Πρώτοι στα άρματα, στα γρόσια και τα γράμματα
Σήμερα η κε του μπλοκ έχει την
τιμή να φιλοξενεί μια πολύ καλή κι ιδιαίτερη ανταπόκριση εν όψει των
δημοτικών-περιφερειακών εκλογών στην ήπειρο. Όσοι σφοι αναγνώστες δεν
αποθαρρυνθούν από την έκταση και το προφορικό στιλ γραφής του κειμένου,
πιστεύω ότι θα βγουν αποζημιωμένοι και με το παραπάνω. Καλή ανάγνωση και
κάθε καλόπιστη παρατήρηση, προσθήκη, διόρθωση στα σχόλια, ευπρόσδεκτη.
(Ως ανάμνηση εκείνων των κεφαλιών που έσκυβαν στην
υπόμνηση ότι ο μόνος σταθμός πανελλήνιας εμβέλειας όπου μπορούσαν να ακούν -και
μάλιστα σε σταθερή βάση-τα τραγούδια του τόπου τους, ήταν ο σταθμός εκείνων που
κυνήγαγαν στα νιάτα τους. Αλλά και ως μικρή υποσημείωση για την αξία ύπαρξης
των μουσικών σχολείων που φαίνεται να αντιμετωπίζουν πολλές δυσκολίες.)
Το να γράψεις κάτι για την (ευρύτερη) περιοχή
καταγωγής σου έχει πολλές φορές τον κίνδυνο του να δώσεις στον αναγνώστη μια
εικόνα περισσότερο αναξιόπιστη από αυτή που θα έδινε ένας «ξενομερίτης» αν
τύχαινε να περάσει για λίγο από εκεί. Αυτό, γιατί είσαι φορέας των βιωμάτων των
γονιών σου. Βιώματα όμως που έρχονται από μιαν άλλη εποχή και εν τω μεταξύ τα
χρόνια πέρασαν κι ο τόπος που άφησαν κάποτε οι γονείς σου άλλαξε-κι άλλαξαν κι
οι άνθρωποι μαζί του. Κι αν κάποτε τύχει και έρθεις (εννοώ για λίγο περισσότερο
από τις συνήθεις μέρες στο χωριό τον Αύγουστο),
μπορεί από τη μια-το περισσότερο πιθανό-να βλέπεις πράγματα που ήθελες
από τα πριν να δεις (κόντρα στη πραγματικότητα που μπορεί να μην είναι έτσι
ακριβώς πια) κι από την άλλη να σηκώνεις το φρύδι σε όσα είχαν το «θράσος» να
αλλάξουν από την εποχή των γονιών σου (έστω κι αν αυτά τα ίδια μπορεί να τα
θεωρούσες φυσιολογικά εκεί που ήσουν πριν).
Αν είναι να γράψεις για τη περιοχή είναι κρίμα να
μην αναφερθείς στo φυσικό περιβάλλον που
το κάλεσμά του το ακούς ακόμα κι αν δεν έχεις διαβάσει Λόντον στα μικράτα σου.
Στα βουνά που όπου και να γυρίσεις τη ματιά, σου ανοίγουν τη ψυχή, τα νερά, τα δέντρα,
τα βράχια ή κάποιες πραγματικά όμορφες παραλίες για εκείνους τους ανάποδους που
βρίσκουν ευχαρίστηση στο να πασαλείβονται με λάδια και αλοιφές με ντάλα ήλιο (όταν
ούτως ή άλλως θα πασαλειφτούν με δαύτα μόλις μπουν στο νερό) αντί να πιάσουν
τον ίσκιο ενός πλατανιού δίπλα σε κάνα ποταμό ο οποίος και θα τους ηρεμεί που
θα τον ακούν και θα τους δροσίζει. Τοπία που στο φωνάζουν από μακριά το πόσο
όμορφα είναι και άλλα που είναι σαν κάτι γυναίκες που περνάς από δίπλα τους στο
δρόμο χωρίς να πολυδώσεις σημασία και μετά από πέντε βήματα κοντοστέκεσαι και
συνειδητοποιείς τι μεγάλη βλακεία που έκανες και προσπέρασες έτσι-ελαφρά την
καρδία-μια τέτοια ομορφιά. Ένα φυσικό περιβάλλον που αν σε πληγώνει μια όταν
βρίσκεσαι μακριά του μέσα στη μυρμηγκοφωλιά της Αθήνας, σε πληγώνει δύο όταν
βρίσκεσαι κοντά του, στα Γιάννενα, στη «φυλακή» κλεισμένος.
Τα πιο υπέροχα όμως πράγματα της περιοχής, κι ας τα
βρίζουν διάφοροι αχάριστοι, είναι η βροχή και η αντάρα. Η βροχή που δίνει τον
πιο πράσινο Μάιο και τον πιο πολύχρωμο Νοέμβρη της Ελλάδας, η βροχή που
δροσίζει τον κόσμο κάποια αυγουστιάτικα απογεύματα με τις καταιγιδούλες που του
χαρίζει απλόχερα και η αντάρα που κάνει οπτικά ενδιαφέρον και το πιο
συνηθισμένο ή άσχημο πράγμα και σου τρυπά και τα κόκαλα για να σου υπενθυμίσει
ότι ακόμα και στις πιο χάλια στιγμές, τα κύτταρά σου παραμένουν ζωντανά. Χώρια
που αν θες να δεις ήλιο είναι η αντάρα πάλι που σε μαθαίνει-δίνοντάς σου το
κατάλληλο ερέθισμα αγωνιστικότητας-ότι για να τον δεις μια ώρα αρχύτερα, πρέπει
να πάρεις τα πόδια σου και να σκαρφαλώσεις λίγο ψηλότερα. Γιατί ο ήλιος, εκεί απάνω
είναι, μη τα θες και όλα έτοιμα… Και χάρη σ’ αυτή μπορείς να πεις (κατά
φαντασίαν έστω) ότι πασπαλίζει τους ντόπιους με λίγη από νουάρ αύρα για να
ξεφύγεις από την κοινοτοπία που θέλει τον καθένα να διεκδικεί για τη περιοχή
του τον τίτλο της «λεβεντογέννας» (ως γνωστόν δέκα εκατομμύρια οι έλληνες, τα
έντεκα είμαστε λεβέντες και λεβέντισσες).
Πώς να μην αγαπήσει αυτόν το τόπο ο Αγγελόπουλος; Που
ξεκίνησε το (μεγάλου μήκους) έργο του από αυτόν τον τόπο, που συνέχισε να
χρησιμοποιεί φυσικά και αστικά τοπία του σε πολλές ταινίες του και που κατά ένα
τρόπο ολοκλήρωσε το έργο του (αν η κηδεία του-που κινηματογραφήθηκε από την
κόρη του-ειδωθεί ως τμήμα αυτού του έργου) «ακούγοντας» τα δυο ηπειρώτικα από την
εισαγωγή της «Αναπαράστασης» https://www.youtube.com/watch?v=rEWwHaNDErY, που-εκτός
των άλλων- έχει και ντοκυμαντερίστικη αξία
όσον αφορά τη μετανάστευση.
Μετανάστευση (εσωτερική και εξωτερική) που δεν
έκανε βέβαια εξαίρεση σε άλλες περιοχές της χώρας αλλά που το εντονότερο
αποτύπωμά της το άφησε σε τούτα δω τα μέρη σημαδεύοντας και αυτούς που έφευγαν
και αυτούς που έμεναν πίσω (από την εποχή των μετακινήσεων της νομαδικής
κτηνοτροφίας, του φευγιού των μπουλουκιών των μαστόρων που διαρκούσε και 10
μήνες το χρόνο, των εμπόρων από τα τέλη του 18ου αιώνα και μετά, ως
το μεγάλο μεταπολεμικό κύμα σε Αθήνα και Γερμανία). Τόσο έντονο που η λαϊκή
μούσα να θεωρεί τα ξένα βαρύτερα από το θάνατο, την πίκρα ή την ορφάνια και να
τα καταριέται κι αυτά και τα φλουριά τους (κι ας ήταν που χάρη σε αυτά επιβίωσε
πολύς κόσμος στην «ανάπτυξη» της μεταπολεμικής Ελλάδας που έχουν το θράσος να
διαφημίζουν σήμερα ορισμένοι).
Τόσο έντονο που τι να έλεγε κι ο καημένος ο
Καζαντζίδης όσο συγκλονιστικά κι αν ερμήνευε το «στις φάμπρικες της Γερμανίας» όταν
εδώ τραγουδούσαν το ανατριχιαστικό «Ξεχωρίσματα» (εδώ σε μια ιδιαίτερη ερμηνεία
από τον Μεράντζα)
ή τόσο έντονο που κάθε σωστό γαμήλιο γλέντι ή
πανηγύρι ακόμα ξεκινά (ως τιμή στους απόντες) με μοιρολόι που βέβαια εννιά στις
δέκα έχει να κάνει με την ξενιτιά.
Εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση που ναι μεν
έχουν διαφορά μεταξύ τους αλλά για τους ηπειρώτες που ήρθαν-παιδιά ακόμη-το ’50
και το ’60 (ακόμα και το ’70) να φάνε «ψωμί της Αθήνας», θεωρούνταν περίπου ένα
και το αυτό μιας και οι συνθήκες που βίωσαν στον ερχομό τους δεν ήταν και οι
καλύτερες. Κι ακόμα θεωρείται για πολλούς, παρά τα χρόνια που πέρασαν και την
προσαρμογή που φαίνεται απάνω-απάνω. Μπορείς να το δεις αυτό στο πώς αρχίζει
και πέφτει γραμμή στο σόι με τα τηλέφωνα (με τα οποία δεν έχουν την καλύτερη
σχέση) όταν υπάρχει κάνα αφιέρωμα στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, στη λαχτάρα
τους να επιστρέψουν στον τόπο τους (κι ας έζησαν τα 5/6 της ζωής τους σε άλλον
τόπο) μόλις συνταξιοδοτηθούν, στο πείσμα τους (μανία κάποιες φορές) να αφήσουν
παραγγελιά να τους πάει η … «μερσεντές» στο χωριό κι ας μην έχουν πια κανέναν
εκεί να του ανάψουν το καντήλι. Ή από κάτι περιστατικά όπως τότε, παραμονή
Χριστουγέννων (του ’98 μάλλον) με εκείνον τον τύπο που χάζευε τις εφημερίδες σε
ένα περίπτερο στη Θεμιστοκλέους. 55-60 χρονών θα ‘τανε τότε. Με ντύσιμο όμοιο
με εκείνο των μπαρμπάδων σε κάτι παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες στο
οικογενειακό άλμπουμ και ένα κεφάλι από
εκείνα που τα βλέπεις και λες ότι δεν υπάρχει πιθανότητα να μην έχει ρίζα από
τα μέρη εκείνα. Και πάνω που τα σκέφτεσαι αυτά με ένα κάπως ειρωνικό χαμόγελο, να
σου και στρίβουν από μια κάθετο ένα ντέφι και ένα κλαρίνο (γύφτοι από Αλβανία) που
παίζανε κάποια κάλαντα. Γυρνά το κεφάλι και αφού τους παρατηρεί προσεκτικά για
λίγο, βγάζει από την κωλότσεπη ένα πεντοχίλιαρο (που μάλλον δε θα του
περίσσευε) και τους το δίνει για να του παίξουν το «μαύρα μου χελιδόνια». Και βλέπεις μέσα στο
κέντρο της Αθήνας, μέσα σε τόσους περαστικούς, ένα ντέφι και ένα κλαρίνο να
παίζουν μόνο γι αυτόν και εκείνος να απολαμβάνει με κλειστά τα μάτια τη μουσική
μη δίνοντας δεκάρα για το τι πιθανώς σκεφτόντουσαν όσοι περνούσαν δίπλα του. Τι
μαλάκας που ένιωσες για κείνο το χαμόγελο που έσκασες στην αρχή και πόσο
συγκίνηση για το ότι οι «βλάχοι» είναι
ακόμα ικανοί να μοιράζουν εγκεφαλικά στον κάθε Ζάχο μέσα στην «καρδιά του
κτήνους» μιας κάλπικης ομογενοποίησης…
Και ήρθαν έτσι τα πράγματα που εκεί που πολλοί ηπειρώτες
νόμιζαν ότι είχαν ξεμπερδέψει με τη μετανάστευση, να αυτή που έρχεται ξανά στην
επικαιρότητα. Δεν έχει βέβαια τις ίδιες διαστάσεις (για την ώρα τουλάχιστον)
και γίνεται με διαφορετικούς όρους, επανέρχεται
όμως και κάνει κάποιους μεγαλύτερους που τη βίωσαν, να νιώθουν πως στη ζωή τους
έκαναν μια τρύπα στο νερό. Τώρα η όποια ζήτηση αφορά πρώτα και κύρια προσωπικό
με πτυχία. Όσοι πήγαν ως ανειδίκευτοι μάλλον απογοητεύτηκαν με ό,τι
συνάντησαν-κάποιοι από αυτούς επέστρεψαν κιόλας. Και μπορεί κάποιοι να
κοιτάζουν ότι ονομαστικά οι μισθοί είναι αρκετά υψηλότεροι, η αγοραστική τους δύναμη
όμως είναι μικρότερη από ό,τι πιθανώς νομίζεις. Ούτε οι προοπτικές είναι και
τόσο ευοίωνες. Γιατί η ζήτηση αφορά την αντικατάσταση παλιότερων και
«ακριβότερων» εργαζομένων κάτι που σημαίνει ότι οι αντικαταστάτες θα βρεθούν κι
αυτοί σχετικά σύντομα υπό αντικατάσταση με άλλους ακόμα «φτηνότερους». Αυτοί
μάλλον θα νιώσουν γρηγορότερα από τους γονείς τους τα περί «τρύπας στο νερό».
Γεωγραφία και μετανάστευση είναι λοιπόν αυτά που
μάλλον καθόρισαν το συλλογικό υποσυνείδητο (ή πως διάολο το λένε). Το οποίο
επιβιώνει ακόμα στις μέρες μας (αν και σε αρκετά μικρότερο βαθμό). Θα έλεγες
λοιπόν ότι οι κάτοικοι της περιοχής είναι λίγο πιο κλειστοί και κάπως λιγότερο
ομιλητικοί ως άνθρωποι (ειδικά αν τους συγκρίνεις με τους απέναντι γειτόνους
τους, τους Κερκυραίους). To νιώθεις καμιά φορά
όταν ενώ σε κάποιες άλλες περιοχές καταφέρνουν να σε πληροφορήσουν ως και για
το ότι έκλασαν, εδώ ακόμα και σημαντικές εκδηλώσεις είναι δυνατό να περάσουν
πιο διακριτικά από πλευράς πληροφόρησης ή «διαφήμισης» (όπως λόγου χάρη η
συζήτηση που είχε γίνει για την ενέργεια με ομιλία του Βαγενά που αντί να γίνει
στη κεντρική πλατεία για να ακούνε κάτι και οι περαστικοί, έγινε στα Λιθαρίτσια
που είναι χώρος περισσότερο κατάλληλος για το φεστιβάλ. Ως και στο ρίζο λείπει τη στιγμή αυτή
η αναφορά στη περιοχή). Δε μιλάνε πολύ και αν θες να κρατήσεις ένα α΄ επίπεδο
συνωμοτικότητας σε μια χώρα που πολλοί λένε παραπάνω από όσα πρέπει, καλό είναι
να έχεις κάνα ηπειρώτη μαζί σου ( με παραδείγματα από τη Φιλική Εταιρεία που οι
δυο στους τρεις ιδρυτές ήταν ηπειρώτες, ως τα τομάρια τους δεκαεπτανοεμβρίτες
όπου οι Θεσπρωτοί ανάμεσά τους δεν ήταν τόσο ξεφτίλες όσο εκείνοι που στο πρώτο
σκαμπίλι άρχισαν να ρουφιανεύουν ως και τ΄ αδέρφια τους). Η σχετική έλλειψη
ομιλητικότητας δε θα πρέπει να σε μπερδέψει και να τους νομίσεις για
αφιλόξενους-υπάρχει ακόμα σοβαρή πιθανότητα να σταματήσεις άγνωστος σε ένα
χωριό και να σου ανοίξουν να μπεις να σε κεράσουν κάτι ή να σου φτιάξουν να φας
μια ζυμαρόπιτα. Κάνε όμως εσύ το πρώτο βήμα να χαιρετίσεις με χαμόγελο… Στους
ανθρώπους διακρίνεις επίσης ένα καμάρι για τον τόπο τους. Δεν είναι ο φορτικός
τοπικισμός που μπορείς να συναντήσεις σε κάποιες άλλες περιοχές, ούτε θα έλεγες
πως έχουν καμιά ιδιαίτερη διάθεση να υποβιβάσουν τις άλλες περιοχές. Περιμένουν
όμως να παινέψεις τη περιοχή τους κι αν δεν το κάνεις δε θα σου πουν τίποτα
αλλά το σημειώνουν. Κι αν τυχόν κάνεις άλλο λάθος στη συνέχεια, μη περιμένεις
ελαφρυντικά. Υπάρχει κι ένας εγωισμός στη περιοχή…
Οι «εχθροί» λένε καμιά φορά ότι οι ηπειρώτες είναι
τσιγκούνηδες. Μην κάνεις το λάθος-ειδικά αν είσαι από Πελοπόννησο-να πεις κάτι
τέτοιο. Για δυο λόγους, α) γιατί θα ακολουθήσει οργισμένη παράθεση ονομάτων ηπειρωτών
«εθνικών ευεργετών» με εξίσου οργισμένο το ερώτημα «πες μας τώρα μερικούς
χουβαρντάδες από τα μέρη σου» (όσο να ‘ναι, έναν πονοκέφαλο θα τον αποκτήσεις)
και β) γιατί δεν είναι αλήθεια. Ή τουλάχιστον είναι η μισή αλήθεια (που ως
γνωστό είναι καμιά φορά χειρότερη από το ψέμα). Η αλήθεια είναι ότι όντως
υπήρχε μια προσοχή σε σχέση με το πώς διαχειριζόντουσαν το χρήμα. Αυτό το
έκαναν όμως όχι ως άλλοι «γερο-Λαδάδες» αλλά επειδή είχαν λίγο από δαύτο και
επειδή από αυτό το λίγο που ‘χαν, έπρεπε να στείλουν κάτι για τη μάνα και κάτι
για να προικίσουν την αδερφή. Επειδή αυτό το λίγο που είχαν το έβγαζαν «φτύνοντας
αίμα» κι «όχι σαν τους Πυργιώτες που παράτησαν χωράφια πλούσια για να ‘ρθουν να
γίνουν μπάτσοι κι εφοριακοί στην Αθήνα» όπως θα ακούσεις αρκετούς να λένε.
Βλέπεις τα δυο «αρχετυπικά» επαγγέλματα των ηπειρωτών -αν εξαιρέσουμε του
κτηνοτρόφου- ήταν του οικοδόμου (δεν είναι τυχαίο που στο ευρωψηφοδέλτιο υπάρχουν
δυο οικοδόμοι που και οι δυο τους είναι ηπειρώτες) και του αρτεργάτη (επάγγελμα
στο οποίο μπορεί να έβρισκες να το εξασκούν στην Αθήνα ηπειρώτες σε ποσοστά άνω
του 90%). Κι όσοι (όλοι δηλαδή) γνωρίζουν πόσο κοπιαστική δουλειά ήταν και
είναι αυτή του οικοδόμου ας μην αγνοήσουν τους αρτεργάτες που κάποτε (όταν οι
φούρνοι δεν έκαιγαν πετρέλαιο) έφτυναν κυριολεκτικά αίμα από τη φυματίωση που
θέριζε ανάμεσά τους (και που το «εφτά νομά σε ένα δωμά» του Άκη Πάνου-τέτοιο
επίθετο μόνο ηπειρώτικες ρίζες μαρτυρά-δεν ήταν καθόλου υπερβολή για τους
ηπειρώτες στην Αθήνα της δεκαετίας του ‘60). Αρτεργάτες για τον κλάδο των
οποίων θα άξιζε ίσως να γίνει κάποτε μια μελέτη για την ιστορία τους. Μιας και
είχαν και ένα ιδιαίτερα αγωνιστικό και δυνατό συνδικάτο (προπολεμικά, στην
κατοχή αλλά και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια) και έχει αρκετά ενδιαφέροντα
σημεία όπως πχ η επιρροή σε όχι αμελητέο
ποσοστό που νομίζω ότι είχαν προπολεμικά οι αρχειομαρξιστές ή η πορεία
«αστικοποίησης» του κλάδου με την οποία οι αρτεργάτες γίναν στη πορεία (με το «άνοιγμα
του επαγγέλματος») φουρναραίοι και την επίδραση που είχε αυτό στη συνείδησή
πολλών από αυτούς (που έρχονται όμως στιγμές που θυμούνται τα παλιά). Υπάρχει
μια λαϊκότητα στην ατμόσφαιρα, δίνεται μια παραπάνω αξία στην εργατικότητα,
ακόμα και οι νεόπλουτοι μοιάζουν να είναι κάπως πιο μαζεμένοι. Και μια
υπερηφάνεια όταν λένε για την πιο φτωχή περιφέρεια της Ευρώπης που είναι η
Ήπειρος (που βέβαια δεν είναι πια, μάλλον δεν είναι πια ούτε καν η πιο φτωχή
της Ελλάδας) που δεν αντέχεις να μην την αντιπαραβάλλεις με την αφόρητη κλάψα
που ώρες-ώρες ακούς μέσα από την αναμετάδοση στα Γιάννινα της εκπομπής του Metropolis 14:00-16:00. Τέλος πάντων. Αρκετά με αυτά. Η «σφίξη» λοιπόν δεν ήταν
από τσιγγουνιά αλλά επειδή οι άνθρωποι απλά δεν είχαν. Και θα διαπιστώσεις ότι
δεν είναι τσιγκούνηδες παρατηρώντας πχ ότι τα σπίτια στα χωριά είναι
περισσότερο φροντισμένα από σπίτια (που μάλιστα έχουν το ρόλο της κύριας κατοικίας)
σε πολύ πλουσιότερες περιοχές της χώρας. Δίπλα σε αυτά βέβαια δε μπορείς να μην
αναφερθείς στο ότι αυτή η «σφίξη» δεν απέκλειε καθόλου μια ροπή (μάλλον
μεγαλύτερη από άλλες περιοχές της χώρας) προς το τζόγο, στη χαρτοπαιξία πιο
συγκεκριμένα, και μάλιστα ως σχετικά πρόσφατα. Δεν είναι πολλές οι οικογένειες
που δεν έχουν καθόλου ακουστά εκείνον το παλιό γνώριμο του παππού, του πατέρα, του
θείου, το Θανάση από τη τράπουλα. Ένα
φαινόμενο του τζόγου που ακόμα υπάρχει πολύ μειωμένο μεν για τη χαρτοπαιξία
αλλά που έχει διαχυθεί δε σε πολύ περισσότερες «διεξόδους» (στοίχημα, Kino,
ξυστό, τζόκερ, χρηματιστήριο για τους πιο «εγκεφαλικούς» κτλ κτλ) ώστε κι αν
ακόμα είχε κάποιος ορκιστεί να μη πιάσει στα χέρια του τράπουλα, και τον τηρεί
τον όρκο του αυτόν, να μην έχει τελικά και μεγάλη πρακτική αξία για κάμποσους…
Τα δυο πιο ισχυρά χαρακτηριστικά του συλλογικού
υποσυνείδητου μοιάζουν πάντως να είναι η αξία που δίνεται στο να είσαι
μορφωμένος (ή στο να μορφώσεις τα παιδιά σου) και η αγάπη προς τη μάνα και τη
μανίτσα (τη γιαγιά) ειδικά όσον αφορά τον ανδρικό πληθυσμό. Ήταν (και ακόμα
είναι σε ένα βαθμό) πραγματικά μεγάλη υπόθεση να είσαι μορφωμένος, να έχεις
«χαρτιά», πτυχία. Μπορείς ακόμα να δεις ανθρώπους με μεγάλο πορτοφόλι να
νιώθουν μεγάλο και ειλικρινή σεβασμό σε ανθρώπους που σπούδασαν. Και δεν είναι
υπερβολή να πεις ότι σε πολλές περιπτώσεις μικρές περιουσίες σπαταλήθηκαν από
γονείς που το είχαν βάλει πείσμα να μορφώσουν τέκνα που ήταν επιεικώς
ανεπίδεκτα. Πείσμα μεγαλύτερο κι από το πείσμα της ηπειρώτισσας Βάνας να πείσει
ότι είναι άνθρωπος της Τέχνης, προς φρίκη βέβαια της ίδιας της Τέχνης. Το πού
οφείλεται αυτή η αξία που δίνονταν στη μόρφωση αυτό μάλλον ανάγεται στα
προεπαναστατικά χρόνια, στα ταξίδια κάποιων ηπειρωτών εμπόρων ή στις σπουδές
παιδιών τους στη Δ. Ευρώπη από όπου επέστρεφαν φέρνοντας τις ιδέες του
Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης (δεν είναι τυχαίο που το όνομα
Ναπολέων απαντάται στην Ήπειρο σε πολύ μεγαλύτερη συχνότητα από κάθε άλλη
περιοχή της χώρας) και στη δράση στη περιοχή -όσον αφορά την ίδρυση σχολείων-
του Κοσμά του Αιτωλού. Και ήταν μεγάλη τιμή για κάποιο χωριό να θεωρείται ότι
βγάζει δάσκαλους. Όλοι μίλαγαν με μεγάλο σεβασμό για τη Ζίτσα που έβγαζε
δασκάλους, δασκάλους που με τη σειρά τους έβγαζαν καπετάνιους όπως ο Πετρίτης
(ο Πολυχρόνης Βάης) κι όχι όπως σήμερα που η κατάσταση με τους δασκάλους δεν
είναι καθόλου καλή...
Και η αγάπη στη μάνα-ειδικά από μέρους του ανδρικού
πληθυσμού. Ναι φίλε, οι ηπειρώτες είναι μαμάκηδες (και γιαγιάκηδες). Όπως
άλλωστε πρέπει να είναι και κάθε άντρας που σέβεται τον εαυτό του. Έχουν μεγάλη
αδυναμία στις μάνες τους και τις γιαγιάδες τους. Και τέτοιες μανάδες και
γιαγιάδες που είχαν πώς να μην το κάνουν. Γιατί αν η ζωή ήταν δύσκολη μια φορά
για τους άντρες, ήταν δυο και τρεις φορές πιο δύσκολη για εκείνες τις γυναίκες.
Τι δεν πέρασαν εκείνες οι γυναίκες και τι να πρωτοπείς για δαύτες.
Αυτό όμως δε σημαίνει καθόλου ότι είναι και οι
καλύτεροι γιοί. Και άσχημα θα τους μιλήσουν και θα κάνουν καιρό να τις πάρουν
ένα τηλέφωνο έστω ή κι αν τις πάρουν θα πουν κάτι σαν είμαι καλά και θα το
κλείσουν. Κι όμως αυτό το «ωχ μάνα» πάει σύννεφο σε μικρούς και μεγάλους ενώ θα
δεις ογδοντάχρονους να κλαίνε σα μικρά παιδιά στην κηδεία της αιωνόβιας μάνας
τους. Δε θα ζητήσουν τη γνώμη των μανάδων τους αλλά από την άλλη θα έχει την
πιο ανεκτίμητη γι’ αυτούς αξία το να δουν στα μάτια της μάνας τους το να τους
καμαρώνει. Κι ίσως αυτός που έπιασε
καλύτερα από τον καθένα τη σχέση των ηπειρωτών με τη μάνα να είναι ο Γκανάς από
τη Μουργκάνα.
Αυτή η σχέση βέβαια δημιουργεί κάποιες προστριβές
στις μέρες μας μεταξύ των ζευγαριών κι είναι αρκετά τα ράμματα που έχεις για
κάποιες σύγχρονες συμπεριφορές αλλά λες ας κάνεις λίγο κράτει, ας μην
κακοκαρδίσεις την ΟΓΕ. Περιορίζεσαι μόνο να σημειώσεις τη παραφροσύνη του να
θέλουν κάποιες το δέσιμο των γιων με τις μάνες για τους δικούς τους γιους αλλά
όχι για τους άντρες τους λες και οι γιοι τους δε θα παντρευτούν ποτέ. Αρκετά
όμως και με αυτά, το έδαφος είναι εξαιρετικά γλιστερό και ευτυχώς για κάποιους υπάρχει
και η κόρη-στήριγμα.
Ανθρωπογεωγραφικά η περιοχή αποτελείται στο νομό Ιωαννίνων
από τα Γιάννενα, το ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα των οποίων (το Λεκανοπέδιο)
πρέπει να συγκεντρώνει αρκετά πάνω από το 70%-ίσως και πάνω από 80%) του
πληθυσμού όλου του νομού (στις απογραφές πληθυσμού πάντα ευνοούνται τα χωριά
καθώς πέραν του πραγματικού, εμφανίζουν κι ένα πλασματικό αριθμό κατοίκων) και
το 40-45% του πληθυσμού όλης της Ηπείρου. Ουσιαστικά ό,τι είναι η Αθήνα για την
Ελλάδα, είναι τα Γιάννινα για την Ήπειρο. Υπάρχουν κάποια μικρά αστικά κέντρα,
το Μέτσοβο που παρουσιάζει κάποια ευρωστία λόγω του τουρισμού, η Κόνιτσα που
μάλλον δε θα περιέγραφες ευοίωνη την κατάσταση γι’ αυτήν και από εκεί και πέρα
τα πράγματα είναι για να σου μαυρίζει η ψυχή. Κάποια λίγα χωριά που κάπως
κρατούν ακόμη αν και σκιές του παρελθόντος και στη συνέχεια μια σχεδόν «έρημη
χώρα» με χωριά σωστά φαντάσματα (με την εξαίρεση λίγων ημερών του Αυγούστου,
των Χριστουγέννων, του Πάσχα, των εκλογών και των κηδειών) σε μια κατάσταση
ουσιαστικά μη αναστρέψιμη εντός των πλαισίων του παρόντος πολιτικοοικονομικού
συστήματος. Στη Θεσπρωτία η κατάσταση είναι κάπως καλύτερη με την Ηγουμενίτσα
να μην έχει κυριαρχήσει όσο τα Γιάννενα έναντι των υπόλοιπων περιοχών του νομού
αν και προς τα εκεί πάει το πράγμα. Υπάρχει η Παραμυθιά που στέκεται ακόμη
αρκετά καλά, κι αυτή και κάμποσα χωριά της, υπάρχουν και οι Φιλιάτες αν και οι
τελευταίοι διατηρούνται σε οριακή κατάσταση για κάποια χρόνια τώρα (με την
εξαίρεση της, σε κάπως ικανοποιητική κατάσταση περιοχής Κεστρίνης-Ασπροκκλησίου-Σαγιάδας,
τα περισσότερα χωριά της πρώην επαρχίας Φιλιατών είναι-σε μια έκταση 35-40 %
όλου του νομού-σχεδόν έρημα).
Τα Γιάννενα. Τα γυάλινα Γιάννενα που λέει κι ο
ποιητής.
Τα Γιάννενα που εδώ και πολύ καιρό δεν είναι η
μικρή πόλη του Χατζή αλλά που εξακολουθεί να σου δείχνει σε κάποιες γωνιές τα
σημάδια της τότε εποχής.
Πόλη αντικειμενικά όμορφη ή σωστότερα πόλη με
αρκετές αντικειμενικά όμορφες γωνιές. Λίγοι θα σου πουν ότι δε βρήκαν κάτι
αξιόλογο σε αυτήν κι ακόμα λιγότεροι αυτοί που πέρασαν ως φοιτητές από εδώ και
δε θα την αναπολήσουν. Αν και λόγω μεγέθους και σπουδαιότητας στο επίπεδο της
περιφέρειας θα έλεγες ότι μοιάζει στην Αθήνα υπάρχουν κάποιες αξιοσημείωτες
ομοιότητες με τη Θεσσαλονίκη. Και οι δυο τη μεγάλη τους ακμή τη γνώρισαν σε
περίοδο πριν την Απελευθέρωση (όταν η Αθήνα ήταν ένα χωριό οι πόλεις αυτές ήταν
από τις πιο αξιόλογες των Βαλκανίων). Και στις δυο θα βρεις ανθρώπους με
καταγωγή τρεις και παραπάνω γενιές από την πόλη. Υπάρχει δηλαδή εντός τους μια
πιο μακρόχρονη «αστική» παράδοση από ό,τι στην Αθήνα. Και οι δυο (με τη
Θεσσαλονίκη περισσότερο βέβαια) είχαν έντονο «πολυπολιτισμικό» χαρακτήρα με
σημαντική παρουσία εβραϊκού (μέχρι την καταστροφή του από τους Γερμανούς το1944 και τουρκικού στοιχείου.
Και οι δυο έχουν τις
οχυρώσεις από τη μεσαιωνική και οθωμανική περίοδο, στη Θεσσαλονίκη τα κάστρα
και στα Γιάννενα το Κάστρο με τις δυο εσωτερικές ακροπόλεις (αυτή με το Ασλάν
Τζαμί και το Ιτς Καλέ). Και στις δυο το φοιτητικό στοιχείο είναι πιο αισθητό
από ότι στην Αθήνα λόγου χάρη. Και οι δυο έχουν την πιο χαρακτηριστική «βόλτα»
τους δίπλα στο υγρό στοιχείο, στη θάλασσα η μια, στη λίμνη δίπλα στο κάστρο και
κάτω από τα πλατάνια η άλλη (η συγκεκριμένη είναι μάλλον μια από τις πιο
όμορφες-αν όχι η ομορφότερη-που θα βρεις μέσα σε πόλη σε όλη την Ελλάδα). Καμιά
φορά μάλιστα μοιάζουν και στη μπόχα που έρχεται από το υγρό στοιχείο (με τη
Θεσσαλονίκη βέβαια να νικά κατά κράτος στον τομέα αυτό). Και οι δυο υπέστησαν
μεγάλες ζημιές από πυρκαγιά. Και οι δυο βίωσαν τις ενδοξότερες ποδοσφαιρικά
στιγμές τους από το 1970 μέχρι τις αρχές του ’80 και την έλευση του
«επαγγελματισμού». Και από την επόμενη ποδοσφαιρική περίοδο ίσως θα έχουν άλλη
μια ποδοσφαιρική ομοιότητα. Μια ομάδα στην πρώτη κατηγορία. Υπάρχει ως φαίνεται
σοβαρή πιθανότητα (πολύ κακώς) να γίνει πράξη για κάποια περίοδο το «μια
πόλη-μια ομάδα» όσον αφορά τη Θεσσαλονίκη κάτι που έγινε (καλώς) στα Γιάννενα
τη δεκαετία του ’60 με τη δημιουργία του ΠΑΣ με την ένωση σε σάρκα μια του
Ατρόμητου και του Αβέρωφ (του πιο «αριστερού» Ατρόμητου και του πιο «δεξιού»
Αβέρωφ κατά πως λένε οι πιο παλιοί). Υπάρχει και ένα περίεργο παιχνίδι της
ιστορίας σχετικά με αυτές τις δυο πόλεις. Τα Γιάννενα παραδόθηκαν αμαχητί το
1430 στους Τούρκους από τις «κεφαλές» του τόπου. Και ήταν ένας Αλβανός (ο Χασάν
Ταχσίν) που μεγάλωσε στα Γιάννενα, αυτός που παρέδωσε αμαχητί τη Θεσσαλονίκη
στους Έλληνες το 1912.
Σήμερα στην πόλη τον τόνο στην οικονομία τον δίνει
μια όχι αμελητέα βιομηχανική περιοχή, το πανεπιστήμιο και τα δυο νοσοκομεία (το
ένα Πανεπιστημιακό). Στις βιομηχανίες της πόλης κυριαρχούν απόλυτα κάποιες του
ευρύτερου αγροτο-διατροφικού συμπλέγματος με σημαντική ισχύ στον κλάδο τους.
Υπάρχει η γαλακτοβιομηχανία ΔΩΔΩΝΗ, οι πτηνοτροφικές «ΠΙΝΔΟΣ» και «ΝΙΤΣΙΑΚΟΣ»
και οι δυο μεγάλες που δραστηριοποιούνται στο νερό, ο «ΧΗΤΟΣ» («Ζαγόρι») και ο
«ΒΙΚΟΣ». Υπάρχουν και κάποιες άλλες όπως πχ η «Spider» ή ένα εργοστάσιο των
Πλαστικών Θράκης αλλά οι πιο σημαντικές είναι οι προηγούμενες. Το πανεπιστήμιο
με τους 20.000 φοιτητές αποτέλεσε και αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα
«ανάπτυξης» για τη πόλη. Αρκετοί στη πόλη «φτιάχτηκαν» χάρη στην ύπαρξη του
φοιτητόκοσμου (γκαρσονιέρες, καφετέριες, φαγάδικα, κλαμπάκια, εμπορικά
καταστήματα κτλ). Υπάρχουν επίσης τα δυο νοσοκομεία με σημαντική συγκέντρωση
εργαζομένων που ειδικά στο Πανεπιστημιακό έρχονται πολλοί άνθρωποι εκτός
Ηπείρου (από Αγρίνιο, Κέρκυρα, Λευκάδα, Κοζάνη τώρα με την Εγνατία, ακόμα και
από Μεσολόγγι). Αν και οι ντόπιοι-ειδικά οι λίγο μεγαλύτερης ηλικίας-δίνουν
κάποιες φορές μια μεγαλύτερη προτίμηση στο Χατζηκώστα επειδή θεωρούν την
αντιμετώπιση εκεί κάπως πιο ελαστική, πιο «ανθρώπινη» σε ορισμένα πράγματα. Οι
γιατροί ως κλάδος έχουν πάρα πολύ μεγάλη «αίγλη» στην πόλη ( κάτι που
αποτυπώνεται και στο ότι έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τους πάλαι ποτέ κυρίαρχους
δικηγόρους στην κατάληψη δημόσιων «αξιωμάτων». Δεν πρέπει πάντως να ξεγελαστεί
κάποιος από την ύπαρξη αρκετών μεγαλογιατρών που φέρουν «υψηλούς τίτλους»
(ένεκα του Πανεπιστημίου) γιατί αρχίζει και αναπτύσσεται μια έντονη
διαστρωμάτωση ανάμεσά τους (τα εισοδήματα μεγάλης μερίδας γιατρών είναι πια
αρκετά χαμηλότερα από όσο θα φαντάζονταν κανείς).
Η πόλη λόγω και του φοιτητόκοσμου έχει αρκετά
έντονη κοινωνική ζωή, υπάρχουν πράγματα που συμβαίνουν γύρω και μπορείς να
πέσεις απάνω τους χωρίς να το πολυεπιδιώξεις. Τι να λέμε τώρα; Εδώ ως και
θέατρο ερασιτεχνών μπορείς να πας να πληρώσεις να δεις, εσύ που στην Αθήνα που
‘χες τόσα θέατρα δίπλα σου τα απόφευγες ως ο διάολος το λιβάνι με μόνες
αναμνήσεις από θέατρο το πολύ καλό «Οδυσσεβάχ» της Καλογεροπούλου που σε είχε
πάει μικρόν η μάνα σου, κάνα δυο που είχες πάει με το σχολείο και μια παράσταση
του Χάρρυ Κλυν κάποιο καλοκαίρι εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’80.
Εσένα
βέβαια που είσαι λίγο πιο «σκληροπυρηνικός», άλλα πράγματα θα σου φανούν πιο
ενδιαφέροντα ή όταν έρχεται παραμονή Χριστουγέννων και βάζουν
κλαρίνα από το πρωί τα καφέ στο κέντρο ψήνοντας σουβλάκια και λουκάνικα έξω
μπορεί μεν ως εικόνα να σε εκνευρίζει λίγο να βλέπεις κλαρίνα ακόμα και στα
«μοδάτα» καφέ (χώρια που είναι και τελευταία μέρα σαρανταήμερης νηστείας και
σου σπάει η μύτη) αλλά από την άλλη το βλέπεις ως μια πραγματική «εκδίκηση της
γυφτιάς». Διότι το «γύφτοι» στη περιοχή είναι συνώνυμο των οργανοπαικτών κι ας
μην είναι. Η δημοτική μουσική χρωστά τεράστια ευγνωμοσύνη στους γύφτους. Ειδικά
σήμερα που μέσα από την κερκόπορτα της Πρέβεζας και τη συνεργασία κάποιων
πρόθυμων (κάτι άσπροι-ξέξασπροι τύπου Γιάννη Καψαλη και σία)σε κάτι κ***οχώρια
του Λεκανοπεδίου κάνουν την εμφάνισή τους τα επονομαζόμενα «αγρινιώτικα» (κι ας
μη φταίει εντελώς η Αιτωλοακαρνανία), κάτι νεοδημοτικά της κακιάς ώρας, μια
μάστιγα για την εξάλειψη της οποίας θα δικαιολογούσες τη χρήση κάθε όπλου.
Η Ηγουμενίτσα τώρα είναι μια περίεργη υπόθεση.
Είναι χτισμένη σε μια πολύ ωραία τοποθεσία (παραθαλάσσια βέβαια) αλλά η ίδια
είναι μια άσχημη πόλη. Λες και κάποιος πήρε κάποιο μέρος της Κυψέλης και το
φύτεψε εκεί. Οι κάτοικοί της έχουν ιστορία, η ίδια όμως σχεδόν τη στερείται.
Είναι μάλλον η νεότερη πόλη της χώρας. Ουσιαστικά η ιστορία της ξεκινά το 1938
οπότε και δημιουργήθηκε ο νομός Θεσπρωτίας με αυτήν ως πρωτεύουσα και ακόμα
καλύτερα μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου οπότε και άρχισαν να
εγκαθίστανται άνθρωποι από το εσωτερικό της Θεσπρωτίας ή ακόμα και από περιοχές
των Ιωαννίνων. Αυτό που τη χαρακτηρίζει είναι η παρουσία του Λιμανιού που όλο και
μεγαλώνει. Πέραν του λιμανιού, η πόλη οφείλει την ύπαρξη της στις δημόσιες
υπηρεσίες (της κεντρικής και τοπικής διοίκησης) που βρίσκονται εκεί. Αν αύριο
μεταφέρονταν, η πόλη θα έπαυε σχεδόν αμέσως να υπάρχει. Είναι μια πόλη που
…καταφέρνει και έχει και τα άσχημα μιας πόλης
και τα άσχημα ενός χωριού. Και κυκλοφοριακό (πώς να μην έχεις όταν ακόμα
και για κυριολεκτικά 100 μέτρα παίρνουν αυτοκίνητο;) και κουτσομπολιό, και
ναρκωτικά (κυκλοφορεί πολύ χασίσι) και φαγωμάρα των γειτόνων για τους πιο ηλίθιους
λόγους. Η πόλη έχει μόνο δυο δρόμους να τη διασχίσεις και κάθε καλοκαίρι, τότε
που είναι η μεγαλύτερη κίνηση δηλαδή, θα βρεις τον έναν κλειστό. Έχει όμως και
κάτι πάρα πολύ καλό χάρη στο οποίο συγχωρείς πολλά. Τελειώνεις τη δουλειά το
καλοκαίρι και μέσα σε δέκα λεπτά μπορείς να ρίχνεις κιόλας βουτιά στη θάλασσα. Αρκετοί
κάτοικοί της ζουν από τον τουρισμό (όχι τόσο της ίδιας της πόλης αλλά των
Συβότων και της Πέρδικας που δεν είναι και πολύ μακριά) κάτι που σημαίνει μια μεγαλύτερη
ανεργία κατά τους χειμερινούς μήνες. Άλλοι δυο πολύ σημαντικοί τομείς της
οικονομίας είναι η μανταρινοκαλλιέργεια
στην περιοχή Σαγιάδας-Κεστρίνης (μάλλον το
μεγαλύτερο κέντρο παραγωγής μανταρινών στην χώρα) και οι ιχθυοκαλλιέργειες στη
λωρίδα της Σαγιάδας η παραγωγή των οποίων αποτελεί ως και το 85% των εξαγωγών
του νομού.
Στον υπόλοιπο νομό υπάρχει η ενασχόληση με την
κτηνοτροφία (αιγοπρόβατα και εκτατική βοοτροφία. Σε σχέση με την υπόλοιπη
Ελλάδα υπάρχει αρκετά ψηλότερο ποσοστό μετακινούμενων κτηνοτρόφων) και σε
κάποιες περιοχές με τις ελιές.
Υπάρχουν δυο κωμοπόλεις, η Παραμυθιά που είναι
ακόμα σε κάπως καλή κατάσταση και οι Φιλιάτες που ουσιαστικά κρατιούνται από
την ύπαρξη του νοσοκομείου (μιας και χάρη σε δωρεές και τη προσωπική εργασία
φιλιαταίων κάποιες δεκαετίες πριν, ιδρύθηκε εκεί και όχι στη πρωτεύουσα του
νομού) και του γηροκομείου. Ενός νοσοκομείου που παρά τις φιλότιμες προσπάθειες
του προσωπικού έχει μεγάλες ελλείψεις και σε ανθρώπους και σε εξοπλισμό.
Και εδώ, όπως και στο νομό Ιωαννίνων) τα χωριά
είναι σε πολύ άσχημη κατάσταση από πλευράς πραγματικού πληθυσμού (από πλευράς
εγγεγραμμένων οι ετεροδημότες βελτιώνουν κάπως την κατάσταση). Με λίγες
εξαιρέσεις έχουν ουσιαστικά αδειάσει. Εδώ φεύγουν από Φιλιάτες και Παραμυθιά
για Ηγουμενίτσα, από τα χωριά δε θα ‘χαν φύγει οι νέοι; Και όσοι μένουν πίσω
είναι σε συντριπτικό ποσοστό άνδρες. Πράγμα που σου φέρνει στο νου εκείνο το
δήμαρχο από τη Ζαχάρω που έφερε κάτι ρωσίδες για να τις παντρέψει εκεί αλλά
χωρίς επιτυχία. Είναι λες και οι προηγούμενες αιώνες κακοπέρασης να έχουν
περάσει στο DNA των γυναικών και να θεωρούν καταδίκη το να μείνουν
σε χωριό. Και καλά να είναι το χωριό στη Μουργκάνα. Το να ‘ναι όμως στα 10, 15
άντε είκοσι χιλιόμετρα από την Ηγουμενίτσα (και με Εγνατία κιόλας) δε σε κάνει
να τρελαίνεσαι όταν ακούς για το «να είμαστε κοντά στην αγορά»; «Ποια αγορά
κυρά μου; Τα δέκα μαγαζιά στο πεζόδρομο που μέσα στο μισάωρο τα ‘χεις φέρει
γύρα τρεις φορές;» Είναι να τρελαίνεσαι. Θ’ ακούσεις ως και το «μα πού και πώς
θα πάνε φροντιστήριο τα παιδιά» πριν ακόμα υπάρξουν παιδιά. Παράνοια… Και λες
πότε θα μουλαρώσεις και θα τους πεις «στη Μουργκάνα, στο χωριό και σ’ όποιον
αρέσει». Έρχεται όμως η ώρα που το παιδί παθαίνει στα καλά καθούμενα λαρυγγίτιδα
οξείας και φράζει ο λαιμός και εσύ τρέχεις τα μεσάνυχτα στα νοσοκομεία και
είσαι εκεί σε δέκα λεπτά. Και σκέφτεσαι τι στο διάολο θα έκανες αν το
κοντινότερο κέντρο υγείας (κι αυτό με αμφίβολο μέλλον) ήταν κάνα μισάωρο σε
απόσταση. Αν ήθελες κάνα μισάωρο να βρεις φαρμακείο για ένα σολντεσανίλ έστω;
Και μένεις πάλι με αναπάντητο το ερώτημα για το αν είναι δειλία ή στωικότητα το
ότι ακόμη κάθεσαι στη «φυλακή» της πόλης. Μη νομίσεις ούτε λεπτό ότι είναι
εύκολη η ζωή στο χωριό. Ούτε ότι εκεί οι άνθρωποι έχουν πάντα «τον τρόπο τους».
Αν δεν έχεις δουλειά είναι δράμα η κατάσταση. Και είναι στο νοσοκομείο που
πήγες με το παιδί σου που το βλέπεις αυτό. Που συναντάς το μικρό Κωνσταντίνο με
τη μάνα του. Ανασφάλιστοι με μόνο μια βοήθεια από τη Πρόνοια. Με τον
Κωνσταντίνο να μη βάζει γλώσσα μέσα μέρα και νύχτα (κάτι που στην αρχή σε
εκνεύριζε) να παίζει με τα μικρότερα παιδιά του θαλάμου και να τα κάνει να
γελάνε και να ξεχνάνε τον πόνο τους και το ότι είναι στο νοσοκομείο. Και να
τρώει ο καημένος-λες κι ήταν το καλύτερο του κόσμου- το φαγητό που τα άλλα
παιδιά του θαλάμου δεν άγγιζαν (ήθελαν κρουασάν σοκολάτας τα καμάρια). Κι όταν
ήρθε η μέρα και είπανε οι γιατροί ότι είναι εντάξει και πρέπει να φύγει, ν’
αρχίζει να χτυπιέται στο κλάμα και να ικετεύει από το πάτωμα τη μάνα του να τον
αφήσει στο νοσοκομείο, που έχει καλό φαΐ, που έχει μερέντα, που έχει παιδιά
γιατί δεν αντέχει μόνος του πάνω στο χωριό. Και η μάνα του σε απόγνωση γιατί
πρέπει να φύγουν γρήγορα να προλάβουν το λεωφορείο-γιατί ένα μόνο έχει και πώς
θα πάνε μετά σπίτι; Και συ γυρνάς τη πλάτη και φεύγεις από το θάλαμο να μη σε
δει κανείς που βουρκώνεις αναλογιζόμενος τι συμβαίνει γύρω σου όταν εσύ έχεις
ακόμα την πολυτέλεια να αμπελοφιλοσοφείς πάνω στο δίλημμα «πόλη ή χωριό;».
Η οικονομική κρίση δεν έκανε εξαίρεση στους δυο
αυτούς νομούς που είχαν ήδη πολλά προβλήματα από τα πριν. Η ανεργία είναι πάρα
πολύ μεγάλη. Ακόμα όμως ο άνεργος ψάχνει σωτηρία μόνος του δεν έχει ακόμα αποφασίσει
να κάνει το βήμα να παλέψει ομαδικά. Αυτό αναγκαστικά τον οδηγεί σε λύσεις
απελπισίας. Μένει άνεργος ο άλλος και την ώρα που βλέπει ότι τα μαγαζάκια
κλείνουν το ένα πίσω από το άλλο, αυτός πάει κι ανοίγει με τις λίγες οικονομίες
που είχε ένα μαγαζάκι (του πιπιλάνε το μυαλό ότι θα γίνει «επιχειρηματίας» και
θα σωθεί) που το βλέπεις ότι έχει μηδενικές πιθανότητες να πιάσει. Και όντως,
εννιά στις δέκα το κλείνει ή απλά φυτοζωεί μη βγάζοντας σχεδόν ούτε τα έξοδά
του. Πάει ο άλλος κι ανοίγει τυροπιτάδικο (λες και υπάρχει έλλειψη από δαύτα)
και όχι μόνο αυτό αλλά το ονομάζει και «μπουγάτσα Σερρών». Φαντάσου πόση
απελπισία δηλαδή, να νομίζει ο άλλος ότι θα έρθει σε μια περιοχή με τέτοια
παράδοση σε πίττες και μπουγάτσες και κάνει ουρές ο κόσμος να αγοράσει «μπουγάτσα
Σερρών». Σε λίγους μήνες το ‘κλεισε κι ησύχασε. Δε θα ήταν καθόλου παράξενο να
γινόταν καμιά έρευνα και να έδειχνε ότι παράλληλα με τη μείωση του ποσοστού
μισθωτής εργασίας ως αποτέλεσμα της ανεργίας υπάρχει και καμία μικρή αύξηση των
αυτοαπασχολουμένων. Το πιο χαρακτηριστικό όμως της απελπισίας που κυριαρχεί
είναι το άθλιο παιχνίδι που παίζουν οι φυλλάδες. Εκεί που παλιά είχαν τα ένθετα
για τις προκηρύξεις και τους διορισμούς στο Δημόσιο, έχουν βγάλει τώρα ένθετα
για τη στροφή στη γεωργία. Πουλάνε εντελώς
ξεδιάντροπα απίστευτα παραμύθια στον κόσμο αφήνοντάς τον να πιστεύει ότι
εκείνο το ξεχασμένο ξηρικό χωραφάκι των δυο στρεμμάτων στο χωριό είναι περίπου
σαν το μυθικό ελ ντοράντο γι’ αυτόν που το έχει. Διαβάζεις κάτι απίστευτες
παπάτζες για κάποια χιλιάδες ευρώ κέρδη ανά στρέμμα και τα χάφτει ο άλλος ο
απελπισμένος. Και συνεπικουρούμενοι από κάτι ρεζίληδες που το παίζουν σοβαροί,
πουλάνε το παραμύθι ότι θα λύσει η χώρα το πρόβλημα της ανεργίας με τη «στροφή
στην πρωτογενή παραγωγή» (όχι απλά ότι κάποιοι μπορούν να βρουν μια ευκαιρία
εκεί αλλά ότι θα λυθεί το πρόβλημα της ανεργίας). Θα απορροφηθούν λένε, χωρίς
να ντρέπονται, τα εκατομμύρια των ανέργων στην πρωτογενή παραγωγή χωρίς να
κάνουν έναν κόπο να πληροφορήσουν τον κόσμο πόσο είναι το ποσοστό του αγροτικού
πληθυσμού σε χώρες όπως η Ολλανδία, η Δανία, η Μ. Βρετανία, η Γερμανία ή σε
όσες άλλες φέρνουν ως πρότυπο.
Σε άλλα που χαρακτήρισαν τις οικονομικές εξελίξεις
στη περιοχή τα τελευταία χρόνια, μπορείς να σταθείς στη συγκεντροποίηση στον
χώρο του λιανικού εμπορίου με το κλείσιμο καταστημάτων και των ερχομό μεγάλων
αλυσίδων (ZARA, H&M).
Στη συγκεντροποίηση στο χώρο των σουπερ-μάρκετ όπου έβαλαν λουκέτο οι δυο από
τις τρεις τοπικές αλυσίδες (ΠΑΥΛΟΥ, ΠΑΜΒΩΤΙΣ). Στον ερχομό του ΙΚΕΑ που
ουσιαστικά διέλυσε τους τοπικούς επαγγελματοβιοτέχνες στο χώρο του επίπλου.
Αυτό βέβαια που ξεχωρίζει είναι η πώληση της κρατικοσυνεταιριστικής
γαλακτοβιομηχανίας ΔΩΔΩΝΗΣ (που ήταν και κερδοφόρα) που όπως έλεγε ο Αργύρης
είναι σαν την Ακρόπολη και δεν πωλείται, αλλά που τελικά την πούλησαν. Μια πολύ
βρώμικη ιστορία ακόμα κι αν θεωρηθεί ότι δεν υπήρξαν μίζες. Μια ιστορία όπου με
την εξαίρεση του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ (που έλεγαν ότι δε πρέπει να απολέσει τον
κρατικοσυνεταιριστικό χαρακτήρα της) κανείς δε μπορεί να είναι ήσυχος με τη
συνείδησή του. Οι τοπικές ΕΑΣ (Ενώσεις Αγροτικών Συνεταιρισμών= σε μεγάλο
ποσοστό τσιφλίκια του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, ο Αργύρης ειδικά είχε πολύ μεγάλη
επιρροή εκεί μέσα) που έδωσαν αρχικά στην ΑΤΕ το κρίσιμο ποσοστό για να μπορεί
να τις αγνοεί, μετά το έπαιζαν επαναστάτες (ήθελαν λέει και να την πάρουν αυτές
με τη βοήθεια της τράπεζας της Ηπείρου, οι γελοίοι που ούτε το μπακάλικο στη
Παραμυθιά δεν ήταν άξιοι να κρατήσουν) και που με την πώληση μια χαρά τα βρήκαν
με τους νέους ιδιοκτήτες και τώρα θέλουν να τους πουλήσουν όλες τις μετοχές
τους. Τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ και ΝΔ που είτε τους σιγόνταραν είτε δούλευαν
υπογείως για τη πώληση. Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΔΗΜΑΡ που πέρα από κάτι ανακοινώσεις
ήταν άφαντοι μην κουνώντας ούτε το μικρό τους δακτυλάκι για να οργανώσουν
κινητοποιήσεις. Η πλειοψηφία των συνδικαλιστών στο εργοστάσιο που κάναν τα παιχνιδάκια
τους. Η εξωφρενική στάση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που ζητούσε να δοθεί η επιχείρηση στους κτηνοτρόφους
διασπώντας τα μέλη-μετόχους των ΕΑΣ σε γεωργούς (κακούς) και κτηνοτρόφους
(καλούς), που το στέλεχός της έλεγε ότι ψάχνει να βρει και επενδυτή για το εγχείρημα.
Και που όταν έλεγε να δοθεί στους κτηνοτρόφους εννοούσε ένα σύλλογο
κτηνοτρόφων-που όλως τυχαίως-ήταν αυτός επικεφαλής. Και έτσι βάλαν αυτοί στο
χέρι τους κτηνοτρόφους (όχι ότι αυτοί, που πολλοί τους συμπεριφέρονται ως
κοπάδι του Καχριμάνη, δεν έχουν και την ατομική τους ευθύνη) και δεν μπόρεσε να
αποτραπεί η πώληση. Και μένουν τώρα απλήρωτοι επί μήνες και έρχεται η ώρα-αν
δεν οργανωθούν-που θα υπάρξει σημαντική μείωση στη τιμή του γάλακτος.
Στα υπόλοιπα που συγκρατείς από την περίοδο που
πέρασε είναι μερικές απεργίες και πορείες που όμως παρόλο ότι είχαν μαζικότητα
σε σχέση με το παρελθόν απείχαν πολύ από τις απαιτήσεις των καιρών. Ακόμα και
στη περίπτωση που ο Καχριμάνης έκλεισε τη Νομαρχία για να πάνε στη πορεία της
ΓΣΕΕ έβλεπες ότι αρκετοί υπάλληλοι πήγαν για καφέ. Πράγμα που υποδηλώνει τις
τεράστιες αυταπάτες και το κλίμα ανάθεσης που επικρατεί στη δημοσιο-υπαλληλία
(Οι επαρχιακές πόλεις είναι άριστο μέρος για να δεις πολλά στραβά που υπήρχαν
και ως ένα μικρότερο βαθμό εξακολουθούν να υπάρχουν σε αυτόν τον χώρο και που
επιτρέπουν στον κάθε Πορτοσάλτε να κάνει παιχνίδι. Το ψάρι βέβαια βρωμά από το
κεφάλι αλλά κάποια φαινόμενα σε κάποιους τομείς θα έπρεπε να είχαν χτυπηθεί
νωρίτερα). Συγκρατείς κάποιες περιφρουρήσεις κάτω από πραγματικά δύσκολες
καιρικές συνθήκες (θεία Δίκη για σένα που όταν είχες περισσότερες δυνάμεις
προτιμούσες να τα ξύνεις). Την κινητοποίηση για την απόλυση της εργάτριας στην
Πίνδο (προνομιακός χώρος του Κασσή) που το βράδυ της ίδιας μέρας (όλο το βράδυ)
έγινε μεγάλη συγκέντρωση μπρος στις πύλες του σφαγείου. Και που βρήκες εκεί
μαζεμένους κάποιους μικρούς πτηνοτρόφους που είχαν έρθει γιατί τους είχαν πει
ότι έρχεται το ΠΑΜΕ να κλείσει την επιχείρηση. Και κάποιους ανάμεσά τους που οι
αλληλέγγυοι τους ήξεραν ότι είναι φιλικοί προς το κόμμα να λένε εν τούτοις «τι
θέλετε και υποστηρίζετε αυτήν την Πασόκα;» φανερώνοντας πόσο σωστά τα λέει ο
στίχος ότι «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή». Την πρόσφατη στο Βίκο
για την απόλυση εργαζόμενου για ένα μπουκάλι νερό, στο Βίκο που έχει λένε μπει
και σύστημα που μετρά πόση ώρα είναι ο εργαζόμενος στην τουαλέτα (στο Βίκο που,
όπως και στο Ζαγόρι, τετραπλασίασαν την άδεια άντλησης και παράλληλα μείωσαν τα
δημοτικά τέλη!!!). Και ως πιο αγαπημένη εκείνη την απεργία του Φθινοπώρου, μετά
τις εκλογές του ’12, που ήταν η πρώτη και υπήρχε μούδιασμα και αγωνία σχετικά
με το πλήθος που θα έρχονταν. Ο κόσμος ήρθε όμως και η πορεία δεν έμεινε μόνο
μέσα στην αγορά του κέντρου αλλά πέρασε και μέσα από τις πολυκατοικίες τις
Καλούτσιανης. Και έβλεπες τον κόσμο να βγαίνει με έκπληξη στα μπαλκόνια ή από
τα μικρομάγαζα και τα καφενεία και να παρατηρεί ότι ο όγκος κι ο παλμός της
πορείας δεν ήταν καθόλου μικρός. Και έβλεπες στα μάτια αυτών που πορεύονταν
δίπλα σου το «είμαστε ακόμα εδώ» που διέλυσε το μούδιασμα της προηγούμενης
περιόδου.
Πολιτικά η περιοχή είναι εκλογικό βαρόμετρο. Τα
εκλογικά αποτελέσματα ακολουθούν τα αποτελέσματα στο σύνολο της χώρας (τα
Γιάννενα ειδικά είναι μάλλον ένας πολύ καλός δείκτης). Από το δημοψήφισμα του
’74, από τα αποτελέσματα του ’81, τις δημοτικές του ’86 ως τα τώρα, δεν πρέπει
να έχουν έρθει ποτέ ανάποδα αποτελέσματα σε σχέση με αυτά της Επικράτειας. Δε θα είχες πολύ άδικο να πεις ότι η περιοχή
συνιστά μια πολύ καλή μικρογραφία των όσων συμβαίνουν ή πρόκειται να συμβούν
στη χώρα. Θυμάσαι και την εικοστή Οκτώβρη του 2011 που λίγες ώρες πριν τα
γεγονότα στην Αθήνα, στα Γιάννενα υπήρξε ανάλογο σκηνικό (σε μικρότερη κλίμακα
βέβαια) με την επίθεση στη συγκέντρωση του ΠΑΜΕ (με άθλιο το ρόλο της τοπικής
ΑΝΤΑΡΣΥΑ που συμπρωταγωνίστησε στην επίθεση-εκτός δυο-τριών εξαιρέσεων). Τα
Γιάννενα χωρίς να είναι «κόκκινο κάστρο», είναι οπωσδήποτε μια περιοχή ευνοϊκά
διακείμενη προς το ΚΚΕ και του δίνει ποσοστά λίγο μεγαλύτερα από το πανελλαδικό
ποσοστό. Και μια πόλη που παρά το ότι ο υπαρχηγός της ΧΑ δραστηριοποιούνταν
εδώ, η οργανωμένη παρουσία χρυσαυγιτών δεν είναι τόσο έντονη, ούτε και τα
εκλογικά ποσοστά τους ιδιαίτερα ευνοϊκά γι’ αυτούς-τα βιώματα των ηπειρωτών, τα
σχετικά με τη μετανάστευση, δε πρέπει να είναι άσχετα με αυτό το γεγονός. Όσον
αφορά τη Θεσπρωτία, το ΚΚΕ δεν έχει τόσες πολλές δυνάμεις. Ακόμα και σε μια
περιοχή όμως με όχι και τόσο ισχυρή κομματική ιστορία και παρουσία υπάρχουν
αρκετές δυνατότητες, όπως καταλαβαίνεις βλέποντας ότι στο Εργατικό Κέντρο η
πλειοψηφία είναι με το ΠΑΜΕ. Σημάδι ότι δε θα πρέπει να θεωρείς ποτέ
εργαζόμενους που τους έχεις για «πασόκους» ή «δεξιούς» ως εσαεί χαμένη υπόθεση
αλλά και το ότι η καθημερινή στάση ζωής των μελών, των στελεχών και των
συνδικαλιστών είναι εξαιρετικής σπουδαιότητας ζήτημα.
Έχοντας πια φτάσει οι τοπικές εκλογές και οι
ευρωεκλογές παρατηρείς ένα υποτονικό κλίμα (εδώ φταίει κι ο καιρός γιατί είναι
αρκετά βροχερός αυτές τις μέρες). Το τοπικό ψηφοδέλτιο και οι συγκεντρώσεις του
ΚΚΕ είναι ικανοποιητικές πράγμα που παρά το μουγκό κλίμα σε κάνει να πιστεύεις
ότι το αποτέλεσμα θα είναι καλό. Υπάρχει βέβαια ακόμα μπέρδεμα στον κόσμο. Πάνω
σε αυτό δεν έχω βρει τίποτα που να το αποδίδει καλύτερα από την ύπαρξη της
μεγάλης φωτογραφίας του Βελουχιώτη στο κέντρο του γραφείου της ΔΗΜΑΡ στα
Γιάννενα. Νιώθεις όμως ότι αργά-αργά, πλην σταθερά, αρχίζεις να προβληματίζεις
συνειδήσεις που πριν μπορεί και να γέλαγαν μαζί σου. Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό
είναι ο μεγάλος αριθμός των παρατάξεων που διεκδικούν ψήφο στις δημοτικές. Και
το ότι όλοι πλην Λακεδαιμονίων διεκδικούν τον τίτλο του «ακομμάτιστου» παρά το
ότι είναι εγνωσμένων πολιτικών φρονημάτων. Ως κι ο Καχριμάνης ανεξάρτητος λέει
ότι είναι. Νιώθεις όμως ότι η μόδα των «ακομμάτιστων», των «υπερκομματικών»,
παρά τον επιφανειακό θρίαμβο, δεν έχει πολλά ψωμιά να φάει ακόμα. Παρατηρείς
ότι ο μεγάλος αριθμός υποψηφίων στα δημοτικά και τοπικά συμβούλια έχει κάνει
σχεδόν κάθε οικογένεια να έχει και έναν υποψήφιο πράγμα που ασφαλώς θα βαρύνει
στο αποτέλεσμα των δημοτικών. Μέσα στους υποψηφίους βρίσκεις και κάποιους
δημόσιους υπάλληλους (αστυνομικοί, νοσηλευτές κτλ) που προσπαθούν οι άνθρωποι
να εκλεγούν για να πάρουν απόσπαση στον τόπο καταγωγής τους ή αντιστρόφως
προσπαθούν να παραμείνουν στον τόπο κατοικίας τους. Στην κατάρτιση των
ψηφοδελτίων και η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ είχαν σημαντικό πρόβλημα ενώ οι πασόκοι
διατηρούν ως στελέχη αρκετή παραπάνω επιρροή από αυτή του κόμματός τους. Θα
μπορούσαν μάλιστα να διεκδικήσουν ως και το δήμο των Ιωαννίνων αλλά τους
ενέσκηψε και εκεί φαγωμάρα μιας και
φαγώθηκε στις ενδοπαραταξιακές αρχαιρεσίες ο νυν δήμαρχος Φίλιος (ένας από την κίνηση
των 5, παλιός «κόκκινος δήμαρχος» τρομάρα του). Πάντως παρά το ότι στις
περιφερειακές και τις ευρωεκλογές το ΠΑΣΟΚ φαίνεται να πατώνει, στις δημοτικές
τα στελέχη του θα τα πάνε αρκετά καλά μάλλον. Στα Γιάννενα ο ΣΥΡΙΖΑ αν και το
παίδεψε πολύ στην αρχή μάλλον βρήκε την πιο ικανοποιητική γι’ αυτόν λύση χωρίς
βέβαια αυτό να σημαίνει καμιά μεγάλη δυναμική (μπορεί να βγει πρώτος αλλά
μπορεί να βγει και τρίτος). Η ΝΔ θα πάει με εκείνον που ήταν δήμαρχος μέχρι τις
περασμένες εκλογές (υπήρξε και «αντάρτης» στη ΝΔ. Τελικά πήγε με τον πασόκο).
Ούτε αυτός έχει καμιά μεγάλη δυναμική. Φαγωμάρα υπήρξε και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το
πράγμα οδηγήθηκε στη διάσπαση. Ο Σκοπούλης που είναι συμπαθής φυσιογνωμικά ο
ίδιος, κυρίως όμως είναι γιος του μακαρίτη κομμουνιστή γιατρού Σκοπούλη για τον
οποίο μόνο καλά λόγια θα ακούσεις στη περιοχή, είχε πάει πάρα πολύ καλά στις
προηγούμενες εκλογές. Πάνω σε αυτό θέλησε να πατήσει και να πάει για ψηλότερα,
φαίνεται να έγινε ένα παιχνίδι με το Σύριζα χωρίς να το έχει συζητήσει πρώτα με
τους υπόλοιπους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τα πήραν οι άλλοι και επήλθε διάσπαση. Στην
Ηγουμενίτσα υπήρξε δυσκολία στο ΣΥΡΙΖΑ, βρήκε προς το τέλος έναν, πάει όμως
μάλλον για την τρίτη θέση. Οι πρώτες δυο θα παιχτούν μεταξύ ΝΔ και πασόκου.
Υπάρχει πιθανότητα να αποτελέσει μια έκπληξη το ποσοστό κάποιων «ανεξάρτητων»
«ενεργών πολιτών». Στη Παραμυθιά η ΝΔ δεν κατάφερε να κατεβάσει υποψήφιο καθώς
θέλαν πολλοί τη δημαρχιακή υποψηφιότητα για την πάρτη τους. Έτσι μοιράστηκαν
μεταξύ της νυν πασόκας δημάρχου και του υποψηφίου του ΣΥΡΙΖΑ. Στους Φιλιάτες
αυτός που δεν κατάφερε να κατεβάσει υποψήφιο ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Και εδώ τα έσπασαν
για το ποιος θα πρωτοβάλει για δήμαρχος και τελικά δεν έβαλε κανείς και
ησύχασαν. Το ενδιαφέρον είναι πως όταν πάρθηκε η απόφαση μη συγκρότησης
ψηφοδελτίου βγήκε και μια ανακοίνωση προς τους ψηφοφόρους για ψήφο «κατά
συνείδηση». Σε μια περιοχή που υπάρχει το ψηφοδέλτιο του νυν πασόκου δημάρχου,
το ψηφοδέλτιο του νεοδημοκράτη και το ψηφοδέλτιο της λαϊκής συσπείρωσης αυτοί
λένε «ψήφο κατά συνείδηση». Δικαίωμά τους βέβαια αλλά έχει ενδιαφέρον η
αντιπαραβολή αυτής της στάσης τους με διλήμματα που επιχειρούν να βάλουν εν
όψει δεύτερων γύρων (που να δούμε και σε πόσους δεύτερους γύρους θα
συμμετέχουν). Σε επίπεδο περιφέρειας το ΚΚΕ φαίνεται να τα πηγαίνει αρκετά
καλά. Υπάρχει μια πιθανότητα να υπάρχει αποτέλεσμα κι από το πρώτο γύρο μιας
και ο Καχριμάνης έχοντας το λόμπι των βλάχων με το μέρος του στην περιοχή (άλλο
βλάχοι, άλλο χωριάτες), έχοντας μεγάλη επιρροή στους κτηνοτρόφους από τον καιρό
που ήταν δήμαρχος Μετσόβου, με έντονο πατερναλιστικό προφίλ πολιτικού, όντας
έξυπνος είναι η αλήθεια αλλά και πονηρός και πετώντας λαϊκιστικές κορώνες,
φαίνεται να προηγείται. Για το τέλος αφήνεις την παρατήρηση ότι στους μικρούς
δήμους (Δωδώνη, Φιλιάτες, Πωγώνι κτλ) υπάρχουν πραγματικά εξαιρετικές
υποψηφιότητες από το ΚΚΕ αλλά θα πρέπει να γίνει προσπάθεια να ενδυναμωθεί η
εκπροσώπηση σε επίπεδο χωριού, σε υποψηφιότητες για πάρεδρους. Γιατί για τους
εναπομείναντες κατοίκους αλλά και αυτούς που ψηφίζουν εκεί το ποιος θα είναι
πάρεδρος είναι πολύ ισχυρό κριτήριο ψήφου.
«Ξύπνα περδικομάτα μου» λαϊκή συμμαχία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου