Συντροφικές αποδράσεις
Διακοπές με την οργάνωση σημαίνει βασικά δύο πράγματα: το
αντιιμπεριαλιστικό διήμερο σαν τελετή έναρξης και κορύφωμα στη φοιτητική
κατασκήνωση στο ποσείδι για εμάς τους βόρειους –για το αχλάδι δεν μπορώ να φέρω
άποψη. Για τα οποία, αν δεν τα έχεις ζήσει από πρώτο χέρι, δεν μπορείς να
καταλάβεις πολλά από τα ρεπορτάζ του στιλ «αντάμωσαν και γλέντησαν οι κνίτες»,
που είναι ο ορισμός της «φαντασίας στην εξουσία» -με τη διαφορά πως η εξουσία
φθείρει και καταστρέφει την όποια φαντασία μπορεί να είχαμε.
Το διήμερο σηματοδοτεί το τέλος της ακαδημαϊκής χρονιάς
για πολλούς φοιτητές κι ένα φτηνό τρόπο να επιστρέψουν στα πάτρια εδάφη τους,
αν αυτά βρίσκονται στην άλλη άκρη της ελλάδας. Και είναι μια ευκαιρία για όσους
συμμετέχουν, να αποκτήσουν μια εμπειρία ζωής που προσφέρεται για διάφορους μη
αστικούς μύθους. Πχ ότι φέτος στο στόμιο δεν εμφανίστηκαν λέει τα στούκας, που
είχαν θερίσει κόσμο στο προ δεκαετίας (και βάλε) διήμερο. Κι η μόνη σταθερή
αξία ήταν ο θολός οπορτουνιστικός βούρκος στην παραλία όπου χύνεται το ποτάμι του
πηνειού και γίνεται ακόμα χειρότερο, αν πλακώσουν μαζί τρεις χιλιάδες
κατασκηνωτές. Τα καλύτερα μέρη εξάλλου είναι μετά το τσάγεζι, προς την καρίτσα
και το κόκκινο νερό.
Η δική μου πιο δυνατή ανάμνηση είναι από το –πάει και το-
νεστόριο. Με τους ήρωες-άπαρτα βουνά να παίζουν άπειρες φορές κάθε μέρα, για να
τους μάθουν οι νέοι και να μην αντέχουν να τους ξανακούσουν οι παλιότεροι·
τους.. σύγχρονους «ήρωες» να βουτάνε στα κρύα νερά του ποταμιού για να
κολυμπήσουν· κι όλα τα αντάρτικα τραγούδια να γίνονται χασαποσέρβικα στον χορό.
Και τον τοπικό (προ καλλικράτη) δήμαρχο να βγάζει ένα θερό λόγο υποδοχής,
θαρρείς και ήταν δικός μας –καμία σχέση. Αλλά οι καλές σχέσεις χρησίμεψαν στη
συνέχεια, γιατί ένα βράδυ που έβρεχε –εκτός από το κρύο που πιάνει πάντα τις
νύχτες- και πολλές σκηνές πλημμύρισαν, οι αρχές του γειτονικού χωριού μας
παραχώρησαν ευγενικά το δημοτικό για να διανυκτερεύσουμε. Και κάναμε ένα
νυχτερινό ελιγμό γράμμο-βίτσι, που στην αρχή δεν ξέραμε πού θα κατέληγε (μήπως
όντως στο βίτσι;) και ήταν μια δοκιμασία για τα νεύρα, τις αντοχές, τα
γυναικόπαιδα, τους θεριακλήδες καπνιστές, τους γκρινιάρηδες σφους (καλή ώρα)
και όσους λιπόψυχους σκέφτονταν τη λιποταξία. Το ατσάλωμα μας έκανε καλό όμως
και σε κάθε αίθουσα του σχολείου έγιναν αυτοσχέδιες ομάδες με υπεύθυνους κι
άτυπους.. πολιτικούς εκπροσώπους για την καλύτερη διαρρύθμιση του χώρου.
Στο ποσείδι πηγαίνουμε το δεύτερο μισό του ιούλη, που
είναι η καλύτερη περίοδος: ούτε η πήχτρα στο άνοιγμα, που πλακώνει όλος ο
κόσμος κι είναι πατείς με πατώ σε κι έχει παντού ουρές, από την τουαλέτα ως το
σούπερ-μάρκετ, ούτε η νέκρα του αυγούστου, να σε πιάνει μελαγχολία –αν και έχει
και αυτή την χάρη της. Δε συμπίπτει βέβαια με κάποια μεγάλη αθλητική διοργάνωση
(μουντιάλ ή ολυμπιακούς) που θα είχε πλάκα ίσως να τη δει κανείς μαζί με
μπαόκια πχ (που το 05’ φώναζαν «οέο-οέο με αρχηγό τον τέο») ή με το βουλευτή,
το ζιώγα, που έβλεπε ακόμα και πόλο.
Είχαμε όμως δικές μας αθλοπαιδιές και μεγάλες
διοργανώσεις, όπως το μουντοτάβλι του 02’ και το μουντοσκάκι, όπου δύο αρχάριοι
σφοι είχαν ονομάσει τα άλογά τους καφού και ρομπέρτο κάρλος, ανάλογα με την
πλευρά από όπου εφορμούσαν. Ή το κλασικό παλέρμο, όπου πριν αρχίσουμε να
παίζουμε κανονικά, για να βρούμε το δολοφόνο, ξοδεύαμε τον πρώτο γύρο για να
βγάλουμε κάποιον που είχαμε στην μπούκα, με.. «πολιτικά επιχειρήματα» πχ –για
να το επικαιροποιήσουμε κιόλας- εγώ λέω να φύγει ο τάδε, γιατί δεν ψήφισε το 19ο
και είναι με το ααδμ. –Ναι αλλά εγώ είμαι κάπου μεταξύ αριστερού ααδμ και
δεξιάς λαϊκής συμμαχίας, ενώ εσύ... Και πάει λέγοντας.
Και ζήσαμε ιστορικές στιγμές, όπως τη γένοβα, όπου
προσπαθούσαμε απεγνωσμένα να μάθουμε νέα και να βγάλουμε συνεννόηση με όσους
είχαν τότε κινητά. Και την περίφημη επιστολή των επτά (του ναρ), που τώρα δεν
είναι τόσοι αλλά οι καλοί βρήκαν το δρόμο τους. Και το λαϊκό στρώμα την έχει
πάντα μαζί του στο πορτοφόλι του, αλλά κοροϊδεύει την κοινωνία και ποιος ξέρει
πότε θα ξαναγράψει στο ανενεργό μπλοκ του, που ντεμέκ στα χαρτιά
ξαναλειτουργεί. Και υπήρχε θέμα με τους ριζοσπάστες, γιατί κάναμε μεν ειδική
παραγγελία, αλλά συνήθως ήταν λιγότεροι από τη ζήτηση και κάποιοι σφοι έγραφαν
πάνω το όνομά τους, για να μην τους τον πάρει κανείς στη ζούλα και μείνουν
μπουκάλα και αδιάβαστοι.
Αλλά αυτά συμβαίνουν σε ζωντανούς οργανισμούς κι είναι
μικρές σταγόνες στο αρχιπέλαγος της συντροφικότητας, που δοκιμάζεται κι
ατσαλώνεται στις χρεώσεις της καντίνας που διαχειριζόμαστε και τις ανάγκες της.
Θαυμάζεις τους εθελοντές που δηλώνουν βάρδια 10-12, την ώρα αιχμής δηλ, το σφο
που έκανε το λάθος να φτιάξει μια χρονιά κρέπες και έπαιρνε κάθε βράδυ ένα τόνο
παραγγελιές, μαθαίνεις δουλειές που ούτε κατά διάνοια δε θα έκανες σπίτι σου,
στρώνεις στη δουλειά τους λουφαδόρους, πίνεις σε νερό ό,τι έχεις βγάλει σε
ιδρώτα (ή μήπως το αντίστροφο συμβαίνει;) και διηγείστε μαζί με άλλους ψήστες
σφους «ιστορίες του κυνηγιού», σα ψαροντουφεκάδες. Ένας ψητάς πήρε παραγγελία
σαράντα σουβλάκια (τα πουρουφάν που λένε κι οι νότιοι) και τα είχε έτοιμα σε
πέντε λεπτά. Ένας άλλος έψηνε σουβλάκια σε δύο σειρές, πάνω-κάτω και πλαγίως κι
είχε παραπλεύρως και μια δεύτερη ψησταριά με λουκάνικα και μπιφτέκια. Ενώ ένας
τρίτος έκανε όλα τα παραπάνω και παράλληλα πρόσεχε τις πατάτες να μην καούν,
άλλαζε τραγούδια στο cd player και
έπαιζε και ντραμς. Κι ένας άλλος λέει τα έψηνε χωρίς λεμόνι. ΧΩΡΙΣ ΛΕΜΟΝΙ!; Και
πώς έπαιρναν χρώμα δηλ για να μη φαίνονται ωμά; Εκτός κι αν ήταν στην ίδια
φυλή-συνομοταξία με εκείνο το σφο που αν ήταν ινδιάνος θα τον φώναζαν το ωμό
σουβλάκι. Ντάξει ρε σφε, είπαμε να υπερβάλλουμε λίγο στις ιστορίες, αλλά όχι
και χωρίς λεμόνι.
Και τι άλλο έπαιζε; Οι συνελεύσεις κατασκηνωτών, που δεν
ήταν κακές, αλλά πόσα αποτελέσματα να φέρουν μες σε δυο βδομάδες που ήμασταν
εκεί, ενώ το ποσείδι ήταν ανοιχτό για ένα δίμηνο περίπου; Οι ανθρωποφύλακες που
πρόσεχαν μη τυχόν κάνει μαντραπήδα κανείς τεϊτζής ή παμακίτης και ζητούσαν να
τους δείξουν την κάρτα τους, αλλά εμείς τους καλύπταμε και λέγαμε πως ήταν
δικοί μας από την καντίνα. Οι φωνές από τους σασίτες παραδίπλα, που είχαν κάνα
δυο προκλητικούληδες, αλλά σε πρώτη ευκαιρία οι πιο πολλοί έρχονταν από τα μέρη
μας. Το κυνήγι για τις καρέκλες της λέσχης, κάθε βράδυ που είχαμε γλέντι, για
να μας τις ξαναπάρουν το άλλο πρωί και φτου από την αρχή, μέχρι που έβαλαν
βιδωτά καθίσματα και ησύχασαν –κι ακρίβυναν και το φαγητό, αλλά αυτό είναι άλλη
ιστορία. Οι συναυλίες κάθε πσκ (όχι η παλιά πανσπουδαστική) και η σταθερή αξία
του κασούρα με τα ρεμπέτικα (και όχι μόνο) και δεν ξέρω αν σου ‘πα, αλλά...
ήρωες άπαρτα βουνά και γιούπι για-για πανσπουδαστική (η πκς, δηλ η παλιά πσκ).
Κι οι εκδηλώσεις, συζητήσεις, παρουσιάσεις κι ο πάγκος με τα βιβλία της
σύγχρονης εποχής, που για μένα προσωπικά ήταν η πρώτη μου επαφή με το λένιν
–απλά ελαφρά αναγνώσματα για την παραλία. Και ναι ήταν η πρώτη φορά με κάποιον
που να το αξίζει, όπως θα έλεγε η ποταμίσια.
Το πευκοδάσος δίπλα στη θάλασσα, όπου μέσα έκανε
φουτζίτσου, ενώ έξω είχε καύσωνα –αλλά χωρίς το τρελό κρύο στο νεστόριο. Βλάστηση
σφε αναγνώστη, όχι ξερονήσια όπου χαίρεσαι με δυο αρμυρίκια όλα κι όλα και τα
ποτίζεις για να μπει αιώρα κάποτε, στη δευτέρα παρουσία. Οι βραδινές
«εξορμήσεις» στο άθλιο μπιτσόμπαρο, που ή εγώ κάνω σα γέρος ή αυτό παίζει
ντάμπα-ντούμπα στη διαπασών, που ευτυχώς δεν έφτανε ως το στρουμφοχωριό με τις
σκηνές που στήναμε στα πέριξ της καντίνας, αλλά τώρα έχει κι από την άλλη
πλευρά ένα άλλο μπιτσόμπαρο και έτσι είμαστε περικυκλωμένοι, σφοι. Και διάφορα
άλλα σκηνικά και περιστατικά, που δεν έχουν αποχαρακτηριστεί ακόμα από τα
μυστικά αρχεία και τα κρατάμε κάβα για κάποια άλλη φορά.
Το περίεργο είναι πως το ποσείδι σου αφήνει πολλές φορές
μια αίσθηση βετεράνου φιτητή, που σε κάνει να λες πως μπούχτισες και δε θα
ξανάρθεις άλλη χρονιά, αλλά πάντα σε κερδίζει μέχρι να πάψεις να βρίσκεις παρέα
και να σε ξεβράσει το φκ κι η νέα γενιά. Και πάντα μελαγχολείς στην τελετή
παράδοσης-παραλαβής της καντίνας στους βρωμοπασόκους, που πρέπει να βγάζουν ένα
σωρό λεφτά ο καθένας για την πάρτη του από τη διαχείριση της καντίνας, όπως
άλλωστε και οι δαπίτες. Και μόνο η/τα εαακ δεν παίρνουν την καντίνα, θεωρητικά
για λόγους αρχής, γιατί δε συμμετέχουν στη φεαπθ, άτυπα όμως τους είχε μείνει
σιωπηρά ως αντάλλαγμα το στέκι στη θεολογική, που μέχρι πρότινος –και για μια
δεκαετία σχεδόν- έμενε τραγικά αναξιοποίητο, αλλά τώρα βελτιώθηκε η κατάσταση.
Και οι ναρίτες ορκίζονται, μα το δία και την μπελισάμα, πως κι οι θερινές τους
κατασκωνώσεις είναι καλύτερα οργανωμένες, αλλά όπως λέει μια φίλη της κε του
μπλοκ, ό,τι συμβαίνει στο χορευτό, μένει στο χορευτό (αν και φέτος θα πάνε
αλλού) και τέλος πάντων ας βρουν ένα δικό τους να διηγηθεί τις δικές τους
εμπειρίες..
Υγ: Η κε του μπλοκ αισθάνεται την ανάγκη να ευχαριστήσει
τους σφους αναγνώστες για τα πολύ καλά αντανακλαστικά που δείχνουν στην
πλειοψηφία τους τις τελευταίες μέρες στα σχόλια και να τους ευχηθεί καλή
ξεκούραση για τις επόμενες μέρες, που κατά πάσα πιθανότητα το μπλοκ δε θα
ανανεώνεται με κείμενα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου