16 Φεβ 2014

ΕΥΡΩΖΩΝΗ Ενταση σε πολλαπλά επίπεδα

ΕΥΡΩΖΩΝΗ
Ενταση σε πολλαπλά επίπεδα
Νομισματική πολιτική και τραπεζικό σύστημα στο επίκεντρο της διαμάχης

Οι φωνές από την πλευρά της Γαλλίας για την ανάγκη «φθηνότερου» ευρώ, τα σκληρά «παζάρια» μεταξύ των κυρίαρχων κύκλων της ΕΕ για τις διαδικασίες εκκαθάρισης προβληματικών ευρωπαϊκών τραπεζών και ο ρόλος που καλείται να παίξει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απέναντι και στα δύο αυτά ζητήματα κατά το επόμενο διάστημα, συνθέτουν την οικονομική ειδησεογραφία τη βδομάδα που πέρασε και διαμορφώνουν το σκηνικό για όσα θα ακολουθήσουν το αμέσως επόμενο διάστημα. Η αυριανή συνεδρίαση του Eurogroup χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερα κρίσιμη, στη διαμόρφωση πολιτικών συσχετισμών και ανταλλαγών που θα προκύψουν αναμεταξύ των ισχυρότερων οικονομιών, που σίγουρα θα κρίνουν πολλά ως προς την κατεύθυνση, το χαρακτήρα και το μέλλον της Ευρωζώνης.
«Περίεργο το ισχυρό ευρώ»
Κατ' αρχήν, υπήρξαν οι δηλώσεις του Γάλλου υπουργού Βιομηχανίας Αρνό Μοντεμπούρ, που κάλεσε τους πολιτικούς της Ευρωζώνης «να δώσουν μάχη για να αποδυναμωθεί το ενιαίο νόμισμα», σημειώνοντας ότι παρά το γεγονός ότι η Ευρωζώνη παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια τις χειρότερες επιδόσεις έναντι βασικών ανταγωνιστών της όπως οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία, το ευρώ ανατιμήθηκε κατά 10% έναντι του δολαρίου και κατά 40% έναντι του γιεν. Η δήλωση αυτή εκφράζει εν πολλοίς την υποβόσκουσα ένταση ανάμεσα σε εκείνους τους κύκλους της ευρωενωσίτικης αστικής τάξης που επιθυμούν «χαλαρότερη» νομισματική πολιτική κατά τα πρότυπα της πολιτικής Ομπάμα κι εκείνους που επιμένουν στην πολιτική του «σκληρού» ευρώ, παράλληλα με την εφαρμογή «αναδιαρθρώσεων» στις πιο αδύναμες καπιταλιστικές οικονομίες της Ευρωζώνης. Ουσιαστικά, η λογική της αποδυνάμωσης του ευρώ αποκαλύπτει την πίεση μεγάλων τμημάτων του κεφαλαίου για τύπωμα χρήματος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) όπως έγινε στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, ώστε να υπάρξει ρευστότητα κρατικών κεφαλαίων για επενδύσεις, αλλά και δυνατότητα στις τράπεζες να χορηγούν δάνεια, ή και αγορά ομολόγων κρατικού χρέους από την ΕΚΤ, ώστε να ελαφρυνθούν από την αποπληρωμή τους και να μπορούν τα κράτη - μέλη να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις για ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας, ή και τα δύο μαζί.
Οι δηλώσεις Μοντεμπούρ δεν αποτελούν φυσικά «προσωπική άποψη» ενός μεμονωμένου υπουργού της γαλλικής κυβέρνησης, αλλά γενικότερη επιθυμία ευρύτερων μερίδων της εγχώριας οικονομικής ελίτ, κάτι που φαίνεται και από το γεγονός ότι σε ανάλογες δηλώσεις προχώρησε και ο κεντρικός τραπεζίτης της Γαλλίας Κρίστιαν Νουαγιέ, λέγοντας ότι «το ισχυρό ευρώ είναι κάπως περίεργο, δεδομένου μάλιστα και της βραδύτερης της αμερικανικής, ευρωπαϊκής ανάπτυξης»...
Πιο εύθραυστη δε γίνεται...
Πάντως, τα στοιχεία που δημοσίευσε την περασμένη Παρασκευή η στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ενωσης αναφορικά με τους ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη, το τέταρτο τρίμηνο του '13, κάνουν την ΕΚΤ να μεταθέτει για αργότερα τις όποιες κινήσεις για περαιτέρω ενίσχυση της οικονομίας με ρευστότητα. Πόσο αναπτύχθηκε το ΑΕΠ της Ευρωζώνης; Με τον... «εξωφρενικό» ρυθμό του 0,3%, έναντι 0,1% το προηγούμενο τρίμηνο, όμως ακόμη και αυτή η ισχνότατη ανάκαμψη των ρυθμών ανάπτυξης αντιμετωπίστηκε ως μήνυμα αισιοδοξίας από διεθνείς οικονομικούς αναλυτές, που σύμφωνα με έρευνα που διενήργησε το «Bloomberg» ανέμεναν αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,2%. Ενα μικρό δείγμα και αυτό, του πόσο εύθραυστη είναι η όποια ανάκαμψη στην Ευρωζώνη.
Στις 6 του Φλεβάρη η διοίκηση της ΕΚΤ είχε αποφασίσει να διατηρήσει στα ίδια ιστορικά χαμηλά επίπεδα (0,25%) το βασικό επιτόκιο δανεισμού, καθώς, όπως είχε δηλώσει ο πρόεδρός της Μ. Ντράγκι, έπρεπε να υπάρξουν περισσότερες πληροφορίες πριν αναληφθεί «επιπλέον δράση». Ωστόσο, ο επικεφαλής του βρετανικού ιδρύματος οικονομικών συμβούλων IHS Χάουρντ Αρτσερ δήλωσε αμέσως μετά την ανακοίνωση των στοιχείων, ότι τα χαμηλά επίπεδα πληθωρισμού στην Ευρωζώνη, οι συνεχιζόμενες δυσκολίες στην οικοδόμηση σταθερών αναπτυξιακών ρυθμών και οι «σφιχτές» πιστωτικές συνθήκες που επικρατούν στην οικονομία, θα επιβάλουν «επιπλέον δράση» από την ΕΚΤ.
Υπό αυτό το πρίσμα, άλλωστε, ο Μ. Ντράγκι είχε δηλώσει πρόσφατα ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ μπορούν να παραμείνουν στα σημερινά ή και σε χαμηλότερα επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα, «δεδομένης της διευρυμένης αδυναμίας της οικονομίας». Ανάμεσα στις επιλογές που εξετάζει η διοίκηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι και η έκδοση νέων μακροχρόνιων δανείων προς τις τράπεζες της Ευρωζώνης για την ενίσχυση της πίστωσης στην «πραγματική οικονομία».
Βεβαίως, χαμηλός πληθωρισμός σημαίνει δυσκολία ρευστότητας χρήματος ως κεφάλαιο, γεγονός που δυσκολεύει τις επενδύσεις. Πάνε να το αντιμετωπίσουν μειώνοντας τα επιτόκια, αλλά είναι αμφίβολο αν μπορούν να το καταφέρουν.
Νέα δάνεια σε «τρύπιο» τραπεζικό σύστημα;
Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι και τόσο απλό, καθώς επιθεωρητές της ΕΚΤ «ξεψαχνίζουν» τους ισολογισμούς μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών, για να διαπιστώσουν το πραγματικό μέγεθος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά και τις... έντονες υποψίες που υπάρχουν ότι πολλές τράπεζες συνεχίζουν τη χρηματοδότηση ουσιαστικά πτωχευμένων επιχειρήσεων. Με αυτήν τη μέθοδο, προσπαθούν να συντηρήσουν επιχειρήσεις ήδη εκτεθειμένες σε υψηλό δανεισμό, και αν πτωχεύσουν επισήμως θα διαλύσουν κυριολεκτικά τα ενεργητικά των τραπεζών από τις οποίες έχουν λάβει δάνεια κατά το παρελθόν.
Οι έλεγχοι δεν αφορούν περιφερειακές τράπεζες με αμελητέα οικονομικά μεγέθη, αλλά το 1/3 των 39 μεγαλύτερων ευρωπαϊκών τραπεζικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένης της «Deutsche Bank», οι οποίες, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν έχουν προσαρμόσει την πολιτική δημοσιοποίησης των στοιχείων τους σύμφωνα με τα «στάνταρ» που θέτει η νεοϊδρυθείσα «Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών». Παράλληλα, η ΕΚΤ επιμένει σε έναν σχολαστικό έλεγχο των 128 μεγαλύτερων τραπεζών της Ευρωζώνης, σχετικά με το εάν παρέχουν «διευκολύνσεις» σε μεγάλους δανειολήπτες, ώστε να μην καταγραφούν τα δάνειά τους στην κατηγορία των μη εξυπηρετούμενων.
Ο Ενιαίος Μηχανισμός Εποπτείας της ΕΚΤ θα ολοκληρώσει τον έλεγχο των τραπεζών μέχρι τον ερχόμενο Νοέμβρη, όταν, και σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα συμφωνηθέντα, θα αναλάβει συνολικά τα «ηνία» του τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης. Διαδικασία που θα τραβήξει σε βάθος δηλαδή, εμποδίζοντας, έτσι κι αλλιώς, τις όποιες αποφάσεις της ΕΚΤ που άπτονται της νομισματικής πολιτικής, ενώ ακόμη δεν υπάρχει οριστική συμφωνία για το τι θα συμβεί με όσες τράπεζες κριθούν ως «προβληματικές».
Να «κλείσουν» όσοι δεν περνούν τους ελέγχους
Η απάντηση που έδωσε την περασμένη Πέμπτη ο επικεφαλής του Eurogroup, Γ. Ντάισελμπλουμ, κάνει πολλούς - και στο εσωτερικό της Ελλάδας... - να τους λούζει κρύος ιδρώτας: Οι τράπεζες, που θα αποτύχουν στους ελέγχους που διενεργεί η ΕΚΤ, αναγκαστικά θα κλείσουν είπε, συμπληρώνοντας ότι βασικό στοιχείο για την ανάκαμψη της Ευρωζώνης είναι η εξυγίανση με ταχείς ρυθμούς του τραπεζικού της συστήματος. Μία μέρα νωρίτερα, η επικεφαλής του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού της ΕΚΤ Ντ. Νουί είχε ταχθεί υπέρ στο να κλείσουν όσες τράπεζες δεν περάσουν με επιτυχία τους ελέγχους, χωρίς να είναι σε θέση προς το παρόν να πει ακριβώς πόσες και ποιες τράπεζες πρέπει να κλείσουν, δηλώνοντας ωστόσο κατηγορηματικά ότι επιθυμία της ΕΚΤ είναι να διασφαλιστεί το «υψηλότερο επίπεδο ποιότητας» του τραπεζικού της συστήματος. Τάχθηκε επίσης ενάντια στη συγχώνευση «κακών» σε «καλές» τράπεζες.
Το πρόβλημα, βέβαια, όπως δήλωσε και ο Γ. Ντάισελμπλουμ είναι, «ποιος θα κληθεί να πληρώσει το λογαριασμό», που στην πραγματικότητα σημαίνει αφενός ποια κεφάλαια ποιων κρατών θα καταστραφούν. Την ίδια ώρα, το σενάριο περί «διάσωσης με ίδια μέσα», δηλαδή μέσω των καταθέσεων των τραπεζών, που επίσης σημαίνει καταστροφή κεφαλαίου, παίζεται από τον περασμένο Δεκέμβρη, όταν υπήρξε η κατ' αρχήν συμφωνία σε επίπεδο υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης για τη δημιουργία του «Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης», ενώ όσο περνούν οι μήνες φαίνεται ότι αποκτά όλο και περισσότερους υποστηρικτές ανάμεσα στους κυρίαρχους κύκλους της ΕΕ.
Ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας παρενέβη, επίσης, στη διαμάχη για τη σύσταση ενιαίου ταμείου εκκαθάρισης προβληματικών τραπεζών, υποστηρίζοντας τη θέση που έχει εκφράσει επανειλημμένα η Γερμανία και η οποία προβλέπει ότι οι όποιες αποφάσεις για την τραπεζική ενοποίηση να ληφθούν στη βάση διακρατικής συμφωνίας, καθώς μόνο έτσι θα υπάρξει η πιο ασφαλής «νομική βάση» για την ίδρυση και λειτουργία της.
Τέλος, την περασμένη βδομάδα αναζωπυρώθηκαν σενάρια σχετικά με τις τραπεζικές καταθέσεις, που, όπως φαίνεται, εν μέσω παρατεταμένης ύφεσης έχουν ανοίξει την όρεξη πολλών. Σύμφωνα με φερόμενο έγγραφο της ΕΕ, που δημοσίευσε την περασμένη βδομάδα το ειδησεογραφικό πρακτορείο «Reuters», οι καταθέσεις 500 εκατομμυρίων πολιτών της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση μακροπρόθεσμων επενδύσεων και την τόνωση της οικονομίας. Οπως αναφέρεται, η οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση έχει μειώσει την ικανότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα να διοχετεύσει κεφάλαια στην «πραγματική οικονομία, ιδίως των μακροπρόθεσμων επενδύσεων».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ