25 Σεπ 2012

Ενα φάντασμα από το παρελθόν με παρόν δίχως μέλλον



Ενα φάντασμα από το παρελθόν με παρόν δίχως μέλλον
Τάξη Η/Υ σε Νηπιαγωγείο της πόλης Τρόιτσκ στην περιφέρειας της Μόσχας. Οι υπολογιστές διαθέτουν λογισμικό όχι μόνο για παιγνίδια, αλλά και για μαθήματα όσον αφορά τα βασικά της επιστήμης των υπολογιστών και μαθήματα Λογικής. Στα παιδιά αρέσει και να ζωγραφίζουν στις οθόνες των υπολογιστών. Ενα πρόγραμμα εκμάθησης της αλφαβήτου και της προπαίδειας βρίσκεται στο στάδιο της προετοιμασίας. Κι όλα αυτά, πριν από 18 χρόνια στον «κακό» σοσιαλισμό...
Τελικά, αν η Ιστορία έφτασε στο τέλος της το 1989-1991, προς τι η τόση προσπάθεια για την αναθεώρησή της; Αφού ο καπιταλισμός, όπως λένε, αναδείχτηκε ως ο πλέον «αδιαμφισβήτητος» νικητής της πάλης των ιδεολογιών στον 20ό αιώνα, ποιος ο λόγος να ξύνονται «ιστορικές πληγές»; Ποιος λόγος υπάρχει να συντάσσονται αντικομμουνιστικά μνημόνια και να απαιτείται από τους ...δογματικούς που πιστεύουν στην «ξεπερασμένη» - κατά τ' άλλα - πάλη των τάξεων ως αφελείς ευαγγελιστές μιας «ανεφάρμοστης» σοσιαλιστικής «ουτοπίας», να «συμμορφωθούν προς τας υποδείξεις»; Ο στόχος είναι σαφής και διατυπώνεται ξεκάθαρα στην παράγραφο 7 του Σχεδίου Απόφασης που προωθείται αυτή την περίοδο για έγκριση στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης: Είναι η «συνείδηση της ιστορίας».
Συγκεκριμένα, αιτιολογώντας «την ανάγκη διεθνούς καταδίκης των εγκλημάτων των ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων», το αντικομμουνιστικό μνημόνιο προειδοποιεί: «Η δημόσια συνείδηση για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι πολύ πενιχρή»! (παράγραφος 6).
«Ε, και;» ίσως θα πει κάποιος. Αλλωστε, δημοκρατία έχουμε, προϋπόθεση της οποίας είναι και η ελευθερία της γνώμης. Το δίκαιο και η αξία μιας άποψης θα αναδειχτούν από τη διαχρονική αντοχή της - ή μη - στον ελεύθερο ανταγωνισμό των ιδεών. Γιατί να αντιδρούμε έτσι σε μια διαφορετική εκτίμηση της Ιστορίας;
Δάσκαλος ξυλογλυπτικής σε σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο Τσιρτσίκ, με τους μαθητές του (Μάης 1984). Τι σύγκριση να γίνει με το μάθημα των τεχνικών στην Ελλάδα του 2006;
Το αντικομμουνιστικό μνημόνιο φροντίζει να διασαφηνίσει ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται απλά για ιδεολογική αντιπαράθεση, αλλά για υλική θεσμοθέτηση δίωξης του κομμουνισμού. Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται «όλα τα κομμουνιστικά ή μετα-κομμουνιστικά κόμματα στις χώρες-μέλη του που δεν το έχουν κάνει ακόμα, να επανεκτιμήσουν την ιστορία του κομμουνισμού και το ίδιο τους το παρελθόν, να πάρουν καθαρές αποστάσεις από τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από ολοκληρωτικά κομμουνιστικά καθεστώτα και να τα καταδικάσουν δίχως ταλάντευση»!...
Οι σύγχρονες «δηλώσεις μετανοίας» κρίνονται απαραίτητες, αφού, όπως λέει το μνημόνιο, «φαίνεται ότι σε ορισμένες χώρες είναι ζωντανό ακόμα ένα είδους νοσταλγίας για τον κομμουνισμό. Αυτό το γεγονός δημιουργεί τον κίνδυνο ο κομμουνισμός να κερδίσει την εξουσία στη μία ή την άλλη χώρα»! (παράγραφος 6) Φαίνεται πως στη «δημοκρατική Ευρώπη», η πολιτική επιλογή, βασισμένη στην ιστορική εμπειρία και μνήμη του καθενός, μπορεί να είναι ελεύθερη μόνο στο βαθμό του επιτρεπτού, το οποίο καθορίζεται και οριοθετείται αυστηρά με τα κριτήρια του ιμπεριαλισμού...
Βασικό ιδεολογικό όπλο του ιμπεριαλισμού
Αλλά, μια και το ζητούμενο επικεντρώνεται στη «συνείδηση της Ιστορίας», αξίζει να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στο τι σήμαινε πρακτικά ο αντικομμουνισμός στον αιώνα που πέρασε.
Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Κιργιστάν, 1974.Οι πρωτότυποι ξενώνες δίπλα στη λίμνη δημιουργήθηκαν για διακοπές των εργαζομένων σε εργοστάσιο της περιοχής.Αλλο ένα «έγκλημα» που διέπραξε το «ολοκληρωτικό» καθεστώς(!) σύμφωνα με το μνημόνιο...
Ο αντικομμουνισμόςαποτέλεσε ιστορικά ένα από τα βασικότερα ιδεολογικοπολιτικά όπλα, που διατέθηκαν στην υπηρεσία της επιθετικότητας του ιμπεριαλισμού. Κατά καιρούς αξιοποιήθηκε - ανάλογα με την περίπτωση - είτε προς αντιμετώπιση μιας πραγματικής απειλής εναντίον των συμφερόντων της αστικής τάξης, είτε ως ιδεολογικός μανδύας για την καλύτερη εξυπηρέτηση αυτών (δίχως να υφίσταται ωστόσο ουσιαστικός κίνδυνος). Στην πεμπτουσία του, οαντικομμουνισμός αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των μέσων που διαθέτει ο καπιταλισμός προκειμένου να εξασφαλίσει την υπεράσπιση και διαιώνιση του υπάρχοντος εκμεταλλευτικού συστήματος, δυσφημίζοντας, απαξιώνοντας, περιθωριοποιώντας - και εν τέλει συνθλίβοντας - οποιαδήποτε προσπάθεια αμφισβήτησης της ταξικής κυριαρχίας του κεφαλαίου.
Ο αντικομμουνισμός του 20ού αιώνα θα μπορούσε να συγκριθεί και με παλαιότερες προσπάθειες αμαύρωσης του «καινούριου» από τους εκπροσώπους των τότε εκμεταλλευτικών συστημάτων, στο πλαίσιο της νομιμοποίησης αυτών στη συνείδηση των μαζών, παρατείνοντας κατ' αυτό τον τρόπο όσο το δυνατόν την παραμονή της κυρίαρχης τάξης στην εξουσία. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Γαλλικής Επανάστασης και η μετέπειτα κατασυκοφάντησή της από τα απολυταρχικά μοναρχικά καθεστώτα της Ευρώπης (βλέπε «Ιερά Συμμαχία», κλπ.): Το πρώτο αστικό δημοκρατικό εγχείρημα κατάλυσης του υπάρχοντος αντιδραστικού φεουδαρχικού συστήματος οικονομικής και πολιτικής εξουσίας βαφτίστηκε «αιματοβαμμένο», «μη πραγματοποιήσιμο», συνοδευόμενο από ηχηρές εκφράσεις, όπως «δημοκρατία της γκιλοτίνας», «η επανάσταση που καταβροχθίζει τα παιδιά της», κ.ά.
Ενδιαφέρον προκαλεί όμως και η σύγχρονη ιστορική αποτύπωση της Γαλλικής Επανάστασης: Η ταξική βία, την οποία άσκησε τότε η ανερχόμενη αστική τάξη (και η οποία αποτελεί οργανικό στοιχείο κάθε κοινωνικής αλλαγής), σήμερα εξισώνεται με εγκληματική πράξη και χαρακτηρίζεται τρομοκρατία. Η αστική τάξη αναθεωρεί το δικό της παρελθόν. Γιατί, βέβαια, δε βρίσκεται πια στη θέση του νέου, του προοδευτικού, του ταξικού φορέα της ιστορικής αναγκαιότητας. Η αστική τάξη έκατσε στο θρόνο της ηττημένης φεουδαρχίας και ανησυχεί σαφώς μήπως έχει την τύχη της...
Ετσι, ο αντικομμουνισμός επιστρατεύτηκε στο ιδεολογικό οπλοστάσιο της αστικής τάξης ταυτόχρονα με την εμφάνιση του κομμουνισμού ως ιδεολογίας της νέας ανερχόμενης κοινωνικής δύναμης, της εργατικής τάξης. Πήρε όμως μεγαλύτερες διαστάσεις και συστηματοποιήθηκε ιδιαίτερα μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση, η οποία οδήγησε στη δημιουργία του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο.
Η ιστορική πείρα
Στις ΗΠΑ εγκαινιάστηκε η πρώτη περίοδος του λεγόμενου Κόκκινου Φόβου στα χρόνια 1917-1920 (η δεύτερη αναφέρεται στο μακαρθισμό της δεκαετίας του 1950), η δημιουργία δηλαδή μιας πολιτικής ατμόσφαιρας χαρακτηριζόμενης από περιορισμό συνταγματικών ελευθεριών και διώξεις με σκοπό τον περιορισμό της εξάπλωσης των ριζοσπαστικών ιδεών σε ευρύτερα τμήματα της αμερικανικής κοινωνίας. Καλλιεργώντας με δημαγωγικές εξάρσεις και βαρύγδουπους τίτλους στον Τύπο φόβους περί εισχώρησης ξένων (κομμουνιστικών) στοιχείων στην κοινωνία και στους θεσμούς, οι κρατικοί μηχανισμοί δημιούργησαν ένα κλίμα υστερίας, το οποίο επέδρασε ως ιδεολογικό ναρκωτικό στο λαό μπροστά στην πραγματική επίθεση που δέχονταν τα δικαιώματά του (συνδικαλιστικές ελευθερίες, ελευθερία του λόγου, του συνέρχεσθαι, κλπ.).
Στην ευρωπαϊκή ήπειρο αστικές κυβερνήσεις ανέσυραν νομοθετήματα που ανέτρεχαν ακόμα και στο 14ο αιώνα, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο «κομμουνιστικός κίνδυνος» (π.χ., Treason Act του 1351 της Βρετανίας, για τις ενέργειες που θεωρούνταν «προδοσία» ενάντια στο κράτος). «Κομμουνιστικές συνωμοσίες» «αποκαλύπτονταν» σχεδόν καθημερινά, τροφοδοτώντας το κλίμα φόβου. Ακολούθως, η «ανακάλυψη» από τις γαλλικές αρχές στο Παρίσι το 1928 μιας «κομμουνιστικής συνωμοσίας» με σκοπό την κατάληψη της εξουσίας, οδήγησε στην κήρυξη κατάστασης εκτάκτου ανάγκης στην πόλη, στον περιορισμό βασικών ελευθεριών και στη δίωξη κάθε λογής προοδευτικών ανθρώπων, μη σχετιζομένων με τον κομμουνισμό. Και να μην ξεχνάμε, βέβαια, τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ από τους ναζί (1933), ο οποίος επίσης αποδόθηκε σε κομμουνιστική συνωμοσία, δίνοντας την αφορμή στο φασιστικό καθεστώς για μαζικά κύματα διώξεων, αποκορύφωση των οποίων υπήρξε η δίκη του Δημητρώφ και άλλων κομμουνιστών ηγετών στη Λιψία.
Στην Ελλάδα, κατά το παράδειγμα άλλων χωρών που είχαν ήδη υιοθετήσει παρόμοια μέτρα (Βουλγαρία, Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, κ.ά.), ψηφίστηκε τον Ιούλη του 1929 ο νόμος «περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», με τον οποίο η κομμουνιστική ιδεολογία και πράξη καθίστατο «Ιδιώνυμο αδίκημα» (δηλαδή, με «ίδιον χαρακτήρα», όπου αδίκημα ήταν ακόμα και να σκέφτεται κανείς υπέρ του ΚΚΕ). Το Ιδιώνυμο δεν είχε στόχο αποκλειστικά το Κομμουνιστικό Κόμμα. Αλλωστε, το έτος που ψηφίστηκε ο εν λόγω νόμος, το ΚΚΕ σημείωσε το χαμηλότερο εκλογικό ποσοστό στην ιστορία του, συγκεντρώνοντας μόλις το 1,41% των ψήφων. Αντίθετα, αποδεικνυόταν για άλλη μια φορά - και με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο - ότι οαντικομμουνισμός δεν έχει ως μοναδικό στόχο τους κομμουνιστές.
Οι όποιες διεκδικήσεις των εργαζομένων βαφτίζονταν κομμουνιστική απειλή και οι φορείς τους απομονώνονταν, απαξιώνονταν και διώκονταν ως κομμουνιστές, ή ως «συνοδοιπόροι» του κομμουνισμού. Οι κομμουνιστές βεβαίως και συμμετείχαν ενεργά στις εργατικές λαϊκές διεκδικήσεις, συχνά από την πρώτη γραμμή. Ομως, η απόλυτη ταύτισή τους γινόταν σκόπιμα στοχεύοντας στο χτύπημα των εργαζομένων και των προοδευτικών δυνάμεων της κοινωνίας στο σύνολό τους. Ακόμα και ο αστός πολιτικός Αλ. Παπαναστασίου είχε εύστοχα προειδοποιήσει σχετικά με το Ιδιώνυμο: «Πρέπει να έχουμε υπόψη ότι κανείς μας δεν μπορεί να αισθάνεται ασφαλής, γιατί ο νόμος δεν εξασφαλίζει κανέναν».
Αλλοθι για την ενίσχυση της κρατικής καταστολής
Σε όλη την πολυτάραχη ιστορία του 20ού αιώνα, οι κομμουνιστές υπήρξαν ο πρώτος στόχος πριν από μια ευρύτερη κατάλυση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Ολες οι δικτατορίες στην Ελλάδα μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, από τον Πάγκαλο (1925), τον Μεταξά (1936), έως και τη χούντα των συνταγματαρχών (1967), πρόβαλλαν τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» ως αιτιολογία για τη νομιμοποίηση των ενεργειών τους. Οι κομμουνιστές υπήρξαν - δίχως εξαίρεση - από τους πρώτους που οδηγήθηκαν στις φυλακές και στις εξορίες, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια όλοι όσοι καταγράφονταν κάθε φορά ως «κοινωνικά επικίνδυνοι», καλλιτέχνες, διανοούμενοι, απλοί δημοκρατικοί και προοδευτικοί άνθρωποι, κλπ.
Το ίδιο συνέβη και διεθνώς. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, η «κομμουνιστική απειλή» κατασκευαζόταν κυριολεκτικά από το μηδέν. Ετσι, για παράδειγμα, το 1965, «η παρουσία 58 "κομμουνιστών" στη Δομινικανή Δημοκρατία προβλήθηκε αμέσως ως επαρκής λόγος που έκανε τον Πρόεδρο (των ΗΠΑ) Τζόνσον να στείλει 35.000 πεζοναύτες». Δεκάδες εθνικοαπελευθερωτικά και αντιαποικιοκρατικά κινήματα πνίγηκαν στο αίμα, στο όνομα τουαντικομμουνισμού και της «προώθησης της ελευθερίας».
Ας μην ξεχνάμε ότι ο αντικομμουνισμός υπήρξε επίσης κυρίαρχο στοιχείο της ιδεολογίας και πράξης του φασισμού, γι' αυτό και πολλές «δημοκρατικές» κυβερνήσεις της Δύσης στάθηκαν θετικά και υιοθέτησαν πολλά από τα μέτρα που είχαν εφαρμόσει οι Χίτλερ και Μουσολίνι. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και λίγο πριν το ξέσπασμα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, αστικές κυβερνήσεις επικέντρωναν τις δυνάμεις τους στην αντιμετώπιση των κομμουνιστών παρά στη φασιστική απειλή. Μεταπολεμικά, οι πρακτικές και οι μέθοδοι της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας που επιστρατεύτηκαν από τις φασιστικές κυβερνήσεις, αξιοποιήθηκαν και αναπτύχθηκαν ακόμα περαιτέρω από τον «δυτικό ελεύθερο κόσμο» και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του (ΝΑΤΟ, CIA, κλπ.).
Ο αντικομμουνισμός άντλησε, ανάλογα με την περίοδο και την κοινωνία στην οποία απευθυνόταν, πληθώρα «επιχειρημάτων», εκμεταλλευόμενος κατάφωρα ευαίσθητους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, όπως το εθνικό ή θρησκευτικό συναίσθημα. Οι κομμουνιστές ταυτίστηκαν με το «ξένο», το εχθρικό προς την πατρίδα, προς τη μία ή την άλλη εθνική μειονότητα: Φιλο-εβραίοι στη Γερμανία, φιλότουρκοι και φιλο-Βούλγαροι στην Ελλάδα, φιλο-νέγροι στις ΗΠΑ και ούτω καθεξής. Στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής ο ισλαμικός φονταμενταλισμός, που προωθήθηκε από τον αμερικανικό και βρετανικό ιμπεριαλισμό ως αντίβαρο στα προοδευτικά κινήματα, τα οποία αναπτύσσονταν τις δεκαετίες 1940-1970, είχε τα γνωστά αποτελέσματα. Ακόμα, οι κομμουνιστές χαρακτηρίστηκαν κατά καιρούς ανήθικοι, αιμοσταγείς, ιδιοτελείς και συμφεροντολόγοι («μίσθαρνα όργανα»), οι κομμουνίστριες ως γυναίκες χαλαρών ηθών, και διάφορα άλλα που ξεπερνούν τα όρια της λογικής και αγγίζουν αυτά της γελοιότητας. Βεβαίως, τα ιδεολογήματα αυτά κατέρρεαν πάντοτε διαψευδόμενα από την ίδια τη ζωή. Η αναβίωση τουαντικομμουνισμού που επιχειρείται σήμερα για να ...καλύψει τα κενά «της ιστορικής μνήμης» των λαών πρέπει να μας προβληματίσει όλους, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης.
Επειδή ο ιμπεριαλισμός δεν είναι αήττητος
Η εξέλιξη αυτή αποτελεί εν μέρει απόρροια της ολοένα αυξανόμενης αδυναμίας του υπάρχοντος κεφαλαιοκρατικού εκμεταλλευτικού συστήματος να νομιμοποιήσει την ύπαρξή του στη συνείδηση των μαζών. Η ιδεολογική κυριαρχία, την οποία απέκτησε ο καπιταλισμός μετά τις ανατροπές που πραγματοποιήθηκαν στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης, φαίνεται πως άρχισε να ξεθωριάζει. Καθώς το ταξικό κίνημα ανασυντάσσεται και οι φωνές της αμφισβήτησης πολλαπλασιάζονται, το Συμβούλιο της Ευρώπης σπεύδει να «προλάβει καταστάσεις». Ελπίζει πως η εξίσωση του κομμουνισμού με το φασισμό θα τον απαξιώσει στη συνείδηση των λαών περιθωριοποιώντας - ή τουλάχιστον αποδυναμώνοντάς - τον στην ιδεολογική διαπάλη που αναπόφευκτα οξύνεται. Η αντικειμενική πραγματικότητα παρουσιάζει στους λαούς ερωτήματα που αναζητούν απαντήσεις, καθώς και προβλήματα που απαιτούν λύσεις.
Οσο και αν προσπαθεί η αστική τάξη να προσποιηθεί πως ορισμένα ερωτήματα δεν υφίστανται, ή να επιχειρεί τον προκαθορισμό έτοιμων απαντήσεων, δε θα το πετύχει. Η ιστορική πραγματικότητα έχει αποδείξει πως ο ιμπεριαλισμός μπροστά στη δύναμη των λαϊκών κινημάτων δεν είναι αήττητος. Μπορεί να πέτυχε μια προσωρινή νίκη το 1989-1991, όμως δε θα νικήσει οριστικά. Η σημερινή αντικομμουνιστική επίθεση αποτελεί και ένδειξη της αδυναμίας του.
Ο αντικομμουνισμός καταγράφηκε ιστορικά ως προάγγελος ευρύτερων αντιδημοκρατικών εξελίξεων, απαρχή φίμωσης κάθε μορφής ριζοσπαστισμού και αμφισβήτησης. Συντέλεσε καταλυτικά στη διάβρωση και αστικών δημοκρατικών θεσμών. Επιστρατεύτηκε για την ιδεολογική αιτιολόγηση της συρρίκνωσης κεκτημένων των εργαζομένων, απογύμνωσης του εργατικού κινήματος από τα ταξικά του χαρακτηριστικά και μετατόπισής του σε πιο «συμβατικά» μονοπάτια, τα οποία οδηγούσαν εν τέλει στην ολοκληρωτική ενσωμάτωσή του.
Η αντίθεση στο αντικομμουνιστικό μνημόνιο που προωθείται στο Συμβούλιο της Ευρώπης οφείλει να γίνει υπόθεση του κάθε εργαζόμενου. Το γιατί μας υπενθυμίζουν οι στίχοι του Μπρεχτ, βγαλμένοι από την εμπειρία στη ναζιστική Γερμανία:
«Πρώτα ήρθαν για τους κομμουνιστές, αλλά δε διαμαρτυρήθηκα γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής.
Μετά ήρθαν για τους Εβραίους, αλλά δε διαμαρτυρήθηκα γιατί δεν ήμουν Εβραίος.
Μετά ήρθαν για τους συνδικαλιστές, αλλά δε διαμαρτυρήθηκα γιατί δεν ήμουν συνδικαλιστής.
Μετά ήρθαν για τους Καθολικούς, αλλά δε διαμαρτυρήθηκα γιατί ήμουν Προτεστάντης.
Μετά ήρθαν για μένα, αλλά δεν υπήρχε πια κανείς να διαμαρτυρηθεί».
ΥΓ: Αν ο ιμπεριαλισμός απέκτησε ξαφνικά ιστορική συνείδηση και ανησυχεί για την ηθική αποκατάσταση αυτών που έπεσαν θύματα εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, ας ξεκινήσει από τα αμέτρητα θύματα της αποικιοκρατίας, των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων, των πολέμων που διεξήγαγε για τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πόρων της υφηλίου, των «παράπλευρων» απωλειών των «ανθρωπιστικών» πολέμων, των θυμάτων της εκβιομηχάνισης, της παιδικής εργασίας, των εργατικών ατυχημάτων, της πείνας και της φτώχειας, απόρροια της ανελέητης εκμετάλλευσης των χωρών του λεγόμενου τρίτου κόσμου - και όχι μόνο -, των θυμάτων ασθενειών που οι φαρμακοβιομηχανίες αρνήθηκαν την παραγωγή φτηνών φαρμάκων. Ας ξεκινήσει από τους δύο παγκόσμιους πολέμους που εκείνος προκάλεσε. Από τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Η λίστα δεν έχει τέλος και συμπληρώνεται καθημερινά...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ