10 Ιουν 2021

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

 


 

Το ΚΚΕ, από την πρώτη στιγμή που ο υπουργός εργασίας Κ. Χατζηδάκης της  κυβέρνησης Μητσοτάκη δημοσιοποίησε το αντεργατικό νομοσχέδιο, ξεκίνησε τον αγώνα για την ακύρωσή του καλώντας όλους τους εργαζόμενους σε μαζικό ξεσηκωμό ενάντια στα σχέδια της κυβέρνησης, για να μην γίνει νόμος αυτό το νομοσχέδιο που είναι ««οδοστρωτήρας όσων δικαιωμάτων έχουν απομείνει» στους εργαζόμενους και «γυρίζει στις συνθήκες ζωής και εργασίας του 19ου αιώνα». Η  απεργία της 10ης Ιουνίου, στην οποία σύρθηκε και  η ΓΣΕΕ που απέβλεπε σε σύγχυση με την επιλογή των ημερομηνιών, πρέπει να είναι ηχηρό μήνυμα της αποφασιστικότητας των εργαζομένων με την μαζική συμμετοχή τους σ’ αυτήν.
        Αυτή η   μορφή  πάλης  των εργαζομένων δεν είναι ούτε ξεπερασμένη ούτε και ανώδυνη για το σύστημα, ιδίως όταν η συμμετοχή στην απεργία είναι μαζική και μπορεί να γίνει το μέτρο που θα αποκαλύψει τη δική μας αποφασιστικότητα αντίδρασης. Γιατί η απεργία, παρά τα επί χρόνια διάφορα φληναφήματα περί ξεπερασμένου μέσου αγωνιστικής κινητοποίησης, συνεχίζει να εμπνέει φόβο στους κυβερνώντες, αντίθετα με τα λεγόμενα των γραφειοκρατών και κυβερνητικών συνδικαλιστών που παίζουν  τον ρόλο του φύλακα των συμφερόντων των κυβερνώντων τάξεων και αυτό που προσπαθούν είναι να εκτονώνουν το κίνημα των μαζών  εναντίον του καπιταλιστικού καθεστώτος.
       Γι’ αυτό και στο αντεργατικό νομοσχέδιο Χατζηδάκη η κυβέρνηση Μητσοτάκη φρόντισε να συμπεριλάβει και το θέμα της απεργίας,   δυσκολεύοντας την προκήρυξή της έτι περαιτέρω, μέχρι εξαφανίσεως. Ολοκληρώνει έτσι, συμπληρώνοντάς το, το έργο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ,  η οποία  με υπουργό εργασίας την Ε. Αχτσιόγλου,   τον Ιανουάριο του ’18 είχε ψηφίσει διάταξη που επέβαλλε εμπόδια στην κήρυξη απεργίας από τα πρωτοβάθμια σωματεία, αυξάνοντας την απαιτούμενη απαρτία για τη λήψη απόφασης. Γι’ αυτό και ο ΣΥΡΙΖΑ  ως αντιπολίτευση πια, δυσκολεύεται να πάρει ξεκάθαρη θέση απέναντι σ’ αυτό το νομοσχέδιο. Δεν είναι μόνο ο πρόεδρός του Α. Τσίπρας που δηλώνει πως δεσμεύεται ότι «αυτές οι βαθιές αντιλαϊκές ρυθμίσεις θα καταργηθούν  μόλις δοθεί η δυνατότητα σε μια προοδευτική κυβέρνηση», δίνοντας έμφαση στο «βαθιά αντιλαϊκές ρυθμίσεις» και στην αμφισημία του ορισμού τους, που ενισχύει η χρήση της λέξης «δυνατότητα» για την κατάργησή τους. Αντίστοιχη υπόσχεση για τα μνημόνια δεν πραγματοποιήθηκε με την δικαιολογία πως δεν υπήρχε τέτοια δυνατότητα. Από κοντά, είναι και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο Γ. Κυρίτσης, που απαξιώνουν εμπράκτως την απεργία,  σαμποτάροντας  την αυριανή, όταν δηλώνουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πως έτσι κι αλλιώς θα ψηφιστεί το νομοσχέδιο όσο μαζική κι αν είναι η αυριανή απεργία. Δεν επιδιώκεται στην πραγματικότητα παρά με τον κατακερματισμό των εργαζομένων και τον κυβερνητικό συνδικαλισμό να παρακαμφθούν οι εργαζόμενοι και κυρίως η συλλογική πραγματική αντιπροσώπευσή τους, για να θεωρηθεί πως αρκεί η αλλαγή συσχετισμών στο επίπεδο κομμάτων εξουσίας  για ανατροπή της κυρίαρχης πολιτικής, όπως ευαγγελίζεται και πάλι ο ΣΥΡΙΖΑ για ….δεύτερη φορά. 
       Δεκαετίες τώρα, χωρίς να καταργείται τυπικά το δικαίωμα στην απεργία η κυρίαρχη εξουσία καταφέρνει με νομοθετικές ρυθμίσεις να περιορίζει τη δυνατότητα προκήρυξής της, να εξουδετερώνει  τα αποτελέσματά της με τον κοινωνικό αυτοματισμό, να την απαξιώνει με τη συνεχή αρνητική προπαγάνδα. Σε κάθε απεργία επαναλαμβάνεται  το  ίδιο επιχείρημα για το δικαίωμα στην εργασία, που ξεχνιέται όταν η ανεργία ανεβαίνει στα ύψη, όσων δεν απεργούν, εξωραΐζοντας τη συμπεριφορά του απεργοσπάστη.
         Και μένει μόνο ο κομμουνιστικός λόγος να υπερασπίζεται την απεργία,  γιατί στην πραγματικότητα είναι το μόνο μέσο για να αποκαλυφθεί ο κυρίαρχος ρόλος και η δύναμη των εργαζομένων στην παραγωγή, αφού χωρίς αυτούς «γρανάζι δεν γυρνά». Αντίθετα, η σοσιαλδημοκρατία και όλες οι συναφείς παραλλαγές, λειτουργώντας ως άλλοθι δημοκρατικότητας της αστικής τάξης, υποκρίνεται ρεαλισμό στην ιδεολογία και στρατηγική στο όνομα της εξέλιξης, ενάντια στους λαϊκούς αγώνες και στο όραμα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού των παραγωγικών σχέσεων. Δεν επεδίωξε ποτέ να φέρει καμιά μεταρρύθμιση στη δομή και η πίεσή της στις μεγάλες βιομηχανικές χώρες, την εποχή της ανάπτυξης του καπιταλισμού μεταπολεμικά, στηριγμένη στην εργατική τάξη που ήταν οργανωμένη  σε συνδικάτα, δεν πέτυχε παρά μόνο μέτρα που συμβιβάζονται με τις  καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις, καθώς και με την ιδιοκτησία και τη διαχείριση των μέσων παραγωγής  από την αστική τάξη. Η σοσιαλδημοκρατία οξείδωσε χρόνια τώρα την ταξική συνείδηση των εργαζομένων, λειτούργησε ως εκμαυλιστής  των συνδικάτων, προώθησε θεωρίες της κοινωνικής συναίνεσης, των προνομιούχων και του ευρωμονόδρομου. Από το ΠΑΣΟΚ της  μεταπολίτευσης μέχρι το ΣΥΡΙΖΑ της οικονομικής κρίσης όλες οι θεωρίες  και πρακτικές τους χρησιμοποιήθηκαν για να  παραλύουν τον ταξικό αγώνα και αντικειμενικά να λειτουργούν ως απορροφητικοί μηχανισμοί απέναντι στους κοινωνικούς κραδασμούς. Και τώρα, είτε ως ΠΑΣΟΚ μετεξελιγμένο σε ΚΙΝΑΛ είτε ως ΣΥΡΙΖΑ και όλα τα παρεμφερή,  είναι έτοιμοι για   συναίνεση και εφαρμογή  κάθε αντεργατικού μέτρου  που διαμορφώνει συνθήκες εργασιακές ενός αιώνα πριν. 
        Η  συνδικαλιστική πάλη γίνεται προσπάθεια από ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ να εκφυλιστεί και να εξασθενήσει, παραμένοντας κάτω από τον έλεγχο της κυρίαρχης εξουσίας, που επιμένει να αναγνωρίζει για αντίπαλό της τον συνδαιτυμόνα της  ΣΥΡΙΖΑ, για να διευκολυνθεί  το πολιτικό παιχνίδι της αστικής δημοκρατίας. Υπάρχει  όμως το ΚΚΕ, που στη σημερινή συγκυρία δημιουργεί τους όρους ανατροπής της εφαρμοζόμενης πολιτικής, ανατρέποντας τους σχεδιασμούς του κυβερνητικού συνδικαλισμού, με την οικοδόμηση λαϊκού κινήματος το οποίο συνενώνει όσους δέχονται την καπιταλιστική επίθεση και  αμφισβητεί έμπρακτα τις επιλογές της κυρίαρχης τάξης, με όραμα τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Οι μαξιμαλιστικές προτάσεις για απεργία διαρκείας, άλλοθι για κάθε είδους συμβιβασμό, μοιάζει να επαναφέρουν μεσσιανικές αντιλήψεις, όπου αρκεί ο λόγος και η πρόθεση για να πραγματοποιηθεί ένας αγώνας, χωρίς προσπάθεια για συσπείρωση  ευρύτερων στρωμάτων  εργαζομένων και με αδιαφορία  για τον τρόπο οργάνωσής της. 
       Χρόνια τώρα καλλιεργείται η απαισιοδοξία, η ηττοπάθεια, η αποδοχή της μοίρας, η αποστροφή προς την πολιτική για να διαμορφώνεται το πρότυπο του ανήμπορου ανθρωπάκου, του αναδιπλωμένου στον εαυτό του, με μπόλικη φτώχεια και αδυναμία αντίδρασης, ώστε η εξουσία της αστικής τάξης να εξασφαλίζει απρόσκοπτα τα συμφέροντά της. Κόντρα σε όλα αυτά το Κομμουνιστικό Κόμμα οργανώνει τους αγώνες των εργαζομένων εμπνέοντας στο κίνημα αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία. Γιατί κανένας δεν πρέπει να είναι μόνος απέναντι στο πρόβλημά του, να προσπαθεί να τα βγάλει πέρα σαν μια μοναχική ύπαρξη απέναντι στην ασύδοτη εργοδοτική δύναμη και τσακισμένος να ζαρώνει στο χώρο του για να γίνεται αόρατος περιμένοντας τον από μηχανής θεό του καπιταλισμού. 
          Πριν 20 χρόνια, στις 26 Απριλίου 2001, η λαοθάλασσα που διαδήλωνε σε όλη την Ελλάδα, με την καθολική απεργία του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα,  ενάντια στο Ασφαλιστικό νομοσχέδιο του Τ. Γιαννίτση ανάγκασε την κυβέρνηση Σημίτη σε άτακτη υποχώρηση. Βέβαια, τα επόμενα χρόνια της οικονομικής κρίσης  τα κόμματα της Ν.Δ και ΠΑ.ΣΟ.Κ βρήκαν την ευκαιρία επιρρίπτοντας την ευθύνη για την χρεοκοπία της χώρας στο λαό να αναφέρουν  αυτό το παράδειγμα υποχώρησης τους όχι ως αποτέλεσμα του φόβου τους μπροστά στη λαϊκή οργή, αλλά σαν απόδειξη της επικράτησης του λαϊκισμού που τον ταυτίζουν με την καταστροφή. Επειδή όμως ξέρουν πόσο αδύναμοι είναι μπροστά στη λαϊκή οργή, γι’ αυτό παίρνουν όλα τα μέτρα τους παραπλανώντας ή καταστέλλοντας τις κινητοποιήσεις των εργαζομένων.             
            Η δύναμή μας είναι η συλλογική μας στάση και δράση. Το τι θα γίνει τελικά είναι αποτέλεσμα και του τι εμείς αποδεχόμαστε και τι όχι και θα εξαρτηθεί  από τη μαζικότητα  της συμμετοχής στην απεργία και τα συλλαλητήρια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ