Τεσσερεισήμισι νέες ταινίες (δυο εκκρεμότητες και διόμισι καινούργιες) από την Τζία Γιοβάνη
Δυο ταινίες από την προηγούμενη βδομάδα, αφού με αφορμή την ανακήρυξη της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας (7/10/1949) η Μποτίλια (ξανά)είδε την εκπληκτική Μπάρμπαρα, του Κρίστιαν Πέτσολντ, με αποτέλεσμα να μείνουμε λίγο πίσω.
Αν και με παρόμοιες ταινίες, μάλλον μπροστά τραβάμε.
*
Πρώτη και καλύτερη είναι Το παρελθόν, του Ασγκάρ Φαραντί.
Μας είχε δώσει τα καταπληκτικά Τι απέγινε η Έλι, («Αργυρή Αρκτος» σκηνοθεσίας στην Μπερλινάλε το 2009), Ένας χωρισμός, 2011 (τα συνιστούμε ανεπιφύλακτα), και το παλιότερο Πυροτεχνήματα την Τετάρτη (δεν το έχουμε δει, αλλά έχουμε εμπιστοσύνη στην Τζία Γιοβάνη, και αντίρρηση καμιά).
Ο Φαραντί συνεχίζει την λαμπρή διαδρομή της Ιρανικής κινηματογραφικής παράδοσης των: Αμπάς Κιαροστάμι, του ζωγράφου που έβαλε το Ιρανικό σινεμά στον παγκόσμιο κινηματογραφικό χάρτη με τη Γεύση του Κερασιού το 1997 (Χρυσός Φοίνικας στις Κάννες, για το οδοιπορικό ενός «ιδανικού αυτόχειρα" σε αναζήτηση –έναντι αδράς αμοιβής–... νεκροθάφτη), Ματζίντ Ματζιντί με τα τρυφερά Παιδιά του Παραδείσου (έφτασε το 1997 μέχρι τα Όσκαρ, καθώς παρακολουθεί το δράμα και την περιπέτεια του εννιάχρονου Αλί, όταν χάνει τα παπούτσια της μικρής αδελφής του, που τα μοιράζεται μαζί της εναλλάξ, πρωί-απόγευμα), Τζαφάρ Παναχί με Το Άσπρο Μπαλόνι (πρώτη του ταινία το 1995 κερδίζει Χρυσή Κάμερα στο Φεστιβάλ των Καννών, καταγράφοντας την αγωνία μιας εφτάχρονης, που πηγαίνοντας να αγοράσει ένα πρωτοχρονιάτικο δώρο χάνει τα χρήματά της).
Μόνο που στον Φαραντί οι τρυφερές ποιητικές εικόνες των ομοτέχνων του δίνουν τη θέση τους σε έναν σκληρό ρεαλισμό, με το προσωπικό δράμα να αποκαλύπτει τον σύγχρονο κονωνικό ιστό του Ιράν.
*
Η δεύτερη ταινία είναι το χολιγουντιανό Prisoners του Καναδού Ντενί Βιλνέβ, του συγκλονιστικού –θεατρικής καταγωγής– δράματος INCENDIES (2010),βασισμένου στο ομότιτλο έργο του Ουαζντί Μουαουάντ, εμπνευσμένου από τον εμφύλιο του Λιβάνου ('70 και '80), όπου δυο αδέρφια, μέσα από ένα επίπονο οδοιπορικό στη Μέση Ανατολή, ακολουθώντας την τελευταία επιθυμία της μητέρας τους, προσπαθούν να ξεδιαλύνουν το οικογενειακό τους παρελθόν.
Παιχτηκε το 2011 με τον τίτλο Μέσα από τις Φλόγες, και κατά την Μποτίλιαείναι από τις 10-15 καλύτερες ταινίες της τελευταίας πενταετίας.
Παιχτηκε το 2011 με τον τίτλο Μέσα από τις Φλόγες, και κατά την Μποτίλιαείναι από τις 10-15 καλύτερες ταινίες της τελευταίας πενταετίας.
*
Για τις υπόλοιπες δυόμισι ταινίες, ακούστε την Τζία και δεν θα χάσετε.
Καλή... διασκέδαση.
___________________________
ΜΕ ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ
*
Το παρελθόν
Ο Αχμάντ επιστρέφει στο Παρίσι από την Τεχεράνη για να ολοκληρώσει τις διαδικασίες διαζυγίου με τη σύζυγό του Μαρί. Κατά την παραμονή του θα ανακαλύψει την καινούρια σχέση της με έναν Άραβα, τις διαρκείς συγκρούσεις με την κόρη της και μερικά καλά κρυμμένα μυστικά από το παρελθόν.
IMDb
*
Prisoners
Όταν η μικρή κόρη της οικογένειας Ντόβερ εξαφανίζεται, μαζί με εκείνη ενός φιλικού ζευγαριού, η αστυνομία προσπαθεί να βρει στοιχεία και υπόπτους. Γεμάτος αγωνία, ο Κέλερ Ντόβερ αποφασίζει να πάρει την υπόθεση στα χέρια του, περιπλέκοντας περισσότερο την υπό πίεση χρόνου υπόθεση.
IMDb
*
Η... μισή ταινία:
Νέα και όμορφη
Ένας χρόνος από τη (διπλή) ζωή της 17χρονης μαθήτριας Ιζαμπέλ, η οποία εργάζεται και ως πόρνη. Ο θάνατος ενός από τους πελάτες της «στην αγκαλιά της», όμως, θα ξεκινήσει μια σειρά απρόβλεπτων αποκαλύψεων.
Από τον σκηνοθέτη των 8 Γυναικών, της Πισίνας και του πολύ καλού περσινού (2012) Το Αγόρι στο τελευταίο θρανίο.
IMDb
*
Μια στάση πριν το τέλος
IMDb
*
Οικογενειακή υπόθεση
Η Κορνέλια είναι μια ευκατάστατη και με υψηλές γνωριμίες Ρουμάνα αρχιτέκτονας, η οποία όταν ο γιος της σκοτώνει με το αυτοκίνητο ένα 14χρονο αγόρι θα κάνει τα πάντα για να μην τον αφήσει να πάει φυλακή.
IMDb
ΤΑ ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ από το αθηνόραμα
_________________________________
***
Α. Οι εκκρεμότητες
*
ΑΣΓΚΑΡ ΦΑΡΑΝΤΙ
Το παρελθόν
_________________________________
ΚΡΙΤΙΚΗ Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ
***
Α. Οι εκκρεμότητες
*
ΑΣΓΚΑΡ ΦΑΡΑΝΤΙ
Το παρελθόν
Πρώτη ταινία που ο άξιος Ιρανός σκηνοθέτης γυρίζει στη Γαλλία διατηρώντας όμως ένα ιρανικό άγγιγμα (touch) με το ρόλο του Αχμάντ. Η ταινία αντιπροσωπεύει αυτό που πρέπει να προσφέρει το συμβατικό σινεμά: Συγκίνηση, σουσπάνς, δόσιμο. Το αποτέλεσμα στέφεται με απόλυτη επιτυχία, η συγκίνηση δεν αποδυναμώνεται πουθενά και κανένα πλάνο δεν περισσεύει... Ακόμα και από τις πιο φλύαρες σεκάνς... Θεϊκό! Φιλμ ανθρωποκεντρικό που σπρώχνει τον θεατή να ανατρέξει στα δικά του μύχια ερωτήματα πάνω στον έρωτα, στο πένθος, στην προσήλωση... Ο σκηνοθέτης δεν «κρίνει» τους χαρακτήρες... Οπως και στο φιλμ «ΕΝΑΣ ΧΩΡΙΣΜΟΣ» ο κάθε ρόλος έχει τους δικούς του λόγους, όλοι υποφέρουν και γίνονται επιρρεπείς στην υιοθέτηση συμπεριφορών αδέξιων ή προκλητικών. Ολοι οι χαρακτήρες είναι «ψαγμένοι» και όλοι ανεξαιρέτως αντιμετωπίζονται με αξιοσημείωτη αίσθηση ισότητας. «ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ» είναι μια ταινία που το μέλλον της διαγράφεται λαμπρό...
Ακόμα και η ήσυχη και σπαρακτική εισαγωγική ενότητα που διαρκεί μια αιωνιότητα, σε γραπώνει όπως ένα θρίλερ... Μετά από 4 χρόνια χωρισμού, ο Ιρανός Αχμάντ προσγειώνεται από την Τεχεράνη στο Παρίσι. Η Γαλλίδα, πρώην σύζυγός του Μαρί, του ζήτησε να έρθει να υπογράψει τα χαρτιά διαζυγίου τους, μια που εκείνη επιθυμεί να επισημοποιήσει την καινούρια της σχέση με τον Σαμίρ - καίτοι ακόμα παντρεμένος με μια γυναίκα που βρίσκεται σε πολύμηνο κώμα μετά από απόπειρα αυτοκτονίας. Η Μαρί φιλοξενεί τον Αχμάντ στο σπίτι της στοSevran, όπου ζει με τις δυο της κόρες από προηγούμενο γάμο, και τον μικρό γιο του Σαμίρ. Η ατμόσφαιρα δεν είναι ήρεμη, η σχέση της Μαρί με τη μεγάλη της κόρη Λουσί είναι εμφανώς συγκρουσιακή. Ο Αχμάντ με ψυχραιμία προσπαθεί να συμβάλει στη βελτίωση των σχέσεων μάνας / κόρης, τραβώντας σιγά σιγά το πέπλο που αποκαλύπτει ένα μυστικό από το παρελθόν... Τα θαμμένα μυστικά βγαίνουν στην επιφάνεια... Γιατί η γυναίκα του Σαμίρ βρίσκεται σε πολύμηνο κώμα μετά από απόπειρα αυτοκτονίας; Τι μπορεί να πει κανείς για την εξέγερση της έφηβης Λουσί;
Η Μαρί ξανάφτιαξε τη ζωή της. Ο Αχμάντ επιστρέφει, ζώντας ακόμα μέσα στην κρυφή ελπίδα να τα ξαναφτιάξει μαζί της... Αλλά όπως πάντα, τίποτα δεν γίνεται όπως θα ήθελε κανείς...
Ο Φαραντί, πιστός στα προηγούμενα φιλμ του, υφαίνει ένα αξεμπέρδευτο πεδίο έντασης. Εδώ πρόκειται για έγχυση παρελθόντος στο εσωτερικό του ενεστώτα χρόνου, πρόκειται για μια διογκωμένη φούσκα από πράγματα που δεν λέγονται. «ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ» καταμετράται στα συναισθηματικά του θρίλερ, όπως τα «ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ» και το «ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Η ΕΛΛΙ». Όλα τους εγγράφονται σε μια ρεαλιστική παράδοση που διασταυρώνεται μέσα από εκλεκτικές συγγένειες με τον κόσμο του Κλοντ Σοτέ και του Μορίς Πιαλά. Ο σκηνοθέτης βαδίζει στα χνάρια του προγενέστερου έργου του. Στηρίζεται σε ένα σενάριο «συρταρωτό», στην αριστοτεχνική διεύθυνση των ηθοποιών και της αφήγησης, όπως επίσης στο «εκτός πλάνου» πεδίο και σε «αυτό που δεν λέγεται»... Η σκηνοθεσία του Φαραντί συνιστά απόσταγμα ακρίβειας που βγαίνει από τα μύχια του δράματος των στενών σχέσεων.
Δυο χρόνια μετά το «ΕΝΑΣ ΧΩΡΙΣΜΟΣ», ο σκηνοθέτης φθάνει σε μια σπάνια όσμωση: Κρατιέται συνεχώς στην κορυφή των συναισθημάτων, ποτέ δεν τα ρίχνει σε ηπιότητα ή σε δυσφορία.
Στην τελευταία του ταινία πραγματοποιεί ενδοσκόπηση των θεμάτων που σχετίζονται με την κατηγορία των «σύνθετων οικογενειών». Προσπάθεια δοσμένη με αποφασιστικότητα και συναισθηματική φινέτσα. Η ιδιοφυΐα του Φαραντί συνίσταται στο ότι φροντίζει να αποφεύγει συστηματικά τις παγίδες που στήνει το Παρίσι, ιδωμένο από την οπτική ενός ξένου.
Η ευφυΐα του διακρίνεται από την κομψή προσέγγιση της αφήγησης που γλιστρά στην καρδιά ενός πολιτισμού, στις συνήθειες και στους τύπους των διαπροσωπικών σχέσεων, που δεν είναι οικείες στον σκηνοθέτη, αλλά και από τη γοητευτική αποκρυπτογράφηση καταστάσεων και χαρακτήρων, οι βεβαιότητες των οποίων κατακρημνίζονται από τις αποκαλύψεις που σκάνε σα βραδυφλεγείς βόμβες. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι το κεντρικό ψέμα - που προκαλεί την αυτοκτονία της συζύγου του Σαμίρ - ανατίθεται στον πιο δευτερεύοντα κοινωνικά χαρακτήρα.
Δυο χρόνια μετά το «ΕΝΑΣ ΧΩΡΙΣΜΟΣ», ο σκηνοθέτης φθάνει σε μια σπάνια όσμωση: Κρατιέται συνεχώς στην κορυφή των συναισθημάτων, ποτέ δεν τα ρίχνει σε ηπιότητα ή σε δυσφορία.
Στην τελευταία του ταινία πραγματοποιεί ενδοσκόπηση των θεμάτων που σχετίζονται με την κατηγορία των «σύνθετων οικογενειών». Προσπάθεια δοσμένη με αποφασιστικότητα και συναισθηματική φινέτσα. Η ιδιοφυΐα του Φαραντί συνίσταται στο ότι φροντίζει να αποφεύγει συστηματικά τις παγίδες που στήνει το Παρίσι, ιδωμένο από την οπτική ενός ξένου.
Η ευφυΐα του διακρίνεται από την κομψή προσέγγιση της αφήγησης που γλιστρά στην καρδιά ενός πολιτισμού, στις συνήθειες και στους τύπους των διαπροσωπικών σχέσεων, που δεν είναι οικείες στον σκηνοθέτη, αλλά και από τη γοητευτική αποκρυπτογράφηση καταστάσεων και χαρακτήρων, οι βεβαιότητες των οποίων κατακρημνίζονται από τις αποκαλύψεις που σκάνε σα βραδυφλεγείς βόμβες. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι το κεντρικό ψέμα - που προκαλεί την αυτοκτονία της συζύγου του Σαμίρ - ανατίθεται στον πιο δευτερεύοντα κοινωνικά χαρακτήρα.
Οι ηθοποιοί, μεγάλοι και μικροί, αξιέπαινοι. Οι μαρκαρισμένοι χαρακτήρες με τις τόσες αποχρώσεις βρίσκονται στον αντίποδα του μανιχαϊσμού (κανείς δεν είναι μόνο καλός ή μόνο κακός).
Η Μπερενίς Μπεζό στο ρόλο της Μαρί, ρόλος που αρχικά προοριζόταν για την Μαριόν Κοτιγιάρ, δεν έχει υπάρξει καλύτερη. Εμφανίζεται μεταμορφωμένη, σαν να φωτίζεται εσωτερικά και μοιάζει με Ιρανή στην εξορία. Ο Φαραντί, όπως όλοι οι μεγάλοι, φέρνει μέσα του και μαζί του τον «κόσμο» του. Στο έργο του, με αυτή την περίεργη αύρα μελαγχολίας, τίποτα δεν αλλάζει ουσιαστικά.Λίγο τον νοιάζουν οι τόποι, οι γλώσσες, οι πόλεις γιατί είναι στα ανθρώπινα όντα που εστιάζει, πάντα στα ίδια, κάτω από τις μάσκες... Ο σκηνοθέτης κλίνει προς τις ηθικές αφηγήσεις όπου οι χαρακτήρες τίθενται πάντα ενώπιον των ευθυνών τους ενώ στιλιστικά βελτιώνεται συνεχώς μέσα από την πραγματική «λιτότητα»...
Η Μπερενίς Μπεζό στο ρόλο της Μαρί, ρόλος που αρχικά προοριζόταν για την Μαριόν Κοτιγιάρ, δεν έχει υπάρξει καλύτερη. Εμφανίζεται μεταμορφωμένη, σαν να φωτίζεται εσωτερικά και μοιάζει με Ιρανή στην εξορία. Ο Φαραντί, όπως όλοι οι μεγάλοι, φέρνει μέσα του και μαζί του τον «κόσμο» του. Στο έργο του, με αυτή την περίεργη αύρα μελαγχολίας, τίποτα δεν αλλάζει ουσιαστικά.Λίγο τον νοιάζουν οι τόποι, οι γλώσσες, οι πόλεις γιατί είναι στα ανθρώπινα όντα που εστιάζει, πάντα στα ίδια, κάτω από τις μάσκες... Ο σκηνοθέτης κλίνει προς τις ηθικές αφηγήσεις όπου οι χαρακτήρες τίθενται πάντα ενώπιον των ευθυνών τους ενώ στιλιστικά βελτιώνεται συνεχώς μέσα από την πραγματική «λιτότητα»...
Παίζουν: Μπερενίς Μπεζό, Αλί Μοσαφά, Ταχάρ Ραχίμ, Πολίν Μπουρλέ, Σαμπρίνα Ουαζανί, κ.ά.
Παραγωγή: Γαλλία, Ιράν (2013).
Ο Καναδός - από το γαλλικό Μοντρεάλ - κινηματογραφιστής Ντενί Βιλνέβ, που προτάθηκε για Οσκαρ για το δράμα του«INCENDIES», κατάφερε να βάλει... πόδι στο Χόλιγουντ που του ανέθεσε τη σκηνοθεσία του αστυνομικού θρίλερ «PRISONERS». Μπορεί η πρώτη του αυτή αγγλόφωνη ταινία να πάσχει από έλλειμμα ουσιαστικής προσωπικότητας, αλλά ο σκηνοθέτης υπογράφει ένα δυόμιση ωρών θρίλερ που αντέχει στη σύγκριση με θαυμαστά επιτεύγματα του είδους, προσφέροντας καταπληκτική δραματική δυναμική, τόσο που ο θεατής να παρακολουθεί με σφίξιμο στο στομάχι τους μαιάνδρους μιας δύσβατης έρευνας, και τον παράλληλο πόνο των οικογενειών... Η δράση τοποθετείται κάπου στα προάστια της Βοστόνης, σε μικροαστικές περιοχές που ταλανίζονται από την ύφεση, το φόβο και κάθε είδους «αδυσώπητα» στοιχεία. Σημαντικό το ότι οι χωμάτινα καφέ και πέτρινα γκρίζες εικόνες του Βιλνέβ έχουν την ιδιότητα να χαράσσονται βαθιά σε μια κινηματογραφόφιλη μνήμη...
Δυο νεαρές οικογένειες γιορτάζουν μαζί το «Thanksgiving», τα προεόρτια των Χριστουγέννων. Οσο οι μεγάλοι πίνουν και συζητούν στο καθιστικό, οι δυο μικρές κόρες των αντίστοιχων οικογενειών βγαίνουν να παίξουν έξω. Και εξαφανίζονται... στο χειμωνιάτικο υγρό απογευματινό τοπίο, το βυθισμένο στην απειλητική ομίχλη. Οι γονείς που τις αναζητούν, εντοπίζουν έναν ύποπτο, ένα καθυστερημένο πνευματικά νεαρό γείτονα που έχει παρκάρει το «κάμπερ» του εκεί κοντά. Ο νεαρός ανακρίνεται από την Αστυνομία αλλά αφήνεται ελεύθερος. Ο πατέρας της μιας μικρής, τρελός από τον πόνο, δεν μπορεί να πειστεί ότι ο νεαρός είναι αθώος και χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να τον κάνει να ομολογήσει...
Ο σκηνοθέτης αποδεικνύεται άριστος στην καθοδήγηση των ηθοποιών που δίνουν ερμηνείες εξαίρετες. Επικεφαλής τους ο Χιου Τζάκμαν στο ρόλο του απελπισμένου, αλκοολικού σε αποτοξίνωση, πατέρα με το υπόγειο του σπιτιού του φτιαγμένο λες για πυρηνικό καταφύγιο και με τα φρύδια του να σμίγουν συνεχώς από την ένταση που τον δέρνει ανελέητα. Ωστόσο, οι όλο και πιο αποτρόπαιες ενέργειες αυτού του απελπισμένου πατέρα έρχονται σε αντίθεση με το πνεύμα του τοπικού επιθεωρητή της Αστυνομίας, ρόλο που υποδύεται λαμπρά ο Τζέικ Τζιλενχάαλ. Πρόκειται για έναν ενδιαφέροντα χαρακτήρα, με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια που συνεχώς ανοιγοκλείνουν λόγω νευρικού τικ και με κακοφτιαγμένα τατουάζ... Ο αστυνομικός όμως αυτός, ποτέ του δεν έχασε υπόθεση...
Η έντονη αντίθεση ανάμεσα στους δύο άνδρες και το χάσμα ανάμεσα στο τι ο καθένας τους αντιπροσωπεύει και τι προτίθεται να κάνει, τροφοδοτεί μια συναρπαστική ένταση ηθικής τάξης.
Το θρίλερ του Βιλνέβ δε στηρίζεται τόσο στις απρόσμενες ανατροπές, όσο στη γερή οικοδόμηση μιας μόνιμης αίσθησης φόβου που παραμένει, παρά το γεγονός ότι διάφοροι εμφανίζονται και πάραυτα εξαφανίζονται από τον κατάλογο των υπόπτων.
Ο Βιλνέβ σκιτσάρει το πορτρέτο μιας κοινωνίας στραγγισμένης από κάθε ελπίδα και αισιοδοξία, γεμάτης φόβο και καχυποψία. Κι όταν το μυστήριο τελικά λυθεί δεν έχει επέλθει καμιά αίσθηση κάθαρσης... Ετσι πρέπει... κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η δύναμη της ενδιαφέρουσας αυτής ταινίας...
Παίζουν: Χιου Τζάκμαν, Τζέικ Τζιλενχάαλ, Μελίσα Λίο, Βιόλα Ντέιβις κ.ά.
______________________________________________
Β. Στις πέντε, οι δυόμισι!
*
Αξιόλογη μπορεί να θεωρηθεί η τρέχουσα βδομάδα (17-24/102013) όταν από τις πέντε νέες πρεμιέρες οι δυόμισι είναι σημαντικές! Το μισό πηγαίνει στην ταινία του Φρανσουά Οζόν «ΝΕΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΦΗ»...
Εκπληκτική η «γραφή» της ρουμάνικης «ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ». Χαμηλού κόστους ακτινογραφία της ελευθερίας, των δικαιωμάτων και της ισότητας, που προσφέρει η καπιταλιστική παλινόρθωση στους μη προνομιούχους «υπηκόους».
Πολύ δυνατή –παρά τις ενστάσεις που θα μπορούσε να προβάλλει κάποιος για αφηγηματική χειραγώγηση– η αμερικάνικη «ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ» με μια ιστορία που θα μπορούσε, τις εποχές της μετωπικής επίθεσης του συστήματος, να συμβεί στον καθένα από μας, στον άσπιλο κι αγγελικό δυτικό βέβαια, κόσμο...
_____________________
ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΟΖΟΝ
Νέα και όμορφη
Νέα και όμορφη
Ή, η διπλή ζωή της Ιζαμπέλ. Η 14η ταινία του Φρανσουά Οζόν κολυμπά σε βαθιά νερά με το πορτρέτο της πανέμορφης, αινιγματικής 17χρονης - από καλοβαλμένη αστική οικογένεια - που εκπορνεύεται. Η ιστορία της ταινίας κινείται στο πλαίσιο των τεσσάρων εποχών του χρόνου υπό τις μελωδίες τεσσάρων αισθαντικών τραγουδιών με τη μελαγχολική φωνή της Φρανσουάζ Αρντί, για ουτοπικούς εφηβικούς έρωτες... Μέσα από το εύκολο αυτό αφηγηματικό σύστημα και από την οπτική του μικρού αδελφού της πρωταγωνίστριας, η ταινία που με σχετικό αμοραλισμό προτάσσει μια εύθραυστη αλλά ταυτόχρονα αισθησιακή σεξουαλικότητα, αφήνει τη γεύση ενός έργου ημιτελούς παρά το γεγονός ότι ο Οζόν δίνει ένα προφανές κλειδί ανάγνωσης (απουσία του πατέρα, άνδρες ηλικιωμένοι), τόσο όμως ισχνό που αισθάνεται κανείς ότι ουδόλως προσεγγίζει ή κάνει νύξη για το ουσιαστικό πώς και γιατί η Ιζαμπέλ εκδίδεται...
Η ομορφιά της Ιζαμπέλ, που θυμίζει την εκπληκτική Λετίσια Καστά στα νιάτα της, κατακλύζει την οθόνη. Εφηβη, όμορφη και αχόρταγη, ποτισμένη από τη μελαγχολία της δύσκολης ηλικίας, την εύκολη απογοήτευση και την αηδία για την υποκρισία του κόσμου των μεγάλων. Βυθισμένη στη μυστικότητα και την παρανομία, έννοιες εγκατεστημένες στο επίκεντρο της ιστορίας.
Η Ιζαμπέλ είναι μια «συνηθισμένη» 17χρονη που όμως δε θέλει να αισθάνεται πια έφηβη, ιδιαίτερα μετά από την πρώτη ερωτική της εμπειρία - που αποζήτησε η ίδια - και την παταγωδώς απογοητευτική αποτυχία της, που την έσπρωξε στο να σταματήσει να «ονειρεύεται»... Τώρα πια εκφράζει επιθυμίες ενήλικης... Επιστρέφοντας το φθινόπωρο στο Παρίσι από τις καλοκαιρινές διακοπές, θα ανακαλύψει στο ιντερνέτ ένα σπουδαίο, ζωτικό γι' αυτήν ενδιαφέρον... Της δίνεται η ευκαιρία να δουλεύει σαν πόρνη με εργαλείο το διαδίκτυο, να κλείνει πελάτες και ταρίφα... Μέχρι την ώρα που γονείς και περίγυρος ανακαλύπτουν με τι ασχολείται η έφηβη...
Ο επιτηδευμένος ρεαλισμός του Οζόν δεν περιλαμβάνει επικρίσεις, κλισέ ή ηδονοβλεψία. Ταλαντεύεται συνεχώς ανάμεσα στο «ελαφρό» και το «σοβαρό», στην εγγύτητα και την απόσταση. Η ταινία υιοθετεί έναν επίπεδο, μονοσήμαντο τόνο, που συνάδει με τη δεδηλωμένη πρόθεση του σκηνοθέτη, την πλήρως ελεγχόμενη αλλά γεμάτη ασάφεια. Ο Οζόν δεν προβάλλει τη «θέση» του, δεν κάνει νύξεις για τυχόν αιτίες που οδήγησαν στην απόφαση της Ιζαμπέλ -που δεν ψάχνει λεφτά ή σεξουαλική ικανοποίηση- αλλά προτάσσει μια κατάσταση και αναπτύσσοντας τις ηθικές -και όχι μόνο- επιπτώσεις, αφήνει στο θεατή την «ταξινόμηση»... Κάτι, που αναμφισβήτητα καθιστά την ταινία αμφιλεγόμενη μεν, «προβοκάτορα» συζητήσεων δε...
Η σκηνοθεσία του Οζόν που αποφεύγει τις παγίδες της ηδονοβλεψίας, είναι ψυχρά διακριτική, ευαίσθητη και χωρίς πάθος ουδέτερη, με μια ακρίβεια που προσδιορίζει την αποδοτικότητα... Η κάμερά του καρφώνει την Ιζαμπέλ με κομψότητα -τις στιγμές που είναι λιγότερο μυστήριο και περισσότερο πρόκληση, λιγότερο αινιγματική και περισσότερο επιθυμητή- δεν τη «χτυπά», δεν αναζητά τη λάμψη ή τη ρήξη. Παρά ταύτα, διατρέχει τον κίνδυνο όλο αυτό το μορφικό κατασκεύασμα να εκληφθεί ως «προσποιητό», παρότι ο σκηνοθέτης ξέρει όσο λίγοι, να δημιουργεί ατμόσφαιρα. Η ταινία, που μοιάζει να κοιτάζει τον εαυτό της από απόσταση -σαν την Ιζαμπέλ όταν η ίδια κάνει έρωτα στην παραλία- ουδέποτε πέφτει στην υπερβολή ή τη χυδαιότητα.Βέβαια, τον Οζόν τον έχουμε γνωρίσει πολύ πιο κακόβουλο, τολμηρό και αιχμηρό στην κοινωνική του κριτική.
Ο σκηνοθέτης δεν εικονογραφεί το πορτρέτο μιας γενιάς, ούτε κάνει μια ταινία με θέμα την πορνεία των σπουδαστριών.
Πρόθεσή του μάλλον ήταν να «παίξει» με μια γαλήνια αδιαφάνεια ανάμεσα στο θεατή και αυτό το γοητευτικό πλάσμα της οθόνης, με μια ταινία που πήρε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του τελευταίου φεστιβάλ των Καννών.
Η χάρη της πρωταγωνίστριας, το χαμόγελο και η τόλμη της δεν στάθηκαν όμως αρκετά για να της χαρίσουν την πρωτιά ανάμεσα στις πρωτοεμφανιζόμενες στάρλετ, γιατί, για κακή της τύχη, στο φετινό φεστιβάλ υπήρξε συνωστισμός «Λολίτων», πιο επιθετικών και «έτοιμων για τα πάντα» από την Μαρίν Βακτ. Αυτές τις «Λολίτες» θα τις δούμε στο τέλος του μήνα στη «ΖΩΗ ΤΗΣ ΑΝΤΕΛ»...
Πρόθεσή του μάλλον ήταν να «παίξει» με μια γαλήνια αδιαφάνεια ανάμεσα στο θεατή και αυτό το γοητευτικό πλάσμα της οθόνης, με μια ταινία που πήρε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του τελευταίου φεστιβάλ των Καννών.
Η χάρη της πρωταγωνίστριας, το χαμόγελο και η τόλμη της δεν στάθηκαν όμως αρκετά για να της χαρίσουν την πρωτιά ανάμεσα στις πρωτοεμφανιζόμενες στάρλετ, γιατί, για κακή της τύχη, στο φετινό φεστιβάλ υπήρξε συνωστισμός «Λολίτων», πιο επιθετικών και «έτοιμων για τα πάντα» από την Μαρίν Βακτ. Αυτές τις «Λολίτες» θα τις δούμε στο τέλος του μήνα στη «ΖΩΗ ΤΗΣ ΑΝΤΕΛ»...
Ο τίτλος της ταινίας «ΝΕΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΦΗ» παραπέμπει στο κοριτσίστικο περιοδικό «Jeune & jolie», δυο επίθετα που κολλάνε γάντι στην πανέμορφη Ιζαμπέλ...
Παίζουν: Μαρίν Βακτ, Γιόχαν Λέισεν, Σαρλότ Ράμπλινγκ, Φρεντερίκ Πιερό, Ζεραλντίν Πελάς, κ.ά.
Παραγωγή: ΓΑΛΛΙΑ (2013)
ΡΑΪΑΝ ΚΟΥΓΚΛΕΡ
Μια στάση πριν το τέλος
Μια στάση πριν το τέλος
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του μαύρου Ράιαν Κούγκλερ ανοίγει με ένα θολό και κουνημένο βίντεο - τραβηγμένο με κινητό - στο οποίο αποτυπώνονται οι τελευταίες δραματικές στιγμές της ζωής του 22χρονου μαύρου Αμερικανού, πεσμένου στο έδαφος με χειροπέδες στα χέρια, Οσκαρ Γκαντ, πριν την εν ψυχρώ δολοφονία του από λευκό αστυνομικό, τις πρώτες ώρες της Πρωτοχρονιάς του 2009, στην πλατφόρμα του προαστιακού τρένου, στο σταθμό Φρουτβέιλ. Και αυτό είναι ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας «FRUITVALE STATION». Ο πυροβολισμός που ακούγεται, που σταματά την ανάσα και μαυρίζει την οθόνη, σηματοδοτεί την αρχή της φλας μπακ αφήγησης, της δραματοποιημένης αναπαράστασης, της τελευταίας μέρας του νεαρού «μάρτυρα»...
Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Κούγκλερ δένει μαζί μικρές σκηνές και φτιάχνει ένα σύνθετο πορτρέτο ενός ιδιότροπου Οσκαρ που προσπαθεί να βάλει τη ζωή του στο σωστό δρόμο. Ουδόλως ενδιαφέρει αν το θύμα όντως ήταν ή δεν ήταν όπως περιγράφεται, μια που πρόκειται για ταινία μυθοπλασίας βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα. Ομως, δεν θα έπρεπε αυτή η απλοϊκή επιλογή του σκηνοθέτη να μας οδηγήσει σε συναισθηματική χειραγώγηση μόνο και μόνο γιατί ο ήρωας ήταν καλό παιδί. Η αμερικανική αυτή «φυλετική» τραγωδία προστίθεται σε χιλιάδες παρόμοιες και αποκαλύπτει ότι «το καζάνι σιγοβράζει» σε έναν τόπο που κυοφορεί αναταραχές.
Η καθημερινότητα διαγράφει τροχιά έκρηξης, φορτισμένη από την ταξική ανισότητα της κοινωνίας, τις φυλετικές διακρίσεις, τις θρησκευτικές αιρέσεις κάθε λογής κι απόχρωσης. Οι συγκρούσεις λες και είναι έτοιμες να ξεσπάσουν από στιγμή σε στιγμή και, στην κυριολεξία, από την ελαχιστότατη αφορμή. Η πλειοψηφία των λευκών και των πλούσιων φροντίζει να αναπαράγει σενάρια καταστροφής που κάνει το φυλετικό φόβο να μεγαλώνει. Η υπόθεση Ρόντνεϊ Κινγκ στο Σίμι Βάλεϊ απέδειξε ότι υπάρχουν άνθρωποι στην Καλιφόρνια που θεωρούν ότι το καθήκον της αστυνομίας για την αποκατάσταση της τάξης ισούται με την προστασία των λευκών από τους μαύρους.
«Μισούν τους λευκούς. Αυτό είναι!», ανέφερε κάπου μια ηλικιωμένη λευκή, προσθέτοντας ότι κάθε φορά που αντικρίζει έναν μαύρο στη γειτονιά της, την καταλαμβάνει παρανοϊκή υστερία... Η ίδια υστερία που κατέλαβε τους αστυνομικούς που βλέπουμε στην ταινία... Στις ΗΠΑ υπάρχουν πολλά Σίμι Βάλεϊ.
Έρευνα της εποχής των ταραχών του Λος Αντζελες έδειξε ότι περισσότεροι από τους μισούς μη μαύρους κατοίκους της χώρας θεωρούν ότι οι αφροαμερικανοί είναι λιγότερο έξυπνοι από τους λευκούς.
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, το 78% των ερωτηθέντων είχαν την πεποίθηση ότι οι μαύροι προτιμούν να ζουν από τα κοινωνικά επιδόματα.
Η άποψη λοιπόν της πλειοψηφίας καταγράφεται ευκρινώς: Οι αφροαμερικανοί συνιστούν βάρος για τις ΗΠΑ τόσο πνευματικό όσο κοινωνικό και οικονομικό. Η συγκεκριμένη άποψη εισάγει με τη σειρά της ανατριχιαστικές προοπτικές για τον μαύρο πληθυσμό όταν το μεγαλύτερο τμήμα των συμπατριωτών τους, των λευκών, τους αντιμετωπίζει σαν βάρος.
Η καθημερινότητα διαγράφει τροχιά έκρηξης, φορτισμένη από την ταξική ανισότητα της κοινωνίας, τις φυλετικές διακρίσεις, τις θρησκευτικές αιρέσεις κάθε λογής κι απόχρωσης. Οι συγκρούσεις λες και είναι έτοιμες να ξεσπάσουν από στιγμή σε στιγμή και, στην κυριολεξία, από την ελαχιστότατη αφορμή. Η πλειοψηφία των λευκών και των πλούσιων φροντίζει να αναπαράγει σενάρια καταστροφής που κάνει το φυλετικό φόβο να μεγαλώνει. Η υπόθεση Ρόντνεϊ Κινγκ στο Σίμι Βάλεϊ απέδειξε ότι υπάρχουν άνθρωποι στην Καλιφόρνια που θεωρούν ότι το καθήκον της αστυνομίας για την αποκατάσταση της τάξης ισούται με την προστασία των λευκών από τους μαύρους.
«Μισούν τους λευκούς. Αυτό είναι!», ανέφερε κάπου μια ηλικιωμένη λευκή, προσθέτοντας ότι κάθε φορά που αντικρίζει έναν μαύρο στη γειτονιά της, την καταλαμβάνει παρανοϊκή υστερία... Η ίδια υστερία που κατέλαβε τους αστυνομικούς που βλέπουμε στην ταινία... Στις ΗΠΑ υπάρχουν πολλά Σίμι Βάλεϊ.
Έρευνα της εποχής των ταραχών του Λος Αντζελες έδειξε ότι περισσότεροι από τους μισούς μη μαύρους κατοίκους της χώρας θεωρούν ότι οι αφροαμερικανοί είναι λιγότερο έξυπνοι από τους λευκούς.
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, το 78% των ερωτηθέντων είχαν την πεποίθηση ότι οι μαύροι προτιμούν να ζουν από τα κοινωνικά επιδόματα.
Η άποψη λοιπόν της πλειοψηφίας καταγράφεται ευκρινώς: Οι αφροαμερικανοί συνιστούν βάρος για τις ΗΠΑ τόσο πνευματικό όσο κοινωνικό και οικονομικό. Η συγκεκριμένη άποψη εισάγει με τη σειρά της ανατριχιαστικές προοπτικές για τον μαύρο πληθυσμό όταν το μεγαλύτερο τμήμα των συμπατριωτών τους, των λευκών, τους αντιμετωπίζει σαν βάρος.
Τίποτα θεαματικό δεν υφίσταται στην προσέγγιση του Κούγκλερ. Ούτε και η ταινία του είναι φανταχτερή και πρωτότυπη. Πρόκειται για ένα προσεκτικής παρατήρησης πορτρέτο των «μεσαίων» και φτωχών στρωμάτων των πληθυσμών -σε χειρότερη θέση από τους ταξικά αντίστοιχους λευκούς γιατί είναι μετανάστες ή μαύροι- και την οξεία αίσθηση της αδικίας που διέπει τους έγχρωμους αδικημένους πληθυσμούς, που με τη σειρά τους απαντούν και αυτοί ρατσιστικά. Η θέση του δημιουργού της ταινίας δείχνει να ταλαντεύεται ανάμεσα στις θέσεις που πρέσβευε ο γοητευτικός μαύρος ηθοποιός Μπιλ Κόσμπι ως γιατρός Χάξταμπλ σε δημοφιλέστατο τηλεοπτικό σίριαλ -που προβαλλόταν κάποια (πολλά) χρόνια πριν- και οι ταινίες του σκηνοθέτη Σπάικ Λι.
Ο γιατρός Χάξταμπλ συνιστά σύμβολο του ονείρου των λευκών, για έναν μαύρο πληθυσμό οικονομικά αυτοδύναμο, που να αντιγράφει αναντίρρητα και να ευθυγραμμίζεται πλήρως με τον «καπιταλιστικό» τρόπο ζωής. Στην ταινία «Ο ΠΥΡΕΤΟΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ», ο Σπάικ Λι αντιπαραθέτει μια σιωπηλή πολεμική στον ειδυλλιακό οικογενειακό πυρήνα του Κόσμπι. Ο μαύρος ήρωας στην ταινία του Λι εγκαταλείπει τη σύζυγο και την κόρη του για μια λευκή γυναίκα. Ομως, δεν περνά πολύς καιρός κι η σχέση τους καταρρέει κάτω από το βάρος των προκαταλήψεων που τους περιβάλλουν. Κατά τη ροή της αφήγησης ο Λι αποκαλύπτει το ψέμα για το αμερικάνικο «χωνευτήρι».
Ο γιατρός Χάξταμπλ συνιστά σύμβολο του ονείρου των λευκών, για έναν μαύρο πληθυσμό οικονομικά αυτοδύναμο, που να αντιγράφει αναντίρρητα και να ευθυγραμμίζεται πλήρως με τον «καπιταλιστικό» τρόπο ζωής. Στην ταινία «Ο ΠΥΡΕΤΟΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ», ο Σπάικ Λι αντιπαραθέτει μια σιωπηλή πολεμική στον ειδυλλιακό οικογενειακό πυρήνα του Κόσμπι. Ο μαύρος ήρωας στην ταινία του Λι εγκαταλείπει τη σύζυγο και την κόρη του για μια λευκή γυναίκα. Ομως, δεν περνά πολύς καιρός κι η σχέση τους καταρρέει κάτω από το βάρος των προκαταλήψεων που τους περιβάλλουν. Κατά τη ροή της αφήγησης ο Λι αποκαλύπτει το ψέμα για το αμερικάνικο «χωνευτήρι».
Ο Κόσμπι και ο Λι εκπροσωπούσαν διαφορετικές τάσεις του κινήματος των δικαιωμάτων του πολίτη. Πίσω από τον Κόσμπι βρίσκεται ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ που ονειρευόταν «πέρα από το ρατσισμό», οραματιζόμενος μια φιλελεύθερη γη της επαγγελίας. Ο Λι έχει αφετηρία τον Μάλκομ Χ και τους Μαύρους Πάνθηρες, που αντιλαμβάνονται το ρατσισμό σαν συστατικό στοιχείο της φύσης του αμερικανικού καπιταλισμού. Πάλευαν διαφυλάσσοντας την ιδιαιτερότητά τους και ορθώνοντας το στρατευμένο τους ανάστημα, με την πεποίθηση ότι το κυρίαρχο σύστημα πρέπει να καταλυθεί και να αντικατασταθεί από κάποιο «άλλο», προϋπόθεση για να μπορέσουν μαύροι και λευκοί να ζήσουν μαζί.
Κι όπως συνέβη με την περίπτωση του μαύρου Ρόντνεϊ Κινγκ το 1992 -όταν η αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου για τους τέσσερις αστυνομικούς που τον «σκότωσαν» κυριολεκτικά στο ξύλο όταν βρέθηκε να οδηγεί πιωμένος, προκάλεσε τις πολυήμερες, αιματηρές ταραχές στην ευρύτερη περιοχή- έτσι και η δολοφονία του Γκραντ γρήγορα πήρε διαστάσεις πολιτικού γεγονότος.
Να τη δείτε!
Να τη δείτε!
Παίζουν: Μάικλ Τζόρνταν, Μελόνι Ντίαζ, Αριάνα Νιλ, Αννα Ο' Ρέιλι, Οκτάβια Σπένσερ, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2013)
Μητρότητα και εξουσία στην εποχή της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στη Ρουμανία. Ο σκηνοθέτης -γεννημένος το 1975- φέρνει στο φως όλη την υποκρισία, τεκμηριώνοντας σε χοντρές γραμμές το αναγνωρίσιμο πλέον πλέγμα στο οποίο οφείλει τη λειτουργία του το «σύστημα», πλέγμα ποικιλόμορφης χειραγώγησης που στήνει για να εξυπηρετείται η αστική τάξη, μέσα από μια ιστορία ταξικής αντιπαράθεσης, στην ίντριγκα της οποίας χωρούν τα πάντα, ακόμα και οικογενειακές ή και πολύ «προσωπικές» περιπτώσεις. Η ταινία συνιστά ένα ενοχλητικό, σχεδόν κυνικό μωσαϊκό, χωρίς ψευδαισθήσεις, που ξεδιπλώνει το πνεύμα της σύγχρονης πάλης των τάξεων. Η πλήρης αναισθητοποίηση των συναισθημάτων -εδώ συνέπεια ενός μοιραίου λάθους- ανήκει στην κατανομή των προτεραιοτήτων στην καπιταλιστική κοινωνία. Η ταινία μπορεί να καταλήγει με κάποιο φαινομενικό «άνοιγμα» προς έναν επιφανειακό ανθρωπισμό που όμως με τίποτα δεν μπορεί να σημαίνει «λύτρωση».
Ταινία, που δικαίως βραβεύτηκε με τη «Χρυσή Αρκτο» καλύτερης ταινίας και το βραβείο FIPRESCI στο φετινό φεστιβάλ του Βερολίνου, και εστιάζει στη σχέση μιας αστής μητέρας με τον 34χρονο μοναχογιό της, ο οποίος ένα βράδυ προκάλεσε θανατηφόρο αυτοκινητικό δυστύχημα, παρασύροντας ένα 14χρονο αγόρι από τις φτωχές περιοχές που διέσχιζε τον αυτοκινητόδρομο.
Η ταινία σε όλο της το μήκος και πλάτος ασχολείται με τη αστή μητέρα -μια γυναίκα με υψηλές κοινωνικές και πολιτικές γνωριμίες- που προσπαθεί να απαλλάξει από την κατηγορία της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας το γιο της χρησιμοποιώντας -με κυνική αλαζονεία- όλα τα θεμιτά, αλλά κυρίως αθέμιτα μέσα.
Η ταινία του Νέτζερ που πάλλεται από ένταση, αποκαλύπτει, σε πρώτο επίπεδο, τη χυδαιότητα και την υποκρισία της κυρίαρχης τάξης, θέση που δεν έχει ανάγκη από σκηνοθετικές δεξιοτεχνίες ώστε να γίνει όχημα η ιδέα. Η σκηνοθεσία είναι «στεγνή» και επικεντρωμένη στο μικρόκοσμο της 60χρονης μητέρας του θύτη Κορνέλια (εκπληκτική όντως η ερμηνεία της Λουμινίτσα Γκεοργκίου) και στη διάτρητη από μικροπρεπείς ίντριγκες -που η ίδια θεωρεί αυτονόητες- και υπεκφυγές, καθημερινότητά της. Κι όλ' αυτά, γιατί η κοινωνική της θέση, της επιτρέπει να τα κάνει...
Η ρουμάνικη αυτή ταινία που χλευάζει την «ισότητα των πολιτών» στην αστική δημοκρατία, είναι ένα ολοκληρωμένο έργο, ισορροπημένο και ιδιαίτερα ενδιαφέρον, που παίζει με την αργή ανάπτυξη του πάθους και της δραματικότητας.
Στο πλαίσιο της σάπιας από διαφθορά καπιταλιστικής κοινωνίας, μπαίνει στο μικροσκόπιο η οικουμενική φιγούρα της μητέρας, μέσα από δύο μάνες που έχασαν τα παιδιά τους.
Η αστή μάνα «χάνει» το γιο της που τον θεωρεί ιδιοκτησία της και η φτωχή μάνα χάνει όντως το παιδί της που παθαίνει από το καπρίτσιο του πλούσιου με «Audi» να προσπεράσει μια «Mercedes» με 140 χλμ./ώρα.
Στο πλαίσιο της σάπιας από διαφθορά καπιταλιστικής κοινωνίας, μπαίνει στο μικροσκόπιο η οικουμενική φιγούρα της μητέρας, μέσα από δύο μάνες που έχασαν τα παιδιά τους.
Η αστή μάνα «χάνει» το γιο της που τον θεωρεί ιδιοκτησία της και η φτωχή μάνα χάνει όντως το παιδί της που παθαίνει από το καπρίτσιο του πλούσιου με «Audi» να προσπεράσει μια «Mercedes» με 140 χλμ./ώρα.
Μετά το διάλειμμα η ταινία μοιάζει να αλλάζει πορεία. Χάνει τον έντονα κοινωνικό της χαρακτήρα και μπαίνει σε πιο προσωπικές ατραπούς για να μπορέσει μέσα από ένα απρόσμενο φινάλε που αδυνατίζει όλο το εγχείρημα, να μπει σε οικουμενικά θέματα του τύπου: συγχώρεση, αποδοχή, κατανόηση...
Πρόκειται για ένα σινεμά θεοζώντανης, καταπληκτικής γραφής που πατά στη συμβατική έκφραση για να απογειωθεί... παρά το γεγονός ότι η κάμερα στον ώμο που κινείται με γρήγορους ρυθμούς και το απότομο, αποφασιστικό μοντάζ, λίγο ...ζαλίζει. Μην τη χάσετε!
Παίζουν: Λουμινίτσα Γκεοργκίου, Μπόγκνταν Ντουμίτρας, Ιλινκα Γκόια, κ.ά.
Παραγωγή: ΡΟΥΜΑΝΙΑ (2013)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου