Η πόλη ποτέ δεν κοιμάται
Γράφει ο Σφυροδρέπανος //…γιατί η τηλεόραση μένει πάντα ανοιχτή στο σπίτι να νανουρίζει τους κατοίκους της και τις ανησυχίες τους. Και αν πας στα μουλωχτά να την κλείσεις, θαρρείς πως έχουν κάποιο κουμπάκι του μυαλού τους συνδεμένο και ξυπνάνε αυτόματα, μόλις τους στερήσεις το αφιόνι. Που αυτός είναι δηλ ο αντικειμενικός σκοπός, να τους αφυπνίσεις. Αρκεί να μην είναι για λίγο, ίσα-ίσα για να πάρουν ξανά το τηλεχειριστήριο, να την ξανανοίξουν και να αλλάξουν απλώς πλευρά. Πρώτη φορά αριστερά.
Θυμάμαι την προσμονή που μου δημιουργούσε ο τίτλος και η χρονολογία της ομώνυμης ταινίας (το εθνοσωτήριο 1984), το εναγώνιο ψάξιμο για να τη βρω, την αδιάφορη ιστορία και τον κακό ήχο της κόπιας, τις προσδοκίες που διαψεύστηκαν και την αποζημίωση από τη λευκή στολή του Βασίλη, με βαμμένα μάτια, να τραγουδά σε μια ντισκοτέκ το «άσε με να κάνω λάθος» -αξία ανεκτίμητη!
Την ξενιτιά του Καζαντζίδη την απορρίπτουμε από θέση αρχής, γιατί θεωρητικοποιούμε το φόβο μας για το άγνωστο ή γιατί την ταυτίζουμε ασυνείδητα με τη λιποταξία, μέχρι δηλαδή να βρεθείς κι εσύ στην ανάγκη να ρίξεις μαύρη πέτρα πίσω σου και να αρχίσεις ξαφνικά να ανακαλύπτεις και θετικά, για να διασκεδάσεις τις αμφιβολίες σου. Εσύ, που κάποτε δε συζητούσες καν να πας Εράσμους, όχι επειδή είναι πρόγραμμα της ΕΕ, αλλά γιατί έτρεμες μην χάσεις το χειμερινό εξάμηνο, με τις εγγραφές και το Πολυτεχνείο, ή το εαρινό με τις φοιτητικές εκλογές και την Πρωτομαγιά.
Οπότε μένουμε Ελλάδα. Και μας μένει να επιλέξουμε κάποιο από τα πάτρια εδάφη, εκείνο που θα μας κάνει να αισθανόμαστε λιγότερο ξένοι, σε σχέση με τα άλλα. Ας είναι κι ο Αϊ-Στράτης που λέει ο λόγος. Είναι κι αυτή μια ελληνική γωνιά. Κι όχι απαραίτητα η πιο τρομακτική, αν τη συγκρίνεις με κάποιες σύγχρονες περιπτώσεις.
Στην επαρχία μπορείς να ανακαλύψεις ξανά το χαμένο νόημα της ζωής, τη μυρωδιά του, τα φυσικά του χρώματα, χωρίς τα pixel της υψηλής ευκρίνειας και του αστιγματισμού, που σου χαρίζουν οι καινούριες οθόνες. Βρίσκεις κατανόηση, ζεστασιά (και ας σου λείπει καμιά φορά το Προδέρμ και οι ανέσεις της πόλης), την έμπνευσή σου που ήταν κρυμμένη κάτω από μια γκρίζα, επαναλαμβανόμενη μονοτονία. Μα πάνω απ’ όλα ανθρώπινους ρυθμούς, που δε δοκιμάζουν τα νεύρα και τις αντοχές σου, αλλά σε τοποθετούν εκ νέου στο επίκεντρο της δικής σου ζωής, αντί να τρέχεις όλη μέρα σαν τρελό ηλεκτρόνιο, μηχανικά, χωρίς να καταλαβαίνεις καν γιατί. Μόνο που αυτό μπορεί να σου φανεί σαν την κατάρα της ακινησίας, των πραγμάτων και της σκέψης που τα ακολουθεί σαν εποικοδόμημα, και εκείνων των πολιτικών συνειδήσεων που μένουν στάσιμες και ερημώνουν, σαν τα χωριά των γονιών μας.
Τίποτα όμως δεν είναι μονοσήμαντο. Εδώ μπορείς να βρεις ίσως πιο αγνές σχέσεις, αυθεντικούς ανθρώπους, μακριά από την αποξένωση και τη μούχλα της αστικής ιδιώτευσης, ζωντανούς κι ανοιχτούς, σε αντίθεση με τα μονόχνοτα, «ψαγμένα» στρείδια της πόλης, που δεν κρύβουν κανένα θησαυρό μέσα τους και λειτουργούν συχνά σαν κλειστά μοναχοπαίδια· που έχουν ανάγκη να μείνουν μόνοι τους, με τον εαυτό τους και με πράγματα που διαρκώς τον επιβεβαιώνουν, ενώ ακόμα κι οι πιο «ομαδικές» πράξεις τους καταλήγουν προσαρμοσμένες σε αυτή την «ανάγκη» και λειτουργούν ως συλλογικό της άλλοθι.
Αλλά αν έχεις μάθει να αυτοπροσδιορίζεσαι και να λειτουργείς ως πολιτικό ον, που επιβεβαιώνει έτσι ακριβώς την ανθρώπινή του υπόσταση και την ειδοποιό του διαφορά από άλλους ζωντανούς οργανισμούς, που δε νιώθουν την ανάγκη να μετασχηματίσουν το περιβάλλον τους και να αλλάξουν ριζικά τον κόσμο, νιώθεις πάντα μισός και ψάχνεις κάπως να καλύψεις το κενό. Κυνηγάς με το ντουφέκι πολιτικές εκδηλώσεις (αντί για άλλα μη πολιτικά όντα του δάσους) και ευκαιρίες για «πολιτικό-κινηματικό τουρισμό» στην πρωτεύουσα, όπου η μόνη ξεκούραση που προσφέρεται στο μάτι είναι όταν χάνεται το βλέμμα στο πλήθος της συγκέντρωσης ή κάποιου πανελλαδικού συλλαλητηρίου. Η πλατεία ήταν γεμάτη με το νόημα που ‘χει κάτι από τις φωτιές, που θα κουβαλάς μέσα σου να σε φωτίζουν, μέχρι να σωθεί η θύμησή τους απ’ το καντήλι του μνήμης μας.
Κι ύστερα (ύστερα, μα δεν υπάρχει ύστερα, τα ύστερα του κόσμου) από μια τέτοια ψυχική ανάταση, ξαναγυρνάς στη νηνεμία που σε πλακώνει σα νεκροταφείο, σχεδόν δε βρίσκεις λόγο να πας σε μια απεργιακή συγκέντρωση και να γίνουν πχ πενήντα οι σαράντα εννιά διαδηλωτές στην πόλη σου. Ε και τότε δε γίνεσαι απλά ένα με τη φύση, αλλά νιώθεις να αποσυντίθεσαι σαν πολιτικό πτώμα, για να γίνεις στην καλύτερη λίπασμα για τους επόμενους, αντί να ρίχνεις εσύ ο ίδιος το σπόρο της νέας ζωής, σαν ώριμο, συνειδητό τέκνο της οργής. Κι ας ξέρεις ενδόμυχα πως αν καταφέρεις να βάλεις την πρώτη σπίθα, εδώ υπάρχει πρόσφορο έδαφος για να εξαπλωθεί πιο γρήγορα η φωτιά.
Και στις πόλεις σύντροφε;
Τα όνειρά μου στην πρωτεύουσα με στείλαν
για να μιλάω πάντα χαμηλόφωνα
Με τους σκυφτούς ανθρώπους της, τα πλημμυρισμένα με όνειρα υπόγεια, τα ντουβάρια που σε πλακώνουν σαν απομόνωση και την οθόνη πάντα σε ρόλο άγρυπνου φύλακα, να αιχμαλωτίζει παρέες, συζητήσεις, δημιουργικό χρόνο, και τη φαντασία μας, με τα έτοιμα, προκατασκευασμένα πρότυπα.
Αλλά καταφέρνει να διασκεδάζει τη μοναξιά σου, με τους συντρόφους που σου χαρίζει απλόχερα, τις ομιλίες, τις εκδηλώσεις, τις παραστάσεις, τις προβολές, και το δικαίωμα να είσαι… εκλεκτικός, και να διαλέγεις σε τι απ’ όλα θα (πρωτο)πας.
Κι όπως θα τρως την ώρα σου στο μποτιλιάρισμα και στη θέση για το παρκάρισμα, που ενίοτε είναι πιο δυσεύρετη κι από θέση εργασίας, γιατί η πόλη ποτέ δεν κοιμάται (απλώς πάσχει από αϋπνίες και τους θορύβους της, σαν τρανταχτά ροχαλητά στο αυτί σου) θα έχεις όλο τον χρόνο να φιλοσοφήσεις για να καλμάρεις τα νεύρα σου, να σκεφτείς πώς θα είναι οι συγκοινωνίες στην κοινωνία του μέλλοντος και πώς θα λύσουμε τη βασική αντίθεση μεταξύ πόλης και υπαίθρου.
Ατεχνως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου