Πού το πάνε;
Η κοινοβουλευτική παράσταση τις προάλλες είχε κοινή αξία χρήσης για τους
δύο πόλους του νεοπαγούς δικομματισμού: να δείξουνε τις βαθιές κι
αγεφύρωτες διαφορές που τους χωρίζουν, καθώς βαδίζουνε μαζί στον ίδιο
δρόμο (τον ευρωμουνόδρομο, όπως τον έχει χαρακτηρίσει εδώ και μερικά
χρόνια ο Μπούτας) ου μην και προς μια συγκυβέρνηση σε βάθος χρόνου (ή
μήπως μηνών;) για την απαρέγκλιτη εφαρμογή της μνημονιακής στρατηγικής.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Τσίπρας εξέφρασε από το βήμα της Βουλής την ευγνωμοσύνη του προς το Μητσοτάκη, γιατί επιτέλους έγιναν καθαρές και τέθηκαν σε πολιτική βάση οι μεταξύ τους διαφορές. Του καλού (κοινωνικά ευαίσθητου και ψυχοπονιάρη) και του κακού (πλην ρεαλιστή και τεχνοκράτη) δήμιου. Ή με άλλα λόγια, της σοσιαλδημοκρατικής και της νεοφιλελεύθερης αφήγησης, ακριβώς στην ιστορική φάση που αυτές οι διαφορές εκμηδενίζονται και δεν έχουν την παραμικρή πρακτική σημασία.
Από μια άποψη βέβαια, ο καθένας έχει δίκιο από την πλευρά του, όταν δε μιλάει για αυτήν, αλλά για τους απέναντι, για να τους πει: πόσο πασόκοι/πόσο δεξιοί είστε. Αλλά λέει μονάχα τη μισή αλήθεια, γιατί οι μεν αποσιωπούν πως εφαρμόζουν (με πόνο ψυχής και κοινωνικά κριτήρια, ταξικά μεροληπτικά) την ίδια ανάλγητη, νεοφιλελεύθερη πολιτική, και οι δε πως ο Σύριζα ούτε λαϊκίζει, ούτε κι έχει περιθώρια να το κάνει και να δράσει έξω από το πλαίσιο της αντιλαϊκής στρατηγικής του αστικού κόσμου, που συμπυκνώνεται (αλλά δεν εξαντλείται) στο Μνημόνιο.
Φτάνουμε λοιπόν στο ερώτημα του τίτλου, για να το εξετάσουμε σε διάφορα επίπεδα.
Καταρχάς σε πολιτικό επίπεδο, το βασικό ερώτημα είναι αν η ΔΦΑ θα καταφέρει να περάσει αναίμακτα για τον κυβερνητικό λόχο (για το λαό ούτε συζήτηση) το νόμο-λαιμητόμο για τα ασφαλιστικά δικαιώματα, επιβεβαιώνοντας σε κάθε περίπτωση τη γνωστή φράση του Ανιέλι (όπως κι αν ήταν η αρχική της εκδοχή) για εκείνο το είδος της χρήσιμης Αριστεράς, που μπορεί να περάσει αντιλαϊκούς νόμους, εκεί όπου απέτυχε να το κάνει η Δεξιά. Εξ ου κι η ΔΦΑ καμαρώνει ότι έχει προλάβει να νομοθετήσει πιο πολλά απ' όσα είχαν κάνει ως τώρα οι προκάτοχοί της.
Δεν ξέρω αν ο Σύριζα και η κυβερνητική πλειοψηφία βγουν αλώβητοι από αυτή τη διαδικασία ή αν θα χρειαστεί και πρόθυμα δεκανίκια (Λεβέντης, Ποτάμι). Υπάρχει πάντως μια γενική αίσθηση πως ο Σύριζα και η αξία χρήσης του για το σύστημα ίσως αρχίζει να εξαντλείται μετά την "ασφαλιστική μεταρρύθμιση" κι έτσι διερευνάται από τώρα η διάδοχη κατάσταση. Είτε με ένα οικουμενικό κυβερνητικό σχήμα (που είναι κι ο διακαής πόθος του Λεβέντη) είτε με εκλογές μες στο 16' -για αυτό κι επιχειρούν τόσο άγαρμπα κάποια ΜΜΕ να φτιάξουν το προφίλ του Κυριάκου ως σοβαρού και υπέθυνου μεταρρυθμιστή και κατά συνέπεια καταλληλότερου πρωθυπουργού.
(Σημειώνω παρεμπιπτόντως κι ακροθιγώς μια σημείωση από ένα άρθρο του Όψιμου στην Κομεπ για τις εξελίξεις στη ΝΔ, όπου λέει εύστοχα πως δεν πρέπει να βλέπουμε αφηρημένα τις διεργασίες στο αστικό πολιτικό σύστημα, αλλά να τις παρατηρούμε συγκεκριμένα, για να βγάζουμε σωστά συμπεράσματα).
Για το ασφαλιστικό, οι επιδιώξεις του αστικού μπλοκ εξουσίας είναι φανερές. Καίνε το "ξίγκι" που έχει απομείνει και στερούν από πολλές λαϊκές οικογένειες ένα από τα τελευταία στηρίγματα που είχαν. (Κι αν θέλει κανείς να βρει οπωσδήποτε ομοιότητες με την περίοδο της κατοχής, μπορεί να σκεφτεί τους απελπισμένους, που δε δήλωναν το θάνατο των συγγενικών τους προσώπων στις αρχές, για να μη στερηθούν τη μερίδα τους στο συσσίτιο, και να το συγκρίνει με τους συνταξιούχους).
Προωθούν τη διάλυση της κοινωνικής και την ενίσχυση της ιδιωτικής ασφάλισης. Και δεν προχωρούν σε συμβατικές μειώσεις, αλλά στη συντριβή των συντάξεων και τη σταδιακή προσαρμογή τους σε επίπεδο εξαθλίωσης, που θα πέφτουν κάτω κι από τα (θεωρητικά εγγυημένα) 380 ευρώ της περιβόητης εθνικής σύνταξης.
Μια εξέλιξη που συνδέεται με τα παραπάνω είναι το σπάσιμο παραδοσιακών συμμαχιών της αστικής τάξης με μεσαία στρώματα, που βλέπουν να φτωχοποιούνται και βγαίνουν ίσως για πρώτη φορά στους δρόμους. Από την άλλη ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε πως στην παρούσα φάση, βασικός σύμμαχος των κρατούντων (που καθιστά περιττό κάθε άλλη συμμαχία) είναι η δική μας αδράνεις, η ουσιαστική απουσία της εργατικής τάξης από το προσκήνιο. Κι αν κάποτε η απάθεια βασιζόταν σε μια επιφανειακή ευημερία και στη μαζική εξαγορά συνειδήσεων, σήμερα έχουμε κληρονομήσει μια εδραιωμένη νοοτροπία, χωρίς τους παράγοντες που τη διαμόρφωσαν και η περίοδος των εκπτώσεων αφορά τα πάντα: από τα δικαιώματα και τις λαϊκές διεκδικήσεις μέχρι την τιμή εξαγοράς.
Όλα αυτά συντείνουν στο συμπέρασμα πως ενδεχομένως να περνάμε σε μια νέα ποιότητα, που κάποιοι την έχουν βαφτίσει λανθασμένα νέο στάδιο, κι άλλοι την έχουν χαρακτηρίσει νέο αρχιτεκτονικό μοντέλο συσσώρευσης, που μπορεί να λειτουργεί πιλοτικά για τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, με την Ελλάδα σε ρόλο πειραματόζωου. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μια κινεζοποίηση των μισθών, των ημερομισθίων και του λεγόμενου... μη εργατικού κόστους στην Ελλάδα (και όχι μόνο). Μια πραγματικότητα που καθιστά φληναφήματα και αερολογίες όσα είπε ο Τσίπρας στη Βουλή για τις Σκανδιναβικές χώρες, όπου ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα συμβαδίζουν με τις παροχές του κοινωνικού κράτους, χωρίς να αποκλείουν η μία την άλλη (και την υποτιθέμενη εφαρμογή αυτού του "μοντέλου" στα καθ' ημάς.
Αυτό που έχει ίσως μεγαλύτερο ενδιαφέρον να διερευνηθεί είναι αν η αστική τάξη προβαίνει σε αυτές τις κινήσεις, γιατί είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της κρίσης και να διασφαλίσει τα υψηλά ποσοστά της κερδοφορίας της, ή γιατί βλέπει τον κοινωνικό-πολιτικό συσχετισμό να είναι συντριπτικά υπέρ της και δε συναντά σοβαρά εμπόδια. Με άλλα λόγια αν το κάνει από θέση ισχύρος (επειδή μπορεί) ή το ακριβώς αντίθετο (επειδή δεν μπορεί αλλιώς).
Κι η αλήθεια βρίσκεται (στους Σεξ Πίστολς) και στις δύο αναγνώσεις..
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Τσίπρας εξέφρασε από το βήμα της Βουλής την ευγνωμοσύνη του προς το Μητσοτάκη, γιατί επιτέλους έγιναν καθαρές και τέθηκαν σε πολιτική βάση οι μεταξύ τους διαφορές. Του καλού (κοινωνικά ευαίσθητου και ψυχοπονιάρη) και του κακού (πλην ρεαλιστή και τεχνοκράτη) δήμιου. Ή με άλλα λόγια, της σοσιαλδημοκρατικής και της νεοφιλελεύθερης αφήγησης, ακριβώς στην ιστορική φάση που αυτές οι διαφορές εκμηδενίζονται και δεν έχουν την παραμικρή πρακτική σημασία.
Από μια άποψη βέβαια, ο καθένας έχει δίκιο από την πλευρά του, όταν δε μιλάει για αυτήν, αλλά για τους απέναντι, για να τους πει: πόσο πασόκοι/πόσο δεξιοί είστε. Αλλά λέει μονάχα τη μισή αλήθεια, γιατί οι μεν αποσιωπούν πως εφαρμόζουν (με πόνο ψυχής και κοινωνικά κριτήρια, ταξικά μεροληπτικά) την ίδια ανάλγητη, νεοφιλελεύθερη πολιτική, και οι δε πως ο Σύριζα ούτε λαϊκίζει, ούτε κι έχει περιθώρια να το κάνει και να δράσει έξω από το πλαίσιο της αντιλαϊκής στρατηγικής του αστικού κόσμου, που συμπυκνώνεται (αλλά δεν εξαντλείται) στο Μνημόνιο.
Φτάνουμε λοιπόν στο ερώτημα του τίτλου, για να το εξετάσουμε σε διάφορα επίπεδα.
Καταρχάς σε πολιτικό επίπεδο, το βασικό ερώτημα είναι αν η ΔΦΑ θα καταφέρει να περάσει αναίμακτα για τον κυβερνητικό λόχο (για το λαό ούτε συζήτηση) το νόμο-λαιμητόμο για τα ασφαλιστικά δικαιώματα, επιβεβαιώνοντας σε κάθε περίπτωση τη γνωστή φράση του Ανιέλι (όπως κι αν ήταν η αρχική της εκδοχή) για εκείνο το είδος της χρήσιμης Αριστεράς, που μπορεί να περάσει αντιλαϊκούς νόμους, εκεί όπου απέτυχε να το κάνει η Δεξιά. Εξ ου κι η ΔΦΑ καμαρώνει ότι έχει προλάβει να νομοθετήσει πιο πολλά απ' όσα είχαν κάνει ως τώρα οι προκάτοχοί της.
Δεν ξέρω αν ο Σύριζα και η κυβερνητική πλειοψηφία βγουν αλώβητοι από αυτή τη διαδικασία ή αν θα χρειαστεί και πρόθυμα δεκανίκια (Λεβέντης, Ποτάμι). Υπάρχει πάντως μια γενική αίσθηση πως ο Σύριζα και η αξία χρήσης του για το σύστημα ίσως αρχίζει να εξαντλείται μετά την "ασφαλιστική μεταρρύθμιση" κι έτσι διερευνάται από τώρα η διάδοχη κατάσταση. Είτε με ένα οικουμενικό κυβερνητικό σχήμα (που είναι κι ο διακαής πόθος του Λεβέντη) είτε με εκλογές μες στο 16' -για αυτό κι επιχειρούν τόσο άγαρμπα κάποια ΜΜΕ να φτιάξουν το προφίλ του Κυριάκου ως σοβαρού και υπέθυνου μεταρρυθμιστή και κατά συνέπεια καταλληλότερου πρωθυπουργού.
(Σημειώνω παρεμπιπτόντως κι ακροθιγώς μια σημείωση από ένα άρθρο του Όψιμου στην Κομεπ για τις εξελίξεις στη ΝΔ, όπου λέει εύστοχα πως δεν πρέπει να βλέπουμε αφηρημένα τις διεργασίες στο αστικό πολιτικό σύστημα, αλλά να τις παρατηρούμε συγκεκριμένα, για να βγάζουμε σωστά συμπεράσματα).
Για το ασφαλιστικό, οι επιδιώξεις του αστικού μπλοκ εξουσίας είναι φανερές. Καίνε το "ξίγκι" που έχει απομείνει και στερούν από πολλές λαϊκές οικογένειες ένα από τα τελευταία στηρίγματα που είχαν. (Κι αν θέλει κανείς να βρει οπωσδήποτε ομοιότητες με την περίοδο της κατοχής, μπορεί να σκεφτεί τους απελπισμένους, που δε δήλωναν το θάνατο των συγγενικών τους προσώπων στις αρχές, για να μη στερηθούν τη μερίδα τους στο συσσίτιο, και να το συγκρίνει με τους συνταξιούχους).
Προωθούν τη διάλυση της κοινωνικής και την ενίσχυση της ιδιωτικής ασφάλισης. Και δεν προχωρούν σε συμβατικές μειώσεις, αλλά στη συντριβή των συντάξεων και τη σταδιακή προσαρμογή τους σε επίπεδο εξαθλίωσης, που θα πέφτουν κάτω κι από τα (θεωρητικά εγγυημένα) 380 ευρώ της περιβόητης εθνικής σύνταξης.
Μια εξέλιξη που συνδέεται με τα παραπάνω είναι το σπάσιμο παραδοσιακών συμμαχιών της αστικής τάξης με μεσαία στρώματα, που βλέπουν να φτωχοποιούνται και βγαίνουν ίσως για πρώτη φορά στους δρόμους. Από την άλλη ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε πως στην παρούσα φάση, βασικός σύμμαχος των κρατούντων (που καθιστά περιττό κάθε άλλη συμμαχία) είναι η δική μας αδράνεις, η ουσιαστική απουσία της εργατικής τάξης από το προσκήνιο. Κι αν κάποτε η απάθεια βασιζόταν σε μια επιφανειακή ευημερία και στη μαζική εξαγορά συνειδήσεων, σήμερα έχουμε κληρονομήσει μια εδραιωμένη νοοτροπία, χωρίς τους παράγοντες που τη διαμόρφωσαν και η περίοδος των εκπτώσεων αφορά τα πάντα: από τα δικαιώματα και τις λαϊκές διεκδικήσεις μέχρι την τιμή εξαγοράς.
Όλα αυτά συντείνουν στο συμπέρασμα πως ενδεχομένως να περνάμε σε μια νέα ποιότητα, που κάποιοι την έχουν βαφτίσει λανθασμένα νέο στάδιο, κι άλλοι την έχουν χαρακτηρίσει νέο αρχιτεκτονικό μοντέλο συσσώρευσης, που μπορεί να λειτουργεί πιλοτικά για τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, με την Ελλάδα σε ρόλο πειραματόζωου. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μια κινεζοποίηση των μισθών, των ημερομισθίων και του λεγόμενου... μη εργατικού κόστους στην Ελλάδα (και όχι μόνο). Μια πραγματικότητα που καθιστά φληναφήματα και αερολογίες όσα είπε ο Τσίπρας στη Βουλή για τις Σκανδιναβικές χώρες, όπου ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα συμβαδίζουν με τις παροχές του κοινωνικού κράτους, χωρίς να αποκλείουν η μία την άλλη (και την υποτιθέμενη εφαρμογή αυτού του "μοντέλου" στα καθ' ημάς.
Αυτό που έχει ίσως μεγαλύτερο ενδιαφέρον να διερευνηθεί είναι αν η αστική τάξη προβαίνει σε αυτές τις κινήσεις, γιατί είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της κρίσης και να διασφαλίσει τα υψηλά ποσοστά της κερδοφορίας της, ή γιατί βλέπει τον κοινωνικό-πολιτικό συσχετισμό να είναι συντριπτικά υπέρ της και δε συναντά σοβαρά εμπόδια. Με άλλα λόγια αν το κάνει από θέση ισχύρος (επειδή μπορεί) ή το ακριβώς αντίθετο (επειδή δεν μπορεί αλλιώς).
Κι η αλήθεια βρίσκεται (στους Σεξ Πίστολς) και στις δύο αναγνώσεις..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου