ΜΟΝΟΠΩΛΙΑ ΣΤΑ ΤΡΟΦΙΜΑ ΚΑΙ ΠΟΤΑ
Κερδοφορία, εξαγωγές, κυριαρχία με εργάτες - είλωτες
Θησαυρίζουν τα μονοπώλια στον κλάδο των Τροφίμων και Ποτών, και μάλιστα εν μέσω κρίσης την οποία φορτώνουν στους εργαζομένους τους. Αύξηση εξαγωγών, «αποδοτικοί» εργάτες, κυριαρχία τους στην «αγορά» με εξοβελισμό όσων «μικρών» κάπως τους ανταγωνίζονταν μέχρι πρότινος, υψηλά περιθώρια κέρδους που τους επιτρέπουν άνετα να απορροφούν τις όποιες αυξήσεις στο κόστος των πρώτων υλών, μερικά από τα στοιχεία της «επιτυχίας» τους.
Σημειωτέον, αυτά συμβαίνουν την ώρα που η επιθετικότητα της μεγαλοεργοδοσίας ενάντια στους εργάτες είναι σε πλήρη εξέλιξη. Επιγραμματικά και σύμφωνα με πρόσφατη (4 Ιούλη) ανακοίνωση της Ομοσπονδίας Εργατοϋπαλλήλων Γάλακτος - Τροφίμων - Ποτών, «Στον ΟΛΥΜΠΟ είχαμε μείωση μισθών και τώρα απολύσεις. Στην ΑΓΝΟ διώξεις συνδικαλιστών, απολύσεις, διαθεσιμότητες, απληρωσιά, καταστολή, με ΜΑΤ, των αγώνων. Στη ΝΟΥΝΟΥαπόλυση συνδικαλιστή, φίμωση των εργαζομένων με τρομοκρατία και απειλές για εφαρμογή του "νόμος και τάξη". Στη ΦΑΓΕ παρά την άμεση κινητοποίηση των εργαζομένων επιβλήθηκε εκ περιτροπής εργασία. Στην ΕΒΓΑ έχουμε εργαζομένους με 511 ευρώ. Στον ΚΑΝΑΚΗ απληρωσιά. Στη ΜΕΒΓΑΛ οι αγώνες των εργαζομένων ανάγκασαν την εταιρεία να καταβάλει τα δεδουλευμένα αλλά δεν απέτρεψαν το κλείσιμο του υποκαταστήματος διακίνησης Αθηνών και 150 εργαζόμενοι στην ανεργία, θυσία στην αναδιάρθρωση και την ανάπτυξη της κερδοφορίας. Στην ΑΛΛΑΤΙΝΗ και στον ΚΑΤΣΕΛΗ εκατοντάδες εργαζόμενοι μετέωροι και σε απόγνωση έπειτα από την αίτηση πτώχευσης του μεγαλομετόχου».
«Η βιομηχανία Τροφίμων και Ποτών διατηρεί θεμελιώδη ρόλο για την ελληνική οικονομία και την ελληνική μεταποιητική βιομηχανία (...) συνολικά οι ετήσιες μειώσεις σε θεμελιώδη μεγέθη των επιχειρήσεων του κλάδου στα Τρόφιμα είναι λιγότερο έντονη σε σχέση με την αντίστοιχη στο σύνολο της μεταποίησης, ακόμη και μετά την οικονομική κρίση της Ευρωζώνης (...) Η ελληνική βιομηχανία Τροφίμων και Ποτών είναι μια δυναμική, ανταγωνιστική και εξωστρεφής βιομηχανία, μεσημαντικές επενδύσεις και επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια και σε όλη την Ευρώπη».
Θυμίζουμε χαρακτηριστικά ότι η «Vivartia» το 2007 ολοκλήρωσε την εξαγορά της βουλγαρικής γαλακτοβιομηχανίας «United Milk Company» και της κυπριακής «Charalampides Dairies». Η ΦΑΓΕ το 2008 επένδυσε 70 εκατ. δολάρια στις ΗΠΑ λειτουργώντας εργοστάσιο γιαούρτης στη Νέα Υόρκη με δυνατότητα επεξεργασίας 60 εκατ. λίτρων γάλακτος ετησίως. Από δημοσιοποιημένα στοιχεία προκύπτει ότι η δραστηριότητά της εκεί της απέδωσε πλεονέκτημα στον ανταγωνισμό με τα άλλα μονοπώλια του κλάδου. Ενδεικτικά, το 2010, χρονιά κρίσης, στο πρώτο εξάμηνο οι πωλήσεις της παρουσίασαν σταθερή πορεία σε σύγκριση με την αρνητική εικόνα ανταγωνιστριών της. Οι πωλήσεις του ομίλου αυξήθηκαν κατά 1,1% σε όγκο και κατά 5,4% σε αξία, ανερχόμενες σε 167,1 εκατ. ευρώ. Οι καθαρές ενοποιημένες πωλήσεις επηρεάστηκαν θετικά από τη σημαντική αύξηση της δραστηριότητας στις ΗΠΑ (+59,5% οι πωλήσεις σε όγκο και +52,1% σε αξία), αλλά και από την ενίσχυση τότε του δολαρίου έναντι του ευρώ. Οι παράγοντες αυτοί αντιστάθμισαν τη μείωση κατά 7,5% στις πωλήσεις του ομίλου σε όγκο και 8,5% της αξίας στην εγχώρια ελληνική αγορά.
Χάνουν οι «μικροί»
Το ΙΟΒΕ δίνει μια καθαρή εικόνα του ποιος πληρώνει την κρίση: «Το 2009, όταν ξεκίνησε η υφεσιακή πορεία της εγχώριας οικονομίας, ο κλάδος υπέστη ισχυρό πλήγμα σε όρους απασχόλησης, ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, πωλήσεων, ακαθάριστης αξίας παραγωγής και επενδύσεων, σημειώνοντας πτώση σε αυτά τα μεγέθη. Ωστόσο, η μείωση αυτή προήλθε όχι τόσο από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, αλλά από τις πολύ μικρές, κάτω των 10 εργαζόμενων, οι οποίες αποτελούν και τη συντριπτική πλειονότητα, τόσο στη βιομηχανία Τροφίμων (95%), όσο και στα Ποτά (90%)».
Εξάλλου, γενική εκτίμηση στην περιλάλητη «αγορά» είναι ότι οι μεγάλου μεγέθους βιομηχανικές επιχειρήσεις έχουν δημιουργήσει σύγχρονες παραγωγικές μονάδες, διαθέτουν σύγχρονο μηχανολογικό εξοπλισμό τον οποίο ανανεώνουν έχοντας κονδύλια για τέτοιες επενδύσεις, έχουν στήσει οργανωμένο και ευρύτατο δίκτυο διανομής μέσω του οποίου διαθέτουν τα προϊόντα τους σε ολόκληρη σχεδόν την ελληνική επικράτεια, έχουν τη δυνατότητα διάθεσης σημαντικών ποσών για τη διαφημιστική προβολή και υποστήριξη των προϊόντων τους προκειμένου να ενισχύουν την αναγνωρισιμότητα των εμπορικών σημάτων τους, αλλά και για έρευνα και ανάπτυξη νέων τύπων συσκευασίας - τυποποίησης προϊόντων. Αντίθετα, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, λόγω περιορισμένων δυνατοτήτων στο μεταξύ των μονοπωλίων ανταγωνισμό, διαθέτουν χαμηλή παραγωγική δυναμικότητα, περιορισμένες δυνατότητες έρευνας, εκσυγχρονισμού και προβολής, και περιορίζουν τη δραστηριότητα και διάθεση προϊόντων τους συνήθως σε μικρές γεωγραφικές περιφέρειες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το τι συμβαίνει με τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ και πώς καταπίνουν τη μία μετά την άλλη τις μικρότερες (π.χ. η «Carrefour-Mαρινόπουλος» τη DIA, η «ΑΒ Βασιλόπουλος» τη γερμανική PLUS, καταστήματα της πτωχευμένης «Αtlantic» να διαμοιράζονται σε άλλα μονοπώλια κλπ). Οικονομικοί αναλυτές σκιαγραφούν το πεδίο των οξύτατων αυτών ανταγωνισμών λέγοντας ότι το μέγεθος των επιχειρήσεων του κλάδου επηρεάζει τη διαπραγματευτική τους δύναμη. Τη μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη ως αγοραστές προϊόντων που ακολούθως μεταπωλούν στη λιανική έχουν οι μεγαλύτερες αλυσίδες. Η «δύναμη» των μεγαλύτερων αλυσίδων δεν πηγάζει μόνο από τις μεγάλες ποσότητες που προμηθεύονται, αλλά και από τη δυνατότητά τους να συμβάλουν στην αναγνωρισιμότητα ενός προϊόντος. Ψωνίζουν φτηνότερα, πωλούν φτηνότερα, κυριαρχούν έναντι των ασθενέστερων.
Θανάσης ΜΠΑΛΟΔΗΜΑΣ
ΥΨΗΛΗ «ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ»
Ξεζουμίζουν τους εργαζόμενους
Σε κάθε περίπτωση, ενώ τα μονοπώλια τσακίζουν τους εργαζόμενούς τους, ήδη βιώνουν καλύτερες συνθήκες: «(...) με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από τους Εθνικούς Λογαριασμούς της ΕΛΣΤΑΤ, τα οποία ως -προσωρινές- εκτιμήσεις φθάνουν μέχρι το 2011 για τα βασικά διαρθρωτικά στοιχεία στο σύνολο του τομέα τροφίμων, ποτών, καπνού η ετήσια συμβολή του κλάδου στη συνολική αξία παραγωγής, τόσο στο σύνολο της μεταποίησης, όσο και στο σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων της χώρας, έχει ελαφρώς αυξηθεί το 2011 σε σχέση με το 2010», γράφει το ΙΟΒΕ.
«Ως προς την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία του κλάδου τροφίμων, ποτών, καπνού, αυτή παρουσιάζει σημαντική άνοδο από το 2009 και μετά ως προς τη συμβολή της στο σύνολο της μεταποίησης, αλλά και στο σύνολο των οικονομικών κλάδων. Συγκεκριμένα, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία τροφίμων, ποτών και καπνού αυξάνεται στο 35,7% το 2009 στο σύνολο της μεταποίησης (από 23,7% το 2008) και παραμένει κοντά σε αυτά τα επίπεδα το 2010 και το 2011».
Η έκθεση επιχαίρει και για την παραγωγικότητα των εργατών, υψηλότερη σε πολλούς υποκλάδους των Τροφίμων - Ποτών από το μέσο όρο της ΕΕ: «Σε όρουςπαραγωγικότητας της εργασίας (ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο) ανά υποκλάδο σε σχέση με την ΕΕ-27, τη μεγαλύτερη διαφορά υπέρ της εγχώριας και της μέσης ευρωπαϊκής παραγωγικότητας εμφανίζει ο υποκλάδος των Ποτών (κατά 27.4 ευρώ ανά εργαζόμενο), με τον κλάδο Επεξεργασίας και συντήρησης κρέατος και παραγωγής προϊόντων κρέατος να ακολουθεί.
»Υψηλότερη είναι και η εγχώρια παραγωγικότητα της εργασίας σε σχέση με τη μέση ευρωπαϊκή και στην Παραγωγή ειδών αρτοποιίας και αλευρωδών προϊόντων και ελαφρώς υψηλότερη και στα Γαλακτοκομικά προϊόντα (...) είναι σημαντικό το γεγονός ότι στο σύνολο των Τροφίμων, αλλά και στα Ποτά, η εγχώρια παραγωγικότητα της εργασίας ξεπερνά την αντίστοιχη μέση ευρωπαϊκή (κατά 3.2 ευρώ ανά εργαζόμενο)».
Αύξηση εξαγωγών
«Σε όρους εξωτερικού εμπορίου, το 2012 υπήρξε μία σχετικά καλή χρονιά για τον κλάδο των Τροφίμων, Ποτών και Καπνού, ο οποίος σημείωσε μείωση του εμπορικού του ελλείμματος κατά 43% μέσα σε ένα έτος, όταν η αντίστοιχη μείωση στο σύνολο του εμπορικού ελλείμματος έφθανε πλησίον του 8%. Ενδιαφέρον έχει επίσης η εξέλιξη του λόγου εξαγωγών - εισαγωγών τροφίμων, ποτών και καπνού, ο οποίος καταγράφει συνεχή άνοδο από το 2009 και μετά, φθάνοντας στο 57,3% το 2012. Αυτό σημαίνει ότι το μερίδιο των εγχώριων εξαγωγών τροφίμων, ποτών και καπνού ως προς τις αντίστοιχες εισαγωγές καλύπτει σχεδόν το 60%. Η αντίστοιχη αναλογία στο σύνολο των προϊόντων φθάνει το 78,5% το 2012, έχοντας επίσης αυξηθεί σταθερά από το 2008 και παρουσιάζοντας εν γένει σε σχέση με τη σχετική αναλογία των τροφίμων, την ίδια σχεδόν απόκλιση διαχρονικά, ήτοι περί τις 20 με 30 ποσοστιαίες μονάδες. Σε απόλυτα μεγέθη, οι εξαγωγές τροφίμων, ποτών και καπνού το 2012 έφθασαν τα 3.863 εκατ. ευρώ (από 3.798 εκατ. το 2011), ενώ οι αντίστοιχες εισαγωγές τα 4.918 εκατ. (από 5.662 εκατ. το 2011). Ετσι, το εμπορικό έλλειμμα διαμορφώθηκε στο χαμηλότερο επίπεδό του από το 2007, στα 1.055 εκατ. (από 1.864 εκατ. το 2011 και 2.704 εκατ. το 2007).
Αλλο ένα ενδιαφέρον σημείο: «(...) σε όρους μέσου μεικτού περιθωρίου κέρδους ανά υποκλάδο για την περίοδο 2009 - 2011, είναι τα Ποτά που παρουσιάζουν το υψηλότερο (42%), με τα άλλα είδη διατροφής (35%) και τα γαλακτοκομικά (24%) να ακολουθούν. Υπογραμμίζεται εδώ ότι ο αριθμοδείκτης του μεικτού περιθωρίου κέρδους είναι σημαντικός γιατί αν είναι υψηλός, υποδηλώνει ότι μια επιχείρηση μπορεί να αντιμετωπίσει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία μιαν αύξηση του κόστους των πωλούμενων προϊόντων της, ήτοι η επίδραση από μια ενδεχόμενη αύξηση του κόστους των πωληθέντων θα είναι λιγότερο δυσμενής στην επιχείρηση εκείνη ή τον κλάδο που έχει υψηλότερο αριθμοδείκτη μεικτού κέρδους».
Εδώ, βέβαια, μπαίνει το ερώτημα «ποιαν αύξηση κόστους να αντιμετωπίζουν οι βιομήχανοι;». Παράγοντες της αγοράς σημειώνουν π.χ. για τις γαλακτοβιομηχανίες: Βασικότερη πρώτη ύλη είναι το γάλα που οι βιομήχανοι προμηθεύονται από κτηνοτροφικές μονάδες, καθώς οι περισσότερες βιομηχανίες δεν έχουν καθετοποιημένη παραγωγή. Οι μεγάλες βιομηχανίες συνηθίζουν να συνάπτουν εμπορικές συμφωνίες με πολλούς παραγωγούς παράλληλα. Ταυτόχρονα, κάνουν και εισαγωγές γάλακτος κυρίως από την Ευρώπη, σε ιδιαίτερα ανταγωνιστικές τιμές. Τα περιθώρια διαπραγμάτευσης της τιμής αγοράς του γάλακτος από πλευράς κτηνοτρόφων είναι πολύ μικρά, εξαιτίας του κατακερματισμού της κτηνοτροφίας σε πολύ μεγάλο αριθμό γεωργικών εκμεταλλεύσεων, αλλά και της έλλειψης οργάνωσης του κτηνοτροφικού κλάδου.
ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
«Εχουμε και φτηνούς εργάτες»...
Χαρακτηριστικά και τα όσα αναφέρει ο Οργανισμός «Επενδύστε στην Ελλάδα AE» (εποπτεύεται από το υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, προβάλλεται ως «ο αρμόδιος εθνικός φορέας για την προώθηση, προσέλκυση και υποστήριξη των άμεσων επενδύσεων στην Ελλάδα»). Γράφει λοιπόν επί λέξει ο κυβερνητικός Οργανισμός ειδικά για τον κλάδο Τρόφιμα και Ποτά:
...Αποτελεί έναν από τους δυναμικότερους και ταχύτερα αναπτυσσόμενους κλάδους της ελληνικής μεταποίησης. Αντιστοιχεί στο 25% του κύκλου εργασιών, στο 25% του συνολικού επενδεδυμένου κεφαλαίου και σχεδόν στο 25% της προστιθέμενης αξίας.
Οι ξένες επιχειρήσεις του κλάδου παρουσιάζουν σήμερα σημαντική επιτυχία εξαιτίας της δυναμικής ανάπτυξης που παρουσίασε η ελληνική αγορά τροφίμων - ποτών κατά την τελευταία δεκαετία, αλλά και της πρόσβασης που προσφέρει η Ελλάδα στις αναδυόμενες αγορές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου.
Ο ρυθμός ανάπτυξης του κλάδου υπολογίζεται στο 20,6% την τελευταία δεκαετία. Οι εταιρείες τροφίμων και ποτών αποτελούν τους βασικούς εξαγωγείς της χώρας. Οι πωλήσεις αντιπροσωπεύουν το 20% των συνολικών πωλήσεων από εξαγωγές και παρουσιάζουν έσοδα που ξεπερνούν τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ. Βασικές αγορές για τα ελληνικά προϊόντα αποτελούν η Γερμανία, η Ιταλία, η Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ.
Σήμερα, η Ελλάδα προσφέρει πολλαπλά οφέλη σε σημαντικό αριθμό πολυεθνικών επιχειρήσεων. Επιχειρηματικοί κολοσσοί, όπως «Nestle»,«Coca Cola», «Kraft Foods», «Barilla», «Cadbury», και «General Mills»παρασκευάζουν στην Ελλάδα ευρεία γκάμα προϊόντων, τα οποία γίνονται άμεσα αποδεκτά τόσο στην εγχώρια, όσο και στις γειτονικές περιφερειακές αγορές.
Σημαντικό πλεονέκτημα αποτελεί το γεγονός ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις τροφίμων και ποτών έχουν αναπτύξει εκτενές και δυναμικό δίκτυο πωλήσεων και διανομής στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Η Ελλάδα προσφέρει σημαντικές επιχειρηματικές ευκαιρίες για δημιουργία προστιθέμενης αξίας σε πολλές κατηγορίες προϊόντων, ιδίως όσο αυξάνεται διεθνώς το ενδιαφέρον για προϊόντα υγιεινής διατροφής, σνακ και προ-μαγειρεμένα γεύματα. Οι συνταγές με μέλι και ξηρούς καρπούς, τα ζυμαρικά, οι μαρμελάδες, καθώς και τα προϊόντα θαλασσινών και κρέατος παρουσιάζουν επίσης σημαντικές προοπτικές. Παράλληλα, όσο αυξάνεται η κατανάλωση ελαιόλαδου, η Ελλάδα είναι σε θέση να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στον τομέα, ως η τρίτη μεγαλύτερη ελαιοπαραγωγός χώρα στον κόσμο...
Ως «κύρια πλεονεκτήματα» για τους «υποψήφιους επενδυτές» ο Οργανισμός παραθέτει ανάμεσα σε άλλα: Το «χαμηλό λειτουργικό κόστος». Τις «άφθονες πρώτες ύλες». Την «πρόσβαση στις αναδυόμενες αγορές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης όπου οι ελληνικές εταιρείες τροφίμων και ποτών έχουν εξαιρετικά ανεπτυγμένο δίκτυο παραγωγής και διανομής». Το «υψηλά καταρτισμένο και εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου