Η οθωμανική και κυρίως η σύγχρονη τουρκική
ιστορία παραμένουν ένας “γνωστός – άγνωστος” για το ευρύ ελληνικό κοινό,
καθώς στο σχολείο διδάσκεται πτυχές της που αφορούν αποκλειστικά τη
σχέση της με τον ελληνισμό, ενώ ειδικά σε ό,τι αφορά το β’ μισό του 2οού
αιώνα κι έπειτα, οι όποιες γνώσεις αποκομίζει είναι μέσω των ΜΜΕ, και
πάλι κυρίως σε συνάρτηση με τις εκάστοτε διακυμάνσεις των
ελληνοτουρκικών σχέσεων. Οι γνώσεις για τις εσωτερικές πολιτικές,
κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις της Τουρκίας βρίσκονται λοιπόν σε
ένα εμβρυακό ως επί το πλείστον επίπεδο. Αυτό ισχύει περισσότερο ακόμα
για την ιστορία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος της
γειτονικής χώρας, ιστορία εξαιρετικά πολυκύμαντη, ηρωική, αλλά και
τραγική.
Το κενό αυτό έρχεται να μετριάσει η μελέτη του Αναστάσιου Φέκα “Ισλάμ και κομμουνιστικό κίνημα στην Τουρκία κατά τον 20ό αιώνα” από τις εκδόσεις “Εντός”. Ο τίτλος είναι με την καλή έννοια “παραπλανητικός”, αφού το περιεχόμενο του βιβλίου είναι αρκετά πιο ευρύ στην πραγματικότητα, προσφέροντας ένα συνοπτικό, μα μεστό πανόραμα των σημαντικότερων πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών εξελίξεων από την όψιμη οθωμανική αυτοκρατορία ως και την άνοδο του μέχρι σήμερα κυβερνώντος κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Παρακολουθούμε την επίπονη μετάβαση της οθωμανικής αυτοκρατορίας στην καπιταλιστική οικονομία, μετάβαση που ουσιαστικά σήμανε τη διάλυσή της, συνοδευόμενη και από τη βίαιη εξάλειψη των μειονοτήτων στο έδαφός της, περιλαμβανομένης της ελληνικής. Οι παλινωδίες και οι βασανιστικοί ρυθμοί του εξαστισμού, τις οποίες κληρονόμησε και το πρώτο σύγχρονο τουρκικό κράτος, βρίσκονται στη ρίζα των καθυστερήσεων στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, παρότι στα εδάφη της ιδρύθηκαν πρωτοπόρες συνδικαλιστικές οργανώσεις όπως η Φεντερασιόν στη Θεσσαλονίκη. Ο μειονοτικός χαρακτήρας της πλειονότητας αυτών των οργανώσεων, υπήρξε, ανάμεσα σε άλλους που αναφέρει η μελέτη καθυστέρησε την οργάνωση της τουρκικής εργατικής τάξης. Πολύ σημαντικό γεγονός για την επίτευξη αυτής της οργάνωσης ήταν αδιαμφισβήτητα η δημιουργία του πρώτου Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας το 1920. Η μελέτη σκιαγραφεί τις συνθήκες της ίδρυσής του, καθώς και την απάντηση του κεμαλισμού σε αυτό το γεγονός, που εκτός από την εναλλαγή σχετικής ανοχής στα χρόνια του ελληνοτουρκικού πολέμου, με πολιτική σκληρής καταστολής σχεδόν χωρίς εξαίρεση τις επόμενες δεκαετίες, περιλάμβανε ακόμα και την ίδρυση ενός “κρατικού” κομμουνιστικού κόμματος, παραπέμποντας τρόπον τινά σε αντίστοιχες ενέργειες του μεταξικού καθεστώτος έναντι του ΚΚΕ.
Η στάση των Τούρκων κομμουνιστών έναντι του κεμαλισμού καταλαμβάνει σημαντικό μέρος της μελέτης, αναδεικνύοντας τον – με λίγες εξαιρέσεις – εγκλωβισμό τους στη θεώρησή του τελευταίου ως προοδευτική δύναμη, με τμήματα της οποίας θα μπορούσε να συμμαχήσει, κι αυτό ακόμα και δεκαετίες αφότου ο κεμαλισμός είχε εξαντλήσει την συνεισφορά του σε θετική για τον τουρκικό λαό κατεύθυνση.
Αυτό προκύπτει και από την οικονομική του πολιτική, που από τη μια φορά επιτάχυνε με εκρηκτικούς ρυθμούς την καπιταλιστική μετάβαση της Τουρκίας, από την άλλη εντατικοποίησε την εκμετάλλευση των εργατών, η οποία μάλιστα χειροτέρεψε με την άνοδο του Δημοκρατικού Κόμματος στην εξουσία τη δεκαετία του ’50. Όλα αυτά με παράλληλη αδιάλειπτη καταστολή των εργατικών αγώνων και αμείλικτες διώξεις των πρωτοπόρων στοιχείων της εργατικής τάξης.
Το πραξικόπημα του 1961 και η ακόλουθη επάνοδος των κεμαλικών στην εξουσία παρουσιάζονται ως γεγονότα θρυαλλίδα για την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και των μαζικών κινητοποιήσεων, συχνά με αντιϊμπεραλιστικό χαρακτήρα, σε μια εποχή όμως που το τουρκικό κομμουνιστικό κόμμα, όπως και το νεοϊδρυθέν Εργατικό Κόμμα, ρεφορμιστικού χαρακτήρα, αλλά με στενές σχέσεις με τους παράνομους κομμουνιστές, εξακολουθούν να ταλανίζονται από εσωτερικές αντιπαραθέσεις και θολή γραμμή σε μια σειρά ζητήματα, ανάμεσά τους και η η λανθασμένη θετική εκτίμηση για το ρόλο του στρατού στην τουρκική κοινωνία.
Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά στο βιβλίο αυτό το “θεωρητικό αίνιγμα” των Τούρκων κομμουνιστών αναλαμβάνει να επιλύσει ο ίδιος ο στρατός, με το νέο πραξικόπημα του 1971. Ένας νέος γύρος διώξεων και απαγορεύσεων σε βάρος κομμουνιστικών και αριστερών σχηματισμών και αγωνιστών ακολουθεί, οδηγώντας σε συσπείρωση των εργατικών και άλλων λαϊκών στρωμάτων γύρω από τους κεμαλιστές του Μπουλέντ Ετζεβίτ, που αρχίζουν να υιοθετούν μια σοσιαλδημοκρατική ατζέντα, κερδίζοντας τις εκλογές του 1973 και του 1975. Την ίδια περίοδο, ακολουθεί η θεαματική δεδομένων των συνθηκών αναδιοργάνωση του παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο κατορθώνει να γίνει κυρίαρχος του συνδικαλιστικού κινήματος και πρωταγωνιστής σε εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες που βρίσκουν το αποκορύφωμά τους εκείνη τη δεκαετία. Η άνθιση αυτή προκαλεί τη βίαιη αντίδραση του κράτους, με γνωστότερο διεθνώς γεγονός τη Ματωμένη Πρωτομαγιά στην πλατεία Ταξίμ το 1977, αλλά και τη μεγαλύτερη επιστράτευση της ακροδεξιάς και ισλαμικών οργανώσεων, φαινόμενο που είχε ξεκινήσει την προηγούμενη δεκαετία και εντείνεται στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Το Ισλάμ ειδικότερα χρησιμοποιείται ως αιχμή του δόρατος για την καταπολέμηση των κομμουνιστικών και ριζοσπαστικών ιδεών στους κόλπους της τουρκικής εργατικής τάξης και της κοινωνίας ευρύτερα. Προετοιμάστηκε έτσι το έδαφος για την σαρωτική άνοδο του πολιτικού Ισλάμ, από τη δεκαετία του ’80 και μετά, απολήγοντας τελικά στην άνοδο του κόμματος Ερντογάν το 2003 που κυβερνά τη χώρα ως σήμερα. Είχε μεσολαβήσει το πραξικόπημα Εβρέν το 1980, που έδωσε ένα αιματηρό, συντριπτικό χτύπημα στις κομμουνιστικές οργανώσεις της χώρας, με συνέπειες που μπορεί να πει κανείς ότι είναι ορατές μέχρι και στις μέρες μας. Πέρα από την αδίστακτη αποφασιστικότητα της τουρκικής αστικής τάξης και του πολιτικού προσωπικού της, στα αίτια της ήττας του κομμουνιστικού κινήματος στη γειτονική χώρα, ο συγγραφέας συγκαταλέγει γενεαλογικού τύπου ιδεολογικές και θεωρητικές αδυναμίες και συγχύσεις των Τούρκων κομμουνιστών, με βασικότερη την εμπιστοσύνη στον κεμαλισμό και τμήματα της “εθνικής” αστικής τάξης, έναντι του ξένου κεφαλαίου και των ισλαμιστών.
Συνολικά πρόκειται για μια αξιόλογη προσπάθεια σε ένα ερευνητικά δυσπρόσιτο στη χώρα μας πεδίο. Η έλλειψη πρόσβασης σε πρωτογενείς πηγές, που ξεκαθαρίζεται εξάλλου στην εισαγωγή, απέτρεψε, εικάζουμε μαζί με τη σχετικά μικρή έκταση του έργου, μια βαθύτερη ανάλυση των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος ή πτυχών όπως οι σχέσεις με την ΕΣΣΔ, που βέβαια ούτως ή άλλως θα αποτελούσαν ξεχωριστό αντικείμενο μελέτης. Σε κάθε περίπτωση, ευχόμαστε το βιβλίο να είναι η απαρχή ενός ακόμα πιο μεστού ερευνητικού έργου στο μέλλον, όπως και να αποτελέσει έναυσμα για άλλους μελετητές της περιόδου, ώστε στο μέλλον να υπάρξει εμπλουτισμός της ως σήμερα πενιχρής ελληνικής βιβλιογραφίας.
Το κενό αυτό έρχεται να μετριάσει η μελέτη του Αναστάσιου Φέκα “Ισλάμ και κομμουνιστικό κίνημα στην Τουρκία κατά τον 20ό αιώνα” από τις εκδόσεις “Εντός”. Ο τίτλος είναι με την καλή έννοια “παραπλανητικός”, αφού το περιεχόμενο του βιβλίου είναι αρκετά πιο ευρύ στην πραγματικότητα, προσφέροντας ένα συνοπτικό, μα μεστό πανόραμα των σημαντικότερων πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών εξελίξεων από την όψιμη οθωμανική αυτοκρατορία ως και την άνοδο του μέχρι σήμερα κυβερνώντος κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Παρακολουθούμε την επίπονη μετάβαση της οθωμανικής αυτοκρατορίας στην καπιταλιστική οικονομία, μετάβαση που ουσιαστικά σήμανε τη διάλυσή της, συνοδευόμενη και από τη βίαιη εξάλειψη των μειονοτήτων στο έδαφός της, περιλαμβανομένης της ελληνικής. Οι παλινωδίες και οι βασανιστικοί ρυθμοί του εξαστισμού, τις οποίες κληρονόμησε και το πρώτο σύγχρονο τουρκικό κράτος, βρίσκονται στη ρίζα των καθυστερήσεων στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, παρότι στα εδάφη της ιδρύθηκαν πρωτοπόρες συνδικαλιστικές οργανώσεις όπως η Φεντερασιόν στη Θεσσαλονίκη. Ο μειονοτικός χαρακτήρας της πλειονότητας αυτών των οργανώσεων, υπήρξε, ανάμεσα σε άλλους που αναφέρει η μελέτη καθυστέρησε την οργάνωση της τουρκικής εργατικής τάξης. Πολύ σημαντικό γεγονός για την επίτευξη αυτής της οργάνωσης ήταν αδιαμφισβήτητα η δημιουργία του πρώτου Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας το 1920. Η μελέτη σκιαγραφεί τις συνθήκες της ίδρυσής του, καθώς και την απάντηση του κεμαλισμού σε αυτό το γεγονός, που εκτός από την εναλλαγή σχετικής ανοχής στα χρόνια του ελληνοτουρκικού πολέμου, με πολιτική σκληρής καταστολής σχεδόν χωρίς εξαίρεση τις επόμενες δεκαετίες, περιλάμβανε ακόμα και την ίδρυση ενός “κρατικού” κομμουνιστικού κόμματος, παραπέμποντας τρόπον τινά σε αντίστοιχες ενέργειες του μεταξικού καθεστώτος έναντι του ΚΚΕ.
Η στάση των Τούρκων κομμουνιστών έναντι του κεμαλισμού καταλαμβάνει σημαντικό μέρος της μελέτης, αναδεικνύοντας τον – με λίγες εξαιρέσεις – εγκλωβισμό τους στη θεώρησή του τελευταίου ως προοδευτική δύναμη, με τμήματα της οποίας θα μπορούσε να συμμαχήσει, κι αυτό ακόμα και δεκαετίες αφότου ο κεμαλισμός είχε εξαντλήσει την συνεισφορά του σε θετική για τον τουρκικό λαό κατεύθυνση.
Αυτό προκύπτει και από την οικονομική του πολιτική, που από τη μια φορά επιτάχυνε με εκρηκτικούς ρυθμούς την καπιταλιστική μετάβαση της Τουρκίας, από την άλλη εντατικοποίησε την εκμετάλλευση των εργατών, η οποία μάλιστα χειροτέρεψε με την άνοδο του Δημοκρατικού Κόμματος στην εξουσία τη δεκαετία του ’50. Όλα αυτά με παράλληλη αδιάλειπτη καταστολή των εργατικών αγώνων και αμείλικτες διώξεις των πρωτοπόρων στοιχείων της εργατικής τάξης.
Το πραξικόπημα του 1961 και η ακόλουθη επάνοδος των κεμαλικών στην εξουσία παρουσιάζονται ως γεγονότα θρυαλλίδα για την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και των μαζικών κινητοποιήσεων, συχνά με αντιϊμπεραλιστικό χαρακτήρα, σε μια εποχή όμως που το τουρκικό κομμουνιστικό κόμμα, όπως και το νεοϊδρυθέν Εργατικό Κόμμα, ρεφορμιστικού χαρακτήρα, αλλά με στενές σχέσεις με τους παράνομους κομμουνιστές, εξακολουθούν να ταλανίζονται από εσωτερικές αντιπαραθέσεις και θολή γραμμή σε μια σειρά ζητήματα, ανάμεσά τους και η η λανθασμένη θετική εκτίμηση για το ρόλο του στρατού στην τουρκική κοινωνία.
Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά στο βιβλίο αυτό το “θεωρητικό αίνιγμα” των Τούρκων κομμουνιστών αναλαμβάνει να επιλύσει ο ίδιος ο στρατός, με το νέο πραξικόπημα του 1971. Ένας νέος γύρος διώξεων και απαγορεύσεων σε βάρος κομμουνιστικών και αριστερών σχηματισμών και αγωνιστών ακολουθεί, οδηγώντας σε συσπείρωση των εργατικών και άλλων λαϊκών στρωμάτων γύρω από τους κεμαλιστές του Μπουλέντ Ετζεβίτ, που αρχίζουν να υιοθετούν μια σοσιαλδημοκρατική ατζέντα, κερδίζοντας τις εκλογές του 1973 και του 1975. Την ίδια περίοδο, ακολουθεί η θεαματική δεδομένων των συνθηκών αναδιοργάνωση του παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο κατορθώνει να γίνει κυρίαρχος του συνδικαλιστικού κινήματος και πρωταγωνιστής σε εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες που βρίσκουν το αποκορύφωμά τους εκείνη τη δεκαετία. Η άνθιση αυτή προκαλεί τη βίαιη αντίδραση του κράτους, με γνωστότερο διεθνώς γεγονός τη Ματωμένη Πρωτομαγιά στην πλατεία Ταξίμ το 1977, αλλά και τη μεγαλύτερη επιστράτευση της ακροδεξιάς και ισλαμικών οργανώσεων, φαινόμενο που είχε ξεκινήσει την προηγούμενη δεκαετία και εντείνεται στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Το Ισλάμ ειδικότερα χρησιμοποιείται ως αιχμή του δόρατος για την καταπολέμηση των κομμουνιστικών και ριζοσπαστικών ιδεών στους κόλπους της τουρκικής εργατικής τάξης και της κοινωνίας ευρύτερα. Προετοιμάστηκε έτσι το έδαφος για την σαρωτική άνοδο του πολιτικού Ισλάμ, από τη δεκαετία του ’80 και μετά, απολήγοντας τελικά στην άνοδο του κόμματος Ερντογάν το 2003 που κυβερνά τη χώρα ως σήμερα. Είχε μεσολαβήσει το πραξικόπημα Εβρέν το 1980, που έδωσε ένα αιματηρό, συντριπτικό χτύπημα στις κομμουνιστικές οργανώσεις της χώρας, με συνέπειες που μπορεί να πει κανείς ότι είναι ορατές μέχρι και στις μέρες μας. Πέρα από την αδίστακτη αποφασιστικότητα της τουρκικής αστικής τάξης και του πολιτικού προσωπικού της, στα αίτια της ήττας του κομμουνιστικού κινήματος στη γειτονική χώρα, ο συγγραφέας συγκαταλέγει γενεαλογικού τύπου ιδεολογικές και θεωρητικές αδυναμίες και συγχύσεις των Τούρκων κομμουνιστών, με βασικότερη την εμπιστοσύνη στον κεμαλισμό και τμήματα της “εθνικής” αστικής τάξης, έναντι του ξένου κεφαλαίου και των ισλαμιστών.
Συνολικά πρόκειται για μια αξιόλογη προσπάθεια σε ένα ερευνητικά δυσπρόσιτο στη χώρα μας πεδίο. Η έλλειψη πρόσβασης σε πρωτογενείς πηγές, που ξεκαθαρίζεται εξάλλου στην εισαγωγή, απέτρεψε, εικάζουμε μαζί με τη σχετικά μικρή έκταση του έργου, μια βαθύτερη ανάλυση των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος ή πτυχών όπως οι σχέσεις με την ΕΣΣΔ, που βέβαια ούτως ή άλλως θα αποτελούσαν ξεχωριστό αντικείμενο μελέτης. Σε κάθε περίπτωση, ευχόμαστε το βιβλίο να είναι η απαρχή ενός ακόμα πιο μεστού ερευνητικού έργου στο μέλλον, όπως και να αποτελέσει έναυσμα για άλλους μελετητές της περιόδου, ώστε στο μέλλον να υπάρξει εμπλουτισμός της ως σήμερα πενιχρής ελληνικής βιβλιογραφίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου