Good morning Vietnam
Για τους ηρωικούς
βιετναμέζους, με το αλύγιστο αντιιμπεριαλιστικό φρόνημα και την τόσο πλούσια σε
αγώνες ιστορία τους, που πολύ λίγοι λαοί έχουν να επιδείξουν αντίστοιχή της,
ισχύει ίσως κάπως αντεστραμμένο αυτό που έλεγαν για τους έλληνες της ύστερης
αρχαιότητας και την υποταγή τους στον ακμαίο και κατά πολύ ανώτερο ρωμαϊκό
στρατό: κατακτήθηκαν από τη ρώμη με τα όπλα, αλλά την κατέκτησαν με τον
πολιτισμό τους. Το βιετνάμ αντιστοίχως αντιστάθηκε στους κατακτητές και
απέκρουσε ηρωικά την επίθεσή τους, κατακτήθηκε όμως σταδιακά δια της πλαγίας
οδού, όχι χάρη στον πολιτισμό τους και τη δυτική κουλτούρα, που έχει κυριεύσει
τα πάντα, αλλά με την οικονομική τους δύναμη και το εμπόριο, σε μια πολύ
δύσκολη συγκυρία, όπου η χώρα είχε μείνει χωρίς διεθνή στηρίγματα.
Αυτό σε γενικές
γραμμές ήταν το στρατηγικό συμπέρασμα που αποκόμισε το ιμπεριαλιστικό
στρατόπεδο συνολικά για την αναχαίτιση του σοσιαλισμού και ειδικότερα της σοβιετικής
ένωσης, εφόσον δεν κατάφερε να πνίξει με τη δύναμη των όπλων την επανάσταση στη
ρωσία –μία φορά το 18’ κι άλλη μία με την επίθεση των ναζί από το 41’. Κι όπως φάνηκε
από την τελική κατάληξη, είχε πολύ καλύτερα αποτελέσματα με τις οικονομικές
μεθόδους –ως προέκταση του πολέμου με άλλα μέσα- σε μια ιδιότυπη μορφή «ειρηνικής
συνύπαρξης» με το σοσιαλιστικό μπλοκ. Με την ειδοποιό διαφορά πως αυτή η μορφή
βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην κούρσα των εξοπλισμών με στόχο την οικονομική
εξουθένωση της εσσδ και την ακύρωση της σοβιετικής εκδοχής της ειρηνικής
συνύπαρξης –να μείνει δηλ απερίσπαστη από πολεμικές προετοιμασίες και
συγκρούσεις η δική μας πλευρά, για να μπορέσει να προχωρήσει και να βαθύνει τη
σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Όλα αυτά
συνδέονται με μια βασική αντίφαση που διέτρεχε την ιστορία του σύντομου
εικοστού αιώνα και των σημαντικότερων σταθμών του. Αφενός δηλ όλες σχεδόν οι
σοσιαλιστικές επαναστάσεις –από τη μεγάλη οκτωβριανή ως την κινέζικη το 49’-
συνδέονταν με τους δύο παγκόσμιους πολέμους και, ως επακόλουθο, την εμφάνιση
επαναστατικής κατάστασης σε μια σειρά αδύναμους κρίκους της ιμπεριαλιστικής
αλυσίδας. Αφετέρου όμως η (κάθε άλλο παρά ειρηνική) συνύπαρξη δύο αντίπαλων
συνασπισμών με διαφορετικά κοινωνικά συστήματα και το ορατό φάσμα μιας
πολεμικής μεταξύ τους σύγκρουσης, ως απειλή, ευνοούσε αντικειμενικά το
ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, που είχε βγει όμως με σημαντικά ψαλιδισμένες κι
αδυνατισμένες θέσεις από τους δύο προηγούμενους πολέμους ή ακόμα κι από την
ήττα της γαλλίας αρχικά και των ηπα σε δεύτερη φάση, στον πόλεμο του βιετνάμ.
Ενώ δηλ οι
πολεμικές συνέπειες ήταν ανεπιθύμητα βαρίδια και τροχοπέδη για τις σοσιαλιστικές
χώρες και το χτίσιμο της νέας κοινωνίας –καθώς οι εξοπλισμοί τους αφαιρούσαν
ζωτικούς πόρους που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για άλλους σκοπούς και το
ανέβασμα του βιοτικού επιπέδου, ή γιατί ειδικά η εσσδ είχε πληρώσει βαρύτατο
φόρο αίματος, και όχι μόνο, για την αντιφασιστική νίκη των λαών, ο οποίος της
στέρησε πολύτιμες εφεδρείες κι εκλεκτό έμψυχο δυναμικό από την υπόθεση της οικοδόμησης-…
…για το
ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, ο πόλεμος –ως συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα-
ήταν μια χρυσή ευκαιρία για μπίζνες και αυξημένη κερδοφορία, είτε με
αναπτυξιακά σχέδια ανοικοδόμησης των κατεστραμμένων περιοχών (σχέδιο μάρσαλ),
είτε με τη συνεχή παραγωγή οπλικών συστημάτων, τις επικερδείς αγοραπωλησίες σε «κράτη-δορυφόρους»
και την ενίσχυση του λεγόμενου στρατιωτικο-βιομηχανικού μπλοκ (λόμπι), που είχε
μεγάλη δύναμη στις ηπα και τέθηκε στο επίκεντρο αρκετών σοβιετικών αναλύσεων της
μπρεζνιεφικής ειδικά εποχής. Κάποιες από αυτές τις αναλύσεις ολίσθαιναν όμως στη
λογική του μικρότερου κακού και της επιλογής «καλύτερου ιμπεριαλιστή», στην
πολιτική συμπάθεια προς τις «πιο ειρηνόφιλες» και λιγότερο αντιδραστικές,
υποτίθεται, μερίδες του αστικού μπλοκ, που εκπροσωπούνταν συνήθως από τη
σοσιαλδημοκρατία ή τους δημοκρατικούς στις ηπα –κι όχι από το νίξον ή το
ρίγκαν, που εγκαινίασε τον «πόλεμο των άστρων».
Μια τέτοια
περίπτωση «καλού ιμπεριαλιστή», στην κλίμακα των απλών, καθημερινών ανθρώπων
και όχι των πολιτικών ηγετών, μας παρουσιάζει κατ’ ουσίαν στο πρόσωπο του
άντριαν κονάουερ (ρόμπιν γουίλιαμς) κι η ταινία good morning Vietnam. Ο κρονάουερ είναι ένας σμηνίας –
παραγωγός του ραδιοφώνου του αμερικανικού στρατού στη σαϊγκόν (και μετέπειτα χο
τσι μινχ), εν μέσω πολέμου, που ξεφεύγει από τους ανιαρούς, παραδοσιακούς
κανόνες των ένοπλων σωμάτων στο πρόγραμμά του και κερδίζει την αγάπη και το
θαυμασμό χιλιάδων φαντάρων στο μέτωπο, ενάντια στη στενοκεφαλιά και την
αντιπάθεια κάποιων ανωτέρων του. Παράλληλα συνάπτει φιλικές σχέσεις με πολλούς
ντόπιους βιετναμέζους, που δεν τους βλέπει ρατσιστικά ως κατώτερα όντα, αλλά
απομακρύνεται με μετάθεση, όταν αποδεικνύεται πως ο καλύτερος φίλος του είναι ένας
δραστήριος κι επικίνδυνος βιετκόνγκ.
Η ταινία βάζει
στο στόχαστρο το νίξον και την πολιτική του, προσπαθώντας σαφώς να δείξει πως
δεν ήταν/είναι ίδιοι όλοι οι αμερικανοί. Μία από τις καλύτερες ίσως στιγμές της
είναι η παρωδία αυτής της πολιτικής με τους στίχους του what a wonderful world
(τι υπέροχος κόσμος) να συνοδεύουν
ειρωνικά σκηνές από τη φρίκη του πολέμου, που παρουσιάζεται ωστόσο ως ανεξήγητο
κακό, παράλογο και απάνθρωπο, που χτυπά εξίσου τους πάντες, χωρίς να κάνει
διακρίσεις μεταξύ ισχυρού κι αδύναμου. Ενώ ο έρωτας του πρωταγωνιστή για μια
νεαρή βιετναμέζα σπουδάστρια, σκοντάφτει –παρά την αμοιβαία έλξη τους- στις «αγεφύρωτες»
διαφορές των δύο κόσμων, που συνοψίζονται βασικά στο ότι ο ένας λέει τη ντομάτα
tomato κι η άλλη τη λέει ζινγκ-πάου ή κάτι
παρόμοιο.
Οι συλλογικές
τύψεις συνείδησης ενός έθνους για αυτόν τον πόλεμο αναζητούν κάθαρση κι
εξιλέωση σε τέτοια κινηματογραφικά έργα, θυμίζοντας ίσως αντίστοιχες σκέψεις
και συναισθήματα του γερμανικού λαού για τις κτηνωδίες των ναζί. Αν εξαιρέσουμε
όμως κάποια κινήματα αντίστασης που ξεδιπλώθηκαν σε κάθε περίπτωση (το
αντιπολεμικό στις ηπα και το αντιφασιστικό στη γερμανία), δεν είναι καθόλου
σίγουρο πόσο μαζική θα ήταν αυτή η συλλογική μεταμέλεια, αν η κατάληξη του
πολέμου ήταν διαφορετική και δεν υπήρχε το βάρος της δύσκολης διαχείρισης μιας
ήττας, από την οποία απέρρεαν εν πολλοίς και οι τύψεις. Ουαί τοις ηττημένοις, όπως
έλεγαν και στον καιρό της pax
(pacis) romana(e).
Προσωπικά πάντως,
ο ρόμπιν γουίλιαμς σχεδόν με εκνεύριζε σε τέτοιους ατσαλάκωτους και
αβανταδόρικους ρόλους, και προτιμούσα την ερμηνεία του στα «ξυπνήματα» με τον
ντε νίρο. Όσο για την κατάθλιψη από την οποία έπασχε πιθανότατα ο ηθοποιός και
την «αδιέξοδη λύση» της αυτοχειρίας στην οποία κατέφυγε, έρχεται κατά κάποιον
τρόπο να επιβεβαιώσει τη θλιμμένη φύση του κωμικού που «κάνει μονίμως μια
νεκροψία στον εαυτό του». Και σε ένα πιο γενικό επίπεδο ίσως πως η αποξένωση
σήμερα δεν κάνει ακριβώς ταξικές διακρίσεις –αν και εκδηλώνεται προφανώς με
πολύ διαφορετικό τρόπο κατά περίπτωση- αλλά αποτελεί καθολικό, χαρακτηριστικό
γνώρισμα της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου