22 Νοε 2012

Μες στην ισόγεια την ταβέρνα


Μες στην ισόγεια την ταβέρνα 
σφυροδρεπανο
Προχτές η κε του μπλοκ βρέθηκε σε ένα ταβερνάκι της καισαριανής για την εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του ηρακλή κακαβάνη για τον άγνωστο βάρναλη και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του, που είτε δεν είχαν συμπεριληφθεί στις συλλογές που έχουν εκδοθεί, είτε βρίσκονταν στο προσωπικό αρχείο του ποιητή, που φυλάσσεται στη γεννάδειο βιβλιοθήκη κι αξιοποιήθηκε για τους σκοπούς της μελέτης, με την άδεια της ευγενίας βάρναλη.



Μια μελέτη που έγινε βιβλίο από τις (πολύ ενδιαφέρουσες και με πολιτικό στίγμα) εκδόσεις εντός, και κατάφερε να μαζέψει πολλούς εκλεκτούς και σημαντικούς ανθρώπους, όπως σημείωσε ένας από τους εισηγητές. Και δεν εννοούσε εμάς, όπως είπε χαριτολογώντας ο σύντροφος οικοδόμος απ’ το τραπέζι μας. Αλλά πρωτίστως τον αειθαλή καλλιτέχνη γιώργο φαρσακίδη που έδωσε το παρών. Κι από κοντά τον καλαμούκη της ελληνοφρένειας, τη μηλιαρονικολάκη από το τμήμα πολιτισμού της κετουκε -που μας μοίρασε και μια πρόσκληση για τη σατιρική θεατρική παράσταση φως που πάντα καίει, τον νίκο μπογιόπουλο, το διονύση τσακνή, τον σκαμνάκη από το ναρ και πολλούς άλλους.

Μες στην… ισόγεια την ταβέρνα λοιπόν, όπως είπε ο μπογιόπουλος στο άνοιγμα, κι όπως μάλλον θα προτιμούσε και ο μπαρμπα-βάρναλης, παρακολουθήσαμε μια ωραία εκδήλωση, που ξεκίνησε με την ανάγνωση από ηθοποιούς (εν είδει θεατρικού) ενός σατιρικού διαλόγου του ποιητή με τίτλο «λόγια και πράξις» με τον οποίο παίρνει θέση στη διαμάχη της εποχής του μεταξύ υλισμού και ιδεαλισμού.

Στο διάλογο συμμετέχουν ο… μεταφυσικός γιάννης κολοκυθάκης –που είναι ο ιδεαλιστής λόγιος της τέχνης αποστολάκης- και μια απλοϊκή νεαρή γυναίκα, η μαριγούλα –που ο κολοκυθάκης θα προτιμούσε να ‘ταν βεατρίκη-θεολογία. Η μαριγούλα θεωρεί τον κολοκυθάκη ασυνάρτητο, μα αυτός περνιέται για βαθύς και της εξηγεί φλυαρώντας με αμπελοφιλοσοφίες την υπεροχή της ιδέας απ’ την ύλη. Όταν όμως η μαριγούλα του λέει ότι θα τον απατήσει με τον ανδρέα και θα του δοθεί με το κορμί, «ήγουν φαινομενικά», γιατί η ψυχή κι η ιδέα θα μείνει απείραχτη, ο κολοκυθάκης ορμάει μανιασμένος να την πνίξει, αποδεικνύοντας έμπρακτα τη διαφορά των λόγων από τα έργα.

Ο μπογιόπουλος έκανε μια σύντομη εισαγωγική τοποθέτηση μιλώντας για «τον παππού των λαϊκών αγώνων», όπως τον είχε χαρακτηρίσει ο ρίτσος, τον ιδρυτή της επαναστατικής τέχνης στην ελλάδα, που αναποδογύρισε μια έτοιμη ζωή, κι άρχισε να γράφει για αυτούς που δεν ξέρουν να διαβάζουν (λειβαδίτης), χωρίς όμως να τους χαϊδεύει, ώστε να πάψουν να είναι θύμα, ψώνιο, σύμβολο αιώνιο. 

Στη συνέχεια περιορίστηκε στο ρόλο του συντονιστή, κάνοντας μικρές γέφυρες μεταξύ των άλλων ομιλητών, τις οποίες διάνθιζε με δηλώσεις από συνεντεύξεις του βάρναλη...
-όλες οι τέχνες πολιτεύονται, είτε το ξέρουν είτε όχι. Η διαφορά της επαναστατικής τέχνης είναι ότι το γνωρίζει. Γιατί αν κάποιος είναι αντιδραστικός από συνήθεια, μόνο με τη γνώση και τη συνείδηση μπορεί να το αλλάξει.
…ή με σπαρταριστά περιστατικά από τη ζωή του –όπως τη γνωριμία του με μια νεαρή ποιήτρια, που συστήθηκε στο δάσκαλο ως αθανασία κι αυτός άρχισε να την πιάνει και να την πασπατεύει λέγοντας: αθανασία, αθανασία, εσένα γύρευα σε όλη μου τη ζωή…



Η σκυτάλη πέρασε στο γιώργο σαρρή που μίλησε –όχι ως ειδικός, αλλά ως καλλιτέχνης- για τον ποιητή που έκανε το λόγο μουσική κι ακόνιζε το ποιητικό του μαχαίρι όσο κανείς, κλείνοντας με ένα κείμενο του βάρναλη για τον ταξικό χαρακτήρα της τέχνης.

Αμέσως μετά μίλησε η καθηγήτρια του πανεπιστημίου ιωαννίνων λαδογιάννη, που έχει αφιερώσει πολύ χρόνο στη μελέτη του βαρναλικού έργου. Μπορεί να άργησε κάπως να βρει ρυθμό –εξαιτίας και της αγωνίας της να τα χωρέσει όλα- αλλά συνολικά είπε αρκετά ενδιαφέροντα πράγματα: Για την επιμέλεια ενός λεξικού για τη γλώσσα του βάρναλη, στα πρότυπα μιας αντίστοιχης δουλειάς που είχε γίνει παλιότερα για το σολωμό, της οποίας όμως το υλικό απωλέστηκε –κι αυτό είναι ένα παράδειγμα για το πώς προωθείται η έρευνα στα ελληνικά πανεπιστήμια. Για τις περιπτώσεις όπου ο βάρναλης ανακαλύπτει την αποστασιοποίηση πριν κι από τον ίδιο το μπρεχτ. Για τα φαντάσματα του βάρναλη, το σολωμό χωρίς μεταφυσική, και τους στοιχειωμένους πόθους του λαού για την ελευθερία, η οποία πάει με τους ισχυρούς της γης. Για το σκαρίμπα, το ρεμπέτικο, το λαϊκό εξπρεσιονισμό κι ένα σχετικό άρθρο που είχε γράψει η ίδια στην ουτοπία. Για τους φοιτητές της που ξέρουν όλοι τους απέξω, τους μοιραίους του βάρναλη, ενώ μπορεί να μη γνωρίζουν τον εθνικό ύμνο –υποθέτω πως εννοεί ότι δεν ξέρουν και τις 150τόσες στροφές, αλλιώς είναι ίσως λίγο τραβηγμένος ισχυρισμός. Και για το ιστορικό πλαίσιο της ποίησης του βάρναλη, τις περιπέτειες και τις διασπάσεις (με πολιτικές προεκτάσεις) του εκπαιδευτικού ομίλου του δελμούζου και διαφόρων επιθεωρήσεων τέχνης.

Ο κύκλος των ομιλητών έκλεισε με τον τσακνή που ήταν και ο καλύτερος όλων κατά τη γνώμη μου, βάζοντας πολύ εύστοχα δυο-τρία σημεία, «όπως κάναμε παλιά στις κόβες».
Ο τσακνής είπε ότι το βιβλίο του ηρακλή είναι πολύ χρήσιμο –και χρηστικό συν τοις άλλοις- κατά πρώτον γιατί δικαιώνει τον τίτλο του και φέρνει σε επαφή τον αναγνώστη (ερασιτέχνη ή μελετητή) με άγνωστες πτυχές της ζωής και του έργου του βάρναλη. Και κατά δεύτερον και κυριότερο, επειδή προβάλλει τον πολιτισμό της αριστεράς, το βαρύ πυροβολικό από το οπλοστάσιό μας, που είμαστε υποχρεωμένοι εκ των πραγμάτων να το μεταχειριστούμε, εφόσον δεχόμαστε επίθεση με ατομικές βόμβες λάιφ-στάιλ.

Ο βάρναλης ήταν παράδειγμα για τη στάση ζωής της μαχόμενης αριστερής ελληνικής διανόησης, που δεν ήταν διανόηση για τη διανόηση, αλλά στάθηκε δίπλα στο εργατικό κίνημα. Και ήταν τόσο ισχυρή, που είχε κερδίσει αυτό που ο γκράμσι ονόμαζε πόλεμο θέσεων, δηλ τον πόλεμο της ιδεολογίας. Κι ενώ τότε ο λαός επευφημούσε τους διανοούμενους στις παρελάσεις της απελευθέρωσης και τους έλεγε με ενθουσιασμό «είστε η φωνή μας!», σήμερα η διανόηση αυτή κρύβεται ή απλώς δεν υπάρχει. Εκείνο το διάστημα ο δελμούζος ήταν διευθυντής στη μαράσλειο, όπου δίδασκε η ρόζα ιμβριώτη, ενώ ο γληνός ήταν διευθυντής της παιδαγωγικής ακαδημίας. Και αυτά τα αξιώματα δεν τους τα χάρισαν, αλλά τα κατέκτησαν.

Και όταν κυρώθηκε η εξάμηνη παύση στο βάρναλη για το φως που καίει, η διανόηση της εποχής του συμπαραστάθηκε σύσσωμη κι ανάμεσα στις υπογραφές ήταν αυτές του παλαμά και του καβάφη. Ενώ τώρα αν καταγγείλει κανείς εμένα πχ, είναι ζήτημα αν θα μαζευτούν μια ντουζίνα υπογραφές, είπε ο τσακνής. Για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μόνο αν είμαστε ισχυροί, θα ‘χουμε τέτοιες συμμαχίες.
Το οποίο είναι άκρως διδακτικό και με πολιτικές προεκτάσεις –λέω εγώ. Αρκεί να μην το βάλει κανείς ανάποδα –με τα πόδια πάνω σαν τη διαλεκτική του χέγκελ- για να (μπορεί να) καταλήξει στο σύριζα, με ήσυχη τη συνείδησή του. Κι αυτό προφανώς δεν αναφέρεται στον τσακνή.

Μίλησε επίσης για την ταξική υφή του γλωσσικού ζητήματος και τη διαμάχη του δημοτικισμού με την καθαρεύουσα, που την χρησιμοποιούσε το κράτος για να κρατήσει το λαό μακριά από τη γνώση. Κι έκανε μια ξώφαλτση αναφορά στη φωνητική γραφή που φαίνεται να υποστηρίζει σε μια συνέντευξή του ο βάρναλης και την οποία σήμερα προωθούν –εν είδει πραγματικού «μαλλιαρισμού»- οι ευρωπαϊστές, αποδεικνύοντας ότι τίποτα δεν είναι δοσμένο για πάντα ως προοδευτικό και μπορεί σε διαφορετικές συνθήκες να εξελιχθεί σε αντιδραστική θέση. Κάτι που προκάλεσε τη ζωηρή αντίδραση και παρέμβαση της φιλολόγου που είναι υπεύθυνη του περιοδικού «θέματα παιδείας», κι η οποία είπε πως ο βάρναλης δεν έπεσε ποτέ θύμα μαλλιαρισμού, αλλά ο λόγος του είχε επίτηδες ακραίες φράσεις, τις οποίες δεν θα χρησιμοποιούσαν ποτέ οι αστοί, ώστε ο συμβιβασμός που θα επερχόταν να ήταν πιο κοντά στη δική μας γλώσσα.

Ο τσακνής έκλεισε την παρέμβασή του διηγούμενος μια στιχομυθία του βάρναλη με το δικαστήριο, στη δίκη του λουντέμη. Όταν ο δικαστής ρώτησε το δάσκαλο –που ήταν και λίγο περήφανος στα αυτιά- να πει αν ο κατηγορούμενος ήταν ένοχος, ο βάρναλης απάντησε ότι η ενοχή του καθενός κρίνεται από τις απαντήσεις του σε τρία ερωτήματα. Ζώντας σε μια άδικη κοινωνία με ποιους θα πάει; Με τους αδικητές ή τους αδικημένους; Όταν την χώρα του τη δένουν τα δεσμά της τυραννίας, με ποιους θα είναι; Με τους τυράννους ή τους τυραννισμένους; Κι όταν η πατρίδα του υποστεί την εθνική σκλαβιά, αυτός τι θέση θα πάρει; Με τους καταχτητές ή τους καταχτημένους; Σε αυτά τα ερωτήματα ο λουντέμης έχει δώσει τις σωστές απαντήσεις.

Κι όταν ο δικαστής τον ρώτησε αν ο κατηγορούμενος συμφωνούσε με αυτό το είδος υπεράσπισης που του έκανε, ο βάρναλης του είπε: ρωτήστε τον εσείς. Αν συμφωνεί μαζί σας, τότε εγώ φεύγω.
Ο λουντέμης φυσικά πήρε το μέρος του βάρναλη. Κι όταν αργότερα, ο δικαστής του έλεγε να κάνει μια δηλωσούλα, για να καθαρίσει, ο λουντέμης απάντησε περήφανα: ο άνθρωπος έκανε εκατομμύρια χρόνια για να σταθεί στα δυο του πόδια, δε θα τον γυρίσω εγώ πίσω στα τέσσερα.

Από το κλείσιμο που έκανε ο συγγραφέας, προσωπικά ξεχώρισα δύο στοιχεία. Αφενός ότι ο βάρναλης ήταν η πραγματική αιτία των μαρασλειακών –ενώ η περίπτωση της ρόζας ιμβριώτη ήταν απλώς το «άλλοθι» κι η αφορμή για να ξεσπάσουν. Κι αφετέρου μια σημείωση σχετικά με τη γραμματική του τριανταφυλλίδη, όπου η μοναδική κριτική στην οποία απάντησε ο συγγραφέας της ήταν αυτή του βάρναλη…!
Η εκδήλωση συνεχίστηκε με μεζέδες, την κιθάρα του γιώργου σαρρή και τα μελοποιημένα ποιήματα του βάρναλη –τουλάχιστον ως το σημείο που παρέμεινα εγώ.

Στον επίλογο αυτής της ανταπόκρισης η κε του μπλοκ αισθάνεται την υποχρέωση να ευχαριστήσει δημόσια το συγγραφέα του βιβλίου που μου εξασφάλισε πρόσκληση εξαντλώντας τις δυνατότητες και την ελαστικότητα των χρονικών προθεσμιών. Καθώς επίσης και τους υπόλοιπους ιστογράφους που βρέθηκαν στο ίδιο τραπέζι για την καλή παρέα και την «ειρηνική συνύπαρξη», κρατώντας μια ιδιαίτερη μνεία στο συναγωνιστή από τη σεισάχθεια (όχι την «ιμιτασιόν» του καζάκη), ο οποίος μου παραχώρησε ευγενικά το δικό του αντίτυπο.

Υγ: Εδώ μπορείτε να διαβάσετε και το ρεπορτάζ του ρίζου για την εκδήλωση.
 Προβοκάτσια από Μπρεζνιεφικό απολίθωμα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ