2 Απρ 2015

Ποιος βοήθησε τον Χίτλερ;

 Ποιος βοήθησε τον Χίτλερ;

Η σημερινή ανάρτηση της κε του μπλοκ έρχεται να συνεχίσει κατά μία έννοια κάποια σημεία που μπήκαν στην χτεσινή ανάρτηση και άνοιξαν και στη συζήτηση που ακολουθεί στα σχόλια. Πρόκειται για χαρακτηριστικά αποσπάσματα από μια πρόσφατη (επαν)έκδοση της σύγχρονης εποχής και πιο συγκεκριμένα: ένα καίριο απόσπασμα από τον πρόλογο του μάκη παπαδόπουλου στην έκδοση (και μια δική μου υπογράμμιση) κι ένα απόσπασμα από το κυρίως μέρος του βιβλίου του σοβιετικού ιβάν μάισκι.



Συνολικά το βιβλίο εστιάζει στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες όπου η Σοβιετική Ένωση προσπαθούσε να καθυστερήσει όσο γίνεται την ιμπεριαλιστική επίθεση εναντίον της και να αξιοποιήσει τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις σε αυτή την κατεύθυνση.

Ωστόσο, αυτή η σύνθετη και δύσκολη προσπάθεια της ΕΣΣΔ σχετίζεται με σημαντικές εναλλαγές στη γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ), που έπαιξαν αρνητικό ρόλο στην πορεία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος έως και τις επόμενες δεκαετίες.

Εναλλαγές που αφορούν την αντιμετώπιση του φασιστικού ρεύματος, τη στάση απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία, αλλά και στην ίδια την αστική δημοκρατία. Αλλαγές που οδήγησαν στο λαθεμένο πολιτικό διαχωρισμό των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σε επιθετικές, φιλοπόλεμες και μη επιθετικές, φιλειρηνικές.

Έτσι στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ο φασισμός αποδίδεται στις επιδιώξεις του πιο αντιδραστικού τμήματος του χρηματιστικού κεφαλαίου, ενώ σε προηγούμενες επεξεργασίες προσεγγίζεται ως μορφή της αστικής αντιδραστικής επίθεσης, ως μεθοδολογική τακτική του χρηματιστικού κεφαλαίου στο σύνολό του, χωρίς τον προαναφερόμενο διαχωρισμό.

Αυτές οι αλλαγές αντικειμενικά οδηγούσαν την πάλη του εργατικού κινήματος να στοιχηθεί κάτω από τη σημαία της αστικής δημοκρατίας. Αντίστοιχα, ο διαχωρισμός των τμημάτων του χρηματιστικού κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστικών κέντρων σε φιλειρηνικά και φιλοπόλεμα, η απόσπαση της εσωτερικής από την εξωτερική πολιτική των αστικών κρατών, συσκότιζε τον πραγματικό ένοχο για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και την άνοδο του φασισμού, το μονοπωλιακό καπιταλισμό. Δε φώτιζε, δηλαδή, το επιτακτικό στρατηγικό καθήκον για επαναστατική ανατροπή της αστικής τάξης σε κάθε χώρα.

Οι αρνητικές συνέπειες αυτών των αλλαγών αποτυπώθηκαν στην πορεία του κινήματος σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, με εμβληματικά παραδείγματα την ενδοτική στάση της κυβέρνησης του λαϊκού μετώπου της Γαλλίας απέναντι στις αξιώσεις του Φράνκο την περίοδο του ισπανικού εμφύλιου πολέμου, καθώς και την έλλειψη πολιτικής και στρατιωτικής ετοιμότητας των δυνάμεων του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στην αποφασιστική αναμέτρηση με την αστική τάξη και τις βρετανικές δυνάμεις το 1944 στην Ελλάδα, για την κατάκτηση της εξουσίας.

Το συγκεκριμένο προβληματικό μεθοδολογικό σχήμα της διάκρισης τμημάτων του χρηματιστικού κεφαλαίου και των πολιτικών εκπροσώπων τους, καθώς και της διάκρισης των ισχυρών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σε φιλοπόλεμες, φιλοφασιστικές και μη, ακολουθεί ως ένα βαθμό και ο Ιβάν Μάισκι στο έργο του. Γράφει χαρακτηριστικά: «Το 1939, η Σοβιετική Ένωση απειλείτο πάλι σοβαρά. Κινδύνευε να της επιτεθούν όλες οι φασιστικές δυνάμεις και ιδιαίτερα η Γερμανία και η Ιαπωνία. Επιπλέον, διέτρεχε τον κίνδυνο ενός ενωμένου καπιταλιστικού μετώπου εναντίον της, γιατί, όπως απέδειξε η ιστορία των τριμερών συνομιλιών, ο Τσάμπερλεν κι ο Νταλαντιέ ήταν έτοιμοι σε κάθε στιγμή να συμμαχήσουν με τους φασίστες και να τους υποστηρίξουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην επίθεσή τους εναντίον της ΕΣΣΔ. Έπρεπε πάση θυσία να αποφευχθεί αυτός ο κίνδυνος. Με τι τρόπο όμως;

Η καλύτερη λύση, για την οποία η σοβιετική κυβέρνηση έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια, ήταν η δημιουργία μιας ισχυρής αμυντικής συμμαχίας όλων των κρατών που δεν ήθελαν να ξεσπάσει ένας δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Αυτό σήμαινε πρακτικά τη σύναψη κατά πρώτο λόγο ενός τριμερούς συμφώνου αμοιβαίας βοήθειας μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και ΕΣΣΔ».

Η ιστορική πορεία ανέδειξε τον προβληματικό χαρακτήρα του συγκεκριμένου διαχωρισμού των καπιταλιστικών κρατών, ο οποίος οδηγούσε σε αντιφατικές εκτιμήσεις. Στην εισήγηση του 18ου συνεδρίου του ΠΚΚ των μπολσεβίκων της ΕΣΣΔ τις παραμονές του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, αφού γινόταν και πάλι η διάκριση σε επιθετικά και μη επιθετικά αστικά κράτη, τονιζόταν: «Στην πράξη, ωστόσο, η πολιτική της μη ανάμειξης σημαίνει ανοχή της επίθεσης, εξαπόλυση πολέμου, άρα, μετατροπή του σε παγκόσμιο πόλεμο. Στην πολιτική της μη ανάμειξης διαφαίνεται η επιδίωξη, η επιθυμία να μην εμποδιστούν οι εισβολείς να πραγματοποιήσουν το σκοτεινό τους έργο, να μην εμποδιστεί, ας πούμε, η Ιαπωνία να εμπλακεί σε πόλεμο με την Κίνα, και, ακόμα καλύτερα, με τη Σοβιετική Ένωση, να μην εμποδιστεί, ας πούμε η Γερμανία να μπερδεύεται στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, να εμπλακεί σε πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση, να αφεθούν όλοι όσοι συμμετέχουν στον πόλεμο να χωθούν βαθιά στο βούρκο του πολέμου, να ενθαρρύνονται στα κρυφά, να αφεθούν να εξασθενήσουν και να αλληλοεξαντληθούν και μετά, όταν εξασθενήσουν αρκετά, να εμφανιστούν στη σκηνή με φρέσκες δυνάμεις, να εμφανιστούν, φυσικά, “για το συμφέρον της ειρήνης” και να υπαγορεύσουν στους εξασθενημένους εμπόλεμους τους όρους τους».

Αντίστοιχα, μετά το ξέσπασμα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ο ΙΒ Στάλιν σε ομιλία του το Νοέμβρη του 1941 τόνιζε: «Μία από τις αιτίες για τις αποτυχίες του Κόκκινου Στρατού είναι η έλλειψη δεύτερου μετώπου στην Ευρώπη ενάντια στα γερμανοφασιστικά στρατεύματα. Πραγματικά, τούτη τη στιγμή στην ευρωπαϊκή ήπειρο δεν υπάρχουν καθόλου στρατεύματα της Μεγάλης Βρετανίας ή των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής, που να κάνουν πόλεμο με τα γερμανοφασιστικά στρατεύματα κι έτσι οι Γερμανοί δεν είναι υποχρεωμένοι να κομματιάσουν τις δυνάμεις τους και να διεξάγουν πόλεμο σε δύο μέτωπα, στη Δύση και στην Ανατολή».

Φυσικά, η μελέτη της εσωτερικής διαπάλης στην ιστορική πορεία της ΚΔ όπως και η μελέτη των σύνθετων καθηκόντων της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής καθώς και του προβληματισμού σχετικά με την πολιτική διασφάλισης της επιβίωσης της ΕΣΣΔ, υπερβαίνουν κατά πολύ τα περιορισμένα όρια μιας σύντομης εισαγωγής.

Το ΚΚΕ συνεχίζει τη δύσκολη, βασανιστική προσπάθεια επιστημονικής, μαρξιστικής διερεύνησης της πολιτικής πείρας της ταξικής πάλης κατά τον 20ό αιώνα. Η όποια κριτική προσέγγιση της μεθοδολογίας και ορισμένων πολιτικών επιλογών του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και της ΕΣΣΔ τη συγκεκριμένη περίοδο, δε μειώνει σε τίποτα τον ηρωικό αγώνα, την ανεκτίμητη συνεισφορά τους για το συμφέρον της εργατικής τάξης και του λαού. Απλά συμβάλλει να αξιολογηθεί η αρνητική πείρα και να αναδειχτούν οι αιτίες προβληματικών επιλογών, ώστε να αποφύγουμε ορισμένα λάθη του παρελθόντος.

Σε κάθε περίπτωση, το παρόν βιβλίο συμπληρώνει μια σειρά εκδόσεων της Σύγχρονης Εποχής που φωτίζουν τις εγκληματικές ευθύνες του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος σε βάρος των λαών και αναδεικνύουν τους ενόχους των μεγάλων ιμπεριαλιστικών πολέμων.

Σε μια περίοδο που η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και η συντόμευση του χρόνου εκδήλωσης συγχρονισμένων κρίσεων στη διεθνή καπιταλιστική οικονομία αυξάνει τον κίνδυνο ξεσπάσματος μιας νέας μεγάλης ιμπεριαλιστικής αναμέτρησης, ιδιαίτερα στην περιοχή της Ευρώπης, η έκδοση του έργου του Μάισκι αποκτά ξεχωριστή σημασία που αξίζει να διαβαστεί και να διαδοθεί.


Οι ΄Άγγλοι και οι Γάλλοι όμως δεν περιορίζονταν μόνο στο να τραβάνε σε μάκρος τις συνομιλίες, αλλά απαιτούσαν από την ΕΣΣΔ «ανταλλάγματα» για καθεμιά «παραχώρησή» τους. Στις 23 Ιούνη είχα πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, μια σοβαρότατη αψιμαχία με τον Χάλιφαξ. Με κάλεσε στο Foreign Office κι άρχισε να μου κάνει παράπονα για την «ισχυρογνωμοσύνη» και την «αδιαλλαξία» των Σοβιετικών. Ύστερα πήρε ένα ύφος σοβαρό κι αινιγματικό συνάμα και με ρώτησε αν η σοβιετική κυβέρνηση επιθυμούσε πραγματικά τη σύναψη του συμφώνου.

-Γιατί μου θέτετε αυτή την ερώτηση; απάντησα. Ξέρετε πολύ καλά πως η σοβιετική κυβέρνηση είναι υπέρμαχος του τριμερούς συμφώνου.
-Δεν το βλέπω, δήλωσε ο Χάλιφαξ. Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών και τα δύο μέρη πρέπει να κάνουν αμοιβαίες παραχωρήσεις και να καταλήξουν σε ένα συμβιβασμό. Εμείς έχουμε ήδη κάνει αρκετές παραχωρήσεις, ενώ εσείς δεν έχετε σαλέψει ούτε χιλιοστό από τις αρχικές θέσεις σας… Είναι φανερό λοιπόν πως η σοβιετική κυβέρνηση δε δείχνει ενδιαφέρον για το σύμφωνο αυτό.

-Με συγχωρείτε, λόρδε Χάλιφαξ –έκανα- αλλά έχω την εντύπωση πως η σοβιετική πλευρά δε βλέπει με τον τρόπο που βλέπει η αγγλική τις διπλωματικές συνομιλίες. Η αγγλική πλευρά τις φαντάζεται, όπως φαίνεται, σαν ένα είδος αγοραπωλησίας όπου δύο έμποροι παζαρεύουν την τιμή του εμπορεύματος. Στην αρχή ανεβάζουν την τιμή σε δυσθεώρητα ύψη κι αρχίζουν σιγά-σιγά να τη μειώνουν ώσπου να καταλήξουν σε μια συμφωνία. Για κάθε υποχώρηση, που κάνει ο ένας από τους δύο, απαιτεί αντίστοιχη κι από τον άλλον… Εμείς, η σοβιετική πλευρά, έχουμε διαφορετική αντίληψη για τις διπλωματικές συνομιλίες. Δεν αρχίζουμε «με τα πάνω» για να έχουμε ύστερα τη δυνατότητα να «ξεπέφτουμε» λίγο-λίγο. Ξεκαθαρίζουμε από την αρχή τι πιστεύουμε εμείς ως αναγκαίο για την επίτευξη του καθορισμένου σκοπού. Το ίδιο κάναμε και σ’ αυτές τις συνομιλίες. Οι όροι που εκτίθενται στο σοβιετικό προσχέδιο της 2ας Ιούνης αποτελούν το «αυστηρώς μίνιμουμ» που μπορεί να εγγυηθεί την ειρήνη της Ευρώπης. Ενώ εσείς αρχίσατε κάνοντας διάφορες προτάσεις οι οποίες με κανέναν τρόπο δεν εξασφάλιζαν την ειρήνη, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο έπρεπε σιγά-σιγά να πλησιάσετε προς τις δικές μας θέσεις. Γιατί φυσικά είναι συμφέρον σας να διασωθεί η ειρήνη στην Ευρώπη. Εμείς δεν μπορούμε να υποχωρήσουμε από το «αυστηρώς μίνιμουμ» που θέσαμε χωρίς να προδώσουμε την υπόθεση της ειρήνης. Πρέπει να καταλάβετε μια για πάντα πως εμείς δεν ενδιαφερόμαστε ούτε για τις νομικές διατυπώσεις, ούτε για τα κέρδη από τις αμοιβαίες παραχωρήσεις, αλλά μόνο για την ουσία του ζητήματος, δηλαδή για τη ριζική πρόληψη των εισβολών και τη διάσωση της ειρήνης στην Ευρώπη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ