10 Ιουν 2014

Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ (1918-1936)

   Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ (1918-1936)

«Οι μορφές των αστικών κρατών είναι εξαιρετικά ποικίλες,
η ουσία τους όμως είναι μία: Ολα αυτά τα κράτη,
είτε έτσι είτε αλλιώς, μα σε τελευταία ανάλυση υποχρεωτικά,
είναι δικτατορία της αστικής τάξης»1

Η αντιμετώπιση του σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού κινήματος υπήρξε προτεραιότητα για την αστική τάξη της χώρας μας και το κράτος της, πριν ακόμα την ίδρυση του ΣΕΚΕ. Ολα τα μέτρα που επιστρατεύτηκαν, είτε με τη μορφή έμμεσων είτε με τη μορφή άμεσων παρεμβάσεων (κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, νομικό οπλοστάσιο, καταστολή κοκ.), αποσκοπούσαν ακριβώς σ’ αυτό: Στο να προληφθεί ο κίνδυνος «ο οποίος θα ενεφανίζετο με τας νέας θεωρίας […] να ίδωμεν τους αγρότας, εργάτας της εξοχής, και τους βιομηχανικούς εργάτας των πόλεων συνενούμενους διά να παραβώσιν ευχερώς το κράτος των νόμων, στρεφόμενοι εις το να σείσωσι τα θεμέλια αυτού»2.
Η λειτουργία των μεθόδων αντιμετώπισης του κινήματος της εργατικής τάξης και ειδικότερα του κόμματός της, όπως τουλάχιστον σχεδίαζαν κι ευελπιστούσαν οι εμπνευστές τους, έμελλε να είναι διπλή: α) Ν’ αντιμετωπιστεί η εξάπλωση των «ανατρεπτικών» θεωριών και πρακτικών (δηλαδή του κομμουνισμού και της ταξικής γραμμής στο συνδικαλιστικό κίνημα) και β) να ενισχυθούν οι παράγοντες κοινωνικής συνοχής-ενσωμάτωσης σε όφελος του καπιταλιστικού συστήματος (κάνοντας «παραχωρήσεις», εξαγοράζοντας τμήματα της εργατικής τάξης κλπ.).
Σε κάθε περίπτωση, η αντιμετώπιση από την αστική τάξη και το κράτος της του Κομμουνιστικού Κόμματος ως κόμματος της εργατικής τάξης, ως πρωτοπορίας του εργατικού κινήματος και ως φορέα της επαναστατικής ιδεολογίας του μαρξισμού-λενινισμού, υπήρξε πολύμορφη και πολυδιάστατη, επιδεικνύοντας μεγάλα περιθώρια ευελιξίας, αλλά κι ευρηματικότητας.
Το εύρος και η ένταση της αστικής καταστολής από τα γεννοφάσκια του Κόμματος -σε μια περίοδο δηλαδή όπου το ΚΚΕ δεν αποτελούσε ακόμα παρά μια μικρή σχετικά οργανωμένη δύναμη- συνδέεται άμεσα με τον τρόμο που είχε προκαλέσει τότε στις άρχουσες τάξεις όλου του κόσμου το επαναστατικό κύμα σε Ρωσία, Γερμανία, Ουγγαρία κ.α. Οπως βεβαίως είχε να κάνει και με τη συνεπή επαναστατική γραμμή που πήρε το ίδιο το Κόμμα, με την τολμηρή του στάση απέναντι στη Μικρασιατική Εκστρατεία, τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στην Ουκρανία κ.ο.κ.

ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ - ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΕΙΣ ΚΙ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ

Τα πρώτα χρόνια της κυβέρνησης Βενιζέλου (1910-1914), ψηφίστηκαν μια σειρά μέτρα αναφορικά με τις συνθήκες εργασίας, την υγιεινή και ασφάλεια, το ωράριο, τους μισθούς κ.ο.κ.3 Πρόκειται για μέτρα που αφενός πάρθηκαν υπό το βάρος της ανάπτυξης των εργατικών διεκδικήσεων σε συνθήκες καπιταλιστικής ανάπτυξης, αφετέρου δε προωθήθηκαν στο πλαίσιο μιας πολιτικής αστικού εξορθολογισμού κι εκσυγχρονισμού του κράτους κατά τα πρότυπα των ανεπτυγμένων καπιταλιστικά χωρών, συμβάλλοντας έτσι και στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που απαιτούσε η καπιταλιστική συσσώρευση της περιόδου. Ταυτόχρονα, οι όποιες «φιλεργατικές» μεταρρυθμίσεις και παραχωρήσεις έγιναν εκείνη την εποχή είχαν στόχο α) τη μεγαλύτερη δυνατή απορρόφηση των κοινωνικών κραδασμών της εκβιομηχάνισης και
β) την ευρύτερη δυνατή ενσωμάτωση των εργατικών λαϊκών μαζών, αποτρέποντας έτσι μια ενδεχόμενη μετεξέλιξή τους σε κοινωνική δύναμη μ’ επαναστατικά χαρακτηριστικά (όπως συνέβαινε σε άλλα κράτη της Ευρώπης το ίδιο διάστημα).
Η απάντηση του Ε. Βενιζέλου στις ενστάσεις που πρόβαλλαν οι κεφαλαιοκράτες ενόψει της ψήφισης των εν λόγω μέτρων συνοψίζει με τον καλύτερο ίσως (δικό του) τρόπο το παραπάνω σκεπτικό: «Κύριοι, αν δεν κάνουμε σήμερα τας νομίμους υποχωρήσεις εις τους εργαζόμενους, αύριον θα μας πάρουν με επανάστασιν πολύ περισσότερα»4.
Την ίδια περίοδο τέθηκαν επίσης τα θεμέλια της συνδικαλιστικής νομοθεσίας (Ν. 281/1914). Το ιδεολογικοπολιτικό υπόβαθρο, ο ταξικός χαρακτήρας και η σκοπιμότητα του εν λόγω νόμου γίνονταν ξεκάθαρα από την εισαγωγή του ακόμη: «Ο συνεταιρισμός», έγραφε, «αποτελεί μεγίστην σήμερον κοινωνικήν δύναμιν, κινουμένην και δρώσαν επ’ ωφελεία του κοινωνικού συνόλου, βαδίζουσα δε παραλλήλως του επισήμου συνεταιρισμού του Κράτους, όπερ πολλάκις βοηθεί ουσιωδώς εις εκπλήρωσιν των σκοπών του. Αλλ’ ουχί σπανίως είναι δυνατόν ο συνεταιρισμός, η ένωσις των πλειόνων προς επιδίωξιν κοινού συμφέροντος, ν’ αποβαίνει στοιχείον εχθρικόν προς την κοινωνίαν και επικίνδυνον διά την πολιτείαν. Επομένως το Κράτος προς προάσπισιν αυτής της πολιτειακής και κοινωνικής τάξεως, δικαιούται και υποχρεούται να ρυθμίζει διά νόμων τα της συστάσεως και λειτουργίας των συνεταιρισμών, να κρατεί δε υπό την ανωτέραν αυτού εποπτείαν την δράσιν αυτών».5
Μ’ άλλα λόγια, το αστικό κράτος προσέβλεπε στη μετατροπή των εργατικών ενώσεων σε «κοινωνικό εταίρο», σε πυλώνα στήριξης και όχι υπονόμευσης της αστικής εξουσίας. Ετσι, προκειμένου ν’ αποτραπεί η σύσταση και λειτουργία οργανώσεων «εχθρικά» διακείμενων προς την άρχουσα τάξη ή «επικίνδυνων» για τη διατήρηση της πολυπόθητης «εργασιακής ειρήνης», το κράτος σχεδίασε κι επέβαλε ένα νομικό πλαίσιο που θα του επέτρεπε να εποπτεύει τη συνδικαλιστική δραστηριότητα από την αρχή ως το τέλος, επεμβαίνοντας κατά το δοκούν όπου και όποτε αυτό κρινόταν απαραίτητο. Αν η διοικητική ή εποπτική αρχή «διαπίστωνε» παραβίαση των προϋποθέσεων που όριζε ο νόμος (ο οποίος άφηνε περιθώρια για ποικίλες ερμηνεύσεις-παρερμηνεύσεις), μπορούσε ν’ ασκήσει ακόμη και ποινικές διώξεις εναντίον τους. Πράγματι, δεν ήταν λίγες εκείνες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που διαλύθηκαν στη διάρκεια του Μεσοπολέμου από τις δικαστικές αρχές επειδή δήθεν «παρεξέκλιναν εκ των αρχικών τους σκοπών».
Το ΚΚΕ αντιπάλεψε σθεναρά τη λογική, τις πρακτικές και τους κάθε λογής υπερασπιστές της ταξικής συνεργασίας στο εργατικό κίνημα, αποκαλύπτοντας (με αφορμή κάθε φορά και τα πολλαπλά απτά παραδείγματα) ότι η «συνεργασία», ο «εταιρισμός» μεταξύ εργατών κι εργοδοτών, εργατικής τάξης και αστικής, σήμαινε πάντοτε υποταγή των συμφερόντων της πρώτης στη δεύτερη.

Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΚΙΝΗΣΕΩΝ ΕΝ ΤΗ ΓΕΝΕΣΕΙ ΤΟΥΣ

Η αστική διακυβέρνηση λοιπόν έσπευσε από τις αρχές της δεκαετίας του 1910 κιόλας να διαμορφώσει τα όρια και τους όρους της λειτουργίας κι ανάπτυξης του εργατικού κινήματος, να «καλουπώσει» την ταξική πάλη στα δικά της μέτρα και σταθμά.
Το 1918 ο Ε. Βενιζέλος έδωσε την άδεια και για την πραγματοποίηση του Ιδρυτικού Συνεδρίου της ΓΣΕΕ (για την οποία πρωτοστατούσαν οι σοσιαλιστές, που ταυτόχρονα κατέβαλαν προσπάθειες και για την ενοποίηση του κατακερματισμένου σοσιαλιστικού κινήματος). Η «μεταστροφή» αυτή δεν υπήρξε το προϊόν κάποιας «ελαστικότητας», «ανεκτικότητας» ή «μεγαλοσύνης» από τη μεριά του Ελληνα πρωθυπουργού, αλλά το αποτέλεσμα της διορατικότητας ενός ικανότατου ομολογουμένως αστού πολιτικού στην προσπάθειά του να προλάβει «ανεπιθύμητες» για την τάξη του εξελίξεις: «Η κυβέρνηση ενδιαφερόταν επίσης και αυτή για την ενοποίηση του εργατικού κινήματος, αλλά για λόγους διαμετρικά αντίθετους από κείνους των σοσιαλιστών. Η εργατική νομοθεσία που από το 1910 είχε θεσπιστεί με πρωτοβουλία του Βενιζέλου δεν είχε με κανένα τρόπο απαλλάξει τον Ελληνα εργάτη από την εκμετάλλευση. Οι ίδιοι οι εργατικοί νόμοι, ενώ βελτίωναν θεωρητικά την θέση των εργατών, στην πράξη πρόσφεραν στην κυβέρνηση τη δυνατότητα [...] να περιορίζει τις διεκδικήσεις των σωματείων, να ελέγχει απόλυτα την εργατική συνδικαλιστική δράση και να διατηρεί την πατερναλιστική πολιτική της [...] Ωστόσο, η κυβερνητική κηδεμονία δεν ήταν πια σε θέση να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη μαχητικότητα και ριζοσπαστικοποίηση των εργατών -διαδικασία που επιταχύνθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου και κυρίως μετά την Ρωσική Επανάσταση- πολλοί από τους οποίους, ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες πόλεις, γίνονταν τώρα περισσότερο επιδεκτικοί στον σοσιαλιστικό προσανατολισμό»6.
Η κυβέρνηση Βενιζέλου ευελπιστούσε πως, αν επέτρεπε να λάβει χώρα η διαβλεπόμενη ως αναπόφευκτη πια διαδικασία της συνδικαλιστικής ενοποίησης, με παράλληλες όμως και στοχευμένες παρεμβάσεις (αξιοποιώντας προς το σκοπό αυτό και τις ρεφορμιστικές δυνάμεις μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα, ενισχύοντάς τις ποικιλοτρόπως με σκοπό την αλλοίωση των συσχετισμών δύναμης κλπ.), θα πετύχαινε να εξουδετερώσει -ή τουλάχιστον να περιορίσει- την επιρροή των σοσιαλιστών στο νεογέννητο συνδικαλιστικό φορέα, μετατρέποντάς τον σε στήριγμα της κυβερνητικής πολιτικής.
Σε ποιο βαθμό τ’ αποτελέσματα του Ιδρυτικού Συνεδρίου της ΓΣΕΕ δικαίωσαν τις προσδοκίες της κυβέρνησης; Οι σοσιαλιστές, παρότι μειοψηφούσαν στο σύνολο των συνέδρων, πέτυχαν ν’ αφήσουν τη σφραγίδα τους σε μια σειρά κομβικά ζητήματα (όπως π.χ. στην υιοθέτηση της αρχής της πάλης των τάξεων). Από την άλλη όμως, δεν κατάφεραν ν’ αποσπάσουν την πλειοψηφία σε δύο σημαντικά θέματα: Αυτό των λεγόμενων «στόχων του πολέμου» κι εκείνο που αφορούσε τη σχέση της ΓΣΕΕ με το υπό ίδρυση σοσιαλιστικό κόμμα (το ΣΕΚΕ). Ακόμη, στην ανάδειξη της πρώτης Εκτελεστικής Επιτροπής της Συνομοσπονδίας οι σοσιαλιστές εξέλεξαν μόλις τα 4 από τα 12 συνολικά μέλη της, ενώ Γραμματέας της αναδείχτηκε ο Ε. Μαχαίρας, πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Πειραιά και πολιτικά προσκείμενος στο βενιζελισμό. Ολα τα παραπάνω φαίνεται πως ικανοποίησαν την κυβέρνηση, με τον αντιπρόεδρό της Ε. Ρεπούλη να δηλώνει θριαμβευτικά σε τηλεγράφημά του στον Ε. Βενιζέλο: «Πανεργατικόν Συνέδριον απέβη σύμφωνα ενεργείας ημών. Πνεύμα αντισοσιαλιστικόν!»7.
Το ΣΕΚΕ, από την ίδρυσή του ακόμα, θα κάνει υπόθεσή του την αλλαγή των συσχετισμών δύναμης στα συνδικάτα, δίνοντας σκληρές μάχες για την απαγκίστρωση του συνδικαλιστικού κινήματος από την αστική επιρροή και τον προσανατολισμό του σε ταξική κατεύθυνση. Σύντομα, οι ταξικές δυνάμεις θ’ αποκτούσαν την πλειοψηφία και στη ΓΣΕΕ (1920).
Με τη λήξη των εργασιών του Ιδρυτικού Συνεδρίου της ΓΣΕΕ ξεκίνησαν και οι προετοιμασίες για την οργανωτική ενοποίηση του ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος: «Την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου [του 1917] ο Μπεναρόγιας, επικεφαλής αντιπροσωπείας που εκπροσωπούσε την Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης και άλλες σοσιαλιστικές οργανώσεις, συναντήθηκε με τον Βενιζέλο. Πρωταρχικός στόχος του Βενιζέλου ήταν να εξασφαλίσει την υποστήριξη του ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος των πολεμικών επιδιώξεων της Ελλάδας και την αντίθεσή του στις βουλγαρικές διεκδικήσεις. Η αντιπροσωπεία ζήτησε με την σειρά της: 1) άδεια για τη σύγκληση δύο συνεδρίων, 2) δύο μήνες ανενόχλητης, εκ μέρους των αρχών, δραστηριότητας για την οργάνωση των σοσιαλιστικών συνεδρίων, 3) άρση του στρατιωτικού νόμου και 4) μη ανάμειξη της κυβέρνησης στις εσωτερικές υποθέσεις των εργατικών σωματείων. Ο Βενιζέλος δέχτηκε τους όρους εκτός από την άρση του στρατιωτικού νόμου. Υποσχέθηκε ωστόσο, να χαλαρώσει τους περιορισμούς εκείνους που θα εμπόδιζαν την δράση τους»8. Στην περίπτωση πάντως του νεαρού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (ΣΕΚΕ-μετέπειτα ΚΚΕ), η αστική τάξη δεν μπόρεσε να το βάλει στο χέρι (όπως έκανε με τη ΓΣΕΕ), επισείοντας τη μήνη της καθ’ όλη την περίοδο που θ’ ακολουθούσε.9 Στο Ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ, η επαναστατική γραμμή αναδείχτηκε νικηφόρα, σε αντιπαράθεση τόσο με τις αναρχικές όσο και με τις φιλοβενιζελικές δυνάμεις (π.χ. της ομάδας Ν. Γιαννιού).
Τόσο λοιπόν η συνδικαλιστική όσο και η σοσιαλιστική ενοποίηση ευνοήθηκαν από το αστικό κράτος στην προσπάθειά του να ελέγξει το βαθμό αυτονομίας και την ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα των νέων οργανώσεων, να τις ενσωματώσει στις κυβερνητικές επιδιώξεις, καθιστώντας τις «εταίρους» (εργαλεία) στη νομιμοποίηση των πολιτικών επιλογών της. Παράλληλα, κατ’ αυτόν τον τρόπο επιδίωκε ν’ αποτρέψει την ανάδειξή τους σε ικανό κοινωνικοπολιτικό αντίπαλο με διακριτό, ταξικό, επαναστατικό πολιτικό στόχο και δράση για την οργάνωση της ελληνικής κοινωνίας συνολικά.
Τα επόμενα χρόνια, η αστική τάξη θα καταφέρει ν’ αφομοιώσει μια σειρά σοσιαλίζοντα κόμματα κι ομάδες που έμειναν εκτός ΣΕΚΕ και σε μια πορεία συστρατεύτηκαν ή ακόμα και συγχωνεύτηκαν στη βενιζελική αστική παράταξη. Μέσω δε συγκεκριμένων δομών, όπως το Γνωμοδοτικό Οργανο Εργασίας (1920), το Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο (1930), την Εργατική Εστία (1931) κ.ά., το αστικό κράτος φρόντιζε διαχρονικά να δημιουργεί και να διατηρεί ένα ευνοημένο στρώμα εργατών-συνδικαλιστών (εργατοπατέρες), οι οποίοι λειτουργούσαν ως οι καλύτεροι εκπρόσωποι-υπερασπιστές της αστικής πολιτικής στην εργατική τάξη.

ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ - ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΟΠΛΟΣΤΑΣΙΟ

Δίπλα στα κάθε λογής μέτρα και μεθοδεύσεις που επιστρατεύτηκαν για την ενσωμάτωση του εργατικού-σοσιαλιστικού κινήματος, υπήρξε βέβαια η καταστολή. Οι μορφές που έλαβε ποικίλλαν. Οι δε ρίζες της χρονολογούνται πολύ πριν την ίδρυση της ΓΣΕΕ και του ΚΚΕ, από την πρώτη στιγμή που οι εργάτες άρχισαν να διεκδικούν καλύτερους όρους και συνθήκες εργασίας και οι σοσιαλιστικές ιδέες να έχουν απήχηση.
Η νεαρή εργατική τάξη της Ελλάδας δεν άργησε να βρεθεί αντιμέτωπη με τα όπλα. Γεγονός που στην απεργία π.χ. των μεταλλωρύχων της Σερίφου το 1916 είχε ως αποτέλεσμα τη δολοφονία τεσσάρων εργατών. Δύο χρόνια πριν, οι σοσιαλιστές Μπεναρόγια και Γιονάς θα γίνονταν οι πρώτοι πολιτικοί εξόριστοι στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος. Βάσει του νόμου ΤΟΔ/1871 «περί καταδιώξεως της ληστείας», που το 1913 επεκτάθηκε ώστε να συμπεριλάβει την εκτόπιση κάθε ατόμου που κρινόταν ένοχο για διατάραξη της δημόσιας ασφάλειας (Ν.121/1913), οι δύο σοσιαλιστές-στελέχη της Φεντερασιόν συνελήφθησαν το 1914 στη Θεσσαλονίκη κι εξορίστηκαν στη Νάξο επειδή μετείχαν στην οργάνωση της απεργίας των καπνεργατών. Τον Ιούλη του 1919 οι τέσσερις σοσιαλιστές που είχαν εκλεγεί στη διοίκηση της ΓΣΕΕ από το Ιδρυτικό της Συνέδριο εκτοπίστηκαν στη Φολέγανδρο, πυροδοτώντας την πρώτη πανελλαδική πολιτική απεργία.
Το 1924 η κυβέρνηση του Α. Παπαναστασίου (του «πατέρα της Δημοκρατίας») ψήφισε το νομοθετικό διάταγμα «Περί συστάσεως εν εκάστω Νομώ Επιτροπών επί της Δημοσίας Ασφαλείας», το οποίο τροποποιήθηκε το 1926 επί δικτατορίας Θ. Πάγκαλου για να εφαρμοστεί κατά του ΚΚΕ. Ο νόμος προέβλεπε τη σύσταση Επιτροπών Ασφαλείας σε όλους τους νομούς της χώρας, αποτελούμενων από τον εκάστοτε νομάρχη, εισαγγελέα και διοικητή της χωροφυλακής. Οι Επιτροπές αυτές είχαν το δικαίωμα, κατόπιν πρότασης των αστυνομικών αρχών, να προβαίνουν στην εκτόπιση κάθε υπόπτου που θεωρούνταν απειλή «διά το Κράτος και την κοινωνίαν», δίχως να έχει προηγηθεί απαραιτήτως κάποια δικαστική απόφαση ή να έχει διαπραχτεί αναγκαστικά κάποια νομική παράβαση. Η υποψία και μόνο ήταν αρκετή. Το μέτρο της «προληπτικής» εκτόπισης θα ενεργοποιηθεί και πάλι επί πρωθυπουργίας Βενιζέλου τον Ιούλη του 1931 (Ν.5174/1931).10
Τις παραμονές της μεταξικής δικτατορίας (Δεκέμβρης 1935) υπήρχαν περίπου 480 πολιτικοί εξόριστοι.11 Ανάμεσα στα νησιά που έγιναν τόποι εξορίας και μαρτυρίου για εκατοντάδες κομμουνιστές την περίοδο του Μεσοπολέμου ήταν η Αμοργός, η Ανάφη, ο Αη Στράτης, η Γαύδος, η Γυάρος, οι Παξοί, η Σίκινος, η Σκύρος, η Φολέγανδρος, τα Ψαρά κ.ά. Τα περισσότερα εξ αυτών ήταν μικρά, άνυδρα κι άγονα νησιά, με ανεπαρκή ως ανύπαρκτη επικοινωνία με άλλα νησιά ή το ηπειρωτικό μέρος της χώρας. Τόσο η απομόνωση όσο και οι συνθήκες διαβίωσης ήταν ιδιαίτερα δύσκολες για τους εξόριστους που, εκτός από την πείνα, είχαν ν’ αντιμετωπίσουν και αρρώστιες όπως η ελονοσία, ο τύφος και η φυματίωση. Πολλοί δε θ’ αντέξουν σωματικά και ψυχικά αυτήν τη δοκιμασία.
Στ’ αντικομμουνιστικά μέτρα που εφαρμόστηκαν στο Μεσοπόλεμο συγκαταλέγονται ακόμη: α) Η υποχρεωτική διδασκαλία ειδικών μαθημάτων σε όλα τα σχολεία της χώρας για την «καταπολέμησιν του κομμουνισμού» (27 Γενάρη 1926) και β) η σύσταση της «επιτροπής καταπολέμησης του κομμουνισμού», που τον Οκτώβρη του 1927 αποφάσισε την «εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών από τα κομμουνιστικά στοιχεία».12
Το μέτρο όμως που αναμφισβήτητα σφράγισε την περίοδο που εξετάζουμε δεν είναι άλλο από το Ν. 4229 «Περί μέτρων ασφάλειας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», το περιβόητο Ιδιώνυμο (δηλαδή με «ίδιον χαρακτήρα»). Το Ιδιώνυμο υπήρξε τμήμα μιας γενικότερης πολιτικής, την οποία ο Ε. Βενιζέλος εξέθεσε μιλώντας σε προεκλογική του συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη, ένα μήνα πριν τις εθνικές εκλογές του 1928. Στην ομιλία του αυτή σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι «πάσα απόπειρα διαταράξεως ή βιαίας ανατροπής του αστικού καθεστώτος, του οποίου στερεά θεμέλια είνε η πατρίς, η οικογένεια, η ιδιοκτησία, θα εύρη αντιμέτωπον την πυγμήν του κράτους […] Είμεθα αποφασισμένοι να εξοπλίσωμεν το κράτος και τας αρχάς του διά της αναγκαίας νομοθεσίας, όπως καταστή δυνατή η αποτελεσματική κοινωνική άμυνα κατά των απροκάλυπτων ανατρεπτικών ενεργειών των εχθρών του κοινωνικού καθεστώτος»13.
Τέσσερις μήνες μετά από τη νίκη του Κόμματος των Φιλελευθέρων, στις 22 Δεκέμβρη 1928, η κυβέρνηση Βενιζέλου κατέθεσε το σχετικό νομοσχέδιο στο ελληνικό κοινοβούλιο. Με τη θετική ψήφο της συντριπτικής πλειοψηφίας των βουλευτών και των δύο αστικών παρατάξεων, το Ιδιώνυμο έγινε νόμος του κράτους στις 25 Ιούλη 1929. Για την ιστορία και μόνο, να σημειώσουμε πως η πρόταση (του Α. Παπαναστασίου) να διώκονται με τον ίδιο νόμο και οι ενέργειες των φασιστών απορρίφτηκε κατηγορηματικά από τον Ε. Βενιζέλο.
Το Ιδιώνυμο προέβλεπε ποινές φυλάκισης, εκτοπισμού ή απόλυσης (στην περίπτωση των δημόσιων υπαλλήλων, των δασκάλων κλπ.) γι’ «αδικήματα» που είχαν να κάνουν με την «επιδίωξη εφαρμογής ιδεών εχουσών έκδηλον σκοπόν την διά βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της Επικρατείας». Τιμωρούνταν επίσης όποιος ενεργούσε «υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμόν», καθώς και όποιος, «επωφελούμενος απεργίας ή λοκ-άουτ», προκαλούσε «ταραχάς ή συγκρούσεις.» Τέλος, ο νόμος επέβαλλε τη διάλυση (ή την απαγόρευση σύστασης) στα «σωματεία ή ενώσεις οιασδήποτε μορφής» που φέρονταν ως φορείς τέτοιων αντιλήψεων. Με το ίδιο σκεπτικό όριζε την απαγόρευση δημόσιων συγκεντρώσεων, συλλαλητηρίων κλπ. με «ανατρεπτικό» περιεχόμενο ή σκοπούς.14
Χαρακτηριστική είναι η πρόταση το 1930 του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών για τη διάλυση της Βιομηχανικής Ενωσης Οικοδόμων Αθήνας, «διότι εκυκλοφόρησε προκήρυξη στην οποία καλούσε τους εργάτες να προπαρασκευάσουν την γενική πολιτική απεργία. Ο εισαγγελέας στο έγγραφό του αναφέρει ότι η Β.Ε.Ο. Αθηνών επιδιώκει την εφαρμογήν ιδεών “εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την διά βιαίων μέσων ανατροπήν του κοινωνικού καθεστώτος” (σ.σ. διατύπωση από το Ιδιώνυμο)».
Λίγους μήνες αργότερα η ΒΕΟ Αθήνας τέθηκε εκτός νόμου, με το αιτιολογικό «ότι είναι κομμουνιστική και ότι η οργάνωσή της αποτελεί “εισαγωγή στην Ελλάδα των μπολσεβίκικων Σοβιέτ”»!15
«Να εξηγούμεθα», τόνισε ο Βενιζέλος απευθυνόμενος στους καπνεργάτες, «εάν είσθε κομμουνισταί είσθε εχθροί του Κράτους και θα διαλύσωμεν τα σωματεία σας ως εχθρικά. Δεν σας αναγνωρίζομεν το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι ίνα γίνεσθε ισχυρότεροι και εχθρικότεροι προς το Κράτος».16
Πάντως, το Ιδιώνυμο δεν υπήρξε αποκλειστική έμπνευση του ελληνικού αστικού κράτους. Μόλις το Νοέμβρη του 1927 είχε προηγηθεί η σύγκληση διεθνούς νομικού συνεδρίου στη Χάγη υπό την αιγίδα της «Entente Internationale Anticommuniste» (Διεθνής Αντικομμουνιστική Συνεννόηση), με θέμα τη νομική θωράκιση κατά του κομμουνισμού. Αναφορές στη διεθνή εμπειρία έγιναν και κατά τη διάρκεια των σχετικών συζητήσεων στη Γερουσία και τη Βουλή, όπου τονίστηκε η αποτελεσματικότητα ανάλογων μέτρων σε Βουλγαρία, Ρουμανία, Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία κ.α.17 Σύμφωνα με τον V. Lidtke, σε πολλά του σημεία, το Ιδιώνυμο προσομοίαζε τους αντισοσιαλιστικούς νόμους που εισήγαγε ο Bismarck στη Γερμανία το 1878.18
Η καταστολή συστηματοποιήθηκε κι εντατικοποιήθηκε με την εφαρμογή του Ιδιωνύμου: «Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΒΕ [Εργατική Βοήθεια Ελλάδας], από τον Ιούλη του 1929 μέχρι το Δεκέμβρη του 1932 δολοφονήθηκαν 18 άτομα (8 εργάτες, 8 αγρότες και 2 επαγγελματίες), καταδικάστηκαν από την αστυνομία και την χωροφυλακή 1.335 εργάτες και αγρότες, βασανίστηκαν 107. Εγιναν 12.000 συλλήψεις αγωνιστών και εκδόθηκαν 2.203 καταδικαστικές αποφάσεις που επέβαλαν συνολικά 1.936 χρόνια φυλάκιση και 785 χρόνια εξορία»19. Δεκάδες μαζικές οργανώσεις διαλύθηκαν, ενώ η κυκλοφορία του Ριζοσπάστη απαγορεύτηκε σχεδόν στα 2/3 της επικράτειας.20
Αν και αρχικά θεσπίστηκε ως μέτρο κατά του κομμουνισμού, το Ιδιώνυμο εφαρμόστηκε στη συνέχεια και ενάντια σε κάθε εργαζόμενο, κομμουνιστή ή μη, που κρινόταν «επικίνδυνος» για το καθεστώς· γεγονός που καταδείκνυε για μια ακόμη φορά (στη μακρά και πλούσια ιστορία του ντόπιου και διεθνούς εργατικού κινήματος) ότι ο αντικομμουνισμός (ως έκφραση της επιθετικότητας της αστικής τάξης) ποτέ δεν περιορίζεται μόνο στους κομμουνιστές (την πρωτοπορία του εργατικού κινήματος), αλλά επεκτείνεται πάντοτε σ’ ευρύτερα τμήματα της εργατικής τάξης, χτυπώντας γενικότερα τα δικαιώματα και της ελευθερίες της. Το 79,4% των καταδικασθέντων με το Ιδιώνυμο την περίοδο 1929-1937 ήταν εργάτες· ποσοστό πολλαπλάσιο από εκείνο που τους αναλογούσε στην ταξική διάρθρωση της μεσοπολεμικής Ελλάδας. Η γεωγραφία των συλλήψεων δείχνει επίσης πως οι περιοχές που μπήκαν στο στόχαστρο των διωκτικών αρχών υπήρξαν κυρίως πόλεις με συγκέντρωση εργατικού δυναμικού και σημαντική υποστήριξη στο Κομμουνιστικό Κόμμα, όπως τα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, της Λάρισας, της Καβάλας, των Σερρών και αλλού.21

ΤΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΣΤΟ ΣΤΟΧΑΣΤΡΟ

Οι παρεμβατικές-κατασταλτικές ενέργειες εναντίον του ΚΚΕ όμως δεν περιορίστηκαν μόνο στο νομικό οπλοστάσιο του αστικού κράτους.
Η έμμεση υπονόμευση, ανοιχτή παρεμπόδιση ή ακόμα και απαγόρευση των κομματικών συγκεντρώσεων κι εκδηλώσεων σε περιόδους υποτιθέμενης «νομιμότητας» υπήρξε συχνό φαινόμενο. Η παρακολούθηση δημόσιων συναθροίσεων ή ατόμων που κρίνονταν «ύποπτα» αποτελούσε επίσης συνήθη πρακτική της αστυνομίας.22
Εντύπωση προκαλεί το μέγεθος της κινητοποίησης μιας σειράς παραγόντων για την παρακώλυση συλλαλητηρίου του Κόμματος στη Λάρισα τον Ιούλη του 1927, γεγονός που περιγράφεται σε σχετική έκθεση της τοπικής οργάνωσης (Αχτίδας) του ΚΚΕ: «Η Αχτιδική Επιτροπή στις παραμονές του συλλαλητηρίου είχε να παλέψει με το Κράτος, την Εθνική Τράπεζα και τον Σύλλογο Εθνικής Αναγέννησης, οι οποίοι μεταχειρίστηκαν όλα τα άτιμα μέσα. Προκηρύξεις εξεδόθηκαν με τις οποίες προσπαθούσαν να αποτρέψουν τους αγρότες από το να παρευρεθούν στο συλλαλητήριο. Η Εθνική Τράπεζα ειδοποίησε πως δεν θα εδίδοντο δάνεια στους αγρότες που θα παρευρίσκοντο στο συλλαλητήριο. Η αστυνομία ετρομοκράτει τους αγρότες. Ο πρόεδρος του συλλόγου Εθνική Αναγέννηση περιήρχετο τα χωριά απειλών τους χωρικούς με διάφορα μέσα. Διετάχθησαν να εργασθούν αλωνιστικές μηχανές την ημέρα του συλλαλητηρίου. Πλαστά τηλεγραφήματα εστάλησαν την παραμονή του συλλαλητηρίου περί αναβολής αυτού, πράγμα που έφερε μερικά αποτελέσματα. Οι αγρότες πέντε χωριών κατόπιν των τηλεγραφημάτων αυτών δεν παρευρέθησαν στο συλλαλητήριο, αλλά έστειλαν ανθρώπους να πληροφορηθούν την αιτίαν της αναβολής»23.
Μια ακόμη μέθοδος που επιστρατεύτηκε τακτικά από τις Αρχές εναντίον του ΚΚΕ υπήρξε και η παρείσφρηση πληροφοριοδοτών (χαφιέδων) στις γραμμές του. Οι προειδοποιήσεις και καταγγελίες στο Ριζοσπάστη αναφορικά με την ύπαρξη χαφιέδων μέσα στο Κόμμα ήταν συχνές.
Η δράση τέτοιων στοιχείων, με σκοπό την «εκ των έσω» υπονόμευση του Κομμουνιστικού Κόμματος, επιβεβαιώνεται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο σε απόρρητο έγγραφο του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού προς το Γραφείο του υπουργού Εσωτερικών (14/5/1929) για τη «συγκέντρωση στοιχείων επί του ζητήματος της διανομής επαναστατικών προκηρύξεων». Μεταξύ άλλων, στο έγγραφο αυτό, το ΓΕΝ ενημέρωνε τον υπουργό ότι «προς στιγμήν [...] κατόρθωσε να προσεταιρισθεί συντάκτην του Ριζοσπάστη τον οποίον και εχρησιμοποίησεν ως πράκτορα»24.
Λίγους μήνες μετά, δημοσιεύτηκε στον αστικό Τύπο «αποκαλυπτικό» άρθρο γύρω από τη «μυστική δράση του Ελληνικού κομμουνισμού» και την οργάνωση μιας «μεγάλης ανατρεπτικής συνομωσίας». Πηγή αυτού; «Αι καταπληκτικαί αποκαλύψεις του τέως αρχισυντάκτου του Ριζοσπάστου»!25
Οπως μας «ενημερώνει» ο Εισαγγελέας της Καβάλας, σημαντικός χορηγός των «κατασκοπευτικών υπηρεσιών» των σωμάτων Ασφαλείας υπήρξαν οι τράπεζες: «Σχετικώς αναφέρω ότι διά την τοιαύτην χρηματικήν αρωγήν επεκαλέσθην κατ’ επανάληψιν προσωπικώς την συνδρομήν των Τραπεζών, αίτινες ανά περιόδους προσέφερον όντως διάφορα ποσά εις την ασφάλειαν προς τον σκοπόν τούτον και ούτω η τοιαύτη υπηρεσία κατασκοπείας διατηρείται εν Καβάλα, προσφέρουσα μεγίστας υπηρεσίας εις τας διωκτικάς Αρχάς»26.
Σε ανακοίνωσή της προς όλες τις κομματικές οργανώσεις στις 12 Γενάρη 1933 η ΚΕ του ΚΚΕ προειδοποιούσε για «παρακολουθήσεις στελεχών του Κόμματος και των παράνομων σπιτιών, αποθηκών κλπ., πλαστογραφήσεις πιστοποιητικών, κλοπές αρχείων, βιβλίων, καταδόσεις συντρόφων στους χαφιέδες, δολοφονικές ενέργειες κλπ.», καλώντας σ’ επαυξημένη επαγρύπνηση. Η δράση πληροφοριοδοτών μέσα στο Κόμμα δημιουργούσε ανά καιρούς κλίμα καχυποψίας στα μέλη και τα όργανά του (ιδιαίτερα όταν σημειώνονταν ασυνήθιστα πολλές συλλήψεις σε μικρό χρονικό διάστημα), αδυνατίζοντας το βαθμό συνοχής και λειτουργίας των οργανώσεων. Ωστόσο κάτι τέτοιο ήταν μάλλον αναπόφευκτο δεδομένων των συνθηκών.27
Οι συγκρούσεις με την αστυνομία και το στρατό που κινητοποιούνταν προς αποκατάσταση της «κοινωνικής ειρήνης», για τη διάλυση δηλαδή συγκεντρώσεων, απεργιών κλπ., ήταν σφοδρότατες. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα εξελίσσονταν σε πραγματικές οδομαχίες, με επελάσεις ιππικού, επιθέσεις, ανασυντάξεις, αντεπιθέσεις των δυνάμεων καταστολής, αλλά και των αμυνόμενων εργατών.28 Μόνο στο διάστημα 1923-1936 στη διάρκεια τέτοιων συγκρούσεων έχασαν τη ζωή τους κοντά 90 εργάτες, ενώ εκατοντάδες άλλοι τραυματίστηκαν.29
Καθόλου σπάνιες δεν ήταν επίσης οι συγκρούσεις με τους «οπαδούς» («μαγκουροφόρους τραμπούκους») της βενιζελικής ή της μοναρχικής παράταξης. Ωστόσο τέτοια επεισόδια περιορίζονταν κυρίως στις προεκλογικές περιόδους, ως μέσο εκφοβισμού των λαϊκών στρωμάτων από τ’ αστικά κόμματα στην προσπάθειά τους να καταλάβουν (ή να διατηρήσουν) την κυβερνητική εξουσία.30
Οι συλλήψεις, οι φυλακίσεις, οι εκτοπίσεις μελών και στελεχών του ΚΚΕ είχαν σοβαρές επιπτώσεις για το σύνολο των κομματικών οργανώσεων. Τα «κενά» που δημιουργούνταν δεν ήταν πάντοτε εύκολο ν’ αναπληρωθούν. Αλλωστε η διαδικασία ανάδειξης νέων στελεχών ήταν μια υπόθεση που απαιτούσε χρόνο και πείρα· και τα χτυπήματα πολλά. Ο Γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ συνελήφθη μόνο και μόνο επειδή βρισκόταν στο Εργατικό Κέντρο της πόλης (Σεπτέμβρης 1928). Η Αχτιδική Συνδιάσκεψη της Περιφερειακής Οργάνωσης Θεσσαλίας, που συγκλήθηκε ενόψει του 4ου Συνεδρίου του Κόμματος, διαλύθηκε από την Ασφάλεια. Η Κομματική Οργάνωση της Καβάλας στερήθηκε τρεις γραμματείς ως συνέπεια των κρατικών διώξεων σε διάστημα μόλις λίγων εβδομάδων.31
Της καταδιωκτικής μανίας των Αρχών δεν ξέφυγε ούτε ο Γραμματέας (1922, 1925), ούτε το σύνολο σχεδόν της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος (1922, 1926). Στο μακρύ κατάλογο των συλληφθέντων κι εκτοπισθέντων συμπεριλαμβάνονται ακόμη τα εκλεγμένα μέλη του Κοινοβουλίου του ΚΚΕ (1932), δεκάδες κομμουνιστές εκλεγμένοι στην τοπική διοίκηση (όπως οι δήμαρχοι Καβάλας και Σερρών το 1934), καθώς και χιλιάδες άλλα μέλη, φίλοι κι οπαδοί του Κόμματος.32
Το 1925, 1.000 περίπου μέλη και στελέχη του ΚΚΕ και της ΓΣΕΕ είχαν συλληφθεί από την παγκαλική δικτατορία. Στα τέλη του 1933 (σε περίοδο αστικής «δημοκρατίας» δηλαδή, όπου το Κόμμα ήταν «νόμιμο»), το ΚΚΕ μετρούσε 700 μέλη στις εξορίες και τις φυλακές, ενώ άλλα 300 ζούσαν υπό καθεστώς παρανομίας, καταδιωκόμενα από τις Αρχές. Με άλλα λόγια, σχεδόν το 1/5 της συνολικής του δύναμης βρισκόταν ουσιαστικά «εκτός μάχης» ως αποτέλεσμα των διώξεων.33
Η κακομεταχείριση των συλληφθέντων, η κράτησή τους υπό απάνθρωπες συνθήκες, η άσκηση φυσικής και ψυχολογικής βίας, ήταν κοινός τόπος. Εκατοντάδες τέτοια περιστατικά καταγγέλθηκαν στη διάρκεια του Μεσοπολέμου μέσα από τις στήλες του Ριζοσπάστη. Η κατάφωρη παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην Ελλάδα (όχι αφηρημένα, αλλά συγκεκριμένα της εργατικής τάξης από την αστική) προκάλεσε διεθνείς αντιδράσεις κι εκδηλώσεις αλληλεγγύης. Στο διάβημα διαμαρτυρίας που εξέδωσε η αυστριακή «Επιτροπή κατά της Τρομοκρατίας» προς την ελληνική κυβέρνηση τον Ιούνη του 1927, τονιζόταν μεταξύ άλλων: «Εν ονόματι της ανθρωπιστικής αλληλεγγύης διαμαρτυρόμεθα εναντίον των θηριωδιών και κτηνωδιών αι οποίαι πράττονται εις τας Μακεδονικάς πόλεις, όπως επίσης διαμαρτυρόμεθα και εναντίον του βάρβαρου μέτρου των εξοριών.» Παρόμοιες ενέργειες υπέρ των πολιτικών κρατουμένων-εξορίστων πραγματοποιήθηκαν επίσης από τον πρόεδρο της «Επιτροπής εναντίον της Λευκής Τρομοκρατίας» και παγκόσμιας φήμης Γάλλο συγγραφέα Ανρί Μπαρμπίς τον Ιούλη του 1928.34
Η δίκη των εφτά κομμουνιστών φαντάρων του Πειθαρχικού Ουλαμού Καλπακίου35, που ξεκίνησε στις 28 Νοέμβρη 1930 και κατέληξε με την καταδίκη σε θάνατο των στελεχών της ΟΚΝΕ Μαρκοβίτη και Πανούση, αποτέλεσε ορόσημο για την ντόπια και διεθνή κατακραυγή της αστικής τρομοκρατίας στην Ελλάδα. Μεταξύ αυτών που ύψωσαν φωνή διαμαρτυρίας ήταν οι Παλαμάς, Ξενόπουλος, Γληνός, Καζαντζάκης, Βουτυράς, Βάρναλης, Τερζάκης, Λαυράγκας, Νιρβάνας, Καμπούρογλου, Μαλακάσης, Κορδάτος, Κατηφόρης κ.ά. Ανάμεσα στις διεθνείς προσωπικότητες που συνυπέγραψαν τη διαμαρτυρία ήταν και ο Α. Αϊνστάιν. Υπό το βάρος των κινητοποιήσεων, οι θανατικές καταδίκες τελικά ανακλήθηκαν.36
Η προεκλογική δραστηριότητα του Κόμματος επίσης παρακωλυόταν με διάφορους τρόπους: Με κατασχέσεις προεκλογικού υλικού, με την παρενόχληση ή ακόμα και τη σύλληψη των υποψηφίων που στήριζε το ΚΚΕ, καθώς επίσης και των εκλογικών του αντιπροσώπων (των οποίων η παρουσία υποτίθεται ότι διασφάλιζε το αδιάβλητο της εκλογικής διαδικασίας), με το αυθαίρετο κλείσιμο των εκλογικών του κέντρων, με την απαγόρευση των προεκλογικών του συγκεντρώσεων, με εκτεταμένες διώξεις σε βάρος των υποστηρικτών-ψηφοφόρων του Κόμματος κ.ο.κ. Χώρια βεβαίως οι εκλογονοθείες, τα «μαγειρέματα» των εκλογικών συστημάτων κ.ο.κ.
Σε σχετική καταγγελία που δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη την 1η Δεκέμβρη 1923, για παράδειγμα, τονιζόταν μεταξύ άλλων: «Από τα διάφορα Τμήματα και Ομίλους του Κόμματός μας και από συντρόφους μας των επαρχιών, έχομεν αδιάψευστους πληροφορίας ότι τα αστυνομικά όργανα και άλλαι στρατιωτικαί αρχαί μεταχειρίζονται μέτρα τυραννικά προς παρεμπόδισιν του προεκλογικού αγώνος μας και προσπαθούν να τρομοκρατήσουν τις εργατοαγροτικές μάζες να εκδηλώνονται διά το Κόμμα μας. Αι αυθαιρεσίαι έφθασαν εις το σημείον να εξορίζονται υποψήφιοι του Κόμματός μας […] να κλείωνται τα γραφεία των Τμημάτων μας (Καβάλα, Δράμα, Σέρραι) […] να απειλούν και να τρομοκρατούν τους συντρόφους και συμπαθούντας (όπως εις Καλάμας, Σκιάθον, Καζακλάρ και αλλού), να λογοκρίνουν και να κατακρατούν την αλληλογραφία μας»37.
Οι Αρχές επέδειξαν ιδιαίτερο ζήλο στην κατασκευή και απαγγελία κατηγοριών κατά μελών του Κόμματος. Στη Θάσο, για παράδειγμα, το Φλεβάρη του 1927, συνελήφθησαν τρεις κομμουνιστές επειδή μοίραζαν προκηρύξεις του ΚΚΕ. Η κατηγορία που τους προσάφθηκε ήταν «επί διεγέρσει εις εμφύλιον πόλεμον»! Το κατηγορητήριο θα μετατραπεί τελικά σε «διασάλευση της ησυχίας των πολιτών»38. Οι πιέσεις δε και οι εκβιασμοί δεν είχαν όρια. Ενδεικτική είναι η περίπτωση μιας χήρας πρόσφυγα, της οποίας η αίτηση στο υπουργείο Πρόνοιας για στέγαση απορρίφτηκε με το αιτιολογικό πως «αυτή είναι κομμουνίστρια και έχει υιούς μπολσεβίκους»!39
Ο κομματικός Τύπος τιθόταν περιοδικά εκτός νόμου (κι επίσημα πλέον, γιατί ανεπίσημα διωκόταν συστηματικά και σε συνθήκες «νομιμότητας» -βλ. Ιδιώνυμο), ενώ η διανομή και κυκλοφορία του παρεμποδιζόταν σχεδόν αδιάκοπα καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Η λογοκρισία δεν ήταν κάτι το σπάνιο. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα επιβαλλόταν και «προληπτική λογοκρισία επί του Τύπου», κατά την οποία «όλαι αι εφημερίδαι και παν εν γένει έντυπον δέον προτού τεθεί εις κυκλοφορίαν να προσάγηται προς έγκρισιν». «Πάσα είδησις ή πληροφορία ή και σχόλιον που θα αφορά την έξαψη των παθών, την υποκίνησιν εις διαιρέσεις, την παρόρμησιν των πολιτών προς απείθειαν και την διάδοσιν ανατρεπτικών και ανησυχαστικών ειδήσεων» απαγορευόταν.40
Στις 31 Αυγούστου 1931, ο Ριζοσπάστης, το κύριο δημοσιογραφικό όργανο του ΚΚΕ, παραπέμφθηκε σε δίκη κατά την οποία του επιβλήθηκαν πρόστιμα, ποινές φυλάκισης και στέρηση του τίτλου του. Ετσι, από την επομένη (ως και τις 11 Μάρτη 1934) η εφημερίδα αναγκάστηκε να επανακυκλοφορήσει ως Νέος Ριζοσπάστης. Μόνο την περίοδο 1929-1931 πραγματοποιήθηκαν 175 διωκτικές ενέργειες κατά της εφημερίδας οι οποίες απέφεραν συνολικά ποινές φυλάκισης 202 ετών και πρόστιμα εκατομμυρίων δραχμών. Παράλληλα σημειώθηκαν 24 επιθέσεις εναντίον γραφείων κι εγκαταστάσεων του Ριζοσπάστη από την αστυνομία ή διάφορες ακροδεξιές-φασιστικές οργανώσεις.41
Οι διώξεις κατά των κομμουνιστών, της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης και των αγώνων της όχι μόνο δεν πέτυχαν το σκοπό τους, αλλά συχνά είχαν και το αντίθετο αποτέλεσμα. Η βία της αστικής τάξης ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τη ρητορική και προπαγάνδα περί «κοινωνικής συνοχής» ή «αταξικότητας» της ελληνικής κοινωνίας, συνδράμοντας σημαντικά στην ταξική αφύπνιση των εργατών και τη συνειδητοποίηση των ταξικών αντιθέσεων. Είχε επίσης ως αποτέλεσμα την ενεργοποίηση κι ενίσχυση των ταξικών δεσμών αλληλεγγύης στις γραμμές της εργατικής τάξης. Ολ’ αυτά, βεβαίως, με την αποφασιστική κι ακούραστη πολιτική παρέμβαση και δράση του ΚΚΕ.
Η αγωνιστική στάση των κομμουνιστών, η αντοχή τους στις διώξεις από το αστικό κράτος και τους εργοδότες, τους κατέστησε στη συνείδηση των εργαζομένων υπερασπιστές των δικαίων τους και πρότυπα αγωνιστή της τάξης τους. Οι φλογερές απολογίες των διωκόμενων κομμουνιστών στα δικαστήρια, όπου μετέτρεπαν το εδώλιο του κατηγορουμένου σε βήμα καταγγελίας του καπιταλιστικού συστήματος και της βίας του αστικού καθεστώτος, οι μαχητικές δράσεις, όπως π.χ. η απελευθέρωση των συναδέλφων απεργών από τα χέρια των οργάνων καταστολής, η εκδίωξη των χαφιέδων από τους χώρους δουλειάς και τα σωματεία κ.ο.κ., έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην ταξική διαπαιδαγώγηση της εργατικής τάξης, αλλά και στη δυνατότητά της (και ειδικά του Κόμματός της) ν’ αντεπεξέρχεται στις διώξεις.

Η ΔΡΑΣΗ - ΧΡΗΣΗ ΑΚΡΟΔΕΞΙΩΝ ΦΑΣΙΣΤΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΩΣ «ΜΑΚΡΙΟΥ ΧΕΡΙΟΥ» ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Τη δεκαετία του 1930 -και ιδιαίτερα καθώς πλησίαζε η δικτατορία Μεταξά- η δράση των διαφόρων εθνικιστικών και φασιστικών ομάδων παρουσίασε έξαρση. Οι οργανώσεις αυτές ενθαρρύνονταν, άμεσα ή έμμεσα, από μια μεγάλη μερίδα του αστικού πολιτικού κόσμου η οποία στεκόταν θετικά απέναντι στις κοινωνικοοικονομικές «λύσεις» που πρόσφερε ο φασισμός.
Χαρακτηριστικές είναι οι προτάσεις που διατυπώθηκαν το 1933 σε επιστολή του Εισαγγελέα Καβάλας προς τον Εισαγγελέα Εφετών Θράκης με αφορμή την άνοδο του ΚΚΕ στην Καβάλα: «Είναι αληθές ότι η επικράτησις του κομμουνισμού εις τα εκτός της Ρωσίας Εθνη της Ευρώπης κυρίως εξαρτάται εκ της διεθνούς κατισχύσεως, οπότε πάσα προσπάθεια προς αντίδρασιν εν ορισμένη περιοχή θα ήτο μάταια, δεδομένου ότι η ενσκήπτουσα τοιαύτη λαίλαψ θα παρέσυρε κατ’ ανάγκην παν προς τούτο εμπόδιον. Πάντως όμως τα Εθνη εκείνα, εις την κοινωνίαν των οποίων εισέβαλε το κομμουνιστικόν μικρόβιον, καθορώντα το μέγεθος του κινδύνου και αναπτόντα εκ του ληθάργου των βιωτικών ουτοπιών, έλαβον δρακόντια προς καταστολήν του κομμουνισμού μέτρα, ως εν Γερμανία και προηγουμένως εν Ιταλία συνέβη, ώστε τα μίσθαρνα τούτου όργανα εγκατέλειψαν το άγονον διά την δράσιν αυτών έδαφος και η εξυγιανθείσα εκ της αποχωρήσεως τούτων κατόρθωσε να θεραπευτεί.
Αλλαι πάλιν επικράτειαι, όπως αι όμοραι τοιαύται Τουρκία, Βουλγαρία και Σερβία, αισθανόμεναι την απειλήν του μη επί τοσούτον εισβάλοντος εις τα σύνορα αυτών κομμουνισμού εθέσπισαν τοιαύτας αυστηράς ποινικάς διατάξεις και έλαβον τοιαύτα προληπτικά Νομοθετικά μέτρα, ώστε κηρύξαντα τους κομμουνιστάς εκτός νόμου, απέφυγον τις εκδηλωθείσας διά της εκλογής του Δημάρχου κομμουνιστού εν Σόφια συνεπείας, διά δε των εις θάνατον συνήθων καταδικών κατά των κομμουνιστών, αι τάξεις τούτων παρέλυσαν, ίνα ενδυναμωθώσιν εκεί, ένθα το Κράτος και η Κοινωνία ηδιαφόρησαν απέναντι της κομμουνιστικής απειλής, όπως εν Ουγγαρία, Ισπανία, Κίνα κλπ., όπου κατ’ ουσίαν τα Σοβιέτ επεκράτησαν…»42.
Με άλλα λόγια, ο Εισαγγελέας της Καβάλας υποδείκνυε ως τον κατάλληλο δρόμο για την «εξυγίανση» της κοινωνίας τα σχετικά πρότυπα της φασιστικής Ιταλίας και της ναζιστικής Γερμανίας. Παράλληλα, εκθείαζε τα «θετικά αποτελέσματα» μιας σειράς μέτρων «προληπτικού» χαρακτήρα που εφαρμόστηκαν σε γειτονικές χώρες, όπως μαζικές διώξεις, εκτελέσεις κλπ. Καταλήγοντας, πρότεινε την απαγόρευση «εις τους κομμουνιστάς το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι» κατά το παράδειγμα της Ελβετίας, καθώς και την απαγόρευση της εισόδου «αυτών εις τας δημόσιας υπηρεσίας».
Απόψεις υπέρ της αστικής λύσης του φασισμού είχαν διατυπωθεί απ’ όλο το φάσμα του αστικού πολιτικού κόσμου, από τη «Δεξιά» (Κονδύλης) έως το «Κέντρο» (Βενιζέλος, Πλαστήρας).43 Οπως τόνισε ο ίδιος ο Ι. Μεταξάς την επαύριο της εγκαθίδρυσης του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, σκοπός της δικτατορίας δεν ήταν άλλος παρά η «αδιάκοπος φροντίς διά την στερέωσιν του αστικού καθεστώτος με όλας τας αναγκαίας θυσίας διά το σύνολον της κοινωνίας και ιδίως διά τας ενδεείς τάξεις»44.
Βεβαίως, οι ρίζες του «φαινομένου» εντοπίζονταν αρκετά πιο πίσω, στη δεκαετία του 1920. Στην «Εκθεση Δράσης της ΚΕ προς το Εκτακτο Συνέδριο του ΚΚΕ» (1925) γινόταν εκτενής αναφορά στη δράση «ομάδων κρούσης» κατά του εργατικού-κομμουνιστικού κινήματος με φασιστικά χαρακτηριστικά: «Ενοπλα σώματα οργανώνονται εναντίον των κομμουνιστών. Ενώσεις μεγαλεμπόρων και βιομηχάνων μαζί με σωματεία Χριστιανικά ιδρύονται με αντικομμουνιστικά συνθήματα “προς προστασίαν της κινδυνευούσης ιδιοκτησίας”», καλώντας σε «αντικομμουνιστικά συλλαλητήρια, “Εθνικά” συνέδρια» κλπ. Επίσης, καταγράφηκαν «απόπειρες για την οργάνωση φασιστικών συλλόγων, σκόπιμες προκλήσεις, επεισόδια για δημιουργίες σκηνών, άγριες καταδιώξεις των αγωνιστών της εργατικής τάξης, αυθαίρετες καταλήψεις εργατικών σωματείων, σκότωμα εργατών στα συλλαλητήρια» κ.ά.45
Σύμφωνα με καταγγελία του Ριζοσπάστη στις 5 Ιούνη 1927, ο επικεφαλής της διασπαστικής-κυβερνητικής Ενωτικής Καπνεργατικής Ομοσπονδίας «εζήτησε» σε τηλεγράφημά του προς το υπουργείο Γεωργίας «να ενεργήσει παρά τη κυβερνήσει ώστε να επιτραπεί ο επίσημος εξοπλισμός των “συντηρητικών” εργατών διά να “αμυνθώσι” κατά των κομμουνιστών».46
Ανάμεσα στις ακροδεξιές-φασιστικές οργανώσεις που έδρασαν δίπλα και σε συνεργασία με τις «επίσημες» κατασταλτικές δυνάμεις του αστικού κράτους την περίοδο του Μεσοπολέμου ήταν η Τρίαινα, η Οργάνωση του Εθνικού Κυρίαρχου Κράτους, η Πανεργατική Ενωση Εθνικιστικών Σωματείων, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος και βεβαίως η Εθνική Ενωσις Ελλάς (ΕΕΕ), η σημαντικότερη ίσως εξ αυτών από άποψη μαζικότητας κι ενεργειών. Σκοπός τους: Η πολύμορφη άσκηση τρομοκρατίας στην εργατική τάξη -πρώτα και κύρια εναντίον του ΚΚΕ και του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος. Η τρομοκρατία αυτή εκδηλώθηκε τόσο προς μεμονωμένους πρωτοπόρους εργάτες-κομμουνιστές (απειλές, βιαιοπραγίες, δολοφονίες) όσο και προς τα γραφεία του Κόμματος, τον επαναστατικό Τύπο, τα συνδικάτα ή τους χώρους δουλειάς (επιδρομές, βανδαλισμοί, εμπρησμοί). Μεταξύ άλλων, αναλάμβαναν το σπάσιμο των απεργιών, την επιβολή της «εργασιακής ειρήνης» στους χώρους δουλειάς κ.ο.κ. Στο στόχαστρό τους βρέθηκαν επίσης οι εθνικές μειονότητες (κυρίως οι Εβραίοι), αλλά και οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και του Πόντου.47
Η Εθνική Ενωσις Ελλάς (ΕΕΕ) ιδρύθηκε το 1927 στη Θεσσαλονίκη με πρόεδρο τον έμπορο Γ. Κοσμίδη. Οι δραστηριότητές της έτυχαν της αμέριστης υλικής υποστήριξης Αρχών κι εργοδοτών. Αποκαλυπτικά είναι πράγματι δύο έγγραφα της Ενωσης Ελληνικών Τραπεζών που δημοσίευσε ο Νέος Ριζοσπάστης στις 18 Φλεβάρη 1933 καταδεικνύοντας τη στενή σχέση της φασιστικής αυτής οργάνωσης με το κεφάλαιο. Σημαντικούς πόρους επίσης έλαβε και από το δήμο Θεσσαλονίκης (ο οποίος, σημειωτέον, ήταν ένας βενιζελικός δήμος).48
Στη Θεσσαλονίκη τον Αύγουστο του 1932 οι συγκρούσεις μεταξύ των φασιστών και του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος οξύνθηκαν και γενικεύτηκαν. Στις 17 Αυγούστου, η ΕΕΕ πραγματοποίησε ένοπλη επιδρομή στο σωματείο οικοδόμων Θεσσαλονίκης, τραυματίζοντας βαριά το γραμματέα του Χρ. Παπαδόπουλο, καθώς και τον οικοδόμο Χ. Σταμπουλίδη, ο οποίος ξεψύχησε την επόμενη μέρα.49 Μόνο σε δύο εκθέσεις της βρετανικής πρεσβείας στις 27 Γενάρη 1934 και στις 14 Γενάρη 1935, όπου καταγράφηκαν τέτοια περιστατικά, αναφέρονται τρεις κομμουνιστές νεκροί και πάνω από δώδεκα τραυματίες.50 Το ΚΚΕ, ο κύριος αιμοδότης της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, άρχισε από νωρίς να προσφέρει το αίμα του στο μέτωπο του αντιφασιστικού αγώνα.
Οι κομμουνιστές διεξήγαν αδιάκοπο αγώνα, αποκαλύπτοντας στην εργατική τάξη το πραγματικό πρόσωπο του φασισμού, ως το μακρύ, δολοφονικό χέρι του ίδιου εκμεταλλευτικού συστήματος που την απομυζούσε καταδικάζοντάς την στη φτώχεια και την ανεργία. Παράλληλα, το ΚΚΕ απάντησε και με πιο οξυμένες μορφές πάλης· όπως π.χ. τον Ιούνη του 1933, όταν η ΕΕΕ αποφάσισε την «κάθοδο» στην Αθήνα, σε μια «μουσολινικού» τύπου πορεία. «1.000 θρασύδειλα καθάρματα», έγραφε τότε ο Νέος Ριζοσπάστης, «1.000 απεργοσπάστες, εμπρηστές, δολοφόνοι και συμμορίτες με τα τενεκεδένια κράνη τους, θέλουν να παρελάσουν μέσα από τους δρόμους της Αθήνας […] Δεν υπάρχει παρά μία και μόνη δύναμη που μπορεί να μεταβάλει σε συντρίμμια τα δολοφονικά καθάρματα, τους συμμορίτες των ΕΕΕ: η δύναμη της προλεταριακής γροθιάς». Και πράγματι, «οι προλετάριοι της Αθήνας διαδήλωσαν όλη την ημέρα στους δρόμους της Αθήνας, πάλεψαν ηρωικά με τις ανώτερες αστυνομικές δυνάμεις και τα φασιστικά καθάρματα. Τα τενεκεδένια κράνη και οι άλκιμοι νεανίες [σ.σ. η νεολαία της ΕΕΕ], παρόλο που ήταν κάτω από την προστασία της αστυνομίας, τράπηκαν σε φυγή μπροστά στην αποφασιστικότητα των εργατών».51

ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ ΣΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΩΜΑΤΕΙΑ

Οπως ήταν φυσικό, το αστικό κράτος επικέντρωσε την παρέμβαση και καταστολή του ιδιαίτερα στη δράση των κομμουνιστών στους χώρους δουλειάς και τα συνδικάτα (είδαμε ήδη ορισμένα στοιχεία): Με συλλήψεις, φυλακίσεις κι εκτοπίσεις εργατικών στελεχών, με απαγορεύσεις ή παρεμβάσεις της Ασφάλειας στις συνελεύσεις των σωματείων, με την απαγόρευση ή τη βίαιη διάλυση συγκεντρώσεων κ.ο.κ.
Οι παρακολουθήσεις σωματειακών συνελεύσεων από αστυνομικά όργανα (είτε φανερά είτε μυστικά), οι συλλήψεις κομμουνιστών συνδικαλιστών εν τω μέσω αρχαιρεσιών στα συνδικάτα κ.ο.κ. δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Οταν π.χ. στη διάρκεια μιας συνέλευσης σωματείου στο Ηράκλειο οι κομμουνιστές εργάτες ζήτησαν να πάρουν το λόγο, συνελήφθησαν αμέσως από τους παρευρισκόμενους εκεί αστυνομικούς. Η κατηγορία που τους απαγγέλθηκε ήταν «ότι διέκοψαν τας πράξεις της συνελεύσεως και ετάραξαν δι’ απρεπούς [!] τρόπου την ησυχίαν και ευταξίαν του σωματείου αυτού»52.
Την περίοδο αυτή άρχισαν να εμφανίζονται και τα πρώτα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, όπως π.χ. στα Τρίκαλα τον Ιούνη του 1933 ζητήθηκαν από τους οικοδόμους πιστοποιητικά της Ασφάλειας προκειμένου να πιάσουν δουλειά.53 Και χωρίς αυτά, πάντως, η εργοδοτική τρομοκρατία απέναντι στους κομμουνιστές εργάτες-συνδικαλιστές ήταν πάντοτε παρούσα: «Σύντροφοι που οπωσδήποτε πέσουν στην αντίληψη του εργοδότη διώχνονται από τη δουλειά, γνωστοποιείται στους άλλους εργοδότες και καθίσταται προβληματική η εξεύρεση εργασίας. Αυτό δημιουργεί πανικό στους εργάτες και καθιστά δύσκολο το πλησίασμά τους. Στην Δ΄ Αχτίδα η εργοδοτική τρομοκρατία είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο για την δράση της. Ο 8ος και 13ος πυρήνας κατ’ επανάληψην διαλύθηκαν με το διώξιμο των μελών μας από το εργοστάσιο. Από τα λιπάσματα, Σελλ, Ηφαιστο, Αεροδρόμιο διώχτηκαν μέλη μας»54.
Τα ταξικά σωματεία, όπου πρωτοστατούσαν οι κομμουνιστές, βρίσκονταν διαρκώς στο επίκεντρο της κρατικής καταστολής. Το Φλεβάρη του 1927, για παράδειγμα, το πρωτοδικείο της Λάρισας εξέδωσε απόφαση για τη διάλυση του Εργατικού Κέντρου της πόλης με το αιτιολογικό πως «εξετράπη των νομίμων σκοπών διά τους οποίους συνέστη». Η ίδια μάλιστα δικαστική αρχή «μέσα σε τρεις μήνες διέλυσε ή αρνήθηκε έγκριση σε περισσότερα από δέκα νόμιμα σωματεία, με σκοπό σύμφωνο… με το άρθρο 1 του Ν. 281». Η κατηγορία που αντηχούσε ξανά και ξανά στις δικαστικές αίθουσες, αποκαλύπτοντας τη σκοπιμότητα και το εύρος της αυθαιρεσίας που επέτρεπε το υπάρχον νομικό πλαίσιο, δεν ήταν άλλη από το ότι «ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν είναι πράγματι ο εν τω καταστατικώ αναγραφόμενος, αλλά άλλος και παράνομος και ανήθικος»!55
Η απόφαση για τη διάλυση του Πανεργατικού Κέντρου Βόλου τον Ιούλη του ίδιου έτους υπήρξε ακόμα πιο άμεση κι αποκαλυπτική. Εκανε λόγο για εκτροπή εκ «του σκοπού δι’ ον συνεστήθη», αφού «διά διαφόρων διαλέξεων και προκηρύξεων διατηρεί εις συναγερμόν τους εργάτας, διεγείρει το μίσος και την περιφρόνησιν προς το κράτος, τους εργοδότας και την αστικήν τάξην». Στην απόφαση υπογραμμιζόταν, μεταξύ άλλων, πως «το εν λόγω Σωματείον ον επαγγελματικόν […] έχον σκοπόν την προαγωγή και προστασίαν των οικονομικών συμφερόντων των μελών αυτού», επομένως, «δε δύναται να μεταβάλει τούτον εις άλλον κατ’ ιδίαν βούλησιν προς διάδοσιν πολιτικών αρχών και ιδεών…».56
Οποιαδήποτε αναφορά στο καταστατικό ή αλλού (ακόμα και ως προφορική δήλωση, σε διάλεξη κλπ.) στην «ταξική πάλη» ως μέσο διεκδίκησης των εργατικών δικαίων και συμφερόντων, ακόμα και η παραμικρή υποψία εκ μέρους κάποιου εποπτικού οργάνου ή Αρχής, αρκούσε για να «στοιχειοθετηθεί» η διάλυση μιας πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης. Σε διώξεις υπόκειντο ακόμη και όσοι εργάτες ή συνδικαλιστές εκδηλώνονταν ανοιχτά υπέρ του κομμουνισμού. Οπως π.χ. στην περίπτωση των σιδηροδρομικών που το Γενάρη του 1927 καταδικάστηκαν από το Πλημμελειοδικείο Λάρισας σε φυλάκιση, πρόστιμο, στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων κι αποκλεισμό από εργασία σε δημόσια υπηρεσία, επειδή μετείχαν στον προεκλογικό αγώνα του Κομμουνιστικού Κόμματος! Η περίπτωση αυτή δεν υπήρξε μεμονωμένο επεισόδιο.57
Στην «πάλη κατά του κομμουνισμού» στα συνδικάτα, η αστική τάξη βρήκε έμπιστο και συνεπή συμπαραστάτη τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας στο συνδικαλιστικό κίνημα. Οταν οι ταξικές δυνάμεις απέκτησαν την πλειοψηφία στη ΓΣΕΕ το 1919-1920, οι σοσιαλδημοκράτες (Χατζημιχάλης και Δελαζάνος) σε συνεργασία με τους βενιζελικούς συνδικαλιστές (Μαχαίρας κλπ.) και με τη στήριξη του κυβερνώντος κόμματος των Φιλελευθέρων επιχείρησαν να επανακτήσουν τον έλεγχό της συγκαλώντας δικό τους, χωριστό -και πλήρως στεγανοποιημένο- συνέδριο, το οποίο ωστόσο απέτυχε στο σκοπό του, αφού η μεγάλη πλειοψηφία των εργατών συσπειρώνονταν στα ταξικά συνδικάτα. Είχε προηγηθεί όπως είδαμε ήδη η προσπάθεια πραξικοπηματικής αλλοίωσης της σύνθεσης της διοίκησης της ΓΣΕΕ, με τη σύλληψη κι εκτόπιση των συνεπών μελών της, η οποία επίσης απέτυχε λόγω της μαζικής και μαχητικής αντίδρασης της εργατικής τάξης.
Οι σοσιαλδημοκράτες πρωτοστάτησαν και πάλι στην επιθετικότητα της αστικής τάξης κατά του συνδικαλιστικού κινήματος στο 3ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ (27 Μάρτη - 7 Απρίλη 1926) και μάλιστα -αυτήν τη φορά- υπό την εποπτεία και με τις ευλογίες της δικτατορίας Πάγκαλου. Παρά τις επίμονες προσπάθειες του καθεστώτος ν’ αλλοιώσει τη σύνθεση του συνεδρίου (με τη δημιουργία αντισυνδέσμων, την ανάδειξη αντιδραστικών διοικήσεων στα σωματεία, την κατάληψη του ΕΚΑ από το στρατό και την παράδοση της σφραγίδας του στην αντιπολιτευόμενη στους «κόκκινους» μειοψηφία), ο συσχετισμός παρέμενε υπέρ των ταξικών δυνάμεων (278 έναντι 179 αντιπροσώπων όλων των υπόλοιπων παρατάξεων). Ωστόσο ο συνασπισμός όλων των αντιπολιτευόμενων συνδικαλιστικών δυνάμεων (σοσιαλδημοκρατών, ρεφορμιστών και συντηρητικών) κατά των κομμουνιστών και η σύλληψη -κατά τη διάρκεια των εργασιών του συνεδρίου- ενός ικανού αριθμού «κόκκινων» συνέδρων, επέβαλε τελικά έστω και οριακά (179 προς 168) το γέρσιμο της πλάστιγγας υπέρ της Αντίδρασης. Νέος ΓΓ της ΓΣΕΕ εκλέχτηκε ο σοσιαλδημοκράτης Δ. Στρατής.
Με τη Γενική Συνομοσπονδία υπό σοσιαλδημοκρατική ηγεσία, η Αντίδραση συνέχισε με ακόμα μεγαλύτερη ένταση την επίθεσή της κατά του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος, με τη συγκρότηση δεκάδων αντισυνδέσμων, τη διάλυση σωματείων με ταξικό προσανατολισμό, συλλήψεις συνδικαλιστών, επιδρομές σε γραφεία συνδικάτων, επέκταση του χαφιεδισμού κ.ο.κ. Ταυτόχρονα, οι δυνάμεις του ρεφορμισμού συνέχιζαν τον υπονομευτικό τους ρόλο σε κάθε σχεδόν απεργιακή κινητοποίηση της εργατικής τάξης, φροντίζοντας να μην ξεφεύγουν των ορίων της αστικής νομιμότητας, να λειτουργούν ως διαμεσολαβητές της εργοδοσίας (και πάντοτε υπέρ της) και, όπου απαιτούνταν, ως ανοιχτά απεργοσπαστικός μηχανισμός. Δεν είναι λίγα τα περιστατικά όπου οι ρεφορμιστές-σοσιαλδημοκράτες συνδικαλιστές υποδείκνυαν στις Αρχές τους επικεφαλής μιας απεργίας ή που καλούνταν ως μάρτυρες κατηγορίας εναντίον των κομμουνιστών στα δικαστήρια κ.ο.κ.58
Τα εργοδοτικά-ρεφορμιστικά συνδικάτα φρόντιζαν συνεχώς για την περιοδική ή συστηματική εκκαθάριση των κομμουνιστών (και άλλων αγωνιστών) από τη δύναμή τους. Το Νοέμβρη του 1928, για παράδειγμα, η διοίκηση του Συλλόγου Εμποροϋπαλλήλων Αθηνών ανακίνησε ζήτημα διαγραφής 23 μελών του σωματείου με την αιτιολογία ότι «διακήρυσσαν και διαλαλούσαν αρχάς και κατευθύνσεις δράσεως» που εξυπηρετούσαν «ξένους σκοπούς (κομμουνιστικούς)». Σε μια άλλη περίπτωση διαγράφηκαν 15 μέλη επειδή προσπαθούσαν δήθεν «να επικαθήσουν εις τον Σύλλογον ίνα τον καταστήσουν όργανον της αντεθνικής τους προπαγάνδας»59.
Τίποτε απ’ όλα αυτά όμως δε στάθηκε ικανό ν’ ανακόψει την ανοδική πορεία του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος και τη χρεοκοπία των δυνάμεων του συμβιβασμού στη συνείδηση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης. Παρά τις όποιες δυσκολίες στην παρέμβαση των κομμουνιστών στους χώρους δουλειάς και τα συνδικάτα, συνεπεία των κατασταλτικών-υπονομευτικών ενεργειών αστικού κράτους, εργοδοσίας και ρεφορμιστών, η συμβολή του ΚΚΕ στο εργατικό κίνημα υπήρξε ιδιαίτερα πολύτιμη. Το Κόμμα συνέδραμε αποφασιστικά στη γενικότερη ισχυροποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος, πρωτοστατώντας στην ίδρυση εργατικών ενώσεων (πρωτοβάθμια σωματεία, Εργατικά Κέντρα κλπ.) σε κλάδους και πόλεις όπου δεν υπήρχαν, στην αναζωογόνηση και μαζικοποίηση όσων είχαν παρακμάσει ή παραλύσει κλπ. Σε μια πορεία, και η ίδια η δουλειά του Κομμουνιστικού Κόμματος στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα ωρίμασε και συστηματοποιήθηκε. Η αυξανόμενη επιρροή του στις γραμμές της εργατικής τάξης υπήρξε το αποτέλεσμα της αισθητής βελτίωσης στην ικανότητά του να οργανώνει, να κινητοποιεί, να τίθεται επικεφαλής και να καθοδηγεί όλο και ευρύτερες μάζες εργατών στη διεκδίκηση των αιτημάτων τους. Να τις αποσπά από τις δυνάμεις του συμβιβασμού και της ενσωμάτωσης και να τις εντάσσει σε μια ριζοσπαστική, ταξική γραμμή πάλης. Η δυναμική αυτή διατηρήθηκε μέχρι και τη δικτατορία Μεταξά.

ΑΝΤΙΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ

Ο αντικομμουνισμός, άλλοτε πιο χυδαίος και άλλοτε πιο εκλεπτυσμένος, αποτέλεσε ένα από τα πλέον σημαντικά όπλα της άρχουσας τάξης στην προσπάθειά της να καθυποτάξει ιδεολογικοπολιτικά την εργατιά. Ο αντικομμουνισμός εκφράστηκε ποικιλοτρόπως, μέσα από τις στήλες των αστικών εφημερίδων, στους χώρους δουλειάς και τις συνοικίες, από άμβωνος, στα σχολικά βιβλία, μέσ’ από νομοθετήματα και δικαστικές αποφάσεις, με τη διοργάνωση αντικομμουνιστικών συλλαλητηρίων (ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα) κ.ά. Η προσπάθεια της αστικής τάξης να χρεοκοπήσει τον κομμουνισμό στη συνείδηση των εργατών ως αντεθνικό, ανθελληνικό, αντιχριστιανικό, διεφθαρμένο, υποκινούμενο, απόρροια της αμορφωσιάς ή της άγνοιας της εργατικής τάξης και άλλα πολλά, υπήρξε διαχρονική. Οι ρίζες της όμως μπορούν σίγουρα ν’ αναζητηθούν στο Μεσοπόλεμο.
Η εικόνα του κομμουνιστή ως «συνωμότη», «ξένου πράκτορα»-«δακτύλου της Μόσχας», που εργαζόταν πυρετωδώς -υπογείως και υποχθονίως- «καταστρώνοντας σχέδια» για την κατάλυση του κράτους, την καταστροφή της πολιτικής και ηθικής τάξης, την υπονόμευση των «εθνικών ιδανικών και αξιών» («εξαγοράζοντας» συνειδήσεις με τη βοήθεια «άφθονων χρημάτων»), καλλιεργούνταν συστηματικά με δηλώσεις ιθυνόντων, από άμβωνος, μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα, από «εθνικούς συλλόγους» και βέβαια μέσω του Τύπου ο οποίος «ανακάλυπτε» κομμουνιστικές συνωμοσίες σχεδόν πίσω από κάθε εργατική κινητοποίηση.60
Η συνωμοσιολογία αποτέλεσε πράγματι ένα αγαπημένο επαναλαμβανόμενο μοτίβο του αντικομμουνισμού. Με αφορμή λ.χ. την πυρκαγιά που ξέσπασε στο κέντρο της Καβάλας το Μάη του 1931, ορισμένοι υπήρξαν ταχύτατοι στο να υποδείξουν τους «ενόχους». «Πρόκειται περί καθαράς ενεργείας Κομμουνιστών», διαβεβαίωνε ο Κήρυξ, «οι οποίοι, επωφελούμενοι της επικρατούσης δυστυχίας και κοινωνικής αβεβαιότητας, προσπαθούν να δημιουργήσουν διά της μεθόδου των εμπρησμών μιαν αναρχικήν τρομοκρατίαν διά την εργατούπολίν μας».61
Στην ίδια λογική, δεν ήταν λίγες οι «αποκαλύψεις» που έφεραν τους κομμουνιστές να ραδιουργούν με σκοπό να αιματοκυλήσουν τον κόσμο: «Πληροφορούμε εγκύρως ότι ελήφθη εις το ενταύθα κομμουνιστικόν κέντρον αποκαλυπτική μυστική εγκύκλιος της Κομιντέρν της Τρίτης Διεθνούς η οποία περιήλθεν εις γνώσιν των αρχών. Διά της εγκυκλίου προσκαλούνται οι εργατικαί μάζαι να προβώσι κατά την 1η Αυγούστου [σ.σ. τη Διεθνή Ημέρα κατά του Πολέμου] εις οργανωμένας ένοπλους διαδηλώσεις και τονίζεται ότι μόνον επιμελής προπαρασκευή της ενόπλου επαναστάσεως δύναται να βοηθήσει εις την νίκην της δικτατορίας του προλεταριάτου διά την ανατροπήν της αστικής τάξεως». Προς ενίσχυση μάλιστα των παραπάνω, η ίδια εφημερίδα δημοσίευσε την επόμενη μέρα παρόμοια «ανακάλυψη» που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι από τις εκεί διωκτικές αρχές: «Κατά τας πληροφορίας της Παρισινής αστυνομίας, αι οδηγίαι αι οποίαι έχουν δοθεί εκ της Μόσχας διά την 1ην Αυγούστου τείνουν εις τον απώτερον σκοπόν να προκληθεί παγκόσμιος πόλεμος όστις θα μετετρέπετο σε παγκόσμια επανάστασιν». Τις «αποκαλύψεις» αυτές ακολούθησαν με τη σειρά τους και τ’ ανάλογα προληπτικά μέτρα: Προσαγωγές, συλλήψεις και σύγκληση της Επιτροπής Ασφάλειας για το «σχεδιασμό περαιτέρω δράσεως».62
Καυτηριάζοντας τα ποικίλα δημοσιεύματα που εμφανίζονταν στον αστικό Τύπο περί «κομμουνιστικού δακτύλου», ο Ριζοσπάστης έγραψε χαρακτηριστικά: «Τέλος πάντων τι είναι αυτοί οι κομμουνιστές; Για ό,τι και αν συμβεί και δε συμβεί αυτοί είναι υπεύθυνοι. Δε βρέχει, αυτοί είναι υπαίτιοι. Αυτοκτόνησε κανένας, πρόκειται για δάκτυλο της Μόσχας. Πονεί η κοιλιά μιας κυρίας της αριστοκρατίας, οι κομμουνιστές θα συνεννοήθησαν με τους δαίμονας της κολάσεως διά να προκαλέσουν τον κοιλόπονον!»63.
Για μια ακόμη φορά, τίποτε απ’ όλ’ αυτά δεν υπήρξε αποκλειστικά ελληνικό «προνόμιο». Πολυάριθμα παραδείγματα μπορούν ν’ αντληθούν από την ευρωπαϊκή εμπειρία: Από τις «αποκαλύψεις» περί κομμουνιστικού σχεδίου ανατροπής της γαλλικής κυβέρνησης τον Οκτώβρη του 1928, ως και την απόδοση ευθυνών στους κομμουνιστές για τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ το Φλεβάρη του 1933 από τις ναζιστικές αρχές.64 Οι κομμουνιστές έγιναν σε μεγάλο βαθμό οι «αποδιοπομπαίοι τράγοι» της ελληνικής -και όχι μόνο- αστικής κοινωνίας του Μεσοπολέμου. Τους αποδόθηκε πληθώρα αρνητικών χαρακτηριστικών, αντιπροσωπεύοντας ένα αρνητικό alter ego της επίσημα αποδεκτής «εθνικής ταυτότητας» που πρόβαλλε η άρχουσα ιδεολογία (του Ελληνα ως ήσυχου, νοικοκύρη κλπ.). Ταυτόχρονα, έγιναν το άλλοθι (ο μπαμπούλας) που δικαιολογούσε κάθε μορφή αυταρχισμού, καταπίεσης και καταστολής από πλευράς της αστικής τάξης, κράτους και εργοδοτών. Μια καταστολή που δεν επηρέασε βέβαια μόνο τους κομμουνιστές (όπως ειπώθηκε ήδη πιο πάνω), αλλά επεκτάθηκε σ’ ολόκληρη την εργατική τάξη.
Παράλληλα καταβλήθηκαν σημαντικές προσπάθειες για την «αποσύνδεση» της πολιτικής (δηλαδή του κομμουνισμού) από το συνδικαλισμό, τονίζοντας πως «έχομεν ανάγκην συνεργασίας και ουχί πάλης των τάξεων». Ορισμένοι καλούσαν για τον πλήρη διαχωρισμό τους, ισχυριζόμενοι πως «μετά τόσους άκαρπους προστριβάς απεδείχθη ότι η ανάμειξις της πολιτικής εις τον επαγγελματικόν αγώνα εζημίωσε καιρίως τα εργατικά συμφέροντα. Και όχι μόνον αυτό. Κατέστησεν ύποπτον τον εργατικόν αγώνα εις ολόκληρον την κοινωνίαν διότι εχρωματίσθη ολοκληρωτικώς ως αγών ανατροπής και αναρχίας […] Δύο δρόμοι χαράσσονται από τους επιβουλευομένους την εργατικήν συνείδησιν. Ο πρώτος θέλει τους εργάτας υπηρέτας των κατά καιρούς Κυβερνήσεων αι οποίαι φέρουν το στίγμα της αδιαφορίας και της εγκαταλείψεως του δυστυχούντος Ελληνος εργάτου. Ο δεύτερος αξιοί την ανατροπήν και την ερείπωσιν του κοινωνικού αστικού καθεστώτος. Εις τας Συμπληγάδας αυτάς εφθάρη και ετραυματίσθη θανασίμως το εργατικόν ζήτημα εν Ελλάδι και κατέστησε σχεδόν ανίκανα όλα τα προοδευτικά στοιχεία όπως χειραγωγήσουν και κατευθύνουν την δύναμίν των εις ευρείας και ανθρωπιστικάς μεταρρυθμίσεις αι οποίαι εις τα πεπολιτισμένα κράτη επέφερον πλείστα αγαθά»65.
Ο αντικομμουνισμός υποστηρίχτηκε προπαγανδιστικά μέσω δημόσιων εκδηλώσεων, συγκεντρώσεων, με τη σύσταση αντικομμουνιστικών συλλόγων κ.ο.κ. Σε γενικές γραμμές, τίποτε απ’ όλ’ αυτά δεν έτυχε ιδιαίτερης ανταπόκρισης ή αποδοχής. Οταν π.χ. το Εμπορικό Επιμελητήριο Καβάλας (όπου το ΚΚΕ ήταν πολύ ισχυρό) προχώρησε το Μάρτη του 1925 στη διοργάνωση «Εθνικού Συλλαλητηρίου» κατά του ΚΚΕ, η συμμετοχή του κόσμου ήταν λίαν απογοητευτική (για τους οργανωτές). Το Σεπτέμβρη του 1929 εγκρίθηκε από το πρωτοδικείο καταστατικό του επονομαζόμενου «Αντικομμουνιστικού Συλλόγου», ενώ τη δεκαετία του 1930 άρχισε να λειτουργεί και τμήμα καπνεργατών της ακροδεξιάς-φασιστικής οργάνωσης Εθνική Ενωσις Ελλάς (ΕΕΕ). Πρόκειται για σχήματα τα οποία δεν μπόρεσαν να σταθούν στον εργαζόμενο λαό. Ετσι, γρήγορα παρήκμασαν ή έμειναν να υπολειτουργούν στο περιθώριο.66
Φορέας όμως του αντικομμουνισμού υπήρξε και η Εκκλησία, της οποίας οι σχέσεις με το αστικό κράτος και τις δυνάμεις καταστολής ήταν στενότατες.
Η Εκκλησία «αξιοποιήθηκε» από το κράτος και τις Αρχές για την παρακολούθηση «πάσας αντιπατριωτικής κίνησης των εχθρών της πατρίδας, πάσας προπαγανδιστικής αυτών ενέργειας ή τάσης, πάσας κίνησης απ’ αυτών εν τη ύπαιθρον χώραν, πάσα κομμουνιστική προπαγάνδα». Η Εκκλησία καλούνταν να «παρακολουθεί επιμελώς πάντα ό,τι θεωρεί ύποπτον και πάντα νέον όστις θα εμφανίζετο υπό οιανδήποτε πρόφασιν εν τη υμετέρα κοινότητι» και «να διαβιβάζει» στις αρμόδιες Αρχές «όλας τας πληροφορίας τας αυτάς, ακόμη ας θεωρείτε επουσιώδεις και ανωφελείς, διότι πολλάκις εκ των ανωφελών τοιούτων πληροφοριών εν συνδυασμώ μετ’ άλλων προκύπτουν σοβαρότατες αποκαλύψεις εξωτερικής ή εσωτερικής προπαγάνδας».67
Η σχέση της Εκκλησίας με τη Διεύθυνση Γενικής Ασφάλειας έγινε ακόμα στενότερη με την πάροδο του χρόνου. Τον Απρίλη του 1926, η τελευταία ζήτησε από τους Μητροπολίτες της Μακεδονίας -κατά το παράδειγμα «απάντων των Μητροπόλεων της Παλαιάς Ελλάδας»- να στείλουν «καταστάσεις των ιερέων οίτινες λόγω μορφώσεως, αισθημάτων και ζήλου δύνανται να σας υποβοηθήσωσιν προς αντιμετώπισιν ξένων προπαγανδών [σ.σ. δηλαδή του κομμουνισμού] και προς ενίσχυσιν εν γένει του κλήρου της περιφέρειάς σας, ίνα τους διαθέσωμεν υμίν. Παρακαλούμε όπως μας γνωρίσετε πόσων ιερέων έχετε ανάγκην ίνα φροντίσωμεν διά την αποστολήν εφόσον θα υπήρχον». Είναι ενδεικτικό ότι στο «δυναμικό» της νεοσυσταθείσας Γενικής Ασφάλειας, εκτός των αστυνομικών, διοικητικών, δικαστικών, στρατιωτικών και άλλων «Αρχών του Κράτους», περιλαμβάνονταν επίσης οι θρησκευτικές Αρχές.68
Η Εκκλησία επιστρατεύτηκε τέλος και ως «εκπαιδευτικό-αναμορφωτικό» όπλο. Στις 24 Μάη 1926, ο «Πρόεδρος της Δημοκρατίας» στρατηγός Πάγκαλος αποφάσισε τη σύσταση οργάνωσης με την επωνυμία «Εθνική Ενωσις Κοινωνικής Αναπλάσεως». Σκοπός της ήταν η κινητοποίηση του κλήρου και της διανόησης στην «ηθική πάλη» κατά του κομμουνισμού, μέσα από την επιμέλεια κι έκδοση σχετικών εντύπων (βιβλία, περιοδικά, μπροσούρες), τη διεξαγωγή ειδικών μαθημάτων, διαλέξεων κλπ. Το 1934 θα σημειωθεί μια ακόμη παρόμοια προσπάθεια με τη δημιουργία της λεγόμενης «Εταιρίας του Ελληνισμού», με ταυτόσημους σχεδόν σκοπούς και δραστηριότητες.69
Το λαϊκό θρησκευτικό αίσθημα μετατράπηκε σε αντικείμενο διαρκούς εκμετάλλευσης από τους διαφόρους φορείς του αντικομμουνισμού, που με ιδιαίτερα δημαγωγικό και λαϊκίστικο τρόπο εμφάνιζαν τον κομμουνισμό ως πολιτική ενσάρκωση του Αντίχριστου, ως καταστροφέα της ορθόδοξης πίστης ή ακόμα και ως μια άλλη -αντιχριστιανική πάντα- θρησκεία. Οπως για παράδειγμα στις 6 Γενάρη 1931, όταν άρθρο τοπικής εφημερίδας που έφερε το βαρύγδουπο τίτλο «Αντίχριστοι» έγραψε: «Το μπολσεβικικό καθεστώς, μη εξαρκεσθέν εις την διαίρεσιν την οποία επέφερεν εις την Ορθόδοξον εκκλησίαν διά μεθόδων προσιδιαζουσών μόνον εις αυτόν, μετέβαλον ήδη σκέψεις, μεθόδους και τρόπους, απεφάσισε την εμφάνιση του πολιτεύματός του και ως συστήματος θρησκευτικού. Αρχηγέτης τούτου ο Λένιν, απόστολοι δε και δογματισταί, οι επιβάλλοντες εν Ρωσία τον Μπολσεβικισμόν»70.
Προς επιβεβαίωση της «ανηθικότητας» του κομμουνισμού έβλεπαν συχνά το φως της δημοσιότητας «έγκυρες» ανταποκρίσεις από την ίδια δήθεν τη Σοβιετική Ενωση, που έκαναν λόγο για έναν «παράδεισο του ελεύθερου έρωτος» στον οποίο κυριαρχούσε «ο αγών εναντίον του θεσμού του γάμου» κλπ. Κάθε τόσο ο αναγνώστης βομβαρδιζόταν με «ειδήσεις» και «αφιερώματα» του τύπου: «η γυναίκα “θήραμα δι’ όλους” - ένας πατήρ υπανδρεύθη την κόρην του - εις άλλος σύντροφος υπανδρεύθη το βράδυ και το πρωί έδιωξε την γυναίκα του δόσας εις αυτήν δέκα καπίκια - η πλήρης εξαχρείωσις του Ερυθρού Λαού»71.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Το ζωντανό παράδειγμα των κομμουνιστών υπήρξε αναμφίβολα το ισχυρότερο αντίβαρο στον αντικομμουνισμό. Η προπαγάνδα της αστικής τάξης προσέκρουε και προοδευτικά αχρηστευόταν μπροστά στην πραγματική εμπειρία των εργαζομένων από την πάλη τους.
Θεμελιώδες όπλο απέναντι στην επιθετικότητα του αστικού κράτους υπήρξε βεβαίως η ίδια η επαναστατική οργάνωση του Κομμουνιστικού Κόμματος, καθώς και η ανιδιοτελής δράση κι ακλόνητη πίστη των κομμουνιστών στο δίκαιο του αγώνα για τη δημιουργία μιας κοινωνίας απαλλαγμένης από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, για το σοσιαλισμό. Η δυνατότητα του ΚΚΕ ν’ αντεπεξέρχεται στις πολύμορφες πιέσεις της αστικής τάξης και του κράτους της (είτε με την ενσωμάτωση είτε με την καταστολή) υπήρξε πρώτα και κύρια συνάρτηση του βαθμού ωρίμανσης του ίδιου του Κόμματος και της στρατηγικής του σε κάθε φάση της ταξικής πάλης.
Σε αντιμετώπιση της ολοένα οξυνόμενης αστικής επιθετικότητας, το ΚΚΕ πρωτοστάτησε επίσης στη δημιουργία μιας σειράς οργανώσεων όπως η Εργατική Βοήθεια, ενώ στους τόπους εξορίας συγκροτήθηκαν «Ομάδες Συμβίωσης», οι οποίες, υπό τις πλέον δύσκολες -απάνθρωπες- συνθήκες, φρόντιζαν για τη φυσική επιβίωση, ψυχολογική υποστήριξη, αλλά και την πνευματική-πολιτιστική καλλιέργεια των μελών τους.
Ειδικό βάρος τέλος δόθηκε στη σύνδεση της αστικής τρομοκρατίας (κατά του ΚΚΕ και του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος) με τη γενικότερη επίθεση στις συνθήκες ζωής κι εργασίας της εργατικής τάξης. «Κατά τις κινητοποιήσεις», αναφέρει έγγραφο του ΠΓ απευθυνόμενο στην Αχτιδική Επιτροπή των Ιωαννίνων, «πρέπει να εξηγείτε πλατιά τη σχέση που έχει η τρομοκρατία με το ψωμί των εργαζομένων και ότι η αφαίρεση των ελευθεριών αυτών» σημαίνει αφαίρεση «των μέσων των εργατών και χωρικών να διεκδικήσουν το ψωμί τους».72 «Ασπίδα» για το Κομμουνιστικό Κόμμα αποτέλεσε πράγματι η ίδια η εργατιά η οποία, βλέποντας στους κομμουνιστές τους συνεπείς κι αλύγιστους υπερασπιστές των ταξικών συμφερόντων της, στάθηκε δίπλα του, ηθικά, υλικά και με την πάλη της, μέσα κι έξω από τις γραμμές του.
Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν έως σήμερα, η ένταση και οι μέθοδοι -συχνά εκσυγχρονισμένες- καταστολής και διώξεων ήταν αποτέλεσμα του συσχετισμού δυνάμεων, της πορείας έκβασης της ταξικής πάλης, ακόμα και διεθνώς. Η διαχρονική αντιμετώπιση του ΚΚΕ και του εργατικού κινήματος από την αστική τάξη και το κράτος της είναι απόρροια της ίδιας της ταξικής φύσης του εκμεταλλευτικού συστήματος του καπιταλισμού, το οποίο, προς υπεράσπισή του, έχει ανάγκη να στηριχτεί και σε τέτοιους μηχανισμούς. Η αστυνομική βία, οι κάθε λογής απαγορεύσεις, οι παρακολουθήσεις εργατικών συνελεύσεων, συγκεντρώσεων και πορειών, οι τρομοκρατικές απολύσεις, οι αντεργατικοί νόμοι και οι καταδικαστικές αποφάσεις των δικαστηρίων, η εξαγορά συνειδήσεων, ο αντικομμουνισμός, η αξιοποίηση ακροδεξιών-φασιστικών «ομάδων κρούσης» κ.ά. δεν αποτελούν απλά και μόνο αντικείμενα «ιστορικής έρευνας», στοιχεία μιας άλλης εποχής. Είναι αναπόσπαστα χαρακτηριστικά της αστικής εξουσίας στο σήμερα.
Ενα σχεδόν αιώνα μετά, η αστική τάξη και το κράτος της δεν κατάφεραν να βάλουν στο χέρι το ΚΚΕ, να το φέρουν στα μέτρα τους. Γι’ αυτό και οι κάθε λογής πιέσεις δεν πρόκειται να εκλείψουν, αφού το αστικό κράτος είναι ο μηχανισμός επιβολής της θέλησης, των συμφερόντων της αστικής εξουσίας. Επομένως, το αστικό κράτος ούτε φτιασιδώνεται, ούτε εξανθρωπίζεται, αλλά μόνο ανατρέπεται, με την επαναστατική πάλη του λαού και ηγετική δύναμη την εργατική τάξη με την καθοδήγηση του Κόμματός της, με στόχο να έρθει η εργατική τάξη στην εξουσία, που σημαίνει την οικοδόμηση του δικού της κράτους, της δικτατορίας του προλεταριάτου, σε αντικατάσταση της δικτατορίας της αστικής τάξης.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Ο Αναστάσης Γκίκας είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
1. Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και Επανάσταση», «Απαντα», τ. 33, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, σελ. 35.
2. Ελ. Βενιζέλος, όπως παρατίθεται στο Mazower M.: «Greece and the inter-war economic crisis», εκδ. «Clarendon Press», London, 1991, σελ. 76.
3. Οπως π.χ. ο Ν. 3934/1911 «Περί υγιεινής και ασφάλειας των εργατών και περί ωρών εργασίας», ο Ν. 4029/1912 «Περί εργασίας γυναικών και ανηλίκων», ο Ν. 4030/1912 «Περί πληρωμής ημερομισθίων των εργατών, υπηρετών και υπαλλήλων» κ.ά. Κατά πόσο βέβαια όλ’ αυτά τα μέτρα είχαν πρακτικό αποτέλεσμα στην πραγματικότητα της καθημερινής ζωής του εργάτη, μη μένοντας στα χαρτιά, είναι ένα άλλο ζήτημα. Ενα ζήτημα, άρρηκτα συνδεδεμένο -συν τοις άλλοις- με το επίπεδο οργάνωσης και το συσχετισμό δυνάμεων στο συνδικαλιστικό κίνημα.
4. Γ. Κορδάτου: «Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος», εκδ. «Μπουκουμάνη», Αθήνα, 1972, σελ. 232. Η λεγόμενη «κοινωνική αλληλεγγύη», όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από τις όποιες «φιλεργατικές» ή «φιλοαγροτικές» μεταρρυθμίσεις, αποτελούσε πρώτα και κύρια αναγκαιότητα για την επιβίωση της ίδιας της αστικής τάξης. Οι ιδιόχειρες σημειώσεις του Ελ Βενιζέλου σχετικά με το αγροτικό ζήτημα (τέλη 1918) είναι πράγματι αποκαλυπτικές: «Αρκούν αι δυσχέρειαι ας δημιουργεί η αντίθεσις μεταξύ κεφαλαίου και βιομηχανικών εργατών. Αρκεί η εκμετάλλευσις ην τ’ ανατρεπτικά στοιχεία επιχειρούν επί του εδάφους τούτου διά την ανατροπήν της κοινωνικής τάξεως. Εάν αφήναμεν ως έδαφος εκμεταλλεύσεως και την πολυάριθμον αγροτικήν τάξιν άλλο δεν θα εκάμνωμεν παρά να εξυπηρετήσωμεν τους εχθρούς της κοινωνίας […] Λύουσα το αγροτικόν ζήτημα κατά τας υπαγορεύσεις κοινωνικής αλληλεγγύης η αστική τάξις δίδει το πλέον αποτελεσματικόν πλήγμα κατά των ανατρεπτικών θεωριών […] Χάνουν ούτω έδαφος αφ’ ου ήλπιζαν να στηρίξουν την κοινωνικήν των επανάστασιν […] Δεν δυνάμεθα ατυχώς να πράξωμεν αυτό διά τον τερματισμόν του ανταγωνισμού κεφαλαίου και βιομηχανικού εργάτου», Αρχείο Ελ. Βενιζέλου, Φάκελος 173/267 (Μουσείο Μπενάκη).
5. Οπως παρατίθεται στο Γ. Κ. Λεονταρίτη: «Το ελληνικό εργατικό κίνημα και το αστικό κράτος 1910-1920», στο Θ. Βερέμη και Ο. Δημητρακόπουλου (επ.): «Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο και την εποχή του», εκδ. «Φιλιππότη», Αθήνα, 1990, σελ. 77-78.
6. Γ. Β. Λεονταρίτη: «Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», εκδ. «Εξάντας», Αθήνα, 1978, σελ. 250.
7. Βλ. Κ. Μοσκώφ: «Ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης», εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα, 1988, σελ. 401, Γ. Β. Λεονταρίτης: «Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», εκδ. «Εξάντας», Αθήνα, 1978, σελ. 265, εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 26 Οκτώβρη 1918 και 17 Οκτώβρη 1918.
8. Γ. Β. Λεονταρίτης: Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», εκδ. «Εξάντας», Αθήνα, 1978, σελ. 227.
9. Ξεκινώντας από την ολομέτωπη επίθεση κατά του Κόμματος εξαιτίας της στάσης του απέναντι στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Ενδεικτικά αναφέρουμε: Την επιδρομή κατά των γραφείων του Ριζοσπάστη και την καταστροφή τους από βενιζελικούς μπράβους τον Ιούλη του 1920, τη σύλληψη του Γραμματέα και της ΚΕ του Κόμματος, του διευθυντή του Ριζοσπάστη, καθώς και των κομμουνιστών-μελών της Διοίκησης της ΓΣΕΕ τον Ιούλη του 1922 κοκ. Χώρια, βεβαίως, από τη χυδαία προπαγάνδα περί «αντεθνικού» ΚΚΕ, που αναμασάται ποικιλοτρόπως μέχρι και τις μέρες μας. «Εθνικό» συμφέρον για την ελληνική αστική τάξη ήταν -και παραμένει- το δικό της συμφέρον. Η Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή ήταν το αποτέλεσμα της συμμετοχής της ελληνικής αστικής τάξης στις γενικότερες ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις στην Εγγύς Ανατολή, ώστε να προωθήσει μέσω αυτής τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα. Με την πολιτική και τη δράση του, το ΚΚΕ ανέδειξε τον πραγματικό χαρακτήρα του πολέμου κι επιδίωξε τη ματαίωσή του, εκτιμώντας ότι μετά από τη Μικρασιατική Εκστρατεία θα επερχόταν η Καταστροφή, όπως κι έγινε. Η συνεπής πολιτική αρχών απέναντι στην εργατική τάξη, όλο το λαό, συνέδεσε την υπόθεση του πολέμου με την αστική εξουσία και τον ιμπεριαλισμό, προτείνοντας ταυτόχρονα τη διευθέτηση του μικρασιατικού ζητήματος έξω από το πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών συμφωνιών (Βερσαλλίες, Λοζάνη, Σέβρες) και μεταξύ των δύο χωρών.
10. Ανάλογοι αναγκαστικοί νόμοι σχετικά με τη διοικητική εκτόπιση ψηφίστηκαν επίσης τον Οκτώβρη και το Δεκέμβρη του 1935.
11. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 23 Δεκέμβρη 1935, 26 Δεκέμβρη 1935, 4 Γενάρη 1936.
12. «Το ΚΚΕ: Επίσημα Κείμενα, 1925-1928», τ. 2, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1974, σελ. 619 και 631.
13. Εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», 21 Ιούλη 1928.
14. «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», 23 Ιούλη 1929.
15. Οπως παρατίθενται στο Αν. Γκίκα: «Από την πείρα του κινήματος των οικοδόμων στην Ελλάδα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2013, σελ. 55.
16. Παρατίθεται στο Μ. Mazower: «Greece and the inter-war economic crisis», εκδ. «Clarendon Press», London, 1991, σελ. 128.
17. Βλ. «Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής», 30 Μάη 1929 και Ρ. Σ. Κούνδουρο: «Η ασφάλεια του καθεστώτος. Πολιτικοί κρατούμενοι, εκτοπίσεις και τάξεις στην Ελλάδα, 1924-1974», εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα, 1978, σελ.85-87.
18. V. Lidtke: «The outlawed party», εκδ. «Princenton University Press», Princenton, 1966, σελ. 339-345. Παράλληλα, την ίδια περίοδο, σ’ ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο ενισχύονταν οι κατασταλτικές λειτουργίες του αστικού κράτους, υποστηριζόμενες ιδεολογικά από τη θεωρία του «ισχυρού» κράτους, παραμερίζοντας τις μικροαστικές φιλελεύθερες ιδέες. Ας μην ξεχνάμε ότι ο B. Mussolini βρισκόταν ήδη στην εξουσία στην Ιταλία από το 1922, ενώ το δικτατορικό καθεστώς του Primo de Rivera κυριαρχούσε στην Ισπανία (1923-1930). Το πραξικόπημα του 1926 στην Πορτογαλία έστρωνε ουσιαστικά το δρόμο για την άνοδο του Α. Salazar στην εξουσία (πρωθυπουργός-δικτάτορας της χώρας το 1932-1968). Στη Γιουγκοσλαβία το 1929 ο Βασιλιάς Αλέξανδρος Α΄ κατήργησε το Σύνταγμα και διέλυσε τη Βουλή κ.ο.κ.
Οπου τα κομμουνιστικά κόμματα δεν τέθηκαν εκτός νόμου, τ’ αστικά καθεστώτα φρόντισαν να θωρακιστούν νομικά, είτε ανασύροντας και αναπροσαρμόζοντας παλαιότερα κατασταλτικά μέτρα είτε κατασκευάζοντας καινούργια. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, επιστρατεύτηκαν το Treason Act του 1351, το Seditious Libel and Enlistment Act του 1870, καθώς και το Official Secrets Act του 1911 και 1920, ενώ σειρά απαγορεύσεων ακολούθησε τις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις του 1926. Στη Γερμανία, αν και τυπικά το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν νόμιμο, παρεμποδιζόταν η δράση και συμμετοχή του στα συνδικάτα. Στη Γαλλία αναβίωσαν νομοθετήματα του 1893 και 1894, με τα οποία ποινικοποιούνταν οι σοσιαλιστικές ιδέες.
19. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τ. Α΄, 1918-1949», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2001, σελ. 214. Μέχρι το 1935 ο αριθμός των δολοφονηθέντων εργατών κι αγροτών είχε ανέλθει σε 37, ενώ οι συλλήψεις είχαν φτάσει τις 16.500 και οι καταδίκες τις 3.000 περίπου.
20. Αν και τυπικά ο κομμουνιστικός Τύπος δεν ήταν παράνομος, με το Ιδιώνυμο θέτονταν ουσιαστικά εκτός νόμου το περιεχόμενο και η πράξη της διάδοσής του. Ετσι, από το 1929 κι έπειτα, «κατόπιν εγκυκλίου διαταγής του Υπουργείου Εσωτερικών», όλα «τα ταχυδρομικά και τηλεγραφικά Γραφεία του Κράτους» υποχρεούνταν «όπως επιστρέφουν αμέσως ως απαράδεκτα όλα τα κομμουνιστικού περιεχομένου έντυπα εις τους εκδότας των, μη επιτρεπομένης της αποστολής των διά των ταχυδρομείων του Κράτους, συμφώνως προς τον ψηφισθέντα νόμον περί ασφάλειας του κοινωνικού καθεστώτος». Βλ. εφημερίδα «Κήρυξ» 1 Οκτώβρη 1929 και Εκθεση για την κατάσταση του παράνομου μηχανισμού στην κομματική οργάνωση της Καβάλας, 1933 (Φάκελος 18), Αρχείο ΚΚΕ.
21. Τα στοιχεία βασίζονται στις Ελληνικές Εγκληματολογικές Στατιστικές της αντίστοιχης περιόδου και παρατίθενται στο Ρ. Σ. Κούνδουρου: «Η ασφάλεια του καθεστώτος. Πολιτικοί κρατούμενοι, εκτοπίσεις και τάξεις στην Ελλάδα, 1924-1974», εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα, 1978, σελ. 97-99.
22. Βλ. «Foreign Office to the Undersecretary of State Report», 29 Αυγούστου 1929, σελ. 99, στο FO 371-12926, PRO και «Duties that may be allocated to the Gendarmerie in the Towns Police are, or may be in the future, established», 29 Μάρτη 1928, σελ. 2, PRO.
23. «Εκθεση της Αχτίδας Λαρίσης για το αγροτικό συλλαλητήριο της 10 Ιούλη 1927», σελ. 1 (Φάκελος 5), Αρχείο ΚΚΕ.
24. Απόρρητο έγγραφο του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού προς το Γραφείο του υπουργού Εσωτερικών (14 Μάη 1929) με θέμα τη «συγκέντρωση στοιχείων επί του ζητήματος της διανομής επαναστατικών προκηρύξεων», στο Αρχείο Κωνσταντίνου Ζαβιτσιάνου, Φάκελος 1, «ΕΛΙΑ».
25. Εφημερίδα «Πατρίς», 17 Φλεβάρη 1930.
26. Εφημερίδα «Πρωινά Νέα», 16-19 Νοέμβρη 1933.
27. Γράμμα από την Οργάνωση Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας προς το ΠΓ της ΚΕ, 26 Σεπτέμβρη 1930, σελ. 3 (Φάκελος 14), Αρχείο ΚΚΕ, και εφημερίδα «Νέος Ριζοσπάστης», 12 Γενάρη 1933.
28. Εκθεση της Περιφερειακής Επιτροπής της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας προς το Πολιτικό Γραφείο, 16 Μάρτη 1928, σελ. 2 (Φάκελος 10), Αρχείο ΚΚΕ. Στο γεγονός αυτό αναφέρθηκε και ο E. G. Lomas του Γενικού Προξενείου της Θεσσαλονίκης σε έκθεσή του στο Foreign Office της Μ. Βρετανίας. Ενημερώνοντας την κυβέρνησή του για τις «εργατικές αναταραχές» που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα κατά τις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις των καπνεργατών στην πόλη το Μάη του 1936 (και οι οποίες μετεξελίχτηκαν γρήγορα σε γενικό πανελλαδικό απεργιακό αναβρασμό) τόνιζε πως: «υπάρχουν χιλιάδες δυσαρεστημένων ανδρών και γυναικών εργατών από την μια πλευρά και αρκετές εκατοντάδες …αστυνομικών από την άλλη, καλά οπλισμένων και ποτισμένων με την ιδέα, η οποία φαίνεται έχει καταστεί παράδοση, πως ο εργάτης ο οποίος αγωνίζεται για τη βελτίωση της κατάστασής του αποτελεί δημόσιο εχθρό». Καταλήγοντας, πρόσθεσε χαρακτηριστικά: «δεν υπήρξε σχεδόν καμιά συνάθροιση, πολιτική ή μη, η οποία να μην συνοδευόταν από αιματοχυσία ή κάποιας μορφής βία». Εκθεση του British Consulate General, Salonica, 27th May, 1936, σελ. 3 κι 7, στο FO371/20389, PRO.
29. Α. Γκίκα: «Ρήξη και Ενσωμάτωση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2010, σελ. 124. Στην έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ «Επεσαν για τη Ζωή», τ. 1, καταγράφονται 29 μέλη και στελέχη του ΚΚΕ, καθώς και 7 μέλη και στελέχη της ΟΚΝΕ, που δολοφονήθηκαν από το αστικό κράτος στη διάρκεια εργατικών κινητοποιήσεων, στην εξορία και τη φυλακή κοκ.
30. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 7 Γενάρη 1924 και 22 Αυγούστου 1928.
31. Εκθεση της Περιφερειακής Επιτροπής Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης στο Πολιτικό Γραφείο, 7 Νοέμβρη 1927 (Φάκελος 5), Σχέδιο ανάλυσης των αποφάσεων του 4ου Συνεδρίου του Κόμματος, σελ. 1, Γράμμα του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ προς την Περιφερειακή Επιτροπή Θεσσαλίας, 18 Αυγούστου 1928 και προς την Περιφερειακή Επιτροπή Θεσσαλονίκης, 15 Σεπτέμβρη 1928 (Φάκελος 8), Αρχείο ΚΚΕ.
32. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 19 Ιούλη 1922, 16 Απρίλη 1925 και 9 Σεπτέμβρη 1934, Εφημερίδα «Νέος Ριζοσπάστης», 12 Δεκέμβρη 1932 και «Δελτίον», 1 Φλεβάρη 1926.
33. «Το ΚΚΕ: Επίσημα Κείμενα, τ. 2, 1925-1928», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1974, σελ. 617 και «Θέσεις για τα δεκαπεντάχρονα του ΚΚΕ», στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», 15 Νοέμβρη 1933.
34. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 5 Ιούνη 1927 και 20 Νοέμβρη 1928.
35. Ο Πειθαρχικός Ουλαμός Καλπακίου (ο λεγόμενος και «τάφος των ζωντανών») άρχισε να λειτουργεί το 1924. Ηταν ένας από τους δύο τόπους μαρτυρίου (μαζί με της Μαρμάρως) όπου έστελναν τους στρατευμένους νέους κομμουνιστές για να τους εξοντώσουν ψυχικά και σωματικά. Πολλοί δε θ’ αντέξουν τις άθλιες συνθήκες, τα καψόνια και τα βασανιστήρια, χάνοντας τα λογικά τους ή αφήνοντας στο Καλπάκι την τελευταία τους πνοή.
36. Χρ. Τσιντζιλώνη: «ΟΚΝΕ 1922-1943», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1989, σελ. 149-157 και 163-168.
37. Σε μια αντίστοιχη διαμαρτυρία του ΣΕΚΕ κατά τις εκλογές του 1920 αναφερόταν: «Εν τη αρξαμένη εκλογική πάλη η κυβέρνησις μετέρχεται παν μέσον καταδιώξεως και τρομοκρατίας, κατασχούσα τας προκηρύξεις διά των αστυνόμων της και απαγορεύουσα τας εργατικάς συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις, τρομοκρατούσα διά των μπράβων της, ως συνέβη εν Αθήναις, απαγορεύουσα εις τους χωρικούς ίνα επικοινωνήσουν με το Κόμμα, ως συνέβη με τον διευθυντή του τηλεγραφείου Πατρών…» κλπ. «Διαμαρτυρία κατά της προεκλογικής τρομοκρατίας», στο «Εργατικός Αγών», 29 Σεπτέμβρη 1920 και «Το ΚΚΕ: Επίσημα Κείμενα, τ. 1, 1918-1924», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1974, σελ.119-120.
38. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 7 Φλεβάρη 1927.
39. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 11.6.1930.
40. Υπόμνημα «προς άπασας τας εφημερίδας Αθηνών-Πειραιώς» 10 Οκτώβρη 1935, Αρχείο Σφαέλου Δημήτριου, «ΕΛΙΑ».
41. Γ. Ζορμπαλά: «Ο Μεγάλος Οκτώβρης και ο επαναστατικός Τύπος στην Ελλάδα», στο «Νέο Κόσμο», τ. 4, 1967, σελ. 70. Επιθέσεις κατά του Ριζοσπάστη έχουν καταγραφεί από το 1920 κιόλας, όταν βενιζελικοί μπράβοι εισέβαλαν στα γραφεία της εφημερίδας και τα κατέστρεψαν ολοσχερώς (Εφημερίδα Ριζοσπάστης, 9 Αυγούστου 1920). Σε μια ακόμη περίπτωση, στις 17 Νοέμβρη 1934, ο Ριζοσπάστης θα δεχτεί επίθεση από μέλη της εθνικοσοσιαλιστικής ομάδας «Τρίαινα», τα οποία όμως «αποκρούονται ηρωικά από την εργατική φρουρά των γραφείων». Βλ. «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα, τ. 4, 1934-1940», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1974, σελ. 514.
42. Εφημερίδα «Πρωινά Νέα», 16-19 Νοέμβρη 1933. Η έμφαση δική μας.
43. Το 1933 ο Πλαστήρας είχε προτείνει στον Βενιζέλο «κάνουμε ό,τι και στην Ιταλία, που χάρις στον Φασισμό προοδεύει»; Για να του απαντήσει ο τελευταίος: «Η Ιταλία … επήγαινε καλά, διότι εκεί υπάρχει δικτάτωρ, ενώ εις την Ελλάδα δεν υπάρχει δικτάτωρ […] Αν πείσεις τον Μουσολίνι να αφήσει την Ιταλίαν και να έλθει εδώ, τότε, ίσως, συμφωνήσω να γίνει δικτατορία». Ο Κονδύλης (από την «άλλη πλευρά» του πολιτικού φάσματος) είχε εκφράσει ανοιχτά το θαυμασμό του στον Μουσολίνι μόλις ένα χρόνο πριν την εγκαθίδρυση του καθεστώτος Μεταξά, χαρακτηρίζοντάς τον ως τον «καλύτερο άνδρα της σημερινής εποχής» ο οποίος «κατάφερε να πειθαρχήσει έναν ζωηρό λαό […] και να λύσει το πρόβλημα της συνεργασίας μεταξύ κεφαλαίου και εργατών». Βλ. Γ. Δάφνη: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», τ. Β΄, εκδ. «Ικαρος», 1955, σελ. 182-184 και Γ. Ανδρικόπουλου: «Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού», εκδ. «Διογένης», 1977, σελ. 150.
44. Σ. Λιναρδάτου: «4η Αυγούστου», εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα, 1966, σελ. 112.
45. Εκθεση Δράσης της ΚΕ προς το Έκτακτο Συνέδριο του ΚΚΕ (1925), σελ. 8 και 12 (Φάκελος 1), Αρχείο ΚΚΕ.
46. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 5 Ιούνη 1927.
47. Βλ. «Σκοπός Σωματείου “Εθνικής Ενωσις Ελλάς”» (1927), Αρχείο Σφαέλου Δημήτριου («ΕΛΙΑ»), εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 24 Απρίλη 1934, 5 Νοέμβρη 1934, 21 Δεκέμβρη 1934.
48. Εφημερίδα «Νέος Ριζοσπάστης», 18 Φλεβάρη 1933, 7 Ιούνη 1933.
49. Σε ανακοίνωσή της, η Ενωτική ΓΣΕΕ τόνισε: «Η εργατιά της Θεσσαλονίκης από μέρες τώρα αντιμετωπίζει αλλεπάλληλες ένοπλες επιδρομές, σκοτωμούς και τραυματισμούς από τις εξοπλισμένες φασιστικές ορδές που εμπνέονται και καθοδηγούνται από τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας και την κυβέρνηση Βενιζέλου. Ο εργάτης οικοδόμος σ. Σταμπουλίδης έπεσε νεκρός. Μια δεκάδα εργάτες είναι τραυματισμένοι. Για την κυρίαρχη τάξη δεν είναι αρκετές οι συλλήψεις, οι δαρμοί, οι εξορίες, οι διαλύσεις των ταξικών οργανώσεων, η απαγόρευση του Ενωτικού Συνεδρίου Θεσσαλονίκης, η αφαίρεση και των τελευταίων υπολειμμάτων των συνδικαλιστικών και πολιτικών ελευθεριών της εργατικής τάξης. Περνάει στις χωρίς προσχήματα δολοφονίες, στην εξόντωση του επαναστατικού συνδικαλιστικού κινήματος, ενώ τα σοσιαλφασιστικά συνδικάτα απολαμβάνουν την αμέριστη υποστήριξή της. Τα γεγονότα που διαδραματίζονται στη Θεσσαλονίκη έχουν μεγάλη πολιτική σημασία για το επαναστατικό συνδικαλιστικό κίνημα, βρίσκονται σε αδιάσπαστη συνοχή με την επίθεση του κεφαλαίου και την αντίσταση των εργατών». Εφημερίδα «Νέος Ριζοσπάστης», 20 Αυγούστου 1932.
50. "Greece: Communism, Report for Second Half Year 1933, σελ. 2, FO286/1123 και Greece: Communism, Report for Second Half Year 1934, σελ. 2, PRO.
51. Εφημερίδα «Νέος Ριζοσπάστης», 24 Ιούνη 1933, 26 Ιούνη 1933, 27 Ιούνη 1933.
52. Για σχετικά κρούσματα σε Βόλο και Ηράκλειο βλ. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 15 Γενάρη 1927 και 3 Απρίλη 1927.
53. Εφημερίδα «Νέος Ριζοσπάστης», 10 Ιούνη 1933.
54. Εκθεση Δράσης της Περιφερειακής Οργάνωσης Πειραιά για τους μήνες Γενάρη, Φλεβάρη, Μάρτη 1928, σελ. 10 (Φάκελος 10), Αρχείο ΚΚΕ. Ανάλογα περιστατικά καταγράφηκαν στους καπνεργάτες (Ριζοσπάστης 3.4.1927), τους σιδηροδρομικούς (Ριζοσπάστης 5.1.1927) και αλλού.
55. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 21 Φλεβάρη 1927.
56. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 20 Ιούλη 1927.
57. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 29 Γενάρη 1927.
58. Οπως π.χ. κατά τη διάρκεια της απεργίας των ελαιοχρωματιστών της Αθήνας τον Ιούνη του 1934 –και όχι μόνο. Πολλά τέτοια παραδείγματα εμπεριέχονται στο Α. Γκίκα: «Ρήξη και Ενσωμάτωση: Συμβολή στην Ιστορία του εργατικού-κομμουνιστικού κινήματος του Μεσοπολέμου (1918-1936)», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2010 και Α. Γκίκα: «Από την πείρα του κινήματος των οικοδόμων στην Ελλάδα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2013.
59. Συνεδρίαση Μεικτού Σώματος Συλλόγου Εμποροϋπαλλήλων Αθηνών, 19 Νοέμβρη 1928 και Πρακτικά Εκτακτης Γενικής Συνέλευσης, 20 Μάρτη 1933, Φάκελος 1, Αρχείο Αριστείδη Δημητράτου, «ΕΛΙΑ».
60. Βλ. για παράδειγμα τον τρόπο με το οποίο ο αστικός Τύπος κάλυψε την καπνεργατική απεργία της Θεσσαλονίκης στις αρχές του 1927. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 17 Φλεβάρη 1927.
61. Εφημερίδα «Κήρυξ», 24 Μάη 1931.
62. Εφημερίδα «Κήρυξ», 27 Ιούλη 1929 και 28 Ιούλη 1929.
63. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 4 Απρίλη 1927.
64. Για την Γαλλία βλ. Εφημερίδα «La Gazette», 6 Οκτώβρη 1928, όπως παρατίθεται στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 13 Οκτώβρη 1928.
65. Εφημερίδα «Κήρυξ», 27 Μάη 1926 και 13 Γενάρη 1927.
66. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 3 Μάρτη 1925, εφημερίδα «Κήρυξ», 1 Οκτώβρη 1929 και 17 Νοέμβρη 1932.
67. Εγγραφο νο. 22, στο Αρχείο Ιεράς Μητρόπολης Ελευθερουπόλεως 1909-1953, ΑΒΕ 72/ΕΚΚΛ 1.01, Φάκελος 50, Γενικά Αρχεία Κράτους (ΓΑΚ) Καβάλας.
68. Διεύθυνσις Γενικής Ασφάλειας του Κράτους προς τους Μητροπολίτας Μακεδονίας, 15.4.1926, στο Αρχείο Ιεράς Μητρόπολης Ελευθερουπόλεως 1909-1953, ΑΒΕ 72/ΕΚΚΛ 1.01, Φάκελος 50 και Κοινοποίηση Ν. Διαταγμάτων της Διεύθυνσης Γενικής Ασφάλειας του Κράτους, 12.6.1926, στον Φάκελο 52, ΓΑΚ Καβάλας.
69. Αρχείο Ιεράς Μητρόπολης Ελευθερουπόλεως 1909-1953, ΑΒΕ 72/ΕΚΚΛ 1.01, Φάκελος 52, ΓΑΚ Καβάλας.
70. Εφημερίδα «Κήρυξ», 6 Γενάρη 1931.
71. Εφημερίδα «Πρωία», 1928, απόκομμα, Φάκελος 43/2, Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας.

72. ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ προς την Αχτιδική Επιτροπή Ιωαννίνων, 20.4.1928 (Φάκελος 8), Αρχείο ΚΚΕ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ