Τρίτση-Τρίτση μάνα μου
Αν κάθε εικόνα είναι χίλιες λέξεις, όπως λένε οι κινέζοι, το φεστιβάλ είναι ένα άλμπουμ γεμάτο εικόνες για τις οποίες πρέπει να γραφτεί ολόκληρο βιβλίο για να χωρέσουν. Από τις νυχτερινές περιφρουρήσεις και τις προετοιμασίες μέχρι το ξεστήσιμο. Κι από την προσμονή ως τον απόηχο που αφήνει πίσω του. Η οποία προσμονή κορυφώνεται στην αττική και σε άλλους σταθμούς λεωφορείων, με τις αυτοσχέδιες προσυγκεντρώσεις, που σφύζουν από χρώματα, χαμόγελα, ζωντάνια. Και είναι ένα φεστιβάλ ζωής και δημιουργίας απέναντι στη μιζέρια και τα σκυμμένα κεφάλια, τον κλοιό της σαπίλας και της απελπισίας που σφίγγει γύρω μας.
Ένα φεστιβάλ με... δημιουργική βία, όπως είπαν στη συναυλία τους τα υπόγεια ρεύματα, προσθέτοντας για τους φασίστες πως θα τους συντρίψουμε, γιατί είναι λίγοι και χαζοί. Ενώ αφιέρωσε στο γνωστό τηλεοπτικό δίδυμο του σκάι (άρη και μπάμπη) ένα ‘προφητικό’ τραγούδι που μιλούσε για κατσαρίδες. Λίγο πριν, στη λαϊκή σκηνή, οι εν καρδία έλεγαν για την περίσταση ένα τραγούδι της ξενιτειάς, γιατί... έφυγε ένας από εμάς. Ενώ την τελευταία μέρα ο μυστακίδης ευχήθηκε από το μικρόφωνο, άντε και του χρόνου χωρίς φασίστες.
Με σημαίες και με ταμπούρλα, όπως τραγουδούσε ένας πλανόδιος οργανοπαίκτης, που βρήκε μια γωνιά στον χώρο του φεστιβάλ κι έπιασε το δικό μας ρεπερτόριο, γνωρίζοντας πολύ καλά σε ποιο κοινό απευθύνεται. Κι ήταν γεμάτος πλανόδιους ο χώρος, που του έδωσαν χρώμα με τις πραμάτειες τους, τα βρώμικα, τους λουκουμάδες , μια μικρή λιχουδοχώρα, όπως στον παιδότοπο. Κι εσύ να ψάχνεις το δικό μας πάγκο, με τους ταξικούς λουκουμάδες, γιατί σκέφτεσαι τα ‘διαφυγόντα έσοδα’ για την οργάνωση. Αλλά δε βαριέσαι, δε θα χάσει κι η βενετιά βελόνι, με τόσο κόσμο τριγύρω.
Που είναι μάλλον αδύνατο να τον υπολογίσεις. Ασφυκτικά γεμάτες και οι τρεις σκηνές και να σκεφτείς πως τον πολύ κόσμο τον περιμένουμε τις επόμενες μέρες. Την παρασκευή βρέχει για κάνα τέταρτο και σπάει λίγο ο κόσμος, αλλά δε μας αγγίζει η λάσπη του συστήματος και γεμίζουν πάλι κι οι τρεις σκηνές, ενώ ψάχνεις να βρεις καρέκλα. Και το σάββατο πήχτρα οι σκηνές κι οι μεταξύ τους δρόμοι και ο κόσμος να πιάνει οτιδήποτε μπορεί να γίνει κάθισμα. Καρέκλες, παγκάκια, τραπέζια, το όργανο, χώμα, γκαζόν, κούτσουρα, πέτρες, σκαλιά και σκαλωσιές, βράχους, καλύβια, ρεματιές.
Έτσι είναι όμως, όταν απέχεις από τη λαϊκή παλιγγενεσία, όπως λέει ο λαϊκός ηγέτης αλέξης και τρέχεις στα δυτικά να απομονωθείς στο δυτικό άκρο της πόλης σα σεχταριστής, μαζί με τόσες χιλιάδες κόσμου. Γιατί απομονώνεστε ρε; Δε θέλουμε θλιμμένους στη γιορτή μας. Για τσόντα στην κυβέρνηση όμως, το συζητάμε.
Και δεν είναι μόνο αυτές οι σκηνές στον χώρο, γιατί παίζουν συγκροτήματα και στο στέκι εργαζομένων, που είχε πίσω του κάτι σκαλωσιές με κούκλες-ομοιώματα ανεβασμένες πάνω τους, όπως στο μουσείο της μαντάμ τισό. Και στο περίπτερο της πασυ είχε στο θυρεό κρεμασμένο βαμβάκι.
Παίζουν και κάποια μεγάφωνα στο άσχετο, που ακούγονται μέχρι και την κεντρική σκηνή, το κλασικό πρόγραμμα των διαδηλώσεων, λοΐζο, φαραντούρη, αλλά και σιδηρόπουλο ή άκτιβ μέμπερ. Και λέμε με κάποιους σφους να πάμε για πλάκα κάτω από ένα μεγάφωνο και να φωνάζουμε στις παύσεις ανάμεσα στα τραγούδια ‘κι άλλο, κι άλλο’ και να ‘ρχεται το ανκόρ να μας δικαιώνει.
Παίζει ρούμπα κάποια βράδια και στο περίπτερο του ελληνοκουβανικού, στη διεθνούπολη, που είναι μόνο του ένα τεράστιο, απέναντι από όλα τα άλλα, όπως αυτά των μεγάλων εκδοτικών οίκων στις εκθέσεις βιβλίου. Ενώ απέναντι, οι άλλες αποστολές, έχουν πιάσει το νόημα ότι ο κόσμος σήμερα δεν πολυδιαβάζει ξενόγλωσσα υλικά (κι ελληνόφωνα δηλ, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία) και έχουν φέρει περισσότερο αναμνηστικά και μπλουζάκια για πούλημα. Διεθνείς σχέσεις να γίνονται, να έχεις και μια αφορμή να πιάσεις κουβέντα μαζί τους.
Και την παρασκευή που έβρεξε, οι ρώσοι έκαναν κίνηση ματ κι έβγαλαν έναν πάγκο με μπλουζάκια πάνω στον κεντρικό χωματόδρομο, που περνούσε ο πολύς κόσμος κι ερχόταν να βγάλει τα δικά του τα μουσκεμένα, να φορέσει τα καινούρια. Και το μισό φεστιβάλ φορούσε κόκκινα μπλουζάκια από τους ρώσους, με λένιν, cccp και σφυροδρέπανα. Άντε το πολύ, αν ήσουν εναλλακτικός, να είχες πάρει από τους ισπανούς μπλουζάκια του πέμπτου συντάγματος.
Το φεστιβάλ της αθήνα λοιπόν δεν ξέρεις από πού να το πιάσεις και να αρχίσεις να το ξεφυλλίζεις. Είναι γενικά τελείως διαφορετικά τα μεγέθη. Δε σου φτάνει μια μέρα για να το γυρίσεις, δε σου φτάνει μια χρονιά για να το χορτάσεις και συνάμα σου φαίνεται μικρό να χωρέσει όλη την κοσμοπλημμύρα του σαββάτου. Κι είναι η μόνη πόλη, όπου μπορεί να κουραστείς πριν καν φτάσεις, γιατί είναι ολόκληρο ταξίδι ως το ίλιο, ή να σου πει ο άλλος πχ από τα νότια ότι είναι πολύ μακριά για να ‘ρθει και να μην το λέει προσχηματικά, σα δικαιολογία, γιατί από τα μέρη του ο χώρος είναι στου διαβόλου τη μάνα. Που και με το γιο της θα συνεργαστούμε αν χρειαστεί να βρούμε κάποιο σύντροφο με αμάξι.
Ή μπορείς πάλι να μπεις μέσα, να χάσεις τα αυγά και τα πασχάλια μαζί με τους δικούς σου και να προσπαθείς να συννενοηθείς –εφόσον βρεις σήμα- πώς να βρεθείτε. Είμαι κάτω από έναν τεράστιο μπελογιάννη, έλα να με πάρεις.
Κι αν νομίζεις πως αυτά είναι οι εντυπώσεις από ένα επαρχιωτάκι –και σε εμάς γίνεται πανικός κάποιες μέρες, αλλά είναι πιο συμμαζεμένος, ανθρώπινος πανικός- δες και στο ρίζο την αντίδραση των ισπανών συντρόφων, που εκστασιάστηκαν από την εμπειρία του φεστιβάλ –πριν καν γίνει κιόλας- και βλέπουν τους σφους της οργάνωσης που το έστησαν, περίπου όπως ο γκιούλιβερ τους γίγαντες που συνάντησε στο ταξίδι του. Κι αν αυτοί στην χώρα τους (ή μάλλον τις χώρες τους) έχουν διψήφια οργανωτική ή αν πανηγυρίζουν για συγκεντρώσεις με τριψήφια προσέλευση κόσμου, θα βλέπουν τα δικά μας στίφη επισκεπτών και θα πιστεύουν πως είμαστε σε προεπαναστατική κατάσταση, με έτοιμο, συγκροτημένο το στρατό της επανάστασης.
Αν και το ερώτημα παραμένει. Τι ψήφισε πχ όλος αυτός ο κόσμος που πέρασε τις πύλες του φεστιβάλ;
Το κακό με το πρόγραμμα είναι ότι οι περισσότερες συζητήσεις-εκδηλώσεις γίνονται σχεδόν ταυτόχρονα κι είναι πρακτικά αδύνατο να τις προλάβεις όλες, οπότε κινδυνεύεις να πάρεις μια γεύση ανάκατη απ’ όλα και να μη σου μείνει τίποτα.
Στο περίπτερο των σπουδαστών (αει-τει) ο σφος ανέλυσε τι σήμαινε να είσαι φοιτητής στην εσσδ και με ποια κριτήρια απολάμβαναν οι σοβιετικοί (και όχι μόνο) συγκεκριμένα κίνητρα και προνόμια. Ώσπου να σκεφτείς πως στα χρόνια της περεστρόικα το ¼ των υποτροφιών για σπουδών στους έλληνες, το έδιναν στο πασοκ! Κι είναι ζήτημα για πολλούς υπότροφους της εποχής τι ακριβώς τους έμεινε από αυτή την εμπειρία και πόσο γρήγορα την απέβαλαν, αλλά είναι σίγουρο πως υπάρχουν ακόμα πολλά «λεμόνια», απόφοιτοι του λομονόσοφ, που περιμένουν κάποια δική μας πρωτοβουλία να τα στίψει και να τα αξιοποιήσει κάπως στο αντικείμενό τους, πριν ξινίσουν.
Κι εκεί άνοιξε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, που θα μπορούσε να έχει πολλές προεκτάσεις. Πχ σχετικά με τη διάκριση της σημερινής δια βίου μάθησης και της φιλοσοφίας μάθηση για τη μάθηση, με την ανάγκη για ολόπλευρη ανάπτυξη και διαμόρφωση ολοκληρωμένης κουλτούρας στον άνθρωπο, που γίνεται η βασική παραγωγική δύναμη κι ο σοσιαλισμός καλείται να καλλιεργήσει τη γενική του διάνοια, για να προχωρήσει. Και για το πανεπιστήμιο, που αποτελεί πρωτίστως πολιτικό σχολείο για έναν κόσμο από την επαρχία (και όχι μόνο) σε διάκριση με τις αρνητικές πτυχές και το ανέφικτο της ‘ελεύθερης πρόσβασης’, ακόμα και για στην πρώτη φάση της κοινωνίας του μέλλοντος.
Όλα αυτά κούμπωναν κάπως με τη συζήτηση στο διπλανό περίπτερο και μια ερώτηση για το αν ο σοσιαλισμός προωθούσε παιδαγωγικά την ομοιομορφία στη σκέψη και την εμφάνιση ή αν μεριμνούσε για τις ιδιαίτερες κλίσεις και τα ενδιαφέροντα κάθε προσωπικότητας. Κι αν τελικά η υστερική αποθέση του μεμονωμένου ατόμου στον καπιταλισμό χτυπάει η ευνοεί την χειρότερη εκδοχή ομοιομορφίας, με τα διάφορα σαχλά πρότυπα και τις ρηχές μόδες και βασικά με την καθολική απουσία διαμόρφωσης στο παιδί κριτηρίου και οποιασδήποτε κριτικής ικανότητας.
Στον κινηματογράφο πάνω από τη διεθνούπολη έγινεν εκδηλώσεις με τον κουβανό πρέσβη για τους πέντε κουβανούς πατριώτες στα χέρια των ηπα –εκ των οποίων ο ένας εξέτισε την ποινή του και έμεινε ελεύθερος, αλλά έχουν χαραχτεί στο μυαλό μας ως πέντε και έτσι συνεχίζουμε να τους αναφέρουμε- και με με παρεμβάσεις σφων από τις διεθνείς αποστολές –ανάμεσά τους κι από την πληττόμενη συρία. Εκεί έσκασε κι η ερώτηση προς τον ελισαίο τι πρέπει να κάνει ένα κκ όταν εισβάλλουν στρατιωτικά στην χώρα του. Κι ο βαγενάς, μετά τα εισαγωγικά για τις ‘πολύμορφες μορφές’ έβαλε τη λογική και του τελευταίου συνεδρίου, για αυτόνομη δράση ενάντια στον εισβολέα αλλά και τη ντόπια αστική τάξη, που εμπλέκει την χώρα στον πόλεμο.
Στο στέκι του αθλητισμού πρόλαβα δυστυχώς μόνο το κλείσιμο της εκδήλωσης ‘επον κι αθλητισμός’ με δυο τραγούδια κατεβασμένα από το διαδίκτυο, που έπαιξαν play back, αλλά κάποιοι τα τραγουδούσαν πσράλληλα και ζωντανά! Για να ακολουθήσει η επίδειξη διαφόρων πολεμικών τεχνών –που θα τη δούμε στο επόμενο μέρος μάλλον.
Όπως θα ‘λεγε κι ο θυμόσοφος λαός μας.
Μάθε (πολεμική) τέχνη κι άστηνε
Κι αν βρεις φασίστα, πιάστηνε...
Υστερόγραφο
Ο τίτλος της ανάρτησης είναι παρμένος από ένα παλιό επεισόδιο των απαράδεκτων με τον τότε δήμαρχο αθηναίων –πράγματι, χρατς-χρουτς.
Στο καπάκι κολλάει και το επεισόδιο με τον ‘οικολόγο’, για τις επιλεκτικές οικολογικές ευαισθησίες για τις πάπιες της λίμνης που πέρασαν ζωή και πάπια από το πολύ φαΐ, λες και τις ετοίμαζαν για φουαγκρά με τόση ποσότητα.
Ναι αλλά κανείς δε μιλάει για τα μπαλάκια του πινκ-πονκ που δεν τρώγονταν και έπεσαν στην παρακείμενη λίμην, προκαλώντας μια μικρή οικολογική καταστροφή στο πάρκο –που το αφήνουμε σήμερα καθαρότερο απ’ ό,τι τι βρήκαμε. Άσε δε και τη νεανική σκηνή με τους χορούς και τη σκόνη που σήκωνε. Τς, τς, τς...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου