτοπαιξίας.
Αυτό όμως γίνεται κακή πληγή, όταν μεταδίδεται στο λαό, στους χωρικούς.
Γιατί οι καϋμένοι τι να κάνουν και πως να σκεφθούν σαν είναι κυριευμένοι
απ' αυτή τη μανία; Και δεν είναι εύκολο να πει κανένας πως το ελάττωμα
το σταματά ο νόμος κι οι απαγορευτικές διαταγές.
Στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης οι αγωνιστές τις περίσσιες ώρες τις
σκότωναν στην τράπουλα. Αργότερα, στην εποχή ιδιαίτερα του Όθωνα, το
κακό παράγινε. Η Αμαλία τότε ανάλαβε αληθινή σταυροφορία κι αλλού με
συμβουλές, αλλού με φοβέρες κατάφερε ν' αναχαιτίσει κάπως το κακό.
Καμιά φορά συνέρχονται απ' το πάθος τους μερικοί φίλοι μας και το κόβουν
το άτιμο το χαρτί. Τότε αναπνέουν λεύτερα. Τίποτε δεν τους κάθεται έτσι
σαν βραχνάς. Βγαίνουν απ' το βούρκο και πατούν στέρεα στη γη, Κοιτάνε
το βιός τους και τη φτώχεια τους και σκέφτονται για τα προβλήματά τους.
Περηφανεύονται με το δίκιο τους, και λένε και ματαλένε: "έκοψα τα
χαρτιά".
Οι πολλοί είναι όμως αδιόρθωτοι. Τους λείπει βέβαια στο χωριό μια
διασκέδαση. Το θέατρο, o κινηματογράφος, οι βιβλιοθήκες, τα γυμανστήρια,
οι διαλέξεις... Ολόψυχα λοιπόν καταπιάνονται με το χαρτί νέοι και γέροι
για να ψυχαγωγηθούν γι' αυτό ακούς και σου λέει ο άλλος: "δεν παίζου
συμφέρουν". Ο καφές ή το λουκούμι, είναι το συνηθισμένο έπαθλο για το
νικητή.
Μ' αυτό όμως δε λιγοστεύει η ζημιά, γιατί δεν παίζουν μονάχα "οι
τοκιστές και οι σουλατσαδόροι". Πολλοί απ' αυτούς είναι φημισμένοι σαν
άσσοι περεφαδόροι και κοντσιναδόροι -αλλά το μικρόβιο επεκτείνεται με
καλπασμό στη νεολαία. Κι είναι το μόνο μάθημα που οι ανόρεχτοι για
γράμματα κοπιάζουν κι αγωνίζονται για να το μάθουν και γίνονται μάλιστα
καλύτεροι απ' τους δασκάλους τους.
Ποιος θα μπορούσε να τους πείσει να γιατρέψουν την αρρώστια τους και να μαζέψουν τις τράπουλες σ' ένα μουσείο;
Θα ήταν ιστορικό, και το γεγονός και το μουσείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου