Επτά κομμένα κεφάλια
Απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο της Μαρίας Σιδέρη, στελέχους της ΕΠΟΝ και του ΚΚΕ, με τίτλο Χρόνια Οδύνης (εκδ. Μοχλός, Αθήνα 1992)
Μέσα στο κρατητήριο της χωροφυλακής έμεινα ξεχασμένη καμιά εικοσαριά μέρες. Είχαμε μπει για τα καλά στο χειμώνα. Το κρύο όσο πήγαινε και δυνάμωνε. Έξω ήταν όλα κάτασπρα από το χιόνι. Η θερμοκρασία κάτω από το μηδέν και δεν είχα ένα ρουχαλάκι να ρίξω στα παγωμένα πόδια μου. Δεν είχα που να κάτσω και να κοιμηθώ. Είτε στο παγωμένο πάτωμα ή σε έναν παλιό καναπέ γεμάτο ψείρες. Μετά από ένα μήνα επέτρεψαν στη μητέρα μου να μου φέρει φαγητό και μια κουβέρτα. Τόσο καιρό έτρωγα τα ξεροκόμματα των χωροφυλάκων οι οποίοι μου είχαν δώσει και μια παλιά ψειριασμένη κουβέρτα. Δεν ένιωθα καμιά ασφάλεια μέσα σε εκείνη τη μικρή αποθήκη-κρατητήριο. Οι χωροφύλακες, κάθε φορά που γύριζαν από επιχειρήσεις, περνούσαν έξω από την αποθήκη και από εκεί έξω ξεσπούσαν τη μανία τους με ακατονόμαστες βρισιές. Από το βαθμό της οργής τους καταλάβαινα εάν είχαν επιτυχίες ή αποτυχίες στις επιχειρήσεις. Τις βρισιές και τα αισχρόλογα μου είναι αδύνατον να τα επαναλάβω. Άρχιζαν από "Βουλγάρα πουτάνα" και κατέληγαν σε βρισιές ακατονόμαστης χυδαιότητας.
Εκεί δεν είχαμε πολλές ανακρίσεις. Παραδεχτήκαμε πως εμείς ρίξαμε τις προκηρύξεις και τελείωσαν εκεί. Εκείνο που σκεφτόμουν και με γέμιζε φόβο ήταν οι νύχτες που γύριζαν οι χωροφύλακες από τις επιχειρήσεις. Ένα βράδυ άκουσα φασαρία κάτω στην αυλή. "Γύρισαν" είπα. Ήμουν ξαπλωμένη στον καναπέ, τυλιγμένη στην κουβέρτα μου για να κοιμηθώ. Ανασηκώθηκα και αφουγκράστηκα να καταλάβω γιατί κάνουν τόση φασαρία. Κάτι έσερναν μέσα από το αυτοκίνητο και μετά το πέταξαν κάτω. Αφού τελείωσε το ξεφόρτωμα, άκουσα γέλια και τραγούδια. Ένας χωροφύλακας πάνω από τη σκοπιά του τραγουδούσε την "Ιτιά". Τι όμορφα που το έλεγε!
Πλησίασα στο παράθυρο για να τον ακούω καλύτερα. Πριν φτάσω όμως, ακούω βήματα στο γραφείο του αστυνόμου και σε ένα λεπτό ανοίγει η πόρτα και μπαίνουν μέσα πέντε χωροφύλακες κρατώντας ένα τσουβάλι. Μόλις τους είδα, χτύπησε η καρδιά μου. Κάτι κακό θα μου κάνουν, σκέφτηκα κι έτσι που ήταν κουκουλωμένοι με κάτι χακί κουκούλες, δεν μπορούσα να καταλάβω τις διαθέσεις τους από την έκφραση του προσώπου τους. Η αγωνία μου κράτησε λίγο. Ακούμπησαν κάτω το τσουβάλι που κράταγαν δύο χωροφύλακες. Εγώ κοίταγα μια το τσουβάλι μια αυτούς. Αυτοί με κοιτούσαν και γέλαγαν. Λέει ο ένας νοματάρχης στον άλλο "Δεν κάνει, ας τα πάρουμε από εδώ". "Πού να τα πάω;" λέει ο άλλος. "Θα τα φάνε τα σκυλιά και θα με βάλει πάγο ο αστυνόμος" Τι να έχουν μέσα αναρωτήθηκα εγώ. "Αύριο πρέπει να τα πάμε στην πλατέια" και γνέφει σε έναν από τους χωροφύλακες να τα αδειάσει. Λύνοντας ο χωροφύλακας το τσουβάλι, ο νοματάρχης συμπλήρωσε: "Τι φοβάσαι, μην πειράξουν τη συναγωνίστρια;" Οι άλλοι γέλασαν.
"Ίσα- ίσα, θα έχει και παρέα απόψε" είπε κάποιος άλλος. Και αδειάζουν μεμιάς από το τσουβάλι μπροστά στα πόδια μου επτά ανθρώπινα κεφάλια. Ήταν φοβερό το θέαμα. Τα κοίταγα με ορθάνοιχτα τα μάτια, χωρίς να μπορώ να τα ξεκολλήσω από πάνω τους. Τα μάτια τους ήταν άλλων ορθάνοιχτα, άλλων κλειστά. Τα μαλλιά τους ανάκατα κολλημένα στο πρόσωπό τους. Ο λαιμός τους... Θεέ μου, τι φριχτό πράγμα! Σου θύμιζαν τα σφαγμένα κεφάλια σε κάποιο χασάπικο. Την ηλικία τους δεν ήταν δυνατόν να την προσδιορίσω. Πρέπει να ήταν νέοι. Δύο μόνον είχαν μουστάκια και γένια, ίσως και να κάνω λάθο. Έτσι που ήταν πασαλειμμένα με παγωμένα αίματα τα πρόσωπά τους ήταν κάπως δύσκολο να προσδιορίσω την ηλικία τους.
Όλη την ώρα που εγώ κοίταγα τα κεφάλια, οι χωροφύλακες κοίταγαν εμένα. Θα περίμεναν να βάλω τις φωνές, ίσως και τα κλάματα. Δεν έγινε τίποτα από τα δύο. Τα πόδια μου όμως έτρεμαν και το στομάχι μου χοροπηδούσε. Δεν ήθελα σε καμιά πε΄ριπτωση να το καταλάβουν αυτό. Κάνοντας ένα μορφασμό, γύρισα προς το παράθυρο, όπου ακόμα ακουγόνταν το τραγούδι. Εκείνοι με βρίζανε, μα εγώ δεν απαντούσα. Αν απαντούσα θα καταλάβαιναν αμέσως την ταραχή μου από τη φωνή μου που έτρεμε. Παρακάλαγα να φύγουν γρήγορα γιατι μου ερχόνταν να κάνω εμετό και δεν ήθελα να με δουν αυτά τα κτήνη.
Εκείνη την ώρα δε με ενοχλούσαν τα αισχρά τους πειράγματα. Τέλος πάρθηκε η απόφαση τι θα τα κάνουν τα κεφάλια. Άκουσα τον νοματάρχη να λέει "Μαζέψτε τα και βάλτε τα στο σακί". Σκύβοντας οι χωροφύλακες να τα μαζέψουν ξαφνικά τους φώναξε να σταματήσουν και είπε: "Όχι αδειάστε τα και βάλτε τα κάτω από τον καναπέ". Και τι είπε με τέτοιο τρόπο που δεν δέχονταν άλλη συζήτηση. Αυτό και έγινε. Μάλιστα ένα το κλώτσησε κάποιος για να πάει πιο μέσα. Το στομάχι μου τώρα πήγαινε να σπάσει. Μόλις βγήκαν έξω και κλείδωσαν την πόρτα εγώ μαζεύτηκα κοντά στο παράθυρο και κοίταγα συνέχεις έξω. Φοβόμουνα να κοιτάξω προς τα μέσα. Το τραγούδι του χωροφύλακα δεν μου έκανε πια καμιά εντύπωση. Ούτε και το άκουγα πια.
Κουράστηκα και είπα να κάτσω λίγο εκεί κοντά στο παράθυρο. Το κρύο όμως ήταν τσουχτερό και όπως καθόμουν κοντά στο παράθυρο είχα ξυλιάσει. Πλησίασα τον καναπέ, πηρα την κουβέρτα και τυλίχτηκα μεσα σε αυτήν. Είπα πως θα μπορούσα να ζεσταθώ και να σταματήσει το στομάχι μου να με ενοχλεί. Το σκέφτηκα λίγο και το πήρα απόφαση. Ανέβηκα πάνω στον καναπέ και κάθισα. Σε λ΄γιο άρχισαν να κλείνουν τα μάτια μου. Μα μόλις θυμόμουν τα κεφάλια πεταγόμουν επάνω, έφτιαχνα λίγο την κουβέρτα και γυρισμένη πάντα προς τον τοίχο, προσπαθούσα να σκέφτομαι άλλα πράγματα. Κουκουλωμένη τώρα στην κουβέρτα σιγά-σιγά ζεστάθηκα και κατά τα ξημερώματα πια με πήρε ο ύπνος. Και θα κοιμόμουνα έτσι πολλές ώρες με τόση κούραση που είχα, αν δεν με ξύπναγε ο αστυνόμος με τις φωνές του.
"Την Παναγία σας. Δεν βρήκατε που αλλού να τα πατε;" Σε ένα λεπτό ήταν κιόλας μέσα. Σταμάτησε και έριξε μια ματιά σε μένα με απορία σαν να με έβλεπε πρώτη φορά. Ύστερα πήγε κοντά στον τοίχο, έσκυψε και κοίταξε κάτω από τον καναπέ. Εγώ στο μεταξύ ανασηκώθηκα και τράβηξα με το πόδι μου την κουβέρτα, που χωρίς να το καταλάβω στο ύπνο μου είχε κρεμάσει κάτω από τον καναπέ και εμπόδιζε να δει ο αστυνόμος τα κομμένα κεφάλια. Γύρισε προς τον τοίχο κάνοντας ένα μορφασμό αηδίας και φώναξε "Πάρτε τα από εδώ γρήγορα". Αμέσως οι χωροφύλακες πήραν το τσουβάλι και άρχισαν να τα μαζεύουν. Εγώ εκεί πάνω στον καναπέ μαζεμένη, ακίνητη και αμίλητη, παρακολουθούσα τα μάζεμα. Τα πήραν και φύγανε. Πίσω τους έφυγε και ο αστυνόμος, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Την ημέρα δεν την κλείδωναν.
Σε λίγο ξαναμπήκε ο αστυνόμος μαζί με έναν άλλον αστνομικό. Του έδειξε τον καναπέ. "Εδώ βρήκαν να τα βάλουν... Το Χριστό τους, να μου βρομίσουν την αποθήκη" Και εγώ, που για μια στιγμή πίστεψα πως φώναξε να τα πάρουν από εκεί γιατί λυπήθηκε εμένα, έφριξα όταν κατάλαβα πως για το πάτωμα νοιάστηκε και όχι για μένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου