27 Ιαν 2014

ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ Ο καβγάς που κρύβει τη στρατηγική σύμπλευση...

ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ
Ο καβγάς που κρύβει τη στρατηγική σύμπλευση...

Eurokinissi
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στην κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ για δευτερεύοντα ζητήματα, αλλά και με κάλπικες διαχωριστικές γραμμές, είναι κάτι που βολεύει και τους δύο, αφού ουσιαστικά τους βοηθάει να αποπροσανατολίσουν από εκείνα τα κρίσιμα που διαμορφώνουν τη ζοφερή για το λαό πραγματικότητα και που θα έπρεπε να αποτελούν κριτήριο σκέψης και προβληματισμού για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα.

Βεβαίως, δεν είναι η πρώτη φορά που διαμορφώνεται κλίμα όξυνσης με ανούσιες διαχωριστικές γραμμές, προκειμένου να επιτευχθεί η συσπείρωση, η λαϊκή χειραγώγηση και στοίχιση πλατιών λαϊκών δυνάμεων πίσω απ' τον έναν ή τον άλλο διαχειριστή της αστικής εξουσίας, κάτω τελικά απ' τις δικές της σημαίες.
Ομως, σήμερα μπορούμε να πούμε ότι η τεχνητή όξυνση είναι επιπλέον αναγκαία, αφού οι διαφορές των δύο μειγμάτων διαχείρισης των δύο κομμάτων δεν είναι και πολύ μεγάλες. Στην ουσία, διαφωνούν στον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να γίνει η ρύθμιση του χρέους, η διαπραγμάτευση με τους δανειστές («κούρεμα» ή διαγραφή μέρους του;), πώς θα ολοκληρωθεί η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, με ποιες προτεραιότητες θα χρηματοδοτηθεί η επιχειρηματική δραστηριότητα, πώς θα εξασφαλιστεί η ενεργητική συναίνεση των εργαζομένων στους στόχους της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Βολεύει και τους δύο
Πάντα, τα αστικά κόμματα προσπαθούν να κρύψουν το κύριο: ότι οι επιλογές άσκησης πολιτικής δεν καθορίζονται από τις διαθέσεις, τη θέλησή τους ή από την ιδεολογία τους. Αλλά καθορίζονται από τις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας άμεσες και απώτερες. Με βάση αυτές ασκούν «οικονομική διαχείριση», συμμετέχουν στις διάφορες ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και διακρατικές ενώσεις. Βεβαίως, για το πώς θα εξυπηρετηθούν αυτές οι ανάγκες υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις, ειδικά σε περιόδους που η κρίση αλλάζει ισορροπίες και οξύνει αντιφάσεις και αντιθέσεις τόσο μέσα στους κόλπους της ελληνικής αστικής τάξης όσο και ανάμεσα σε αυτήν και αυτές των «διεθνών συμμάχων».
Αυτές οι διαφορές δεν είναι αμελητέες όσον αφορά την αστική τάξη, γιατί από αυτές κρίνεται ποιο τμήμα του κεφαλαίου θα ωφεληθεί περισσότερο, ποιες διεθνείς συμμαχίες θα πρέπει να προτάξει.
Ετσι, λοιπόν, είναι αναγκαίο να συγκαλυφθεί η πραγματική στρατηγική ταύτισή τους παρά τις διαφορές τους. Γι' αυτό το λόγο, επιδιώκουν επιμέρους, δευτερεύουσες διαφορές να αναδειχθούν ως πρώτες, ως βασικές. Ταυτόχρονα, προσπαθούν να παρουσιάσουν ότι η δική τους πρόταση συμφέρει περισσότερο το λαό, ως σύνολο, να συσκοτίσουν δηλαδή το ταξικό χαρακτήρα της πολιτικής τους. Στρατεύοντας τους εργαζόμενους με τα αντιτιθέμενα αστικά συμφέροντα.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτή η αντιπαράθεση βολεύει ιδιαίτερα τον ΣΥΡΙΖΑ, αφού πρόκειται για μια πολιτική δύναμη που δεν έχει άμεσα εκτεθεί πολιτικά, με την έννοια της ανάληψης της διακυβέρνησης, και έχει μεγαλύτερη ευελιξία να «θολώνει τα νερά».
Βεβαίως, η στρατηγική ταύτιση με τη ΝΔ αποκαλύπτεται σε μια σειρά συγκεκριμένες πλευρές και λεπτομέρειες των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ:
  • Την αποδοχή, ως διέξοδο για τους εργαζόμενους, της καπιταλιστικής ανάκαμψης, δηλαδή τη συνέχιση του δρόμου που έφερε την κρίση και που, βεβαίως, θα την ξαναφέρει. Δρόμο που έχουν χιλιοπληρώσει οι εργαζόμενοι τόσο πριν την εκδήλωση της κρίσης όσο και μετά. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για «αποκατάσταση εισοδημάτων» συνδέεται από τους ίδιους τους «οικονομικούς γκουρού» του, όπως ο Γ. Μηλιός (με περγαμηνές μαρξιστή), από το πώς θα πάει η ανάκαμψη, δηλαδή από την πορεία της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Στο δίλημμα, δηλαδή, ανάγκες των εργαζομένων ή κέρδη του κεφαλαίου, ο ΣΥΡΙΖΑ τοποθετείται πρώτα κέρδη του κεφαλαίου και μετά βλέπουμε... Λογικό για μια δύναμη που δεν αμφισβητεί τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης.
  • Την προσπάθεια να διαχωριστεί η καπιταλιστική δραστηριότητα σε «παρασιτική» και «υγιής επιχειρηματικότητα». Πρόκειται για έναν πλαστό διαχωρισμό, που προσπαθεί κυρίως να βγάλει λάδι τμήμα του βιομηχανικού κεφαλαίου στην αντιπαράθεσή του με το τραπεζικό. Κρύβει, βεβαίως, ότι στην πραγματικότητα είναι νύχι - κρέας, αφού δεν μπορεί να υπάρξει το ένα χωρίς το άλλο. Ετσι, δεν είναι περίεργο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθετεί την ατζέντα του ΣΕΒ ή ότι γράφονται άρθρα στην «Αυγή» για τον φουκαρά τον γερο-Στασινόπουλο που πήρε το εργοστάσιό του (ΒΙΟΧΑΛΚΟ) και πήγε στο εξωτερικό. Επιδιώκει, λοιπόν, να στρατεύσει τους εργαζόμενους πίσω από συγκεκριμένο τμήμα του κεφαλαίου.
  • Την αποδοχή της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Ο ΣΥΡΙΖΑ συντάσσεται με δυνάμεις που επιδιώκουν την αναμόρφωση της ΕΕ και της Ευρωζώνης, επιδιώκοντας έναν άλλο συσχετισμό στο εσωτερικό της. Αυτό δεν είναι απίθανο να οδηγήσει σε αλλαγές ακόμα και στη σύνθεση, κάποιοι να φύγουν, να συγκροτηθούν άλλες συμμαχίες. Βεβαίως, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν το επιδιώκει και το λέει ανοιχτά. Μάλιστα, προβάλλει την ανάγκη αλλαγής πολιτικής διαχείρισης ως απαραίτητης προϋπόθεσης για την επιβίωση της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Το κύριο όμως είναι ότι θεωρεί τη συμμετοχή της Ελλάδας στις διακρατικές καπιταλιστικές ενώσεις, τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, ως κάτι το απαράβατο.
  • Τη φαγούρα τους για τη λεγόμενη «κοινωνική συνοχή» για την «εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα και τη δημοκρατία». Ο ΣΥΡΙΖΑ, κλείνοντας το μάτι στην αστική τάξη, λέει: «Εγώ θα εξασφαλίσω την κοινωνική συνοχή, θα αποκαταστήσω την εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα». Βεβαίως, ο ΣΥΡΙΖΑ αξιοποιεί το κομμουνιστογενές παρελθόν του, αλλά και την προσπάθειά του να διαμορφώσει ένα εργατικό κίνημα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της κυβέρνησής του.
Αντιπαράθεση για γέλια και για κλάματα
Ο καβγάς επικεντρώνεται σε ζητήματα που αγγίζουν τα όρια της γελοιότητας και ευτελίζουν την έννοια της πολιτικής αντιπαράθεσης όπως π.χ. η τρομοκρατία, αν και σε ποιον Θεό πιστεύει ο Τσίπρας, ποιος σέβεται περισσότερο την Προεδρία της Δημοκρατίας και πάει λέγοντας. Δικομματικός καβγάς, προεκλογικού χαρακτήρα, με ισχυρή δόση αποπροσανατολισμού.
Η ένταση αυτού του καβγά είναι τέτοια που αν κάποιος «προσγειωνόταν» στη σχετική αρθρογραφία του αστικού Τύπου θα σχημάτιζε την εντύπωση ότι πρόκειται για πόλεμο μέχρις εσχάτων. Οι κατηγορίες που ανταλλάσσονται είναι βαριές. Στα πιο πρόσφατα επεισόδια παρακολουθήσαμε την αναζήτηση του ποιος και αν πιστεύει στον ύψιστο! Αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι τρομοκρατική οργάνωση ή συμπαθεί τις τρομοκρατικές οργανώσεις. Αν η ΝΔ θεωρεί τη χούντα επανάσταση άρα είναι χουντική κ.λπ. κ.λπ.
Ας θυμηθούμε, όμως - έχει αξία η πείρα αυτή - τους ομηρικούς καβγάδες ΝΔ και ΠΑΣΟΚ στα χρόνια του κραταιού δικομματισμού. Οσο πιο κοντά έρχονταν σε στρατηγικής σημασίας ζητήματα για την αστική τάξη την οποία πολιτικά εκπροσωπούσαν, τόσο και ανέβαιναν οι τόνοι της αντιπαράθεσης, στο κοινοβούλιο, στα πάνελ, στα μπαλκόνια αλλά και στο δρόμο με συγκρούσεις οπαδών των δύο κομμάτων. Μέχρι νεκρός από πυροβολισμό υπήρξε στις εκλογές του 1990 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Βέβαια, οι αλλοτινοί ορκισμένοι αντίπαλοι έφτασαν να κυβερνούν μαζί, όταν αυτό χρειάστηκε, για να διαφυλαχτούν και να προαχθούν τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Το έργο σήμερα επαναλαμβάνεται και σίγουρα είναι χρήσιμες οι υπηρεσίες, για την ορθή επανάληψή του, εκείνου του κομματιού του ΠΑΣΟΚ που μετακόμισε στον ΣΥΡΙΖΑ και πλασάρεται για σωτήρας, αφού για χρόνια έβαζε πλάτες στο σύστημα που έφερε το λαό στο σημείο που σήμερα βρίσκεται.
Τι προβληματίζει τους αστούς;
Το γεγονός ότι οι διαφορές σήμερα της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν είναι αβυσσαλέες, ότι κινούνται σε κοινό στρατηγικά πλαίσιο, εντοπίζεται ήδη από σειρά αστών αναλυτών που κρίνουν το μέγιστο για να ζητήσουν συμφωνία στο έλασσον. Η «Καθημερινή» μιλά για «επικίνδυνη αντιπαράθεση», το «Εθνος» για «ανούσια οξύτητα».
Μέχρι και ο Σβόμποντα της ευρωενωσιακής σοσιαλδημοκρατίας έφτασε να υπερασπίζεται εμμέσως τον ΣΥΡΙΖΑ, δηλώνοντας «άλλο να είναι κάποιος εναντίον της τρόικας και άλλο οι βόμβες και η τρομοκρατία».
Εγραφε η «Καθημερινή» στις 16/1/2014. «Μια περίεργη τακτική, που εγκυμονεί κινδύνους για την κοινωνική συνοχή αλλά και τη διεθνή εικόνα της Ελλάδας, επιλέγει η ΝΔ για να συγκρουστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ στο ευαίσθητο ζήτημα της τρομοκρατίας (...) τι θα πρέπει να πράξει, για παράδειγμα, ο δικός της ευρωβουλευτής, Γιώργος Κουμουτσάκος, την επόμενη φορά που θα βρεθεί σε μια επιτροπή ή και σε ένα πάνελ με τον συνάδελφό του τού ΣΥΡΙΖΑ, Νίκο Χουντή. Να συζητήσει και ενδεχομένως να διαφωνήσει επί συγκεκριμένων πολιτικών, όπως είναι λογικό και συμβαίνει μέχρι σήμερα, ή να αποχωρήσει, από τη στιγμή που η ΝΔ περιγράφει το κόμμα του συναδέλφου του ως τρομοκρατικό; Για να μην αναφέρω το σενάριο - που δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει - τα αποτελέσματα των επόμενων βουλευτικών εκλογών να επιβάλουν τη συνύπαρξη της Νέας Δημοκρατίας με τον ΣΥΡΙΖΑ σε έναν πρωτόγνωρο για την Ελλάδα, αλλά ενδεχομένως αναγκαίο, μεγάλο συνασπισμό».
Το παραπάνω δημοσίευμα είναι χαρακτηριστικό, αφού κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, ότι μια αντιπαράθεση που παρεκτρέπεται σε υπερβολές μπορεί να δημιουργήσει εμπόδια στο όχι απίθανο ενδεχόμενο να υπάρξει ανάγκη συνεννόησης, συγκρότησης ενός μεγάλου συνασπισμού με δεδομένη τη ρευστότητα στο αστικό πολιτικό σύστημα. Αξιοποιούν, άλλωστε, την όξυνση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1980 που έβαλε εμπόδια στο να γίνει νωρίτερα αυτό που έγινε μόλις το 2011 με την κυβέρνηση Παπαδήμου.
Να μη θολώσει το κριτήριο
Το ζήτημα είναι να κατανοηθεί το βασικό κριτήριο, το πραγματικό δίλημμα που είναι ποιος δρόμος ανάπτυξης: Συνέχιση του σημερινού αντιλαϊκού καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης ή ανάπτυξη που θα υπηρετεί τις εργατικές - λαϊκές ανάγκες που προϋποθέτει ο λαός να γίνει κυρίαρχος, να κατακτήσει την εξουσία που θα κοινωνικοποιήσει τα μονοπώλια, θα αποδεσμεύσει τη χώρα από την ΕΕ και κάθε ιμπεριαλιστική συμμαχία, θα διαγράψει όλο το χρέος.
Για να ανοίξει ο δρόμος σε αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να δυναμώσει το ΚΚΕ που δίνει όλες του τις δυνάμεις στο εργατικό κίνημα και τη Λαϊκή Συμμαχία, για να αντιμετωπιστεί η αντιλαϊκή επίθεση, να συγκροτήσει ο λαός μαχητική εργατική - λαϊκή αντιπολίτευση ενάντια στο κεφάλαιο, στην εξουσία του, στις κυβερνήσεις του, στην ΕΕ, να αποκτήσει πίστη σ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ