Η ουσία του πολυνομοσχεδίου και η κάλπικη αντιπολίτευση
Στο νέο κώδικα φορολογίας εισοδήματος ενσωματώνεται το σύνολο των διατάξεων του ισχύοντος φορολογικού συστήματος. Που αποτελεί διαχρονικά, ένα ακόμα εργαλείο αναδιανομής του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου προς όφελος του κεφαλαίου. Αυτός ο αντιλαϊκός, ταξικός χαρακτήρας των φορολογικών συστημάτων βαθαίνει όχι μόνο σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης αλλά και σε συνθήκες όξυνσης του ανταγωνισμού και απελευθέρωσης της κίνησης κεφαλαίων, εμπορευμάτων και υπηρεσιών (φορολογικός ανταγωνισμός).
Το επιβεβαιώνει, χωρίς καμιά αμφισβήτηση και η ίδια η πορεία των φορολογικών εσόδων στη χώρα μας. Για παράδειγμα, το 2001 η συμμετοχή των νομικών προσώπων στο σύνολο των φορολογικών εσόδων ανέρχονται στο 14,8%. Αυτή η συμμετοχή το 2008, έτος υψηλής κερδοφορίας του κεφαλαίου, πέφτει στο 8,2% για να κατρακυλήσει το 2013, με βάση τον κρατικό προϋπολογισμό, στο 3,3% των συνολικών φορολογικών εσόδων.
Αυτό είναι το αποτέλεσμα των συνεχών μειώσεων του ονομαστικού φορολογικού συντελεστή για τα νομικά πρόσωπα. Ο οποίος στην πραγματικότητα μειώνεται ακόμα περισσότερο εξαιτίας του τρόπου υπολογισμού της φορολογικής βάσης, με την έκπτωση από αυτή μιας σειράς δαπανών με συνέπεια τη μείωση πραγματικού συντελεστή στα επίπεδα του 50% περίπου του ονομαστικού. Ενώ, αντίθετα, οι δαπάνες διαβίωσης της λαϊκής οικογένειας, όχι μόνο δεν εκπίπτουν από το φορολογικό εισόδημα αλλά φορολογούνται τρεις και τέσσερις φορές.
Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε και τα φορολογικά επενδυτικά κίνητρα και τα ειδικά φορολογικά καθεστώτα που απολαμβάνουν διάφορα τμήματα του κεφαλαίου, με αποκορύφωμα την προκλητική σκανδαλώδη φοροαπαλλαγή για το εφοπλιστικό κεφάλαιο. Με το άρθρο 46 του πολυνομοσχεδίου διατηρεί την απόλυτη φορολογική απαλλαγή για το σύνολο των εσόδων του. Ενώ αντίθετα μέσω τεκμηρίων διαβίωσης και των έμμεσων φόρων φορολογείται ο άνεργος.
Η αντίληψη ότι το φορολογικό σύστημα αποτελεί εργαλείο διαμόρφωσης ευνοϊκού επιχειρηματικού περιβάλλοντος δεν αμφισβητείται από τον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε από τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης με αποτέλεσμα οι όποιες προτάσεις τους να μην οδηγούν στην αμφισβήτηση του άδικου και ταξικού του χαρακτήρα. Αντίθετα, το ΚΚΕ απαιτεί την απαλλαγή της λαϊκής οικογένειας από τα φορολογικά βάρη τα οποία θα έπρεπε να επιμεριστούν στους επιχειρηματικούς ομίλους και στη μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία με ταυτόχρονο περιορισμό της ελευθερίας κίνησής τους.
Με κριτήριο την ανταγωνιστικότητα
Το δεύτερο μέρος του πολυνομοσχεδίου αφορά την προώθηση των λεγόμενων μεταρρυθμίσεων, δηλαδή των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στην αγορά εργασίας, στην Υγεία, Παιδεία και τη Δημόσια Διοίκηση.
Με το άρθρο 103 διαμορφώνεται ο μηχανισμός καθορισμού του κατώτατου μισθούμε υπουργική απόφαση. Διαδικασία που θα ισχύει από 1/1/2017, μέχρι τότε ο κατώτερος μισθός θα διατηρείται στο σημερινό επίπεδο των 586 ευρώ και 511 ευρώ για τους κάτω των 25 ετών. Με τον τρόπο αυτόν επιβάλλουν την κατάργηση της Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
Βασικό κριτήριο για τον καθορισμό του αποτελούν η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και η ανεργία. Η θωράκιση της ανταγωνιστικότητας και η ενίσχυση της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων οδηγούν στη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης.
Ταυτόχρονα, αναπαράγουν την αντιδραστική αντίληψη ότι για την ανεργία φταίνε οι δήθεν υψηλοί μισθοί. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκουν τη μείωση των μισθών στο όνομα της προστασίας των θέσεων εργασίας, οδηγούν στη μεγαλύτερη απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και ταυτόχρονα αποκρύπτουν το βασικό υπεύθυνο για την ανεργία, δηλαδή την καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.
Μέσα από τις διατάξεις του συγκεκριμένου άρθρου η κυβέρνηση επεδίωξε να προχωρήσει στη φαλκίδευση του πενθήμερου και στην αύξηση των ωρών εργασίας. Διάταξη που αποσύρθηκε, προς το παρόν, χάρις στην έγκαιρη παρέμβαση της Κοινοβουλευτικής μας Ομάδας.
Επίσης, με άλλες διατάξεις περιορίζουν ακόμα περισσότερο τα όποια ισχνά εργασιακά δικαιώματα που έχουν απομείνει. Περιορίζουν το δικαίωμα προσφυγής σε σε ένδικα και ασφαλιστικά μέτρα ενάντια σε άδικες και καταχρηστικές απολύσεις, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα.
Αυτές οι ανατροπές στην αγορά εργασίας, είναι απατήσεις του κεφαλαίου και όχι απλά και μόνο της τρόικας, όπως ισχυρίστηκε για παράδειγμα ο κ. Μαριάς. Αποτελούν μέτρα υλοποίησης των στρατηγικών επιλογών της ΕΕ, όπως το Σύμφωνο για το ευρώ που προβλέπει την αντιστοίχιση των κατώτερων μισθών στην ΕΕ με αυτών των άμεσα ανταγωνιστικών σε αυτή χωρών.
Με το άρθρο του πολυνομοσχεδίου, η συγκυβέρνηση προχωρά, αφ' ενός, σε απολύσεις σχολικών φυλάκων, δημοτικών αστυνομικών αλλά και καθηγητών τεχνικής εκπαίδευσης στα πλαίσια της αναδιάρθρωσης του δημόσιου τομέα αλλά διαμορφώνει ταυτόχρονα και το μηχανισμό αυτόματης αναπαραγωγής των απολύσεων μέσα από τη δυνατότητα που παρέχει στους υπουργούς με απλές υπουργικές αποφάσεις να προχωρούν σε συγχωνεύσεις, καταργήσεις υπηρεσιών και φορέων, τόσο του στενού όσο και του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Με αυτές τις μεταρρυθμίσεις επιδιώκουν:
-- Την κατάργηση της σταθερής εργασίας στο δημόσιο τομέα, τη μείωση των μισθών και τη συρρίκνωση εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων, εξέλιξη η οποία θα συμπαρασύρει ακόμα περισσότερο την κατάσταση που επικρατεί στην αγορά εργασίας και στον ιδιωτικό τομέα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα γι' αυτό είναι οι διατάξεις που αφορούν τους καθηγητές της τεχνικής εκπαίδευσης, οι οποίοι θα απολυθούν και μέσω της διαθεσιμότητας κάποιοι από αυτούς θα επαναπροσληφθούν σε αυτές τις σχολές ως ωρομίσθιοι.
-- Την ακόμα μεγαλύτερη εμπορευματοποίηση των παρεχόμενων υπηρεσιών και τη διευκόλυνση της δράσης των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Οπως, για παράδειγμα, για την προστασία των σχολείων και τη φύλαξη των μαθητών θα αναγκαστούν οι γονείς να βάλουν το χέρι στην τσέπη και να προσλάβουν εταιρείες σεκιούριτι. Στο ίδιο αποτέλεσμα οδηγεί και η επιβολή πλαφόν στις δαπάνες του ΕΟΠΥΥ για τα διαγνωστικά κέντρα, τις ιδιωτικές κλινικές και νοσοκομεία, η υπέρβαση του πλαφόν οδηγεί τον ασφαλισμένο να πληρώσει από την τσέπη του τις εξετάσεις, τη θεραπεία.
Αυτές οι αλλαγές στο δημόσιο τομέα δεν έχουν ως γνώμονα απλά και μόνο τη δημοσιονομική εξυγίανση. Στοχεύουν στην αναγκαία προσαρμογή του αστικού συστήματος στις σύγχρονες ανάγκες και προτεραιότητες του κεφαλαίου.Πρόκειται για προσαρμογές που προωθούνται σε όλη την ΕΕ ανεξαρτήτως μνημονίου ή κρίσης.
Αλλωστε, και στην Ελλάδα αυτά τα μέτρα έχουν ξεκινήσει από τα μέσα της δεκαετίας του '90, πολύ πριν την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης και την εφαρμογή των μνημονίων.
Η άσφαιρη αντιπολίτευση
Στην τοπική διοίκηση πρώτου και δεύτερου βαθμού οι αλλαγές αυτές είχαν ξεκινήσει με το σχέδιο Καποδίστρια με τη σύμφωνη γνώμη των οργάνων τους και τη μη αμφισβήτηση του εργοδοτικού συνδικαλιστικού κινήματος. Τέτοια ήταν η μείωση της κρατικής χρηματοδότησης και η αύξηση της ανταποδοτικότητας στο όνομα της οικονομικής αυτοτέλειας. Η αξιοποίηση των συμβασιούχων, της μαθητείας και των Τοπικών Συμφώνων Απασχόλησης σε βάρος της σταθερής εργασίας και της εφαρμογής των συλλογικών συμβάσεων. Μάλιστα, εισηγητής για τα ΤΣΑ στην ΚΕΔΚΕ ήταν ο εκπρόσωπος του ΣΥΝ, πρώην δήμαρχος Λειβαδιάς. Οι συγχωνεύσεις και καταργήσεις οργανισμών, η εμπορευματοποίηση υπηρεσιών και έργου μέσα από τις παραχωρήσεις και τις ΣΔΙΤ.
Ολα αυτά αναδεικνύουν ότι δεν είναι υπεύθυνο όπως ισχυρίστηκε ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ Ε. Τσακαλώτος, το δόγμα Μανιτάκη, ότι δηλαδή ο δημόσιος τομέας πρέπει να κάνει μόνο αυτά που δεν μπορεί ή δε θέλει ο ιδιωτικός τομέας. Αλλά ότι αυτό αποτελεί βασικό αξίωμα των κάθε φορά αναγκαίων προσαρμογών που προωθούνται στο αστικό κράτος, τη δημόσια διοίκηση και τους φορείς της. Αυτό λοιπόν το «δόγμα» δεν καθορίζεται αυθαίρετα, δεν είναι αποτέλεσμα ιδεοληψιών ή απόσπασης από την πραγματικότητα των ελίτ των Βρυξελλών, αλλά το καθορίζουν οι ανάγκες αναπαραγωγής και κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Η συγκυβέρνηση ενέταξε και το συγκεκριμένο πολυνομοσχέδιο στα πλαίσια των προσπαθειών για την ανοικοδόμηση της «Νέας Ελλάδας», η οποία βέβαια θα είναι κατασκευασμένη από τα διαχρονικά ταξικά υλικά της ανταγωνιστικότητας, επιχειρηματικότητας και κερδοφορίας.
Από την άλλη μεριά, τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης εξαπολύουν μια οξύτατη αλλά και ταυτόχρονα κάλπικη αντιπαράθεση. Κάλπικη γιατί δεν αμφισβητεί την αιτία των προβλημάτων και την ουσία της ασκούμενης πολιτικής. Για τον ΣΥΡΙΖΑ, τους ΑΝΕΛ και τη Χρυσή Αυγή, το πολυνομοσχέδιο είναι αποσπασματικό, εμφορείται από μια εκδικητική λογική της τρόικας απέναντι στη χώρα και τον ελληνικό λαό, καταργεί τη δημοκρατία, εκχωρεί την εξουσία στους υπαλλήλους της τρόικας, μετατρέπει την Ελλάδα σε αποικία χρέους με ένα αύριο που το σκιάζει η διαρκής φοβέρα και το πλακώνει η σκλαβιά της τρόικας, με επικυρίαρχο πραίτορα και αφεντικό τον Β. Σόιμπλε.
Βεβαίως, και η τρόικα και το πολιτικό προσωπικό της άρχουσας τάξης σε Ελλάδα και ΕΕ δεν είναι αθώοι του αίματος, αλλά αποτελούν το εκτελεστικό όργανο των πολιτικών επιλογών που καθορίζουν τα συμφέροντα του κεφαλαίου.
Απέναντι σε αυτά τα συμφέροντα πρέπει να στρέψει την πάλη του ο λαός και όχι να εγκλωβίσει τη δυσαρέσκειά του στο νέο διπολικό σύστημα που διαμορφώνεται και δεν αμφισβητεί τον ευρωμονόδρομο και την κυριαρχία των μονοπωλιακών ομίλων.
Του
Νίκου ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Νίκου ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου