25 Σεπ 2012

Ιστορία του ΔΣΕ, μέρος 53: Η αστική βία και τρομοκρατία εντείνεται έπειτα από την τακτική ήττα του κυβερνητικού στρατού στο Βίτσι


Ιστορία του ΔΣΕ, μέρος 53: Η αστική βία και τρομοκρατία εντείνεται έπειτα από την τακτική ήττα του κυβερνητικού στρατού στο Βίτσι

Τρομοκρατία χωρίς όρια
Meros60_Photo2_small.jpg
Μετά την τακτική ήττα του κυβερνητικού στρατού στο Βίτσι και μπροστά στον κίνδυνο αντιστροφής της κατάστασης σε βάρος του, το στρατόπεδο της αντίδρασης προχώρησε σε μια σειρά μέτρα αναδιοργάνωσης και αναδιάταξης των δυνάμεών του. Κύριο στοιχείο αυτής της αναδιάταξης – αναδιοργάνωσης ήταν η ένταση της τρομοκρατίας, τόσο μέσα στις τάξεις των κυβερνητικών στρατιωτικών δυνάμεων όσο και στις τάξεις του πληθυσμού της χώρας. Ηδη έχουμε αναφέρει ότι για την ανόρθωση του ηθικού του στρατού οργανώθηκαν έκτακτα στρατοδικεία και πραγματοποιήθηκαν εκτελέσεις φαντάρων, υπαξιωματικών και αξιωματικών. Ακόμη εφαρμόστηκε σε μεγάλη έκταση το μέτρο της δίωξης των στρατιωτικών από την ενεργό δράση, επειδή θεωρήθηκαν υπεύθυνοι των αποτυχιών, του ξηλώματός τους από τις θέσεις που κατείχαν ή της μετάθεσής τους σε άλλες μονάδες απ’ αυτές που διοικούσαν. Στη σφαίρα των μέτρων της στρατιωτικής ανασυγκρότησης – αναδιάταξης εντάσσεται και η ανάδειξη του Α. Παπάγου στη θέση του αρχιστρατήγου, με δικτατορικές ουσιαστικά εξουσίες. Ο Παπάγος ανέλαβε αυτά τα καθήκοντα στις 19/1/1949 και όπως γράφει ο στρατηγός Θ. Πετζόπουλος “ουδέποτε εις το παρελθόν Ελλην στρατιωτικός ηγέτης ή άλλος οιασδήποτε χώρας Δημοκρατικής έλαβε τοιούτα δικαιώματα” (Θ. Πετζόπουλος: “1941 – 1950 Τραγική Πορεία”, σελ. 212). Με την ανάληψη των καθηκόντων του ο Παπάγος προώθησε στην ανώτατη στρατιωτική ηγεσία έμπιστούς του και φυσικά έμπιστους της Αμερικανικής Στρατιωτικής Αποστολής.
Στις πόλεις και στην ύπαιθρο της χώρας η αντίδραση εξαπόλυσε κύμα τρομοκρατίας. Οι μαζικές συλλήψεις έδιναν κι έπαιρναν, εφαρμόστηκαν βασανιστήρια, επιταχύνθηκε η διαδικασία εκτέλεσης δεσμωτών αγωνιστών, απαγορεύτηκε η φιλοξενία προσώπων στα σπίτια χωρίς προηγουμένως να έχει λάβει γνώση η Ασφάλεια. Σε περίπτωση δε παραβάσεων τόσο ο φιλοξενούμενος όσο και ο οικοδεσπότης αντιμετώπιζαν, το ελάχιστο, κίνδυνο φυλάκισης. Στόχος αυτού του τρομοκρατικού οργίου ήταν η πλήρη εκκαθάριση των μετόπισθεν του κυβερνητικού στρατού, ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή δυνατότητα ενίσχυσης του ΔΣΕ, είτε με μαζικούς αγώνες – έστω και μικρούς – είτε με την έξοδο λαϊκών αγωνιστών στο βουνό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τι σήμαινε αυτή η τρομοκρατία είναι τα όσα συνέβησαν στην Πελοπόννησο το Δεκέμβρη του 1948 μέχρι τέλη Γενάρη του ’49.
Εκστρατεία συκοφάντησης και φανατισμού
Μια μικρή εικόνα του κλίματος των διώξεων και του αντικομμουνιστικού μένους, όπως εκφράστηκε στον Τύπο της εποχής
Meros60_Photo1_small.jpg
“Οταν ο κλέφτης, ο βιαστής, ο κακοποιός πεταχθεί έξω και κλείσει η πόρτα, μαζεύεται η οικογένεια ακόμη λαχανιασμένη από την πάλην μέσα εις το αναστατωμένον δωμάτιον και συζητεί διά το πώς έγινε το κακό, το ποιος φταίει, το πώς θα προφυλαχθεί εις το μέλλον και πώς θα επισκευάση τας ζημίας. Τώρα που έκλεισε η πόρτα του Γράμμου και εντός ολίγου θα ασφαλισθεί από όλες τις πλευρές το σπίτι, η ελληνική οικογένεια χωρίς κλέφτες και βιαστάς θα συγκεντρωθεί και θα συζητήσει πώς έγινε το κακό, ποιος φταίει και ποιος θα προφυλαχθεί…”. Με αυτά τα λόγια, σχολίαζε από τις στήλες της εφημερίδας “Καθημερινή” στις 2 Σεπτέμβρη του 1948, ο Κ. Τσάτσος, την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, αποκαλώντας “κλέφτες και βιαστάς” τους μαχητές του ΔΣΕ. Τις επόμενες μέρες ακολουθούν πρωτοσέλιδα άρθρα “γνώμης” διπλωματικών ακολούθων της αμερικάνικης και βρετανικής πρεσβείας σχετικά με τη διεθνή κατάσταση, το “ρωσικό επεκτατισμό” και τη “συμβουλή” να μην εμπλακεί άλλο η Ελλάδα σε αυτήν την κατάσταση, ξεκαθαρίζοντας την εσωτερική της κατάσταση. Χαρακτηριστικά προοίμια του αντικομμουνιστικού μένους και της έντασης των διώξεων, που επακολούθησε τους επόμενους μήνες, μετά τον Γράμμο…
Αρθρογραφία συκοφάντησης και τρομοκρατίας
Meros60_Photo3_small.jpg
Η “Καθημερινή”, βέβαια, έχει πάρει, από την πρώτη στιγμή, ξεκάθαρη εμπρηστική και αντικομμουνιστική θέση. Στις 30 Απρίλη 1946, ο διευθυντής και αρθρογράφος της εφημερίδας Γ. Α. Β. (Γεώργιος Βλάχος) έγραφε: “Η κυβέρνησις του Λαϊκού Κόμματος πολιτεύεται απέναντι του Κομμουνισμού, όπως περίπου επολιτεύθησαν αι προ αυτής μεταπολεμικαί Κυβερνήσεις. Κατά τούτο σφάλλει σπουδαίως (…). Η Κυβέρνησις η σημερινή μίαν μόνην μεγίστην και πανελλήνιον έλαβε εντολήν: Να κτυπήση κατακέφαλα τον Κομμουνισμόν. Με ό,τι μπορεί, όπως μπορεί (…). Εχει όλα τα μέσα διά να κτυπήσει αλύπητα τον κομμουνισμόν ως κακήν, ύποπτον, και επαναστατικήν οργάνωσιν, από ξένους κυβερνωμένην, αντεθνικήν (…). Μέγα λάθος είναι να νομίζωμεν ότι οι διευθύνοντες τον κομμουνισμόν (…) είναι Ελληνες (…) και ότι άμα τους φερθώμεν καλά δε θα μας κόψουν τον σβέρκον (…). Και χθες:… Χθες εδόθη η άδεια να εορτασθή με προκηρύξεις πάλιν και συγκεντρώσεις και λαοκρατικά τραγούδια και ίσως με αίμα η κομμουνιστική των Πρωτομαγιά (…). Δεν πάμε καλά, διότι δεν έχομεν εννοήσει ότι ο Κομμουνισμός είναι ένα είδος τέρατος με σώμα και κεφαλή και ότι θέλει κτύπημα εις την κεφαλήν και εις το σώμα του θεραπείαν. Δασκάλους, σχολεία και εθνικούς οδηγούς για τα παραπλανημένα παιδιά, δουλειά και ψωμιά για τους εργάτες, ζώα, σπόρους και άροτρα για την αγροτιά και εντάλματα συλλήψεως (…) διά την Ηγεσίαν…”.
Ο ίδιος, στις 4 Γενάρη του 1948, παρατηρούσε και… συμβούλευε: “… Για να κερδίσει τον πόλεμον αυτόν (το Κράτος) πρέπει ήσυχα ήσυχα να εκκαθαρίση το εσωτερικόν, τα μετόπισθεν του στρατού μας, από το πλήθος των ανθρώπων, που είτε από συμφέρον, είτε από αμάθειαν, είτε από φανατισμόν, είτε από βλακείαν, συνεργάζονται με τον εχθρόν. Διά το έργον του τούτο δεν έχει ανάγκην το Κράτος (…) ούτε καν να χύση το δικό του ή των εχθρών του το αίμα. Εχει μόνον ανάγκην οργάνων της Δημοσίας Τάξεως εμπίστων και ασφαλών που θα κτυπούν εδώ κι εκεί μερικές πόρτες κατά τις τρεις το πρωί: Νησιά, δόξα τω Θεώ, έχει το Κράτος…”. Ενώ στις 6 Γενάρη του ίδιου χρόνου, δυο απλές ειδήσεις φανερώνουν πολύ περισσότερα απ’ όσα φαίνονται πως γράφουν. Η πρώτη: “Κυβερνητικό ανακοινωθέν: “Η κυβέρνησις είναι ευτυχής ν’ αναγγείλη ότι ο κ. Γκρίσγουολντ (αρχηγός της εν Ελλάδι αμερικανικής αποστολής) εδέχθη σήμερον την αίτησιν της Ελληνικής Κυβερνήσεως διά την αύξησιν του αριθμού των ταγμάτων εθνοφρουράς εις 100 και διά τη μόνιμον αύξησιν του ελληνικού εθνικού στρατού κατά 12.000 άνδρας…”. Και η δεύτερη: “Ο υπουργός Παιδείας κ. Παπαδήμος διέταξεν ανακρίσεις διά τα δημιουργηθέντα κατά την πρωτοχρονιάτικην εορτήν της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών έκτροπα, όταν κάποιος εφώναξε κατά το κόψιμο της Βασιλόπιτας: “Να ζήσουν τα ψηλά βουνά”… υπονοών τους δρώντας κατά του έθνους ΕΑΜοσλάβους του Μάρκου”.
Από τα τέλη του 1948, τα “πύρινα” άρθρα κατασυκοφάντησης των κομμουνιστών και των μαχητών του ΔΣΕ, γίνονται καθημερινή πραγματικότητα, ενώ πάμπολλα ήταν τα πρωτοσέλιδα άρθρα της εφημερίδας, όπου διατρανώνεται ο ρόλος της βασιλείας και του τότε βασιλιά, ως “αντίπαλος, αντίβαρος, καταλύτης του κομμουνισμού”. Στις 9 Ιανουαρίου 1949, προβάλλεται μια είδηση από την Ιταλία με τίτλο: “Η Ιταλική κυβέρνησις απηγόρευσεν εκδηλώσεις και εράνους του ΚΚΙ υπέρ των ληστών του Μάρκου – Ενημερώθη ο Τερατσίνι (σημ. “Ρ”: Ιταλός κομμουνιστής βουλευτής και πρόεδρος τότε της ιταλικής Βουλής”. Ενδεικτικό πάντως των πιέσεων που ασκούνταν, για να προχωρήσει ακόμα περισσότερο το “ξεκαθάρισμα”, είναι το πρωτοσέλιδο σχόλιο που δημοσιεύεται στις 16 Γενάρη του 1949 με την υπογραφή “Ε”: “Σκέπτομαι αυτήν τη δήθεν μαθηματική κουβέντα που ξεπετιέται κάθε τόσο από τα τηλεγραφήματα και τις ανταποκρίσεις που ασχολούνται με την ελληνική κατάστασιν: “Τόσος στρατός, τόσοι συμμορίται. Τόσοι παραπάνω οι πρώτοι από τους δεύτερους. Πώς συμβαίνει να μην αρπάζουνε οι πρώτοι τους δεύτερους από τον γιακά να τελειώνουμε…”. Στις 30 Γενάρη του 1949, η “Καθημερινή” καλούσε τους μαχητές του ΔΣΕ “να ανομολογήσουν – όσοι τυχόν είναι ιδεολόγοι – την πλάνην τους και να καταθέσουν όχι προ των αντιπάλων τους, αλλά εις τον άγιον βωμόν της πατρίδος τα όπλα”….
Ανατριχιαστικές ανταποκρίσεις
Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των κομμουνιστών στην περιοχή της Πελοποννήσου, τους πρώτους μήνες του 1949, παρακολουθήθηκαν βήμα προς βήμα από την εφημερίδα “Καθημερινή” και τον πολεμικό απεσταλμένο της Ν. Καλημέρη. Τον Γενάρη, από τις στήλες της εφημερίδας, ο στρατιωτικός διοικητής της Πελοποννήσου υποστράτηγος Πεντζόπουλος και ο αρχηγός Χωροφυλακής Ταξίαρχος Τσάταλος, δήλωναν ότι “είναι απόφασις της στρατιωτικής ηγεσίας διά τη σύντομον και οριστικήν εκκαθάριση της Πελοποννήσου. Αντί πάσης θυσίας θα επιτευχθεί το επιδιωκόμενον αποτέλεσμα”. Ενδεικτικές του τι συνέβη εκείνη την περίοδο στην Πελοπόννησο, του μεγέθους των διώξεων, είναι οι ανταποκρίσεις της “Καθημερινής”:
5 Γενάρη: “Εις την περιοχήν Τρικάλων Κορινθίας, εφονεύθησαν οι αρχισυμμορίται Πέππας και Ματσούκας”. “Ιδιωτικαί πληροφορίαι θεωρούμεναι αξιόπισται (!) αναφέρουν ότι συμμορίται συλλαμβάνουν ομήρους εκ διαφόρων χωρίων κατά προτίμησιν τους προύχοντας και τους κοινωνικούς παράγοντας”.
9 Γενάρη: “Η ταξιαρχία Πρεκεζέ (σ.σ. τμήμα του ΔΣΕ) διαφυγούσα από τα κρησφύγετα του Πάρνωνος ευρίσκεται κάπου “λείχουσα τας πληγάς της”. Χωρίς όμως με αυτό να πρόκειται να αποφύγει την εξόντωσιν, διότι ως χαρακτηριστικώς ετόνισε σήμερον ανώτερος αξιωματικός του στρατού “ο μύλος που αλέθει αργά βγάζει πολύ ψιλό αλεύρι”".
20 Γενάρη: “Εκτός των άλλων παραδειγμάτων αναφέρεται χαρακτηριστικώς το γεγονός του φόνου του αρχισυμμορίτου Γιάννη Γιαννίτσα ή Καπετάν Μπάμπη, όπου ούτος μετέβη διά να συνεννοηθεί με τον αυτοαμυνίτην του χωρίου Δημήτριον Παπαδόπουλον ή Μητσόχαρον. Ο τελευταίος παρέσυρε τον Γιαννίτσα εις την ταβέρναν, όπου τον εφόνευσε και αφού απέκοψε την κεφαλή του την παρέδωσε σήμερον την πρωίαν μετά του αυτομάτου του εις στρατιωτικόν τμήμα”…
22 Γενάρη: “Τμήματα ΛΟΚ κατ’ εξερέυνησιν εις την περιοχήν Ζήριας, συνεπλάκησαν με ομάδα συμμοριτών, με αποτέλεσμα τον φόνον 4 συμμοριτών και μίας συμμορίτισσας”.
Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο
Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού στην Πελοπόννησο άρχισαν στις 5/12/1948 – με τη μετακίνηση στρατευμάτων στην περιοχή – και ουσιαστικά ολοκληρώθηκαν στις 30/1/1949. Πριν την έναρξη της επιχείρησης, υπήρχαν στην περιοχή η 72η Ταξιαρχία, 14 Τάγματα ελαφρού πεζικού, 3 Τάγματα Χωροφυλακής, δύο Μοίρες ΛΟΚ, ένα Σύνταγμα αναγνωρίσεως (θωρακισμένα), μια Πυροβολαρχία και φυσικά οι παρακρατικές δυνάμεις. Για την πραγματοποίηση της επιχείρησης, μεταφέρθηκαν από το Βίτσι η 9η Μεραρχία, δύο Μοίρες ΛΟΚ, ένα Σύνταγμα Πεδινού και μια Μοίρα Ορειβατικού Πυροβολικού, ένας Λόχος Μηχανικού. Επίσης επιστρατεύτηκαν μια Μοίρα Στόλου (αντιτορπιλικά και αρματαγωγά και δύναμη Αεροπορίας. Ουσιαστικά, γίνεται λόγος για δυνάμεις που κυμαίνονταν, συνολικά, γύρω στις 40 χιλιάδες άνδρες. Απέναντι σ’ αυτές τις δυνάμεις, ο ΔΣΕ είχε να αντιτάξει την 3η Μεραρχία του με διοικητή τον Στ. Γκιουζέλη και δύναμη μαχητών περί τις 3.500. Κι αν λάβει κανείς υπόψη του ότι αυτοί οι αγωνιστές δεν είχαν σύνδεση με τις υπόλοιπες δυνάμεις του ΔΣΕ στην Ελλάδα και ότι ο ανεφοδιασμός τους γινόταν από τη θάλασσα, γίνεται αντιληπτή η τραγικότητα της κατάστασής τους.
Το σχέδιο εκκαθάρισης της Πελοποννήσου που εφάρμοσε ο κυβερνητικός στρατός πήρε την επωνυμία “Περιστερά”. Ομως, μόνο περιστερά δεν ήταν. Τη διεύθυνση της επιχείρησης ανέλαβε ο στρατηγός Τσακαλώτος και τη στρατιωτική διοίκηση είχε ο στρατηγός Θ. Πετζόπουλος, τον οποίο ο λαός, για τα όργια τρομοκρατίας που διέπραξε, πολύ ορθά αποκαλούσε “Ιμπραΐμ”.
Εντείνεται η μαζική βία
Πρώτη ενέργεια της επιχείρησης “Περιστερά” ήταν η πλήρη απομόνωση της Πελοποννήσου από την υπόλοιπη Ελλάδα. Κανείς δεν μπορούσε να μπει ή να βγει από την περιοχή της, χωρίς την άδεια της Αστυνομίας και των στρατιωτικών δυνάμεων. Η θαλάσσια περιοχή ελεγχόταν από το στόλο, ούτως ώστε να εμποδιστεί ο ανεφοδιασμός των ανταρτών και στα λιμάνια γινόταν εξονυχιστικός έλεγχος των ταξιδιωτών και των φορτίων των καραβιών. Δίπλα σ’ αυτά τα μέτρα, προστέθηκαν και οι αδίστακτες μαζικές συλλήψεις πληθυσμού, που θεωρούνταν ύποπτος ότι συμπαθούσε ή βοηθούσε τις δυνάμεις του ΔΣΕ. Η σκληρότητα αυτών των μέτρων απεικονίζεται ανάγλυφα στις διαταγές που εξέδωσε ο στρατηγός Πετζόπουλος προς τις μονάδες στρατού που διοικούσε. Συγκεκριμένα, σε διαταγή του στις 18/12/1948 ανέφερε:
“Προβείτε προκαταρκτικάς ενεργείας, ώστε την 27 – 12 – 48 συλληφθώσι ταυτοχρόνως εκ των αστικών κέντρων απάσης υμών περιοχής εν συνεννοήσει μετά των κατά τόπους στρατιωτικών αρχών, άπαντες ιδιώται κομμουνισταί, ανεξαρτήτως εάν θεωρούνται ύποπτοι ή ου και ανεξαρτήτως επαγγέλματος (δημόσιοι υπάλληλοι, επιστήμονες). Εφιστώ την προσοχή σας επί γεγονότος ότι είθισται συλλαμβάνονται εργάται ή μικροεπαγγελματίαι και παραμένωσι ελεύθεροι οι πλέον επικίνδυνοι οι επιστήμονες και άλλοι. Ουδεμίαν τοιαύτην εξαίρεσιν θα ανεχθώ. Τουναντίον, συλλήψεις ενεργηθώσιν από τους πλέον επικινδύνους τούτους μέχρι τελευταίου κομμουνιστού”.
Στις 28/12/1948 ο νέος Ιμπραΐμ της Πελοποννήσου τηλεγραφούσε στην Καλαμάτα και στην Πάτρα:
“Σύνολον συλληφθέντων εντός πόλεως ΚΑΛΑΜΩΝ απαράδεκτον. Φαίνεται δε με αντελήφθητε. Επαναλαμβάνω ουδείς κομμουνιστής δέον παραμείνη ελεύθερος ΚΑΛΑΜΑΣ, ένθα σοβαρωτέρα κομμουνιστική εστία ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ. Δέον αντιληφθήτε ότι αστικά κέντρα δέον εκκαθαρισθώσι απολύτως από κομμουνιστικόν μίασμα. Διά κομμουνιστάς διαμένοντας αστικά κέντρα ουδείς οίκτος. Συλλήψεις συνεχισθώσι”.
“Ανακοινώσατε αστυνομικόν διευθυντήν Πατρών κάτωθι διαταγήν μου. Αναφερθείς αριθμός συλληφθέντων εν Πάτραις 63 προξενεί αλγεινήν εντύπωσιν και τον θεωρώ απαράδεκτον. Φαίνεται ότι οι αρμόδιοι και υπεύθυνοι δεν αντελήφθησαν ότι εκκαθάρισις αστικών κέντρων και γενικώς μετόπισθεν στρατού από κομμουνιστικά στοιχεία αποτελεί ύψιστον εθνικόν καθήκον και ανάγκην…”. (Βλέπε: Θ. Πετζόπουλου: “1941 – 1950 Τραγική πορεία”, σελ. 204 και 206 – 207. Επίσης: Σ. Γρηγοριάδη: “Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας”, τόμος 3ος, σελ. 345 – 346).
Στο ερώτημα ποιοι ήταν αυτοί που συλλαμβάνονταν δεν είναι δύσκολο να δοθεί η απάντηση. Οι αρχές κάτω από τέτοιου είδους διαταγές δεν πολυσκοτίζονταν για το ποιους θα έβαζαν στο χέρι. Προχωρούσαν αδιακρίτως σε συλλήψεις, αρκεί να είχαν υπόνοιες ότι ο υποψήφιος προς σύλληψη δεν τους έμοιαζε και τόσο εθνικόφρονας. Ετσι, μαζί με τους κομμουνιστές, αριστερούς και προοδευτικούς πολίτες, τα κρατητήρια γέμισαν και από δεξιούς, συντηρητικούς και βασιλόφρονες, οι οποίοι δεν είχαν επιδείξει κάποια ιδιαίτερη αντικομμουνιστική δραστηριότητα για να μπορούν να τους ξεχωρίσουν τα στρατιωτικά και αστυνομικά όργανα.
Από τα στοιχεία που υπάρχουν γίνεται λόγος για 4.500 συλληφθέντες, οι οποίοι χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες. Οσοι θεωρήθηκαν ιδιαίτερα επικίνδυνοι – περί τους 2.500 – φορτώθηκαν σε αρματαγωγά και στάλθηκαν στη Μακρόνησο και το Τρίκκερι. Οι άλλοι κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Σκηνές ιλαροτραγωδίας
Οι συλλήψεις συντηρητικών πολιτών, όπως ήταν επόμενο, προξένησαν αντιδράσεις που πολύ γρήγορα έφτασαν ως την Αθήνα. Ετσι, κινήθηκαν πολιτικοί και άλλοι παράγοντες για να σώσουν ανθρώπους που κινδύνευαν να χαθούν – ή, το λιγότερο, να υποστούν συνέπειες χωρίς λόγο – μέσα σ’ αυτήν την ξέφρενη παραζάλη του αντικομμουνισμού. Να πώς περιγράφει αυτή την ιλαροτραγωδία ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος: “Ως ήτο επόμενον, η πληροφορία των συλλήψεων μετεδόθη αμέσως εις Αθήνας και οι πολιτικοί παράγοντες εκινητοποιήθησαν προς πάσας τας κατευθύνσεις να ματαιώσουν τας συλλήψεις. Τα τηλέφωνα του Στρατηγείου του Σώματος Στρατού ήρχισαν να κωδωνίζουν συνεχώς. Το Αρχηγείον Χωροφυλακής εζήτη να αποκεφαλίση τον επιθεωρητήν Χωροφυλακής, το ΓΕΣ εζήτη τον λόγον πώς και διατί ανελήφθη αυτή η πρωτοβουλία, άνευ υπολογισμού των συνεπειών κλπ., διάφοροι παράγοντες των κομματαρχών πασάδων της Πελοποννήσου είχον συγκεντρωθή εις την εξώπορταν του στρατοπέδου, κρατούντες καταλόγους συλληφθέντων προσώπων, φίλων των εν κυβερνήσει υπουργών και απαιτούντες την άμεσον απόλυσίν των. Το Επιτελείον του Σώματος και ειδικώς ο αρχηγός του Α` Κλάδου, συντ/ρχης τότε, Κετσέας Γρ., μη θέλων να επικοινωνήση τηλ/κώς με τον διοικητήν του Σώματος Στρατού, διά να αναφέρη τα συμβαίνοντα και να ζητήση διαταγάς και αφ’ ετέρου αντιλαμβανόμενος ότι θα έπρεπε να τον απαλλάξη από τας πιέσεις που ασφαλώς θα υφίστατο εις Αθήνας, απεφάσισε να δημιουργήση κατάστασιν αδυναμίας επεμβάσεως εις οιονδήποτε μέχρις ότου αποπλεύσουν τα πλοία. ΠΡΟΣ ΤΟΥΤΟ ΔΙΕΤΑΞΕ ΤΗΝ ΑΠΟΚΟΠΗΝ ΤΩΝ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΩΝ ΜΕ ΤΑΣ ΑΘΗΝΑΣ ΩΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΙΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΩΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΞΩΠΟΡΤΑΝ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΕΙΟΥ ΕΙΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΝ 500 ΜΕΤΡΩΝ. Καθησύχασε τον επιθεωρητήν Χωροφυλακής, ο οποίος εφαίνετο στενοχωρημένος και διέταξε την εκτέλεσιν της αποφάσεώς μου, ήτοι την αναχώρησιν οπωσδήποτε των πλοίων προ του μεσονυχτίου και την αποστολήν σήματος αφίξεως εις Μακρόνησον… Το απόγευμα της επομένης, ελήφθη σήμα των πλοίων ότι έφτασαν εις Μακρόνησον και απεβίβασαν συλληφθέντας.
Διέταξε την αποκατάστασιν της τηλεφωνικής γραμμής και ανέφερε εις ΓΕΣ, δι’ εκτάκτου δελτίου, τη σύλληψιν και μεταφοράν εις Μακρόνησον.
Το ΓΕΣ και οι εν Αθήναις πολιτικοί, μη γνωρίζοντες τη μεταφοράν εις Μακρόνησον, αλλά νομίζοντες ότι οι συλληφθέντες κρατούνται εις Πελοπόννησον, ήλπιζαν ότι θα επιτύγχανον την απόλυσίν των. Οταν επληροφορήθησαν ότι είχον ήδη μεταφερθή εις Μακρόνησον, εξέσπασαν εις εντόνους διαμαρτυρίας, αλλά ήτο πλέον αργά, διότι ουδείς ετόλμα, εν όψει των περιστάσεων και της πιέσεως των Αμερικάνων, να αναλάβη την ευθύνην της μεταφοράς των πάλιν εις Πελοπόννησον” (Θρ. Τσακαλώτος: “40 Χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος”, τόμος β`, σελ. 203 – 204).
Συντριβή των δυνάμεων του ΔΣΕ
Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, με συντριπτικό συσχετισμό δυνάμεων εις βάρος του και χωρίς δυνατότητες ανεφοδιασμού του σε πυρομαχικά, ο ΔΣΕ στην Πελοπόννησο, παρά την ενεργητικότητα, το θάρρος και των ηρωισμό των μαχητών του, οδηγήθηκε εκ των πραγμάτων σε ήττα και συντριβή. Σ’ αυτόν τον αγώνα έδωσαν τη ζωή τους πολλοί αγωνιστές και τα καλύτερα στελέχη του ΔΣΕ Πελοποννήσου. Ανάμεσά τους και ο Στ. Γκιουζέλης, ο οποίος στο τελευταίο, πριν τον θάνατό του, άρθρο που έστειλε στο περιοδικό “Δημοκρατικός Στρατός”, με ημερομηνία 13/1/1949, γράφει ανάμεσα στα άλλα: “Η πείρα από την αντιμετώπιση 25 τώρα μέρες, της επιδρομής του εχθρού, δείχνει πως ο λαός του Μοριά με μαχητική του πρωτοπορία τον ΔΣ του θα φανούν αντάξιοι κληρονόμοι των ηρωικών παραδόσεων της κλεφτουριάς του ’21 και θα συντρίψουν τις ορδές των νέων Μπρα`ϊμηδων του μοναρχοφασιμού” (βλέπε: “ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ”, έκδοση “Ριζοσπάστης”, 1996, τόμος Β`, σελ. 85 – 87).
Στις 29 Γενάρη του 1949, ο στρατηγός Τσακαλώτος παρέδιδε τη διοίκηση όλων των δυνάμεων της Πελοποννήσου στον στρατηγό Πετζόπουλο. Η παράδοση αυτή σήμαινε ότι για τον κυβερνητικό στρατό η εκκαθάριση της Πελοποννήσου από τους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού ουσιαστικά είχε τελειώσει.
Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του “Ρ”
Περιεχόμενα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ